Ακροκέραμα


Εντός σχε­δί­ου πό­λε­ως

Να ανε­βά­σεις στο δω­μά­τιο
το μαύ­ρο μη­χά­νη­μα με τα λε­πί­δια
Γδέρ­νει
την άσφαλ­το
για να πε­ρά­σει και­νούρ­για
Θα σου ξέ­σκι­ζε μια και κα­λή
τα σπλά­χνα και τα χαρ­τιά
Την επο­μέ­νη, η πίσ­σα
θα βου­λώ­σει τη λα­κού­βα των αι­σθη­μά­των
μαύ­ρη, να μη φαί­νο­νται οι φλεγ­μο­νές
και τα αί­μα­τα
αδιά­βρο­χη με σύ­στα­ση αντιο­λι­σθη­τι­κή
να μη γλι­στρούν τα φα­ντά­σμα­τα
όταν σ’ αδειά­ζουν κα­τά τις πέ­ντε τη γω­νιά
Θα έπρε­πε με τα σι­δε­ρέ­νια δό­ντια της
να ανα­σκά­ψεις κι εσύ
τις γραμ­μα­το­σει­ρές του ύπνου σου
στο χάρ­τι­νο σε­ντό­νι της χαλ­βα­δό­πι­τας
Χρειά­ζε­ται να κα­τα­λά­βεις
ότι η εχθρο­πά­θεια και η φι­λο­στορ­γία
κυ­νη­γιού­νται εναλ­λάξ στα πε­ζο­δρό­μια
εντός σχε­δί­ου πό­λε­ως


***

Ξε­τσί­πω­τη Ανά­γκη
εί­δα τα νύ­χια μου
να εξο­ρύσ­σουν κομ­μά­τια
από το μα­λα­κό μου υπο­γά­στριο
μέ­χρι τη χο­λή και το με­λά­νι
μέ­χρι και τη με­λαγ­χο­λία εί­δα
απο­σπα­σμέ­νος απ’ τα τοι­χώ­μα­τα
του στο­μα­χιού
έλ­κος του εαυ­τού μου
προηγ­μέ­νο σε έλ­κος μυα­λού
Στη γλί­τσα της γλώσ­σας μου αφρί­ζω
κι εφαρ­μό­ζω αφω­νία ηθο­ποιού
Έχω το άγκι­στρο για να τρα­βή­ξω
το σπάρ­γα­νο με­τά


Le don du roman

Τε­τρά­γω­νο της ζω­ής μου
πά­ντα φα­ντα­στι­κός αριθ­μός
Με­ρι­κές φο­ρές για να υπάρ­ξω
χρη­σι­μο­ποιώ την τε­τρα­γω­νι­κή μου ρί­ζα
και πα­ρά το πα­ρα­πλα­νη­τι­κό όνο­μα «Τέρ­λες»
γί­νο­μαι επι­δε­κτι­κός σε όλες τις δυα­δι­κές πρά­ξεις:
πρό­σθε­ση, αφαί­ρε­ση
πολ­λα­πλα­σια­σμό και διαί­ρε­ση
Υψώ­νο­μαι επί­σης, σε δύ­να­μη μέ­χρι την νιο­στή

«Ναι, για να κα­τα­λά­βου­με τα ση­μεία, δεν αρ­κεί μο­νά­χα το μυα­λό.
Συμ­βαί­νει κά­τι στο μυα­λό μου. Συ­νέ­βη μό­λις τώ­ρα
που με κά­νει να βλέ­πω το κά­θε τι με δύο δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους.
Αλ­λά τώ­ρα πά­ει, τέ­λειω­σε. Ξέ­ρω πως δεν ξε­γε­λά­στη­κα.
Δεν φο­βά­μαι τί­πο­τα άλ­λο. Τα πράγ­μα­τα εί­ναι και θα πα­ρα­μεί­νουν
αυ­τά που εί­ναι. Τους εί­πα, στυ­λώ­νο­ντας τα μά­τια μου επά­νω τους.»


Συγ­γρα­φι­κή πα­ρά­λυ­ση

Και από τις δυο λευ­κές πλευ­ρές της
ανά­γκη ανα­γνώ­σι­μη να γρά­ψω πά­λι
πά­λι να εξα­πα­τη­θώ
από τα ανοι­χτά φτε­ρά βι­βλί­ων στις βι­τρί­νες
και από την ανύ­παρ­κτη πλευ­ρά του αέ­ρα που φυ­σά
η φλό­γα του αε­ριό­φω­τος αντέ­χει
όταν περ­νώ με τον Μπερ­γκότ αλα­μπρα­τσέ­τα
Τό­τε μου υπα­γο­ρεύ­ει η με­τα­βλη­τή πνοή
και ό,τι δεν έχω
και μ’ ό,τι η σκιά μου συ­μπο­ρεύ­ε­ται
στο άνερ­γο κα­ρά­βι της ποι­ή­σε­ως
με εμ­φα­νή την ίσα­λο γραμ­μή
πά­νω απ’ το κα­κό αί­μα


