Όταν εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στις μαρκίζες των κινηματογράφων, δημιούργησαν τεράστια εντύπωση στους περαστικούς, Δεν ήταν μόνο οι ζωγραφικές συνθέσεις που απέδιδαν πιστά τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών και χαρακτηριστικές σκηνές της προβαλλόμενης στα σκοτεινά ενδότερα ταινίας. Κυρίως ήταν οι επιβλητικές διαστάσεις αυτών των χειροποίητων εικόνων. Φτιαγμένες με έντονα χρώματα, σε φτηνό χαρτί του μέτρου, αιχμαλώτιζαν τη ματιά των περαστικών με συναρπαστικές παραστάσεις, δημιουργώντας μια μεγάλη παράδοση σε αυτή την «ταπεινή» και εφήμερη τέχνη. Ήταν η πλέον βραχύβια τέχνη, διάρκειας μόλις 7 ημερών, μέχρι την αλλαγή της ταινίας και την ανάρτηση μιας νέας γιγαντοαφίσας. Με τη διαφύλαξη και την ανάδειξη αυτών των έργων, που σήμερα αναγνωρίζονται ως Σχολή των Αθηνών στην κινηματογραφική γιγαντοαφίσα, ασχολείται, εδώ και χρόνια, η Starlets Collection. Μια ομάδα που αγαπά το σινεμά και έχει ως στόχο τη διάσωση αυτών των ευάλωτων εικόνων. Για τις δραστηριότητες της ομάδας και για την τέχνη της γιγαντοαφίσας γενικότερα μίλησε στο Χάρτη, ως εκπρόσωπος της Starlets Collection, ο συλλέκτης - ερευνητής Χρήστος Μαργαρίτης.
Η τέχνη των 7 ημερών
Συνέντευξη του Άρη Μαλανδράκη
Πώς δημιουργήθηκε η ομάδα και τι περιλαμβάνουν οι συλλογές της;
«Με την αγάπη μας για τον κινηματογράφο καταρχήν, αλλά και τη ζωγραφική παράλληλα, εδώ και πολλά χρόνια συγκεντρώναμε κομμάτια από γιγαντοαφίσες που είχαν χρησιμοποιηθεί σε προσόψεις κινηματογράφων, οι περισσότεροι από τους οποίους σήμερα δεν υπάρχουν. Συγκεντρώναμε επίσης λιθογραφικές αφίσες ελληνικών και ξένων ταινιών, από εκείνες που κολλούσαν σε τοίχους στις γειτονιές τις Αθήνας. Βέβαια, όχι μόνο από κει, αλλά και από αποθήκες θερινών σινεμά και χρωμολιθογραφείων που είχαν τυπώσει παλιότερα αφίσες για τους κινηματογράφους, ενώ ένα σημαντικό μέρος προέρχεται από τα αρχεία των ζωγράφων που τις σχεδίασαν. Κάποια στιγμή, παρορμητικά, σκεφθήκαμε να οργανώσουμε καλύτερα το υλικό και έτσι δημιουργήθηκε η ομάδα Starlets Collection. Οι συλλογές της περιλαμβάνουν έργα διαφόρων ζωγράφων που υπηρέτησαν αυτή την τέχνη, κυρίως όμως δημιουργίες του Γιώργου Βακιρτζή, όπως σπαράγματα από γιγαντοαφίσες και τμήματα ντεκουπέ από αυτές. Επίσης, πολλές μακέτες που ζωγράφιζε ο Βακιρτζής σαν προσχέδιο για τη δημιουργία των γιγαντοαφισών του. Λιθογραφικές αφίσες, καθώς και τις μακέτες που προηγήθηκαν της δημιουργίας τους. Τις προσπάθειές μας επεκτείναμε συγκεντρώνοντας παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες από προσόψεις κινηματογράφων της Αθήνας, φωτογραφίες ηθοποιών που είχε χρησιμοποιήσει ο Βακιρτζής για να τις μεγεθύνει με κάνναβο και να κάνει τα ντεκουπέ, βιβλία, δημοσιεύματα από εφημερίδες, διαφημιστικό υλικό από κινηματογράφους κ.ά.»
