Καβγάδιζαν (υπέροχα) για το ποιός κλαίει πιο γοερά
Όπως έχει γραφτεί & ειπωθεί, άλλωστε, ο μηχανισμός της μνήμης, όπως και ο μηχανισμός της σάρκας, είναι εξαιρετικά ακριβἠς, ωστόσο πρέπει να βάλεις κι εσύ το χεράκι σου, mon semblable,—mon frère, αλλά και my brother, my killer, προκειμένου να είναι πάντα καλολαδωμένα τα γρανάζια του εν λόγω μηχανισμού της μνήμης, γνωρίζοντας ότι απαιτούνται περίτεχνες τεχνικές και επίμονες καταγραφές σε σημειωματάρια καθώς και εγγραφές σε μαγνητόφωνα, νοερές επαναλήψεις σκηνών, περιστατικών, διαλόγων, συμβάντων, ώστε να δύνασαι να ανασυστήσεις όγκους κρίσιμων στιγμών, να είσαι σε θέση να βιώσεις και να σκεφτείς εκ νέου ό,τι βίωσες και σκέφτηκες όταν, φέρ᾽ ειπείν, εσύ (που στο προκείμενο κείμενο είσαι Εκείνος) και η κοπέλα που σε διαπέρασε με το γαλάζιο πυρ του μπλίτσκριγκ μυδραλιοβόλου βλέμματός Της (που στο προκείμενο κείμενο είναι Εκείνη), εσύ, λοιπόν, την άκουσες να αναλύεται σε αναφιλητά, να περνάει στην επικράτεια του γόου, να κλαίει, και να κλαις κι εσύ μαζί της, πάνω από σαράντα λεπτά, Εκείνη από το (και στο) Βερολίνο, εσύ από (και στην Κυψέλη), στις 22 Ιανουαρίου του έτους 2020, είκοσι ημέρες και δύο μήνες από την λεγόμενη Πρώτη Ώρα, ήτοι από την 2α Νοεμβρίου του έτους 2019—
—«Επειδή με τη δική μου γλώσσα / δεν μπορώ να σε αγγίξω / μεταγλωττίζω το πάθος μου», είχε γράψει η Κατερίνα, στο βιβλίο που το είχε δωρίσει σ᾽ εκείνον, στις 27 Μαΐου του 2004, με ιδιόχειρη αφιέρωση, πάντα με τον ακριβείας γραφικό της χαρακτήρα, πάντα με το κυανό μαρκαδοράκι, και ιδού εκείνος να περνάει τον Δεκέμβριο του 2019, διαβάζοντας ξανά και ξανά τα ποιήματα της Κατερίνας, ιδίως αυτά στο βιβλίο της Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος, βουρκώνοντας, και ενίοτε κλαίγοντας ανεξέλεγκτα, στην κουζίνα Εκείνης, η οποία ομοίως βούρκωνε, και ενίοτε έκλαιγε ανεξέλεγκτα, συγκινημένοι αμφότεροι, ενώ στο πικάπ Της είχε βάλει το Season of Glass, παλιό αθάνατο βινύλιο με γρατζουνιές που έκαναν την ακρόαση και, συνάμα, την ανάγνωση των ποιημάτων της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, ένα είδος αρνητικού μελοδράματος, ένα μελόδραμα σε νεγκατίφ, ώσπου, ύστερα από το απροσδόκητο εκείνο βαλάντωμα, έβαλαν, με λουσμένα μάγουλα και χείλη στην αρμύρα των δακρύων, ναι, έβαλαν τα γέλια κι άρχιζαν, θαρρείς για να ξορκίσουν τη συγκινησιακή φόρτιση που είχαν αποφασίσει ότι δεν τους ταίριαζε και δεν τους άρμοζε, να καβγαδίζουν για το ποιος κλαίει πιο γοερά—
—και στις 22 Ιανουαρίου, επαναλαμβάνεται, επίσης με καταλύτες την ποίηση και τη μουσική, το πέρασμα στην επικράτεια του γόου, αυτό που είχε πει κάποιος «αμοιβαιότητα των δακρύων», τούτη τη φορά εξ αποστάσεως, τούτη τη φορά να τους χωρίζουν όχι μερικά χιλιοστά αλλά δύο χιλιάδες τριακόσια είκοσι εφτά χιλιόμετρα —Εκείνη στο Βερολίνο για το Εγχείρημα Work/Job, το οποίο υπό την απειλή του Covid-19 διακόπηκε, εκείνος στην Κυψέλη, αναγκασμένος, λόγω επικείμενης καραντίνας, να ακυρώσει το αλερετούρ εισιτήριο για το Βερολίνο, όπου θα περνούσαν μαζί, Εκείνη κι εκείνος, μερικές αλησμόνητες ημέρες, και νύχτες ασφαλώς, και θα επέστρεφαν παρέα στην Αθήνα— και τώρα, με ματαιωμένες αυτές τις θελκτικές προσδοκίες να κλαίνε γοερά από τηλεφώνου, έχοντας πληροφορηθεί το φευγιό της Κατερίνας για τους λειμώνες τ᾽ ουρανού, αυτοί που ήταν οι δύο τελευταίοι άνθρωποι που την συνάντησαν στο διαμέρισμα της οδού Κνωσσού και είχαν συνομιλήσει οι τρεις τους με τις ώρες, διανθίζοντας με μαρμαρυγές χιούμορ και αγάπης τη συνομιλία, ενώ εκείνος άφηνε εσκεμμένα χώρο και χρόνο σ᾽ Εκείνη ώστε να εκθέσει στην Κατερίνα το πλήρες σχέδιό της για μιαν επιτέλεση/αφιέρωμα στο έργο της Κατερίνας, και μάλιστα τις φωτογράφισε αγκαλιά, πίσω από το πράσινο πορτατίφ και τη βαθυκόκκινη καλαγχόη που της είχαν φέρει δώρο μαζί με εκλεκτά εύγευστα βουτήματα, γελαστές, λάμπουσες, υπέροχες—
—κι έτσι τώρα, με γρασωμένα τ᾽ άρβυλα [ Καρούζος/Σκύβαλο αθανασίας] για την οδοιπορία της μνήμης, με λαδωμένα τα γρανάζια του μηχανισμού, εξακολουθεί να συντάσσει εκείνος, σαράντα δύο μήνες μετά την ειρημένη Πρώτη Ώρα, τούτην εδώ την Εγκυκλοπαίδεια των Δευτερολέπτων που έζησαν, μαζί και χώρια, ανασυνθέτοντας σημειώσεις, ανατρέχοντας σε ημερολόγια που επιμελώς έχει κρατήσει, μοντάροντας όσο πιο επίμονα μπορεί το υλικό του (που δεν απαρτίζεται από λέξεις μόνο, αλλά και από φωτογραφίες, αποκόμματα από περιοδικά τέχνης, ηχογραφήσεις), φιλοδοξώντας να συντάξει την Ιδρυτική Συνθήκη ενός εξόχως περίπλοκου έρωτα, μιας εξόχως περίπλοκης αγάπης, μιας εξόχως περίπλοκης συνάντησης, φρονώντας ότι σύνολο το συντεθειμένο αυτό κείμενο θα αποτελεί ένα Σημείο Στίξεως στο Αχανές Χειρόγραφο του Χρόνου—
***