π

Δύ­στρο­πη Βε­βαιό­τη­τα
δεν μπό­ρε­σα να απο­φύ­γω
την εφα­πτο­μέ­νη της οξεί­ας γω­νί­ας σου
Στρι­μώ­χτη­κα ει­δο­ποι­η­μέ­νος
Αν φύ­σα­γα στις φού­χτες μου να τις ζε­στά­νω
Αν δεν μου τά­ρα­ζες τους κύ­κλους
φά­ντα­σμα εσύ, του κύ­βου και του κώ­νου
μνη­μείο του Νεύ­τω­να
σφαί­ρα που σχε­δί­α­ζε ο Étienne-Louis Boullée
όταν τί­πο­τα δεν έμει­νε που να μην έχει χα­θεί
στη Σι­κε­λι­κή Εκ­στρα­τεία
που προ­κα­θό­ρι­σε την έκ­βα­ση του πο­λέ­μου
«Έλε­ος, Γύ­λιπ­πε! Νι­κή­σα­τε.
Όχι, δεν ζη­τώ έλε­ος για τον εαυ­τό μου»

Εγώ δεν εί­χα την τύ­χη με το μέ­ρος μου
Αλ­λού εί­ναι θαμ­μέ­νος ο Νεύ­τω­νας
Όλα εί­ναι γε­ω­με­τρη­μέ­να
σ’ ένα πο­τή­ρι νε­ρό.


Η κα­κή η ώρα
23:21

Αέ­ρα επι­τύμ­βιε της συ­μπιε­σμέ­νης μου πνο­ής
στις σή­ραγ­γές μου των Τε­μπών
στον Πη­νειό του Χρό­νου
εμ­βαί­νω και δεν εμ­βαί­νω δις
στον πο­τα­μό
Κό­κα­λα ρί­χνω
μπρο­στά στη στή­λη του Αρι­στί­ω­νος
και παί­ζω τους πεσ­σούς
με τα νε­κρά παι­διά
χω­ρίς τις πα­ρω­πί­δες
κρά­τους τη­λε­πα­θη­τι­κού
και τη λε­πτή, την πο­τα­μί­σια άμ­μο
στις κλε­ψύ­δρες

Τί­πο­τα δεν ανέ­λα­βα
ού­τε τον γρό­μπο στην καρ­διά
ού­τε και των γραμ­μά­των μου τον αναλ­φα­βη­τι­σμό
πα­σχί­ζο­ντας στις λέ­ξεις
ενώ εκεί έξω, ο κό­σμος κυ­βερ­νά
Έτσι ολι­σθαί­νο­ντας
ακό­μη και το δυ­στύ­χη­μα το λε­ξι­κο­γρα­φώ
Μ΄όλο τον Μάρ­τιο στα δά­χτυ­λα
απέ­ξω κι ανα­κα­τω­τά


***


Χι­λιο­στό­μορ­φο πα­ρο­χευ­τι­κό αγ­γείο
απ’ το ξε­ρό μου αί­μα αρ­δεύ­ο­ντας
προ­σμο­νές αιω­νιό­τη­τας
αγ­γείο αθυ­ρω­μα­τι­κό
στην κρύ­πτη του με­τώ­που μου
όπου βλα­σταί­νουν ακό­μη
χί­μαι­ρες δια­κο­σμη­τι­κές
αρ­χαϊ­κά τέ­ρα­τα
πα­ρα­στά­τες αθα­να­σί­ας
ακρο­κέ­ρα­μα
στις γω­νιές του νου

Jacqueline du Pré

«Φα­ντά­σμα­τα, τι έχει απο­μεί­νει από εσάς;»
Ουά­λας Στή­βενς, Με­τά­βα­ση στο κα­λο­καί­ρι


Σε προί­κι­σε και σου τα πή­ρε όλα, ο θά­να­τος
Στο με­τα­ξύ έψα­χνες με τα μά­τια σου στην τά­σκα
τις χορ­δές
για ν’ ακου­μπή­σουν ύστε­ρα τα δά­χτυ­λα στον ήχο
Στα άκρα όμως σύ­χνα­ζε κι αυ­τός
Ύστε­ρα στο ανα­πη­ρι­κό με τις ερ­πή­στριες της αδι­κί­ας
λα­σπω­μέ­νες
Χώ­ρια ο Ιά­σο­νάς σου της Ιε­ρου­σα­λήμ
Έμει­νε η σο­νά­τα και η φω­το­γρα­φία
Κι ό,τι σε μέ­να έμει­νε
Ό,τι πα­λέ­ψα­με μα­ζί στα άκρα
ήταν ο ξέ­ξα­σπρος εγω­ι­σμός
Το πλήγ­μα έρ­χε­ται πριν την πλη­γή
σε λείο δέρ­μα
μέ­τω­πο παι­δι­κό
αν­θά­κια λε­μο­νιάς αρ­χές του Μάρ­τη
Το πά­θος ώρι­μο ακο­λου­θεί
Τρυ­γό­νια δεν φτε­ρο­κο­πούν τη νύ­χτα