Ποιοι ήταν οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι αυτής της εφήμερης τέχνης, ποια στοιχεία χαρακτήριζαν τη δουλειά τους και με ποιες αίθουσες του κέντρου συνεργάζονταν;
«Ο Γιώργος Βακιρτζής ζωγράφιζε για λογαριασμό της Σκούρας Φιλμς τις γιγαντοαφίσες των κινηματογράφων Αττικόν και Απόλλων της Σταδίου, Ιντεάλ, Rex και Πάνθεον της Πανεπιστημίου και αργότερα το Κοτοπούλη στην Ομόνοια, το Αελλώ στην Πατησίων, το Embassy στο Κολωνάκι)και άλλους. Ο Στέφανος Αλμαλιώτης, που υπήρξε και δάσκαλος του Γιώργου Βακιρτζή, ζωγράφιζε γιγαντοαφίσες για τους κινηματογράφους Ορφεύς και Έσπερος της οδού Σταδίου. Σπουδαίοι ζωγράφοι ήταν και οι αδερφοί Κουζούνη, ο Κώστας, που ζωγράφιζε για τους κινηματογράφους Έσπερος, Έλλη (Ακαδημίας), Παλλάς (Βουκουρεστίου) και ο Γιώργος για τους κινηματογράφους Άστορ (Σταδίου), Παλλάς, Rex, Τιτάνια (Πανεπιστημίου), και Κοτοπούλη. Σπουδαίος υπήρξε και ο Νικόλαος Ανδρεάκος, που ζωγράφιζε κυρίως για τον κινηματογράφο Αθήναιον (Αμπελόκηποι) καθώς και για τους Ρόδον (Μάρνη), Ραδιοσίτυ και Σελέκτ (Πατησίων), το θερινό Ελληνίς (Αμπελόκηποι) και το Κοσμοπολίτ (Ομόνοια), με ένα έντονο εκφραστικό τρόπο που σε πολλά έργα του θυμίζει τον Γιώργο Βακιρτζή. Στην ομάδα αυτών των καλλιτεχνών ανήκουν επίσης ο Κώστας Γρηγοριάδης, που ζωγράφιζε εντυπωσιακά ντεκόρ για το θερινό Αθήναιον της οδού Πατησίων και το Μοντιάλ της οδού Πανεπιστημίου, ο Μανώλης Παναγιωτόπουλος που ζωγράφιζε για τον Ορφέα και κατά διαστήματα για το Κοτοπούλη, όπως και οι Χαράλαμπος Σεράσης και Βαγγέλης Φαεινός. Τελευταίοι οι Γεράσιμος (Μεμάς) Τουλιάτος και Μάριος Χονδρογιάννης, που ήταν τα “πρωτοπαλλήκαρα” του Γιώργου Βακιρτζή.»
Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε στην τεκμηρίωση αυτών των έργων;
«Οι γιγαντοαφίσες δεν έχουν υπογραφές των ζωγράφων που τις δημιούργησαν, γιατί ήξεραν ότι αυτά τα έργα είχαν μικρή διάρκεια ζωής, μια βδομάδα, το πολύ δύο αν η ταινία σημείωνε εισπρακτική επιτυχία, και μετά καταστρέφονταν. Συναντήσαμε μεγάλες δυσκολίες στο να αναγνωρίσουμε ποιο έργο είναι ποιανού. Διάφοροι ιστορικοί τέχνης βοήθησαν επισημαίνοντας κάποιες ουσιαστικές διαφορές: Η πινελιά του Αλμαλιώτη είναι πιο γλυκιά, πιο απαλή. Ο Κουζούνης είναι κολορίστας. Άλλος είναι εξπρεσιονιστής κ.ο.κ. Εμείς παίρναμε τα σπαράγματα αφισών που βρίσκαμε, ψάχναμε στις εφημερίδες της εποχής τις διαφημίσεις για την προβολή των ταινιών και συγκρίναμε. Μια άλλη δυσκολία προήλθε από τους αιθουσάρχες κινηματογράφων β΄ προβολής, που πρόβαλαν τις ταινίες αργότερα, ή την επόμενη χρονιά. Πλήρωναν ένα 20άρικο σε δικούς τους ανθρώπους, όταν το εισιτήριο Πατήσια – Ομόνοια κόστιζε 1,10 δραχμές, και εκείνοι κατέβαιναν στο κέντρο το βράδι της Κυριακής, όταν αποκαθήλωναν τις γιγαντοαφίσες. Μάζευαν κομμάτια που εικόνιζαν τους πρωταγωνιστές και τα χρησιμοποιούσαν αργότερα σε προβολές αυτών των ταινιών, ή άλλων, εντελώς άσχετων, αρκεί να συμμετείχαν οι ίδιοι πρωταγωνιστές. Αυτό μας μπέρδευε πολύ: το κεφάλι που βρίσκαμε, από ποια ταινία ήταν; Μεγάλη βοήθεια σε αυτή την αναζήτηση πρόσφερε το αρχείο του Γιώργου Βακιρτζή. Πρέπει να πω εδώ ότι ο Βακιρτζής ήταν ο πιο επιμελής και σχολαστικός στη δουλειά του. Διατηρούσε αρχείο με φωτογραφίες διαφόρων έργων, μακέτες γιγαντοαφισών και φωτογραφίες με προσόψεις αθηναϊκών κινηματογράφων στους οποίους είχαν αναρτηθεί. Αυτές οι φωτογραφίες αποτελούν μοναδική περίπτωση, καθώς δεν υπάρχει αρχείο των έργων, αλλά υπάρχει αρχείο φωτογραφιών με έργα που δεν υπάρχουν πια.»
Ποια ήταν τα βασικά υλικά για την κατασκευή των γιγαντοαφισών;
«Βασικό υλικό ήταν το χαρτί σε ρολά του μέτρου, που το προμηθευόντουσαν από τη βιομηχανία του Λαδόπουλου στην Πάτρα, και η ψαρόκολλα την οποία χρησιμοποιούσαν σαν συνδετικό υλικό για το χρωματισμό των μεγάλων επιφανειών. Το μείγμα αυτό απαιτούσε ειδικούς χειρισμούς και μεγάλη ταχύτητα στην εφαρμογή του, δίνοντας έτσι αποτελέσματα μεγάλης αντοχής στις βροχές που πολλές φορές “μούσκευαν” τα μεγάλα πανό. Ανάλογα με τις διαστάσεις που είχανε οι μαρκίζες των κινηματογράφων, οι γιγαντοαφίσες είχαν μέγεθος 1,5 x 3,5 μέτρα, ή 2 Χ 6,5 μέτρα, ή 2 Χ 8 μέτρα. Στο Κοτοπούλη έφταναν τα 3 Χ 12 μέτρα.»
Εκτός από τις ζωγραφικές συνθέσεις, υπήρχαν άλλα τεχνάσματα και εφαρμογές που έκαναν πιο εντυπωσιακό το οπτικό αποτέλεσμα;
«Χρησιμοποιούσαν τα ντεκουπέ, Ήταν ξύλινες κατασκευές μεγέθους περίπου 2-3 μέτρων, μερικές δε έφταναν μέχρι και τα 5 μέτρα. Τοποθετούσαν στο ξύλινο υπόβαθρο τις εικονογραφήσεις, κυρίως πρόσωπα ή ολόσωμους τους πρωταγωνιστές, και μερικές φορές εντυπωσιακές σκηνές του έργου. Τα ντεκουπέ ξεχώριζαν από την υπόλοιπη σύνθεση, κατεβαίνοντας σχεδόν μέχρι το πεζοδρόμιο.»
Ποια βοηθήματα είχαν οι ζωγράφοι προκειμένου να αποδώσουν πιστά το θέμα τους;
«Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούσαν φωτογραφίες των ηθοποιών και φωτογραφίες από χαρακτηριστικές σκηνές, που τους έδιναν οι αιθουσάρχες και οι διανομείς των ταινιών για να τους διευκολύνουν στη σχεδίαση των γιγαντοαφισών. Τις φωτογραφίες αυτές, που προερχόντουσαν από τα στούντιο παραγωγής των ταινιών, αμερικάνικα, ευρωπαϊκά ή ελληνικά, οι ζωγράφοι τις μεγέθυναν με τη μέθοδο του κανάβου, όπως κάναμε κάποτε και εμείς στο σχολείο, στο μάθημα των τεχνικών.»
Πόσος χρόνος χρειαζόταν για την ολοκλήρωση αυτών των τεράστιων έργων, από την στιγμή που οι ζωγράφοι έπαιρναν την παραγγελία από τους αιθουσάρχες μέχρι την ανάρτησή τους στις μαρκίζες των κινηματογράφων;
«Οι ζωγράφοι ολοκλήρωναν τις γιγαντοαφίσες σε διάστημα εξαιρετικά μικρό. Ήταν μια δουλειά που γινόταν το Σάββατο κάθε εβδομάδας, ώστε η γιγαντοαφίσα να μπορεί να τοποθετηθεί Κυριακή βράδυ και να είναι έτοιμη να διαφημίσει το νέο έργο από Δευτέρα πρωί. Σε αυτό το κυνήγι του χρόνου είχαν τη βοήθεια ενός συνεργείου που έκανε πολλές δουλειές. Κατ’ αρχή, ετοίμαζαν το μείγμα της ψαρόκολλας που έπρεπε να πέσει με τη σωστή συνταγή σε ζεστό νερό. Κατόπιν ανεμείγνυαν τις σκόνες των χρωμάτων για να αναλάβει δράση ο ζωγράφος. Μετά, ετοίμαζαν τα τελάρα για να στερεώσουν, τμηματικά λόγω μεγέθους, τη συνολική σύνθεση. Εν συνεχεία, μετέφεραν το έργο τελάρο – τελάρο, διότι δεν ήταν μονοκόμματη ζωγραφική, και το αναρτούσαν στην μαρκίζα του κινηματογράφου. Να πούμε εδώ ότι σε αυτά τα στενά χρονικά περιθώρια οι ζωγράφοι δεν έκαναν μόνο μια γιγαντοαφίσα. Ο Γιώργος Βακιρτζής, για παράδειγμα, ετοίμαζε ταυτόχρονα τις γιγαντοαφίσες 2 – 3 άλλων κινηματογράφων, έχοντας ήδη κάνει τις μακέτες για τις λιθογραφικές αφίσες και πηγαίνοντας στα χρωμολιθογραφεία να επιβλέψει την εκτύπωση.»
Εκτός από τις χειροποίητες, μεγάλων διατάσεων αφίσες, υπήρχαν και οι μικροί συγγενείς: οι λιθογραφικές αφίσες. Ποιος ήταν ο δικός τους ρόλος;
«Οι γιγαντοαφίσες, έργο η καθεμιά μοναδικό από τα χέρια του ζωγράφου, δημιουργούνταν για να διακοσμήσουν την πρόσοψη του κάθε κινηματογράφου. Αντίθετα, οι λιθογραφικές αφίσες που παράγονταν σε ποσότητες 100 - 150 ή και 200 αντιτύπων, τοποθετούνταν, όπως προανέφερα, στους τοίχους γωνιακών σπιτιών σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, για να προσελκύουν τα βλέμματα των κατοίκων, που, βλέποντάς τις καθημερινά, ονειρευόντουσαν και προγραμμάτιζαν τη διασκέδαση του Σαββατοκύριακου στους κινηματογράφους του Κέντρου. Οι λιθογραφικές αφίσες είναι εξαιρετικά σπάνιες, διότι, αν και τυπώνονταν στους αριθμούς που ανέφερα, χρησιμοποιούνταν για αφισοκόλληση οπότε καταστρέφονταν, η μία πάνω στην άλλη κάθε βδομάδα. Έτσι σήμερα, όσες ελάχιστες έχουν διασωθεί, προέρχονται από αποθήκες χρωμολιθογραφείων της εποχής εκείνης (Πεχλιβανίδης, Σπανούδης, Ματσούκης κ.ά.), ή ήταν φυλαγμένες από τις οικογένειες των καλλιτεχνών.»
Ποια είναι η θέση της ελληνικής γιγαντοαφίσας στην αντίστοιχη, διεθνή σκηνή;
«Η γιγαντοαφίσα άκμασε σε πολλές χώρες. Υπήρχε στη Γερμανία, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ισπανία, όπου ο Βακιρτζής έμαθε μερικά μυστικά της τεχνικής του “πιστολέ”. Θαυμάσια δείγματα έχουμε, φυσικά, και στην Αμερική. Στη Νέα Υόρκη, μάλιστα, έκανε για ένα διάστημα γιγαντοαφίσες, καθαρά για βιοποριστικούς λόγους, ο σπουδαίος ζωγράφος Γεράσιμος Στέρης. Στην Ελλάδα, η γιγαντοαφίσα είχε τη μεγάλη τύχη να πέσει στα χέρια καλλιτεχνών που κατέθεταν την ψυχή τους στο χαρτί με έντονα μπλε, πράσινα ή κόκκινα χρώματα. Η καλλιτεχνική αξία αυτών των έργων αναγνωρίστηκε διεθνώς μετά από μια σειρά εκθέσεων σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως εκείνη στο παρισινό Μπομπούρ, στο πλαίσιο του εορτασμού για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του κινηματογράφου. Με αφορμή εκείνη την έκθεση, ο Κώστας Γαβράς, είχε γράψει: “Ό,τι θ’ απομείνει από τα παλιά αθηναϊκά καφενεία και την ποιητική τους ατμόσφαιρα, θα είναι οι ζωγραφιές που έφτιαξε ο Τσαρούχης. Ό,τι θ’ απομείνει για τα περισσότερα από τα εκατοντάδες έργα που προβλήθηκαν στις κινηματογραφικές αίθουσες της νιότης μας, θα είναι οι ζωγραφισμένες γιγαντοαφίσες τους. Νεαροί τότε θεατές δεχόμασταν τα “μηνύματα” του ζωγράφου αναρτημένα στην πρόσοψη του κινηματογράφου και μπαίναμε στην αίθουσα νιώθοντας τη ίδια με αυτόν χαρά και επιθυμία. Μοιάζαμε με τους πότες εκείνους, για τους οποίους αυτό που μετράει περισσότερο δεν είναι η γεύση του οινοπνεύματος, αλλά η υποσχόμενη μέθη”.»
(Οι φωτογραφίες είναι από την έκθεση «Όταν ο Γιώργος Βακιρτζής ζωγράφιζε για τον κινηματογράφο Αττικόν», της συλλογής The Starlets Collection, που παρουσιάστηκε πρόσφατα στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών και ήταν αφιερωμένη στα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιώργου Βακιρτζή)