Το πρό­σω­πό σου
Ο μορ­φα­σμός από μαρ­τύ­ριο μυ­στι­κό
Το φό­ρε­μα της μά­νας σου
Το όρ­γα­νο από σφέν­δα­μο
Το κόκ­κι­νο του σολ
Οι τα­λα­ντώ­σεις των χορ­δών
Η συ­μπε­ρί­λη­ψη της δό­ξας στο δο­ξά­ρι
Και να, ο συ­νερ­γός πα­ρών
με­γέ­θυ­νε την επο­χή για να χω­ρέ­σεις.





Μα­κέ­τα

Άπλω­σε την μα­κέ­τα στο τρα­πέ­ζι. Εί­ναι τρισ­διά­στα­τη. Θα ισο­πε­δω­θεί. Οι πόρ­τες θα κολ­λή­σουν στα πα­ρά­θυ­ρα, το πά­τω­μα στο εσω­τε­ρι­κό του δια­πι­στεύ­μα­τος που σου άφη­σαν οι σκιές των ενοί­κων. Ήσουν εσύ και οι ελ­λεί­ψεις της κα­τα­σκευ­ής. Εύ­θρυ­πτοι κέ­ρα­μοι, θα­λασ­σι­νή άμ­μος στο μπε­τόν, οι σι­δε­ρό­βερ­γες κα­μέ­νες από την υγρα­σία. Τώ­ρα τα υλι­κά από χαρ­τί και η χαρ­το­κο­πτι­κή σου επι­δε­ξιό­τη­τα σε προ­ά­γουν στη Γα­λι­λαία. Εί­σαι ο ποι­η­τής του δι­κού σου οι­κί­σκου με τα ακρο­κέ­ρα­μα στην μπού­κα σ΄ένα θα­λασ­σι­νό κοι­μη­τή­ρι της γα­λά­ζιας λε­κά­νης. Μία πύ­ρι­νη γλώσ­σα της Πε­ντη­κο­στής από το υπε­ρώο σε κα­τέ­στη­σε δια­μιάς πο­λύ­γλωσ­σο.

Ξά­πλω­σε ύστε­ρα εκεί που τρο­μά­ζεις. Στην σκέ­πη του τρο­με­ρού μυ­στη­ρί­ου της γης. Και το τσι­γα­ρό­χαρ­το λί­γων μό­λις γραμ­μα­ρί­ων ανά­με­σα στις χαλ­κο­γρα­φί­ες σου, θα πα­ρα­συρ­θεί απ’ το δυ­να­τό αέ­ρα που φυ­σά μέ­σα από τις σε­λί­δες.

Έγι­νες Από­στο­λος και εσύ, όπως ο Αφρι­κα­νός ερω­διός στη Νε­κρά Θά­λασ­σα. Κοι­τά­ζεις τα γυ­μνά σου πο­δά­ρια μέ­σα από τη διά­θλα­ση ενός υπερ­κο­ρε­σμέ­νου νε­ρού. Η άνω­ση, στο δεύ­τε­ρο βή­μα σου, δεν θα επι­τρέ­ψει τον πνιγ­μό. Άλ­λες κα­τα­βυ­θί­σεις σε πε­ρι­μέ­νουν.






Οι αέ­ρη­δες


Σκορ­πί­στε στους τέσ­σε­ρις ανέ­μους τη στά­χτη μας
από τον ανα­στά­σι­μο φούρ­νο με τον αμνό
κα­τά την εις Άδου κά­θο­δόν σας
Πε­τάξ­τε το υπό­λοι­πο εγω­ι­σμών
τα ίχνη ότι υπήρ­ξα­τε υπερ­συ­ντέ­λι­κοι
για να φυ­σή­ξουν οι αέ­ρη­δες μέ­χρι την αγο­ρά
και το αέ­τω­μα του Αγί­ου Ελισ­σαί­ου.
Ση­κώ­στε άνω τις καρ­διές σας σε αγρύ­πνια με τον Πα­πα­δια­μά­ντη
τώ­ρα που σφύ­ζει ακό­μα το αί­μα σας στα φυλ­λο­κάρ­δια
στο­μώ­νο­ντας τα κα­ριο­φί­λια του Μα­κρυ­γιάν­νη
Οι άγ­γε­λοι της Βι­βλιο­θή­κης κα­νο­ναρ­χούν από απέ­να­ντι
χω­ρίς να υπάρ­χει κά­τι να δια­βά­σουν
Ανά­με­σα στα υψη­λά τους αι­σθή­μα­τα
και το μι­κρο­σκο­πι­κό σας σθέ­νος
μια πα­πα­ρού­να δια­σχί­ζει το αρ­χαίο μάρ­μα­ρο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: