Τι ήταν ο Συγγραφέας πριν γίνει Έλληνας και η Λογοτεχνία πριν γίνει Εθνική;

Ο Χάρ­της φι­λο­ξε­νεί τις ει­ση­γή­σεις από τη Στρογ­γυ­λή Τρά­πε­ζα που διορ­γά­νω­σε το Ίδρυ­μα Αι­κα­τε­ρί­νης Λα­σκα­ρί­δη στον Πει­ραιά τον Γε­νά­ρη του 2023 με θέ­μα «Τι ήταν ο συγ­γρα­φέ­ας πριν γί­νει Έλ­λη­νας; Η έν­νοια της Εθνι­κής λο­γο­τε­χνί­ας». Οι ει­ση­γη­τές, Κά­ρεν Έμε­ριχ (ανα­πλη­ρώ­τρια κα­θη­γή­τρια Συ­γκρι­τι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας στο Πα­νε­πι­στή­μιο Πρίν­στον, ΗΠΑ), Μα­ρία Μπο­λέ­τση (κα­θη­γή­τρια Νε­ο­ελ­λη­νι­κών Σπου­δών στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Άμ­στερ­νταμ, κά­το­χος της έδρας Μα­ρι­λέ­νας Λα­σκα­ρί­δη, και επί­κου­ρη κα­θη­γή­τρια Κι­νη­μα­το­γρά­φου και Συ­γκρι­τι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας στο πα­νε­πι­στή­μιο του Λέι­ντεν), και Βα­σί­λης Λα­μπρό­που­λος (ομό­τι­μος κα­θη­γη­τής της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής Έδρας Κ. Π. Κα­βά­φη του Πα­νε­πι­στη­μί­ου του Μί­σι­γκαν, ΗΠΑ), κλή­θη­καν να συ­ζη­τή­σουν το πρό­σφα­το βι­βλίο της Κων­στα­ντί­νας Ζά­νου (ανα­πλη­ρώ­τριας κα­θη­γή­τριας Ιτα­λι­κών και Με­σο­γεια­κών Σπου­δών στο Πα­νε­πι­στή­μιο Κο­λού­μπια της Νέ­ας Υόρ­κης, ΗΠΑ) Τραυ­λί­ζο­ντας το Έθνος: Διε­θνι­κός Πα­τριω­τι­σμός στη Με­σό­γειο, 1800-1850, (μτ­φρ. Με­νέ­λα­ος Αστε­ρί­ου, εκδ. Αλε­ξάν­δρεια 2022) και να σκε­φτούν πώς η δι­κή τους δου­λειά συ­νο­μι­λεί με βα­σι­κές έν­νοιες του βι­βλί­ου. Δη­μο­σιεύ­ου­με εδώ τις ει­ση­γή­σεις τους μα­ζί με μια σύ­ντο­μη απά­ντη­ση από την ίδια τη συγ­γρα­φέα.


Τι ήταν ο Συγγραφέας πριν γίνει Έλληνας και η Λογοτεχνία πριν γίνει Εθνική;

Π Ο Λ Υ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
[ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ]

Προς μια ανοιχτή και διασπορική αντίληψη της ελληνικής λογοτεχνίας

__________

Της Κά­ρεν Έμε­ριχ

Χαί­ρο­μαι τό­σο πο­λύ που κά­θο­μαι εδώ από­ψε με τρεις πα­λιούς φί­λους και συ­νο­μι­λη­τές, και με άλ­λους πολ­λούς στο κοι­νό, να συ­ζη­τή­σου­με και να γιορ­τά­σου­με το λα­μπρό, ση­μα­ντι­κό, και πο­λύ όμορ­φα γραμ­μέ­νο βι­βλίο της Κων­στα­ντί­νας Ζά­νου, Τραυ­λί­ζο­ντας το Έθνος, και να δού­με μα­ζί τους ποι­κί­λους τρό­πους που το βι­βλίο μας βοη­θά­ει να σκε­φτού­με πέ­ρα από τους πε­ριο­ρι­σμούς του έθνους-κρά­τους και πέ­ρα από τους κα­θιε­ρω­μέ­νους επι­στη­μο­νι­κούς κλά­δους, να φα­ντα­στού­με άλ­λες δυ­να­τό­τη­τες και να ανα­γνω­ρί­σου­με άλ­λες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες που κρύ­βο­νται σε κοι­νή θέα. Το Τραυ­λί­ζο­ντας το Έθνος μας γυ­ρί­ζει πί­σω στο χρό­νο σε μια στιγ­μή πριν τα εθνι­κά κρά­τη, μια στιγ­μή «διε­θνι­κού πα­τριω­τι­σμού» που την χα­ρα­κτη­ρί­ζει η πο­λυ­γλωσ­σία κι η δια­κί­νη­ση αν­θρώ­πων και ιδε­ών μέ­σα σε ένα σύ­στη­μα αυ­το­κρα­το­ριών που εφά­πτο­νται και δια­σταυ­ρώ­νο­νται, κα­μιά φο­ρά με συ­γκρού­σεις και με­τα­τρο­πές. Το βι­βλίο πιά­νει τις βιο­γρα­φί­ες πα­ρα­με­λη­μέ­νων μορ­φών, ή και πα­ρα­με­λη­μέ­να στοι­χεία γνω­στών μορ­φών, στοι­χεία που δεν χω­ρά­νε εύ­κο­λα στην τε­λε­ο­λο­γι­κή λο­γι­κή της πα­ρα­δο­σια­κής ιστο­ριο­γρα­φί­ας που βα­σί­ζε­ται στην έν­νοια του έθνους. Όπως δια­βά­ζω εγώ το βι­βλίο, μας βοη­θά­ει επί­σης να σκε­φτού­με όχι μό­νο άλ­λους τρό­πους να δι­η­γού­μα­στε το πα­ρελ­θόν, αλ­λά και άλ­λους τρό­πους να κα­τα­λά­βου­με το πα­ρόν και να φα­ντα­στού­με το μέλ­λον: άλ­λους τρό­πους να ορ­γα­νώ­σου­με ζω­ές και κοι­νω­νί­ες, άλ­λους τρό­πους να συ­νερ­γα­στού­με και να πο­ρευ­θού­με μα­ζί ως δια­νο­ού­με­νοι, συγ­γρα­φείς, ακα­δη­μαϊ­κοί, δά­σκα­λοι, και πά­νω απ’ όλα ως προ­νο­μιού­χα άτο­μα που ζουν και δου­λεύ­ουν σε χώ­ρους που τους ση­μα­δεύ­ουν η επι­σφά­λεια και ο δο­μι­κός απο­κλει­σμός.
Το βι­βλίο προ­σφέ­ρει πολ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρα απ’ όσα μπο­ρού­με να κα­λύ­ψου­με στη ση­με­ρι­νή συ­ζή­τη­ση, αλ­λά θέ­λω να επι­ση­μά­νω τέσ­σε­ρα στοι­χεία που με βοη­θά­νε στη δι­κή μου δου­λειά, τό­σο την έρευ­να όσο και τη δι­δα­σκα­λία, και νο­μί­ζω ται­ριά­ζουν με κά­ποιες τά­σεις της συ­γκρι­τι­κής λο­γο­τε­χνί­ας. Θέ­λω να μι­λή­σω τό­σο για το επι­χεί­ρη­μα του βι­βλί­ου, όσο και για την με­θο­δο­λο­γία. Θα ανα­φερ­θώ επί­σης στο «υπε­ρε­θνι­κό και πε­ρι­φε­ρεια­κό πλαί­σιο» που φαί­νε­ται να εί­ναι ανα­γκαίο όταν έχου­με να κά­νου­με με έρευ­νες που κα­τα­πιά­νο­νται με πε­ρι­πλα­νώ­με­νες ζω­ές ή/και διε­ρευ­νούν την κυ­κλο­φο­ρία και διά­δο­ση ιδε­ών. Τέ­λος, θα μι­λή­σω για την διε­πι­στη­μο­νι­κό­τη­τα του βι­βλί­ου, η οποία μι­μεί­ται —στο επί­πε­δο ακα­δη­μαϊ­κής έρευ­νας— τον διε­θνι­κό πα­τριω­τι­σμό των πρω­τα­γω­νι­στών. Η ίδια η Κων­στα­ντί­να εί­ναι κι αυ­τή όχι μό­νο διε­θνι­κό αλ­λά, πο­λύ συ­νει­δη­τά, διε­πι­στη­μο­νι­κό υπο­κεί­με­νο, κι ως τέ­τοιο μας δί­νει ένα μο­ντέ­λο για το πως να σκε­φτό­μα­στε, να γρά­φου­με, να δι­δά­σκου­με, και να συ­νερ­γα­ζό­μα­στε πέ­ρα από τα όρια πα­ρα­δο­σια­κών ακα­δη­μαϊ­κών επι­στη­μών.
Το Τραυ­λί­ζο­ντας το Έθνος δια­πλέ­κει συ­γκε­κρι­μέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις ή προ­σω­πι­κές βιο­γρα­φί­ες με με­γά­λες αφη­γή­σεις πα­γκό­σμιας ιστο­ρί­ας, για να μας δεί­ξει τις δια­δι­κα­σί­ες με τις οποί­ες «προ­νε­ω­τε­ρι­κές πο­λυ­ε­θνι­κές αυ­το­κρα­το­ρί­ες αντι­κα­τα­στά­θη­καν από νε­ω­τε­ρι­κά έθνη-κρά­τη» (2), και πως αυ­τές οι δια­δι­κα­σί­ες επέ­φε­ραν «τη διά­λυ­ση ενός κοι­νού γε­ω­πο­λι­τι­κού χώ­ρου και τον κα­τα­κερ­μα­τι­σμό του μα­κραί­ω­νου πο­λι­τι­σμι­κού συ­νε­χούς του» (2). Επέ­φε­ραν επί­σης «τη ρι­ζι­κή με­τα­τρο­πή της έν­νοιας της ‘πα­τρί­δα­ς’ από μια πο­λι­τι­σμι­κή και το­πι­κή κοι­νό­τη­τα σε μια πο­λι­τι­κή και εθνι­κή οντό­τη­τα» (2), και τη «στα­δια­κή επα­νεν­νοιο­λό­γη­ση της γλώσ­σας, η οποία τώ­ρα με­τα­τρά­πη­κε από έν­δει­ξη κοι­νω­νι­κής κι­νη­τι­κό­τη­τας, σε γνώ­ρι­σμα εθνι­κής ταυ­τό­τη­τας» (2). Για κρι­τι­κούς και ιστο­ρι­κούς της λο­γο­τε­χνί­ας, το πρώ­το μέ­ρος του βι­βλί­ου, όπου η Κων­στα­ντί­να γρά­φει για τον Ού­γκο Φό­σκο­λο, τον Αν­δρέα Κάλ­βο/Andrea Calbo, και τον Διο­νύ­σιο Σο­λω­μό/Dionisio Salamon, εί­ναι ιδιαί­τε­ρα χρή­σι­μο, επει­δή ιχνο­γρα­φεί τις πο­λύ­γλωσ­σες, διε­θνι­κές ζω­ές τριών ατό­μων που γεν­νή­θη­καν στο ίδιο νη­σί με δια­φο­ρά 20 χρο­νών, έζη­σαν ζω­ές πε­ρι­πλα­νώ­με­νες σε πολ­λούς τό­πους και πολ­λές γλώσ­σες, αλ­λά έγι­ναν «εθνι­κοί ποι­η­τές» δυο εθνών-κρα­τών. Η Κων­στα­ντί­να κλεί­νει το πρώ­το μέ­ρος του βι­βλί­ου λέ­γο­ντας το εξής: «Βλέ­πο­ντας την ελ­λη­νι­κή και ιτα­λι­κή λο­γο­τε­χνία και ιστο­ρία μέ­σα από το πρί­σμα μιας με­τα­το­πι­ζό­με­νης θα­λάσ­σιας πε­ρι­φέ­ρειας, από τον ‘εν­διά­με­σο’ χώ­ρο των Ιο­νί­ων Νή­σων και μέ­σα από τις ζω­ές αυ­τών των με­θο­ρια­κών και πε­ρι­πλα­νώ­με­νων πνευ­μα­τι­κών αν­θρώ­πων, ελ­πί­ζω πως κα­τά­φε­ρα να εν­στα­λά­ξω κά­ποιες αμ­φι­βο­λί­ες για το τι πραγ­μα­τι­κά ση­μαί­νει ‘ιτα­λι­κό’ και ‘ελ­λη­νι­κό’ και να αμ­φι­σβη­τή­σω με­ρι­κές από τις τε­λε­ο­λο­γί­ες των εθνι­κών λο­γο­τε­χνι­κών κα­νό­νων» (85).
Αυ­τή η προ­σέγ­γι­ση εί­ναι πο­λύ κο­ντά στη δου­λειά αρ­κε­τών λο­γο­τε­χνι­κών κρι­τι­κών, σί­γου­ρα στη δου­λειά των τριών μας εδώ από­ψε, αλ­λά σκέ­φτο­μαι επί­σης το πο­λύ ση­μα­ντι­κό έρ­γο της Yasemin Yildiz, η οποία επι­διώ­κει να αμ­φι­σβη­τή­σει την μο­νο­γλωσ­σία εθνι­κών λο­γο­τε­χνι­κών κα­νό­νων.[1] Η Yildiz δεί­χνει πως η μο­νο­γλωσ­σία υπάρ­χει μό­νο στη φα­ντα­σία της αφή­γη­σης των εθνών-κρα­τών—δη­λα­δή η ιδέα ότι το κά­θε κρά­τος εί­ναι ο φυ­σιο­λο­γι­κός χώ­ρος ενός και μό­νο έθνους που μι­λά μια και μό­νο γλώσ­σα—ένα αφή­γη­μα που δεν αντι­στοι­χεί πο­τέ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των πλη­θυ­σμών επί του εδά­φους. Η Yildiz ονο­μά­ζει αυ­τή την ιδέα το «πρό­τυ­πο μο­νο­γλωσ­σί­ας» (monolingual paradigm), το οποίο εμ­φα­νί­στη­κε στην Ευ­ρώ­πη στο τέ­λος του 18ου αιώ­να, ως μέ­ρος του πο­λι­τι­κού σχη­μα­τι­σμού των εθνών-κρα­τών.
Αλ­λά η μο­νο­γλωσ­σία, σύμ­φω­να με την Yildiz, «εί­ναι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο από έναν απλό πο­σο­τι­κό όρο που ορί­ζει την ύπαρ­ξη μιας και μο­να­δι­κής γλώσ­σας. Αντι­θέ­τως, απο­τε­λεί ση­μα­ντι­κή διαρ­θρω­τι­κή αρ­χή που ορ­γα­νώ­νει ολό­κλη­ρο το φά­σμα νε­ω­τε­ρι­κής κοι­νω­νι­κής ζω­ής, από την δια­μόρ­φω­ση του ατό­μου και του σω­στού υπο­κει­μέ­νου μέ­χρι τη συ­γκρό­τη­ση επι­στη­μο­νι­κών κλα­δών και ιδρυ­μά­των, κα­θώς και των φα­ντα­σια­κών συλ­λο­γι­κο­τή­των όπως πο­λι­τι­σμών και εθνών. Ανά­λο­γα με αυ­τό το πρό­τυ­πο, άτο­μα και κοι­νω­νι­κοί σχη­μα­τι­σμοί έχουν μια και μό­νο ‘αλη­θι­νή’ γλώσ­σα, την ‘μη­τρι­κή’ τους γλώσ­σα, και αυ­τή η ιδιό­τη­τα συ­νι­στά ορ­γα­νι­κό δε­σμό που τους ενώ­νει σε μια απο­κλει­στι­κή, σα­φώς οριο­θε­τη­μέ­νη εθνι­κό­τη­τα, πο­λι­τι­σμό, και έθνος» (2). Η Yildiz γρά­φει επί­σης ότι «οι απαι­τή­σεις του προ­τύ­που μο­νο­γλωσ­σί­ας όχι μό­νο συ­σκο­τί­ζουν πρα­κτι­κές πο­λυ­γλωσ­σί­ας σε όλη την ιστο­ρία, αλ­λά οδη­γούν και σε ενερ­γείς δια­δι­κα­σί­ες monolingualization (μο­νο­γλωσ­σο­ποί­η­σης), οι οποί­ες πα­ρά­γουν όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρα μο­νό­γλωσ­σα υπο­κεί­με­να, όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρες μο­νό­γλωσ­σες κοι­νό­τη­τες και δο­μές, όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρους μο­νό­γλωσ­σους θε­σμούς»—ανά­με­σα στους οποί­ους βρί­σκε­ται η εκ­παί­δευ­ση, «ένα από τα κύ­ρια μέ­σα κοι­νω­νι­κού σχε­δια­σμού μο­νό­γλωσ­σων πλη­θυ­σμών» (3).
Για μέ­να προ­σω­πι­κά, ως μη Ελ­λη­νί­δα που ασχο­λεί­ται με την ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία, οι δου­λειές της Κων­στα­ντί­νας και της Yildiz με εμπνέ­ουν βα­θιά, επει­δή μας επι­στρέ­φουν σε μια στιγ­μή όπου ο διε­θνι­κός πα­τριω­τι­σμός ήταν εξί­σου ισχυ­ρός με τον εθνι­κό πα­τριω­τι­σμό, και μας δί­νουν την ελ­πί­δα ότι μπο­ρεί να υπάρ­χει ακό­μα ως εναλ­λα­κτι­κή οδός—και, θα έλε­γα, όχι μό­νο για πο­λύ­γλωσ­σους διε­θνι­κούς αν­θρώ­πους της ελίτ αλ­λά επί­σης για πο­λύ­γλωσ­σους διε­θνι­κούς οι­κο­νο­μι­κούς με­τα­νά­στες ή πρό­σφυ­γες, οι ιστο­ρί­ες των οποί­ων εκ­προ­σω­πού­νται πο­λύ πιο σπά­νια στην ιστο­ριο­γρα­φία και στην λο­γο­τε­χνία, και οι οποί­οι έχουν ακό­μη πιο σπά­νια την ευ­και­ρία οι ίδιοι να γρά­ψουν τις ιστο­ρί­ες τους. Αν θέ­λου­με πραγ­μα­τι­κά να κα­τα­λά­βου­με τι ήταν ο συγ­γρα­φέ­ας πριν γί­νει Έλ­λη­νας, θα πρέ­πει επί­σης να αφή­σου­με χώ­ρο γι’ αυ­τούς τους άλ­λους να μι­λή­σουν, να γρά­ψουν, να γί­νουν συγ­γρα­φείς διε­θνι­κοί που ίσως θα μας δεί­ξουν πιο κα­λά το δρό­μο για το τι μπο­ρεί να εί­ναι ο συγ­γρα­φέ­ας με­τά το έθνος-κρά­τος, ή έξω από το έθνος-κρά­τος, έξω δη­λα­δή από την εθνι­κή φι­λο­λο­γία. Αυ­τό εί­ναι κά­τι που το θε­ω­ρώ τρο­με­ρά ση­μα­ντι­κό, και εί­ναι κά­τι που λεί­πει σχε­δόν εντε­λώς από την ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Θα ήθε­λα τώ­ρα να ανα­φερ­θώ στη με­θο­δο­λο­γία του βι­βλί­ου, που αντλεί έμπνευ­ση από πρό­σφα­τες ερ­γα­σί­ες «πα­γκό­σμιας μι­κροϊ­στο­ρί­ας» (global microhistory), εστιά­ζο­ντας στις βιο­γρα­φί­ες συ­γκε­κρι­μέ­νων ατό­μων, πολ­λές φο­ρές πε­ρι­θω­ρια­κών, για να ιχνο­γρα­φή­σει με­γά­λες πα­γκό­σμιες αλ­λα­γές. Με αυ­τό τον τρό­πο, θυ­μί­ζει ερ­γα­σί­ες στον το­μέα της συ­γκρι­τι­κής λο­γο­τε­χνί­ας που προ­σπα­θούν να ενώ­σουν λο­γο­τε­χνι­κές σπου­δές και πα­γκό­σμια ιστο­ρία απο­κα­λύ­πτο­ντας πραγ­μα­τι­κές ή/και εν­νοιο­λο­γι­κές σχέ­σεις με­τα­ξύ κει­μέ­νων από διά­φο­ρες επο­χές, γλώσ­σες και τό­πους, όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, η δου­λειά της Shu-mei Shih, η οποία υπο­γραμ­μί­ζει την ανά­γκη να φα­νε­ρώ­σου­με πτυ­χές της «μα­κροϊ­στο­ρί­ας του κό­σμου» (macrohistory of the world) εξε­τά­ζο­ντας εν­δει­κτι­κά λο­γο­τε­χνι­κά κεί­με­να που ανοί­γουν το κα­θέ­να ένα μι­κρό πα­ρά­θυ­ρο σε πτυ­χές της Ιστο­ρί­ας με κε­φα­λαίο «Ι».[2]
Αν το βι­βλίο της Κων­στα­ντί­νας «συν­δυά­ζει τη μι­κροϊ­στο­ρία με τη μα­κροϊ­στο­ρία έτσι ώστε να εξε­τά­σει τη με­γά­λη ει­κό­να μέ­σα από τις μι­κρές της λε­πτο­μέ­ρειες» (3), αυ­τή η φρά­ση θα μπο­ρού­σε να πε­ρι­γρά­ψει πολ­λές ερ­γα­σί­ες στον το­μέα της συ­γκρι­τι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, όπου δια­βά­ζου­με λε­πτο­με­ρώς και με με­γά­λη προ­σο­χή συ­γκε­κρι­μέ­να κεί­με­να (κά­νου­με δη­λα­δή close reading) που τεκ­μη­ριώ­νουν γε­νι­κούς ισχυ­ρι­σμούς για κοι­νω­νι­κά και ιστο­ρι­κά φαι­νό­με­να. Κι αυ­τό διό­τι εν μέ­ρει η λο­γο­τε­χνία έχει την τά­ση να λει­τουρ­γεί ταυ­τό­χρο­να σε ατο­μι­κό και συλ­λο­γι­κό επί­πε­δο: η λο­γο­τε­χνία εί­ναι χώ­ρος στον οποίο φα­ντα­ζό­μα­στε και εξε­ρευ­νού­με συλ­λο­γι­κό­τη­τες δια μέ­σου προ­σω­πι­κών ή/και οι­κο­γε­νεια­κών ιστο­ριών. Επί­σης, αν στο βι­βλίο της Κων­στα­ντί­νας «η κι­νη­τι­κό­τη­τα δεν αντι­με­τω­πί­ζε­ται ως εξαί­ρε­ση αλ­λά ως ο κα­νό­νας» (7), σί­γου­ρα η ιστο­ρία της λο­γο­τε­χνί­ας εί­ναι μια ιστο­ρία όπου η κι­νη­τι­κό­τη­τα—η με­τά­φρα­ση, η με­τα­φρα­στι­κό­τη­τα, η συ­νε­χή ανά­πτυ­ξη και διά­δο­ση λο­γο­τε­χνι­κών κει­μέ­νων μέ­σα και ανά­με­σα στις γλώσ­σες—εί­ναι επί­σης ο κα­νό­νας. Έτσι, με την με­θο­δο­λο­γία του, το βι­βλίο της Κων­στα­ντί­νας, αν και ιστο­ρι­κό, μας βοη­θά­ει να κα­τα­λά­βου­με την «πα­γκό­σμια λο­γο­τε­χνία» όχι ως συλ­λο­γή με­γά­λων επι­τυ­χιών διά­φο­ρων εθνι­κών λο­γο­τε­χνι­κών κα­νό­νων, αλ­λά ως διε­θνι­κή, πο­λύ­γλωσ­ση, και πά­ντα σε κί­νη­ση, όπως εί­ναι και ήταν από την αρ­χή της η λο­γο­τε­χνία. Γι’ αυ­τό και το δί­νω πο­λύ συ­χνά στους φοι­τη­τές μου στο τμή­μα Συ­γκρι­τι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας.

Θέ­λω τώ­ρα σύ­ντο­μα να ανα­φερ­θώ στη ση­μα­σία που έχει η εστί­α­ση της Κων­στα­ντί­νας στη Με­σό­γειο ως ανα­λυ­τι­κή κα­τη­γο­ρία που μας ανοί­γει και­νού­ριους ορί­ζο­ντες για έρευ­να πέ­ρα από τα έθνη-κρά­τη, και ως τό­πο δυ­να­μι­κής κι­νη­τι­κό­τη­τας, αλ­λη­λε­πί­δρα­σης, επι­κοι­νω­νί­ας, και κυ­κλο­φο­ρί­ας αν­θρώ­πων και ιδε­ών. Βλέ­που­με μια πα­ρό­μοια εξέ­λι­ξη στο χώ­ρο της συ­γκρι­τι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, με τον «κρι­τι­κό το­πι­κι­σμό» (critical regionalism) που, όπως μας υπεν­θυ­μί­ζει ο Christopher Bush, εξε­τά­ζει όχι μό­νο γε­ω­γρα­φι­κές ενό­τη­τες, αλ­λά πο­λι­τι­κούς σχη­μα­τι­σμούς, γλωσ­σι­κούς ή εμπο­ρι­κούς δε­σμούς, ή/και λο­γο­τε­χνί­ες των δια­σπο­ρών.[3] O Bush προ­τεί­νει πως, ενώ τα κρά­τη εί­ναι πο­λύ μι­κρά και η υφή­λιος πο­λύ με­γά­λη, «η έν­νοια των ευ­ρύ­τε­ρων πε­ριο­χών (areas) πα­ρου­σιά­ζει όχι μό­νο ένα πο­σο­τι­κό συμ­βι­βα­σμό, αλ­λά ένα εί­δος συ­γκε­κρι­μέ­νης, ποι­η­τι­κής απά­ντη­σης στην πρό­σκλη­ση να φα­ντα­στού­με τις λο­γο­τε­χνι­κές σπου­δές πέ­ρα από τα όρια του κρά­τους».
Οι πα­ρα­τη­ρή­σεις μου μέ­χρι τώ­ρα εστιά­ζουν σε γό­νι­μες συν­δέ­σεις ανά­με­σα στο βι­βλίο της Κων­στα­ντί­νας και τις ερ­γα­σί­ες κά­ποιων κρι­τι­κών λο­γο­τε­χνί­ας που τους εκτι­μώ ιδιαί­τε­ρα, και ελ­πί­ζω να έδει­ξαν πό­σο εύ­κο­λα το βι­βλίο προ­σαρ­μό­ζε­ται στις δο­μές και τις προσ­δο­κί­ες ενός άλ­λου επι­στη­μο­νι­κού κλά­δου. Θυ­μί­ζω ότι το Τραυ­λί­ζο­ντας το Έθνος παίρ­νει τη μορ­φή ενός «ιστο­ρι­κού δρά­μα­τος σε τέσ­σε­ρεις πρά­ξεις» (29), και «στο­χεύ­ει να ανοί­ξει για τους ιστο­ρι­κούς ένα πε­δίο έρευ­νας το οποίο, αν εξαι­ρέ­σου­με ελά­χι­στες αλ­λά πρω­το­πο­ρια­κές πρό­σφα­τες με­λέ­τες, ανή­κει απο­κλει­στι­κά στους θε­ω­ρη­τι­κούς της λο­γο­τε­χνί­ας» (9). Κα­τ’ αυ­τόν τον τρό­πο, αμ­φι­σβη­τεί την ίδια την ύπαρ­ξη απο­κλει­στι­κών πε­δί­ων έρευ­νας—κι αυ­τή η αμ­φι­σβή­τη­ση δια­τρέ­χει όχι μό­νο το βι­βλίο που συ­ζη­τά­με από­ψε, αλ­λά όλη την έρευ­να, όλα τα κεί­με­να, τη δι­δα­σκα­λία της Κων­στα­ντί­νας, τις φι­λί­ες, τις δια­νοη­τι­κές ανταλ­λα­γές με άλ­λους δια­νο­ου­μέ­νους οι οποί­οι δου­λεύ­ουν σε διά­φο­ρα εθνι­κά και θε­σμι­κά πλαί­σια. Αν «η ζωή του πε­ρι­πλα­νώ­με­νου δεν γνω­ρί­ζει σύ­νο­ρα» (9), η σκέ­ψη της Κων­στα­ντί­νας επί­σης δεν γνω­ρί­ζει επι­στη­μο­νι­κά όρια, και συ­νο­μι­λεί με πολ­λούς από μας που επί­σης δου­λεύ­ου­με ενά­ντια σε τέ­τοια επι­στη­μο­νι­κά όρια.
Εγώ αυ­τή την πε­ρί­ο­δο γρά­φω ένα βι­βλίο με θέ­μα την συ­γκρό­τη­ση μιας μο­νο­γλωσ­σι­κής αντί­λη­ψης του ελ­λη­νι­κού λο­γο­τε­χνι­κού πε­δί­ου. Κοι­τά­ζω τις ιστο­ρι­κές ρί­ζες του νε­ω­τε­ρι­κού έθνους-κρά­τους της Ελ­λά­δας, την ομο­γε­νο­ποί­η­ση του γλωσ­σι­κού το­πί­ου της χώ­ρας, την επι­κρά­τη­ση μιας αντί­λη­ψης της ιδιό­τη­τας του πο­λί­τη που βα­σί­ζε­ται στην γε­νε­α­λο­γία, στη κα­τα­γω­γή — και κοι­τά­ζω το ρό­λο που παί­ζει η λο­γο­τε­χνία και οι λο­γο­τε­χνι­κοί θε­σμοί σε αυ­τές τις δια­δι­κα­σί­ες. Ποιος, ρω­τάω, εί­ναι Έλ­λη­νας ποι­η­τής, ή Έλ­λη­νας συγ­γρα­φέ­ας; Για­τί κά­ποιοι συγ­γρα­φείς θε­ω­ρού­νται Έλ­λη­νες, και άλ­λοι δεν θε­ω­ρού­νται Έλ­λη­νες; Τι γί­νε­ται όταν κά­ποιοι συγ­γρα­φείς εγκα­τα­λεί­πουν την Ελ­λά­δα, ή όταν τους εγκα­τα­λεί­πει η ίδια η χώ­ρα—όπως με τις αφαι­ρέ­σεις ιθα­γέ­νειας που υπέ­στη­σαν αρ­κε­τές εθνι­κές μειο­νό­τη­τες και μέ­λη ανε­πι­θύ­μη­των πο­λι­τι­κών ομά­δων κα­τά τη διάρ­κεια του 20ού αιώ­να; Τι ρό­λο παί­ζει η αντί­λη­ψη της δια­σπο­ράς ως «ομο­γέ­νειας» στη συ­γκρό­τη­ση όχι μό­νο του λο­γο­τε­χνι­κού κα­νό­να αλ­λά ολό­κλη­ρης της λο­γο­τε­χνι­κής ζω­ής της χώ­ρας; Ποιες ιδε­ο­λο­γι­κές λει­τουρ­γί­ες δη­μιούρ­γη­σαν και συ­νε­χί­ζουν να δη­μιουρ­γούν την αντί­λη­ψη ότι κά­ποιοι συγ­γρα­φείς και ποι­η­τές ανή­κουν σε μια ομά­δα, ανή­κουν σε «μας», εί­ναι «δι­κοί μας» ποι­η­τές και συγ­γρα­φείς;

Ση­μειώ­νω εδώ ότι το συ­να­ντάω αυ­τό το «εμείς» πά­ρα πο­λύ συ­χνά όχι μό­νο σε εφη­με­ρί­δες, στην τη­λε­ό­ρα­ση, στον κα­θη­με­ρι­νό λό­γο, αλ­λά και σε ελ­λη­νό­γλωσ­σα επι­στη­μο­νι­κά κεί­με­να στον κλά­δο μου. Αυ­τό το «εμείς» επι­κα­λεί­ται ένα σύ­νο­λο, αλ­λά ένα σύ­νο­λο που συ­νι­στά την ίδια στιγ­μή σχή­μα απο­κλει­σμού. Εγώ, για πα­ρά­δειγ­μα, ό,τι και να κά­νω, δεν θα ανή­κω πο­τέ σ’ αυ­τό το «εμείς»—αλ­λά ελ­πί­ζω με τη δου­λειά μου ως εκ­παι­δευ­τι­κός, συγ­γρα­φέ­ας και με­τα­φρά­στρια να κά­νω κά­ποιους να ξα­να­σκε­φτούν όχι την συ­γκε­κρι­μέ­νη το­πο­θέ­τη­ση του ορί­ου ανά­με­σα στον Έλ­λη­να ποι­η­τή και τον ξέ­νο ποι­η­τή, αλ­λά την ίδια την ανά­γκη για τέ­τοια όρια. Το βι­βλίο της Κων­στα­ντί­νας μου έχει δεί­ξει το δρό­μο, να το συ­νε­χί­σω με άλ­λο τρό­πο: αν η γλώσ­σα, λό­γου χά­ρη «με­τα­τρά­πη­κε από έν­δει­ξη κοι­νω­νι­κής κι­νη­τι­κό­τη­τας, σε γνώ­ρι­σμα εθνι­κής ταυ­τό­τη­τας» (2), μπο­ρεί με ανά­λο­γες αλ­λά ίσως αντί­θε­τες δια­δι­κα­σί­ες να με­τα­τρα­πεί και πά­λι σε κά­τι άλ­λο, κά­τι ποιο ανοι­χτό. Το ίδιο για την ιδιό­τη­τα του πο­λί­τη, και για την λο­γο­τε­χνία, και για όλους τους άλ­λους θε­σμούς που όχι μό­νο ενώ­νουν τους λί­γους αλ­λά απο­κλεί­ουν τους πολ­λούς.
Πολ­λά από τα θέ­μα­τα που με απα­σχο­λούν στο βι­βλίο που γρά­φω τώ­ρα εί­ναι θέ­μα­τα που έχου­με συ­ζη­τή­σει με την Κων­στα­ντί­να άπει­ρες φο­ρές, και πά­ντα μου δεί­χνει και­νού­ριες πτυ­χές και απο­χρώ­σεις. Εί­μαι τρο­με­ρά ευ­γνώ­μων, και το λέω με με­γά­λη συ­γκί­νη­ση, όχι μό­νο για την ευ­και­ρία να συ­ζη­τή­σω τη δου­λειά της από­ψε, αλ­λά για τις συ­νερ­γα­σί­ες και τις ανταλ­λα­γές ιδε­ών που έχου­με ήδη ζή­σει, και που θα ζή­σου­με, ελ­πί­ζω, για πολ­λά χρό­νια ακό­μα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Yasemin Yildiz, Beyond the Mother Tongue: The Postmonolingual Condition. Νέα Υόρ­κη: Fordham, 2012.
[2] Shu-mei Shih, “Global Literature and the Technologies of Recognition.” PMLA 119:1 (2004), σσ. 16-30.
[3] Christopher Bush, “Areas: Bigger than the Nation, Smaller than the World.” Futures of Comparative Literature: ACLA State of the Discipline Report. Taylor & Francis (2017), σσ. 171-173.



Τραυλίσματα, βαρβαρισμοί και εθνική λογοτεχνία

Το βι­βλίο της Κων­στα­ντί­νας Ζά­νου μας κα­λεί να ανα­θε­ω­ρή­σου­με βα­σι­κές έν­νοιες οι οποί­ες έχουν δια­μορ­φώ­σει το πώς αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε την κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­κή μας πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όπως έθνος, (Ελ­λη­νι­κός) Δια­φω­τι­σμός, φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός, πα­τριω­τι­σμός, πα­τρί­δα, δια­σπο­ρά. Μας τα­ξι­δεύ­ει στο με­ταιχ­μια­κό πρώ­το μι­σό του 19ου αιώ­να, με πυ­ρή­να τις ακτές τις Αδρια­τι­κής και κυ­ρί­ως τα Επτά­νη­σα, μια επο­χή κρί­σης και με­τά­βα­σης από πο­λυ­ε­θνι­κές αυ­το­κρα­το­ρι­κές δυ­νά­μεις στα ανα­δυό­με­να έθνη κρά­τη. Οι τε­ρά­στιες αυ­τές αλ­λα­γές απο­τυ­πώ­νο­νται στη γλώσ­σα, τη συ­νεί­δη­ση και τα σώ­μα­τα υπο­κει­μέ­νων που τις υπέ­στη­σαν. Κα­θώς βα­σι­κές έν­νοιες όπως πα­τρί­δα, εξο­ρία, έθνος και εθνι­κή λο­γο­τε­χνία δια­μορ­φώ­νο­νται ή με­ταλ­λάσ­σο­νται, αλ­λά­ζει και η εμπει­ρία των υπο­κει­μέ­νων για τη θέ­ση τους στον κό­σμο. Έτσι, όταν οι πρω­τα­γω­νι­στές του βι­βλί­ου κι­νού­νται ανά­με­σα σε δύο ή πε­ρισ­σό­τε­ρα γλωσ­σι­κά, πο­λι­τι­σμι­κά και άλ­λα σύ­νο­λα, τα οποία ξαφ­νι­κά απο­κτούν εθνι­κό χα­ρα­κτή­ρα (Ζά­νου 2022, 6), και συ­νε­πώς οριο­θε­τού­νται πιο αυ­στη­ρά, φυ­σι­κό εί­ναι να «τραυ­λί­ζουν». Την έκ­φρα­ση δα­νεί­ζε­ται η Ζά­νου από μια επι­στο­λή του Ού­γκο Φό­σκο­λο, που ανα­ζη­τού­σε τη φω­νή του μέ­σω της δι­γλωσ­σί­ας (ιτα­λι­κά και ελ­λη­νι­κά). Πολ­λοί από τους χα­ρα­κτή­ρες του βι­βλί­ου ανα­μει­γνύ­ουν γλώσ­σες ή γρά­φουν σε μία γλώσ­σα (ελ­λη­νι­κή, γαλ­λι­κή, ιτα­λι­κή) αλ­λά κα­τα­λή­γουν να εί­ναι μέ­λη μιας εθνι­κής κοι­νό­τη­τας που μι­λά άλ­λη γλώσ­σα (5). Αυ­τή η ασυμ­φω­νία γλώσ­σας και πα­τριω­τι­σμού γεν­νά την εμπει­ρία του τραυ­λί­σμα­τος.

Τι ήταν λοι­πόν ο συγ­γρα­φέ­ας πριν γί­νει Έλ­λη­νας;

H απά­ντη­ση που δί­νω προ­γραμ­μα­τι­κά και κά­πως προ­κλη­τι­κά εί­ναι ότι ήταν βάρ­βα­ρος.

Κι επει­δή φυ­σι­κά δεν εν­στερ­νί­ζο­μαι το υπε­ρε­θνι­κι­στι­κό σύν­θη­μα του «πας μη Έλ­λην βάρ­βα­ρος», θα προ­σπα­θή­σω πα­ρα­κά­τω να ξε­δι­πλώ­σω αυ­τό τον ισχυ­ρι­σμό και να δω κά­ποια στοι­χεία του βι­βλί­ου κα­θώς και την έν­νοια της εθνι­κής λο­γο­τε­χνί­ας μέ­σω της πο­λύ­πλευ­ρης έν­νοιας του βάρ­βα­ρου. Για τον ιστο­ρι­κό εν­νοιών Reinhard Koselleck, οι έν­νοιες δεν ορί­ζο­νται, μό­νο ερ­μη­νεύ­ο­νται, κι αυ­τό για­τί δεν εί­ναι πο­τέ στα­θε­ρές ή μο­νο­σή­μα­ντες, αλ­λά με­ταλ­λασ­σό­με­να «κεί­με­να» στα οποία συ­χνά συ­να­ντιού­νται ή συ­γκρού­ο­νται κυ­ρί­αρ­χοι και πε­ρι­φε­ρεια­κοί λό­γοι (discourses) (Koselleck 2004; Koselleck κ.α. 1972). Οι έν­νοιες δεν αντα­να­κλούν απλά μια κοι­νω­νι­κή και ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλ­λά ενη­με­ρώ­νουν και επη­ρε­ά­ζουν τις πρα­κτι­κές μέ­σω των οποί­ων πα­γιώ­νου­με, δια­τη­ρού­με ή με­τα­σχη­μα­τί­ζου­με τον κό­σμο (Bevir 2000, 274). Θέ­λω να δεί­ξω λοι­πόν (1) πώς ακό­μα και η αυ­στη­ρά οριο­θε­τη­μέ­νη έν­νοια του βάρ­βα­ρου, που συ­νή­θως επι­στρα­τεύ­ε­ται για να πα­γιώ­σει ιε­ραρ­χι­κές δια­κρί­σεις με­τα­ξύ εθνών ή πο­λι­τι­σμών, συ­γκε­ντρώ­νει αντι­φα­τι­κές ση­μα­σί­ες και λει­τουρ­γί­ες κα­θώς γί­νε­ται αρέ­να ιδε­ο­λο­γι­κών συ­γκρού­σε­ων την επο­χή του βι­βλί­ου (1800-1850), και (2) πώς μπο­ρεί να συ­νει­σφέ­ρει στη δια­τύ­πω­ση εναλ­λα­κτι­κών ταυ­το­τή­των και θε­ω­ρή­σε­ων της εθνι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, βα­σι­σμέ­νων στην ρευ­στό­τη­τα και τις με­θο­ρια­κές ταυ­τό­τη­τες που πραγ­μα­τεύ­ε­ται το βι­βλίο.

Θα στα­θώ λοι­πόν στο τραύ­λι­σμα, που κα­τέ­χει κε­ντρι­κό ρό­λο στο βι­βλίο, και στη σχέ­ση του με την έν­νοια του βάρ­βα­ρου, που κά­νει επί­σης την εμ­φά­νι­σή της εδώ κι εκεί στο βι­βλίο, αν και βρί­σκε­ται στο πα­ρα­σκή­νιο. Το τραύ­λι­σμα συ­νο­δεύ­ει την έν­νοια του βάρ­βα­ρου από την Ελ­λη­νι­κή αρ­χαιό­τη­τα. Στην αρ­χαϊ­κή επο­χή, όπου γεν­νιέ­ται η λέ­ξη βάρ­βα­ρος, η γλώσ­σα εί­ναι το πρώ­το κρι­τή­ριο για τον ορι­σμό του βάρ­βα­ρου, που ταυ­τί­ζε­ται με τη γλωσ­σι­κή δια­φο­ρά. Σύμ­φω­να με την ετυ­μο­λο­γία της λέ­ξης, που προ­έρ­χε­ται από την ηχο­μι­μη­τι­κή επα­νά­λη­ψη της ακο­λου­θί­ας βαρ βαρ βαρ, ο βάρ­βα­ρος δή­λω­νε όχι μό­νο ξέ­νη ομι­λία, αλ­λά και κά­ποιον που μι­λά με δυ­σκο­λία, άναρ­θρα, άκομ­ψα, με κα­κή προ­φο­ρά ή κά­ποιον που τραυ­λί­ζει (Long 130-31; Hartog 2001, 80). Η γλωσ­σι­κή δια­φο­ρά συ­νο­δευό­ταν βέ­βαια συ­χνά από υπο­τί­μη­ση άλ­λων λα­ών, με βά­ση την αντί­λη­ψη της γλώσ­σας τους ως άναρ­θρης ομι­λί­ας (Long 1986, 131). Ωστό­σο το γνω­στό σε μας άκαμ­πτο δί­πο­λο Έλ­λη­να/βάρ­βα­ρου – και η ιδε­ο­λο­γία του «πας μη Έλ­λην βάρ­βα­ρος» – εί­ναι προ­ϊ­όν όχι της αρ­χαϊ­κής, αλ­λά της κλα­σι­κής επο­χής (5ος-4ος αι. π.Χ.) και των εν­νοιο­λο­γι­κών με­τα­το­πί­σε­ων που επέ­φε­ραν οι Περ­σι­κοί πό­λε­μοι, όπως εξη­γώ πα­ρα­κά­τω.

Με­τα­ξύ του 8ου και του 5ου αιώ­να π.Χ., πριν την κλα­σι­κή επο­χή, η γλώσ­σα – όχι το έθνος ή η πο­λι­τι­κή ιδε­ο­λο­γία – εί­ναι το κύ­ριο κρι­τή­ριο για τον ορι­σμό του βάρ­βα­ρου, κα­θώς δεν έχει ακό­μη δια­μορ­φω­θεί η αί­σθη­ση μιας κοι­νής εθνό­τη­τας στον ελ­λη­νι­κό κό­σμο (Boletsi 2013, 69-70). Η αρ­χαϊ­κή εί­ναι μια με­τα­βα­τι­κή επο­χή κα­τά την οποία η ταυ­τό­τη­τα δο­μεί­ται κυ­ρί­ως γύ­ρω από πό­λεις-κρά­τη που δια­φέ­ρουν πο­λύ με­τα­ξύ τους στους νό­μους, το πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα, τον τρό­πο ζω­ής και τη γλώσ­σα. Δια­χω­ρι­σμοί με­τα­ξύ λα­ών και πο­λι­τι­σμών εί­ναι ακό­μη ευ­έ­λι­κτοι και σε στά­διο κύ­η­σης. Εί­ναι μια επο­χή δα­νεί­ων, με­τα­να­στεύ­σε­ων και κι­νη­τι­κό­τη­τας, κα­τά την οποία και η έν­νοια της μί­ας ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας εί­ναι αμ­φι­σβη­τή­σι­μη κα­θώς η ελ­λη­νι­κή ήταν συλ­λο­γή πολ­λών πε­ρι­φε­ρεια­κών δια­λέ­κτων. Σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις, η επι­κοι­νω­νία με­τα­ξύ Ελ­λή­νων δια­φο­ρε­τι­κών πε­ριο­χών θα ήταν εξί­σου δύ­σκο­λη όσο και με­τα­ξύ Ελ­λή­νων και μη Ελ­λή­νων (J. Hall 2002, 116-17). Ο «βάρ­βα­ρος» λοι­πόν απο­κτά πο­λι­τι­κή και εθνο­τι­κή βά­ση, και εμπλου­τί­ζε­ται με σα­φείς αρ­νη­τι­κές συν­δη­λώ­σεις, την κλα­σι­κή επο­χή, όταν οι Περ­σι­κοί πό­λε­μοι γεν­νούν την πο­λι­τι­κή ανά­γκη να αυ­το­προσ­διο­ρι­στούν οι ‘Ελ­λη­νες ως σύ­νο­λο ένα­ντι ενός κοι­νού εχθρού, των Περ­σών. Σε αυ­τό το νέο πλαί­σιο, ο βάρ­βα­ρος δη­λώ­νει τον πο­λι­τι­κό και πο­λι­τι­σμι­κό αντί­πο­δα του Ελ­λη­νι­κού ή για την ακρί­βεια Αθη­ναϊ­κού δη­μο­κρα­τι­κού υπο­κει­μέ­νου (Munson 2005, 2; Long 1986, 130-31; E. Hall 1989, 3-5). Αν και οι συ­γκρί­σεις με­τα­ξύ πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κών επο­χών εί­ναι επι­σφα­λείς, θα μπο­ρού­σα­με σε ένα βαθ­μό να συ­σχε­τί­σου­με τη με­τά­βα­ση από την αρ­χαϊ­κή στην κλα­σι­κή επο­χή και τις εν­νοιο­λο­γι­κές με­τα­το­πί­σεις που συ­νό­δευ­σαν την δια­μόρ­φω­ση της εθνο­τι­κής και πο­λι­τι­κής ταυ­τό­τη­τας των αρ­χαί­ων Ελ­λή­νων με επί­κε­ντρο την Αθη­ναϊ­κή ηγε­μο­νία, με τη με­τα­βα­τι­κή πε­ρί­ο­δο που σκια­γρα­φεί το βι­βλίο της Ζά­νου. Το δί­πο­λο Έλ­λη­να-Βάρ­βα­ρου της κλα­σι­κής επο­χής, το οποίο η Δυ­τι­κή σκέ­ψη κλη­ρο­νό­μη­σε και πα­γί­ω­σε, εί­ναι βα­σι­κό προ­ϊ­όν αυ­τής της με­τά­βα­σης και των δια­χω­ρι­στι­κών γραμ­μών που επέ­βα­λε.

Η αντί­λη­ψη της βάρ­βα­ρης γλώσ­σας ως θο­ρύ­βου ή τραυ­λί­σμα­τος επι­βιώ­νει σε με­τα­γε­νέ­στε­ρες επο­χές μέ­σω του ρη­το­ρι­κού όρου βαρ­βα­ρι­σμός, που δη­λώ­νει «προ­σβλη­τι­κή λέ­ξη», «λά­θος στη χρή­ση της γλώσ­σας»,[1] «ανά­μει­ξη ξέ­νων όρων στη γρα­φή ή στην ομι­λία μιας […] κλα­σι­κής, γλώσ­σας» και χρή­ση «εκ­φρά­σε­ων που δεν εί­ναι απο­δε­κτές ως μέ­ρος του τρέ­χο­ντος προ­τύ­που, όπως νε­ο­λο­γι­σμοί, υβρι­δι­κά πα­ρά­γω­γα, πα­ρω­χη­μέ­νες ή επαρ­χια­κές εκ­φρά­σεις» κτλ.[2] Αυ­τές οι ση­μα­σί­ες του βαρ­βα­ρι­σμού δί­νουν στην έν­νοια του βάρ­βα­ρου μια ιδιό­τη­τα, θα λέ­γα­με, δυ­νη­τι­κά ρι­ζο­σπα­στι­κή. Οι βαρ­βα­ρι­σμοί ση­μα­το­δο­τούν συ­να­ντή­σεις με­τα­ξύ ετε­ρο­γε­νών πλαι­σί­ων, φέρ­νουν το οι­κείο σε επα­φή με το ξέ­νο ει­σά­γο­ντας «ξέ­νες λέ­ξεις» σε κλα­σι­κά ιδιώ­μα­τα, «νε­ο­λο­γι­σμούς» και «πα­ρω­χη­μέ­νες [...] εκ­φρά­σεις», συ­γκε­ντρώ­νουν ετε­ρο­γε­νή στοι­χεία σε «υβρι­δι­κά πα­ρά­γω­γα» κτλ.[3] Συ­νά­δουν λοι­πόν με το με­ταιχ­μια­κό το­πίο του βι­βλί­ου της Ζά­νου και τις με­θο­ρια­κές ταυ­τό­τη­τες των πρω­τα­γω­νι­στών του.

Ας δού­με λοι­πόν, μέ­σα από δείγ­μα­τα γρα­φής αν­θρώ­πων που πα­ρε­λαύ­νουν από το βι­βλίο, πώς το «βάρ­βα­ρο», ανα­πά­ντε­χα ίσως, ση­μα­το­δο­τεί το εν­νοιο­λο­γι­κά συ­γκε­χυ­μέ­νο έδα­φος στο οποίο κι­νού­νται αυ­τοί οι άν­θρω­ποι και τις ιδε­ο­λο­γι­κές τους συ­γκρού­σεις:

1. Κα­ταρ­χήν έχου­με τη με­τα­φο­ρά του τραυ­λί­σμα­τος του Oύ­γκο Φό­σκο­λο για τα πρώ­τα του βή­μα­τα στα ιτα­λι­κά (Ζά­νου 2022, 4, 52). Σε μια επι­στο­λή στον Τσε­ζα­ρό­τι, γρά­φει ο Φό­σκο­λο σε μια υβρι­δι­κή ιτα­λο-ελ­λη­νι­κή φρά­ση (εδώ με­τα­φρα­σμέ­νη από τη Ζά­νου στα Ελ­λη­νι­κά): «θα δι­δα­χθώ από εσάς τους κα­νό­νες μιας γλώσ­σας την οποία με με­γά­λη δυ­σκο­λία έμα­θα και για την ώρα μό­νο τραυ­λί­ζω» (52). Αυ­τή η κε­ντρι­κή μορ­φή της Ιτα­λι­κής ποί­η­σης αυ­το­πα­ρου­σιά­ζε­ται ου­σια­στι­κά ως «βάρ­βα­ρος» (αυ­τός δη­λα­δή που τραυ­λί­ζει) και ανα­ζη­τά τη φω­νή του μέ­σα από τους βαρ­βα­ρι­σμούς μιας υβρι­δι­κής γλώσ­σας.

2. Σε επι­στο­λή του στον Φό­σκο­λο το 1809, ο Αντώ­νιος Δελ­βι­νιώ­της, νο­μι­κός που έγρα­φε ποί­η­ση ιτα­λι­κού και ελ­λη­νι­κού πα­τριω­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα στα ιτα­λι­κά (47), γρά­φει: «Στη βάρ­βα­ρη Ελ­λά­δα κα­νείς δεν μπο­ρεί να σπου­δά­σει τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά μό­νο την Ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα». Αν η ανά­μει­ξη γλωσ­σών, η πο­λυ­γλωσ­σία, εί­ναι συ­νή­θως δείγ­μα βαρ­βα­ρι­σμού, αυ­τό που κά­νει βάρ­βα­ρη την Ελ­λά­δα στην εμπει­ρία αυ­τού του με­θο­ρια­κού λο­γί­ου εί­ναι η μο­νο­γλωσ­σία. Η πο­λυ­γλωσ­σία προ­βάλ­λει έμ­με­σα ως δείγ­μα πο­λι­τι­σμού, και η μο­νο­γλωσ­σία ως βαρ­βα­ρό­τη­τα.

3. Κα­θώς ο ελ­λη­νι­κός εθνι­κι­σμός κερ­δί­ζει έδα­φος στα Επτά­νη­σα, ο Το­μα­ζέο, αντι­δρώ­ντας στις προ­σπά­θειες Επτα­νη­σί­ων δια­νο­ου­μέ­νων και πο­λι­τι­κών (του Αν­δρέα Μου­στο­ξύ­δη και άλ­λων) από το 1830 και με­τά να εξο­βε­λί­σουν την Ιτα­λι­κή γλώσ­σα από τη δη­μό­σια ζωή, τους γρά­φει: «Το να διώ­χνε­τε από τις ακτές σας την ιτα­λι­κή γλώσ­σα και μνή­μη, σαν να ήταν το σώ­μα ναυα­γι­σμέ­νου αν­θρώ­που, θα ήταν, μα την αλή­θεια, δι­πλή βαρ­βα­ρό­τη­τα» (280). Tα κυ­βερ­νη­τι­κά δια­τάγ­μα­τα των Επτα­νη­σί­ων (στα Ελ­λη­νι­κά), γρά­φει επί­σης o Toμα­ζέο, «ακού­γο­νται σαν εκεί­νες τις πα­ρά­φω­νες και στρι­γκές δο­κι­μές που κά­νει μια ορ­χή­στρα όταν κουρ­δί­ζει τα όρ­γα­νά της. Τού­τα εδώ όμως πα­ρα­μέ­νουν κα­κό­φω­να και με­τά» (284). Ο Το­μα­ζέο απο­δί­δει δι­πλή βαρ­βα­ρό­τη­τα, κα­κο­φω­νία και πα­ρα­φω­νία – τα δύο τε­λευ­ταία ανή­κουν επί­σης στο ση­μα­σιο­λο­γι­κό πε­δίο του βάρ­βα­ρου – στην προ­σπά­θεια να «κουρ­δι­στεί» η γλώσ­σα μιας κοι­νω­νί­ας στη μεί­ζο­να το­νι­κό­τη­τα μιας μο­νο­λι­θι­κής αντί­λη­ψης της εθνι­κής μνή­μης (χω­ρίς «ξέ­να» στοι­χεία) και της μο­νο­γλωσ­σί­ας ως βά­σης ενός «εθνι­κού πα­τριω­τι­σμού με γλωσ­σι­κούς όρους» (222), όπως την έβλε­πε και ο Αδα­μά­ντιος Κο­ρα­ής. Ας θυ­μη­θού­με εδώ και την καί­ρια ανα­φο­ρά της Κά­ρεν Έμ­με­ριχ στο έρ­γο της Yasemin Yildiz για τη μο­νο­γλωσ­σία ως νε­ω­τε­ρι­κή κα­τα­σκευή στο πλαί­σιο εθνών-κρα­τών.

4. Στην αντί­θε­τη πλευ­ρά αυ­τής της δια­μά­χης, ο Αν­δρέ­ας Μου­στο­ξύ­δης, πο­λι­τι­κός του Ηνω­μέ­νου Κρά­τους των Ιο­νί­ων Νή­σων, δια­μαρ­τύ­ρε­ται το 1839 για το γε­γο­νός ότι τα ιτα­λι­κά εί­ναι η μό­νη γλώσ­σα της διοί­κη­σης: «Για τους τριά­ντα που τραυ­λί­ζουν τα ιτα­λι­κά, θυ­σιά­ζου­με την εθνι­κή τι­μή και τα συμ­φέ­ρο­ντα σχε­δόν δια­κο­σί­ων χι­λιά­δων αν­θρώ­πων» (74). Απο­δί­δει λοι­πόν τον βαρ­βα­ρι­σμό του τραυ­λί­σμα­τος στη τε­χνη­τή επι­βο­λή μια γλώσ­σας ξέ­νης, όπως την έβλε­πε ο ίδιος, στην πλειο­ψη­φία του πλη­θυ­σμού των Επτα­νή­σων.

Όπως μαρ­τυ­ρούν τα λί­γα αυ­τά πα­ρα­δείγ­μα­τα, στη με­τα­βα­τι­κή αυ­τή πε­ρί­ο­δο το ση­μα­σιο­λο­γι­κό πε­δίο του βάρ­βα­ρου εί­ναι αμ­φι­σβη­τού­με­νο, με αντι­φα­τι­κές συν­δη­λώ­σεις και ανα­φο­ρές, και πε­δίο σύ­γκρου­σης αντι­κρουό­με­νων λό­γων που μά­χο­νται για να επι­βλη­θούν. Βρι­σκό­μα­στε, ας μην ξε­χνά­με, στην ευ­ρύ­τε­ρη πε­ρί­ο­δο που ο Koselleck ονο­μά­ζει Sattelzeit (1750-1850) – το κα­τώ­φλι που οδη­γεί στη νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα μέ­σα από έντο­νες κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κές αλ­λα­γές και επα­να­στά­σεις στην Ευ­ρώ­πη, μέ­σω των οποί­ων βα­σι­κές έν­νοιες αλ­λά­ζουν, πο­λι­τι­κο­ποιού­νται με τη διά­λυ­ση της πα­λαιάς τά­ξης πραγ­μά­των και χρη­σι­μο­ποιού­νται ως όπλα από ιδε­ο­λο­γι­κά κι­νή­μα­τα (Koselleck 2004; Bevir 2000, 275). Στο πλαί­σιο αυ­τό, το τι συ­νι­στά το «βάρ­βα­ρο» κά­θε άλ­λο πα­ρά κα­τα­στα­λαγ­μέ­νο εί­ναι: το βάρ­βα­ρο ανα­φέ­ρε­ται κα­τά πε­ρί­πτω­ση στη μο­νο­γλωσ­σία, την πο­λυ­γλωσ­σία, σε ξέ­νες επιρ­ρο­ές, και σε μια εί­τε μο­νο­λι­θι­κή εί­τε πλου­ρα­λι­στι­κή ιστο­ρι­κή μνή­μη.

Πα­ρά τις προ­σπά­θειες κα­τα­σκευ­ής μιας μο­νο­λι­θι­κής αντί­λη­ψης του έθνους μέ­σω της γλώσ­σας και μιας ομο­γε­νο­ποι­η­μέ­νης, ορ­γα­νι­κής ιστο­ρί­ας της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας (όπως τη συ­νέ­λα­βε και ο Κ.Θ. Δη­μα­ράς, με τον οποίο συν­δια­λέ­γε­ται κρι­τι­κά το βι­βλίο της Ζά­νου), η ιστο­ρία αυ­τή εί­ναι γε­μά­τη «βαρ­βα­ρι­σμούς» που απορ­ρέ­ουν, με­τα­ξύ άλ­λων, από την πο­λυ­γλωσ­σία και την αμ­φι­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τα συγ­γρα­φέ­ων. Ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός εί­ναι ίσως το πιο γνω­στό πα­ρά­δειγ­μα. Όπως εξη­γεί η Ζά­νου, οι λί­γες ελ­λη­νι­κές επι­στο­λές του εί­ναι ανορ­θό­γρα­φες, οι ελ­λη­νι­κοί στί­χοι του εί­ναι γε­μά­τοι ιτα­λι­σμούς, η ποι­η­τι­κή του γρα­φή ανα­μει­γνύ­ει ιτα­λι­κά και ελ­λη­νι­κά ακό­μα και μέ­σα στην ίδια πρό­τα­ση ή λέ­ξη, και συ­χνά δη­μιουρ­γεί νε­ο­λο­γι­σμούς ή υβρι­δι­κές λέ­ξεις ανα­μει­γνύ­ο­ντας τις δύο γλώσ­σες (2022, 81-82). Το ότι τα πε­ρισ­σό­τε­ρα έρ­γα του εί­ναι απο­σπα­σμα­τι­κά και ανο­λο­κλή­ρω­τα εί­ναι κι αυ­τό ση­μά­δι τραυ­λί­σμα­τος και της πει­σμα­τι­κής απο­χής της ποί­η­σής του από ένα ορ­γα­νι­κό, ολο­κλη­ρω­μέ­νο σχή­μα που θα ταί­ρια­ζε στις ομοιο­γε­νο­ποι­η­τι­κές τά­σεις της εθνι­κής ιστο­ρί­ας. Το ότι ο εθνι­κός ποι­η­τής μας μάς έδω­σε μια γρα­φή «βαρ­βα­ρι­σμών» από τις πα­ρυ­φές της Ελ­λά­δας, μας προ­σκα­λεί να ξα­να­σκε­φτού­με τις συ­νι­στώ­σες της έν­νοιας της εθνι­κής λο­γο­τε­χνί­ας.

Δεν εί­ναι φυ­σι­κά ο μό­νος με­γά­λος ποι­η­τής του οποί­ου η γλώσ­σα δια­μορ­φώ­νε­ται μέ­σω βαρ­βα­ρι­σμών. O Κα­βά­φης (1863-1933) εί­ναι ένα άλ­λο γνω­στό πα­ρά­δειγ­μα. Η ποι­η­τι­κή γλώσ­σα του Κα­βά­φη ακου­γό­ταν «βάρ­βα­ρη» σε πολ­λούς συγ­χρό­νους του. Ο Τί­μος Μα­λά­νος σε συ­νέ­ντευ­ξή του το 1924 δή­λω­σε για τον Κα­βά­φη: «Δεν μου αρέ­σει η βάρ­βα­ρος ρί­μα του [...] Δεν θα έχει κα­νέ­να μι­μη­τήν. Εκεί­νος που θα τον μι­μη­θεί, θα κά­μει πα­ρω­δί­αν. Ο κ. Κα­βά­φης κου­τσαί­νει εις την τε­χνο­τρο­πί­αν του. Και εκεί­νος που θα τον μι­μη­θεί θα κου­τσαί­νει» (βλ. Δα­σκα­λό­που­λος & Στα­σι­νο­πού­λου 2013, 106). Το «κου­τσαί­νει» δη­λώ­νει ίσως το αντί­στοι­χο του «τραυ­λί­ζει» στην κί­νη­ση του σώ­μα­τος. Η ιδιο­συ­γκρα­σια­κή του γλώσ­σα – η υβρι­δι­κό­τη­τά της, η ανά­μει­ξη δη­μο­τι­κής και κα­θα­ρεύ­ου­σας, ο αντι­λυ­ρι­σμός της – προ­βλη­μά­τι­σε τους λο­γο­τε­χνι­κούς κύ­κλους στην Ελ­λά­δα της επο­χής του. Η αντί­λη­ψη της ποί­η­σης του Κα­βά­φη ως «βάρ­βα­ρης» από με­ρί­δα των συγ­χρό­νων του μας λέ­ει φυ­σι­κά πε­ρισ­σό­τε­ρα για τη νόρ­μα που ορί­ζει τον λο­γο­τε­χνι­κό κα­νό­να κά­θε επο­χής και τις ομο­γε­νο­ποι­η­τι­κές τά­σεις που εξο­βε­λί­ζουν το δια­φο­ρε­τι­κό και το βαρ­βα­ρι­κό (με την έν­νοια του βαρ­βα­ρι­σμού) που απει­λεί τη νόρ­μα.

Η εθνι­κή λο­γο­τε­χνία, όπως άλ­λω­στε και το βάρ­βα­ρο, οριο­θε­τεί­ται μέ­σω απο­κλει­σμών. Ό,τι θε­ω­ρεί­ται εξαί­ρε­ση, πα­ρά­φω­νο, βαρ­βα­ρι­κό, μας βοη­θά να δια­βά­σου­με κρι­τι­κά τον κα­νό­να που κά­θε ιστο­ρία λο­γο­τε­χνί­ας κα­τα­σκευά­ζει, όχι ως θέ­σφα­το αλ­λά ως προ­ϊ­όν σύ­γκρου­σης ιδε­ο­λο­γι­κών δυ­νά­με­ων και λό­γων. Αυ­τό εί­ναι και το έρ­γο της γε­νε­α­λο­γι­κής κρι­τι­κής όπως την έχει ανα­πτύ­ξει στη δου­λειά του ο Βα­σί­λης Λα­μπρό­που­λος (1985). Βαρ­βα­ρι­σμοί απο­σιω­πού­νται και πα­ρα­με­ρί­ζο­νται ή, σε κά­ποιες πε­ρι­πτώ­σεις, εξο­μα­λύ­νο­νται, εθνι­κο­ποιού­νται ή «εκ­πο­λι­τί­ζο­νται» από την κρι­τι­κή (όπως βλέ­που­με και σε κομ­μά­τι της πρό­σλη­ψης του Κα­βά­φη), για να απο­κτή­σουν μια λο­γι­κή, ορ­γα­νι­κή θέ­ση στο κυ­ρί­αρ­χο αφή­γη­μα της εθνι­κής λο­γο­τε­χνί­ας.

Η πρό­τα­ση της Ζά­νου για ένα διε­θνι­κό πα­τριω­τι­σμό ως εναλ­λα­κτι­κό άξο­να αντί­λη­ψης της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας μας οδη­γεί σε μια φυ­γό­κε­ντρη έν­νοια του Ελ­λη­νι­σμού, από την Αθή­να στη δια­σπο­ρά, από τη στε­ριά στη Με­σο­γεια­κή θά­λασ­σα, αλ­λά και από τον (Ευ­ρω­παϊ­κό) Βορ­ρά στο Νό­το. Ένα τέ­τοιο φυ­γό­κε­ντρο Ελ­λη­νι­σμό βρί­σκου­με και στον Κα­βά­φη. Το ποί­η­μα του «Επά­νο­δος από την Ελ­λά­δα» (1914),[4] που δεν ανή­κει στον κα­νό­να των 154 ποι­η­μά­των, εκ­φρά­ζει ίσως όσο κα­νέ­να άλ­λο αυ­τόν το φυ­γό­κε­ντρο Ελ­λη­νι­σμό, στον οποίο κά­νουν την εμ­φά­νι­σή τους και οι βαρ­βα­ρι­σμοί. Στο ποί­η­μα, δύο φι­λό­σο­φοι, οι οποί­οι αυ­το­προσ­διο­ρί­ζο­νται ως Έλ­λη­νες, απο­μα­κρύ­νο­νται από την Ελ­λά­δα πά­νω σε ένα πλοίο. Ο τί­τλος υπο­δη­λώ­νει ότι το σπί­τι τους δεν βρί­σκε­ται σε ελ­λη­νι­κό έδα­φος, όπως και ο τό­πος κα­τοι­κί­ας του Κα­βά­φη ήταν στην Αλε­ξάν­δρεια. Ο ομι­λη­τής πε­ρι­γρά­φει τα «νε­ρά της Κύ­πρου, της Συ­ρί­ας, και της Aι­γύ­πτου» ως «αγα­πη­μέ­να των πα­τρί­δων μας νε­ρά». Δεν αι­σθά­νε­ται ότι η Ελ­λά­δα από την οποία απο­μα­κρύ­νο­νται εκ­φρά­ζει την ελ­λη­νι­κό­τη­τά τους:

εί­με­θα Έλ­λη­νες κ’ εμείς—τι άλ­λο εί­με­θα;—
αλ­λά με αγά­πες και με συ­γκι­νή­σεις της Ασί­ας,
αλ­λά με αγά­πες και με συ­γκι­νή­σεις
που κά­πο­τε ξε­νί­ζουν τον Ελ­λη­νι­σμό.


Η ελ­λη­νι­κό­τη­τα του ομι­λη­τή δια­χω­ρί­ζε­ται από μια γε­ω­γρα­φι­κά και εθνι­κά οριο­θε­τη­μέ­νη Ελ­λά­δα και απο­κη­ρύσ­σει μια εθνο­κε­ντρι­κή ιδε­ο­λο­γία που βα­σί­ζε­ται στον εξο­βε­λι­σμό δια­σπο­ρι­κών, ξέ­νων, πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κών, ανα­το­λι­κών στοι­χεί­ων. Ο ομι­λη­τής μά­λι­στα ει­ρω­νεύ­ε­ται αυ­τούς που προ­σπα­θούν να επι­βε­βαιώ­σουν την ελ­λη­νι­κό­τη­τά τους κα­τα­πιέ­ζο­ντας αυ­τά τα στοι­χεία για να μην προ­δω­θούν οι «βαρ­βα­ρι­κές» τους κα­τα­βο­λές:

Δεν μας ται­ριά­ζει, Έρ­μιπ­πε, εμάς τους φι­λο­σό­φους
να μοιά­ζου­με σαν κά­τι μι­κρο­βα­σι­λείς μας
(θυ­μά­σαι πώς γε­λού­σα­με με δαύ­τους
σαν επι­σκέ­πτο­νταν τα σπου­δα­στή­ριά μας)
που κά­τω απ’ το εξω­τε­ρι­κό τους το επι­δει­κτι­κά
ελ­λη­νο­ποι­η­μέ­νο, και (τι λό­γος!) μα­κε­δο­νι­κό,
κα­μιά Aρα­βία ξε­μυ­τί­ζει κά­θε τό­σο
κα­μιά Μη­δία που δεν πε­ρι­μα­ζεύ­ε­ται,
και με τι κω­μι­κά τε­χνά­σμα­τα οι καη­μέ­νοι
πα­σχί­ζουν να μη πα­ρα­τη­ρη­θεί.

Η Μη­δία και η Αρα­βία που ακού­σια ξε­μυ­τί­ζουν κά­θε τό­σο γί­νο­νται αντι­λη­πτά ως βαρ­βα­ρι­σμοί και η αγω­νιώ­δης προ­σπά­θεια των «μι­κρο­βα­σι­λέ­ων» να τους κρύ­ψουν φα­ντά­ζει κω­μι­κή στον ομι­λη­τή. Η κω­μι­κό­τη­τα των βαρ­βα­ρι­σμών δη­λώ­νει βέ­βαια τη δύ­να­μη κα­νο­νι­στι­κών, κε­ντρο­μό­λων αντι­λή­ψε­ων για την Ελ­λη­νι­κό­τη­τα, που κά­νει τους μι­κρο­βα­σι­λείς να αι­σθά­νο­νται πως πρέ­πει να κα­τα­πιέ­σουν κά­θε ξέ­νο στοι­χείο για να ανή­κουν στο χώ­ρο αυ­τό. H ίδια η έν­νοια του βάρ­βα­ρου εί­ναι άλ­λω­στε προ­ϊ­όν τέ­τοιων κα­νο­νι­στι­κών σχη­μά­των.

Η λο­γο­τε­χνία εί­ναι ίσως ο κα­τε­ξο­χήν πει­ρα­μα­τι­κός χώ­ρος όπου τραυ­λί­σμα­τα και βαρ­βα­ρι­σμοί μπο­ρούν να απο­τυ­πώ­σουν εναλ­λα­κτι­κές εμπει­ρί­ες για την πα­τρί­δα και την ελ­λη­νι­κό­τη­τα. Το να το­πο­θε­τού­με λοι­πόν βαρ­βα­ρι­σμούς και τραυ­λί­σμα­τα στο κέ­ντρο της εθνι­κής ιστο­ρί­ας και λο­γο­τε­χνί­ας, όπως ακρι­βώς το κά­νει η Κων­στα­ντί­να Ζά­νου στον τί­τλο του βι­βλί­ου της, εί­ναι μια πρό­κλη­ση σε κε­ντρο­μό­λες αντι­λή­ψεις για το έθνος και τη λο­γο­τε­χνία. Γί­νε­ται ση­μείο εκ­κί­νη­σης για άλ­λες ιστο­ρί­ες της Νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, στον πλη­θυ­ντι­κό, που μπο­ρούν να μας οδη­γή­σουν από το δί­πο­λο βάρ­βα­ρου / πο­λι­τι­σμέ­νου (που βα­σί­ζε­ται σε μια μο­νο­λι­θι­κή αντί­λη­ψη του εθνι­κού εγώ) προς ένα εν­στερ­νι­σμό όχι φυ­σι­κά της βαρ­βα­ρό­τη­τας, αλ­λά του βαρ­βα­ρι­κού (με την έν­νοια του βαρ­βα­ρι­σμού). Θα μπο­ρού­σα­με λοι­πόν να δια­βά­σου­με το βι­βλίο ως ένα ύμνο των βαρ­βα­ρι­σμών, ως στοι­χεί­ων που ση­μα­το­δο­τούν μια πλη­θώ­ρα εμπει­ριών, ταυ­το­τή­των και γλωσ­σών που μια ομοιο­γε­νής αντί­λη­ψη του εθνι­κού προ­σπα­θεί να κα­τα­στεί­λει. Η έμ­φα­ση στο τραύ­λι­σμα και τους βαρ­βα­ρι­σμούς μας κα­λεί να δού­με εμπει­ρί­ες πο­λυ­γλωσ­σί­ας, πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τας και υβρι­δι­κών εκ­φρα­στι­κών μέ­σων όχι ως εξαι­ρέ­σεις αλ­λά ως συ­στα­τι­κά στοι­χεία κά­θε λο­γο­τε­χνί­ας και της εμπει­ρί­ας υπο­κει­μέ­νων κά­θε επο­χής. Οι με­τα­βα­τι­κές επο­χές φέρ­νουν τέ­τοιους βαρ­βα­ρι­σμούς πιο έντο­να στο προ­σκή­νιο. Σε πε­ριό­δους που βιώ­νο­νται ως πιο ομα­λές, οι βαρ­βα­ρι­σμοί εξο­μα­λύ­νο­νται, κα­τα­πιέ­ζο­νται ή εξο­βε­λί­ζο­νται, αλ­λά πολ­λοί εξα­κο­λου­θούν να εί­ναι εκεί, αν ξέ­ρου­με πού και πώς να κοι­τά­ξου­με και αν θέ­λου­με να τους δού­με. Το βι­βλίο της Ζά­νου μας προ­σφέ­ρει έναν τέ­τοιο πο­λύ­τι­μο φα­κό που εί­μαι σί­γου­ρη ότι θα ανοί­ξει νέ­ους ορί­ζο­ντες σε ερευ­νη­τές και ανα­γνώ­στες.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Bevir, Mark. 2000. “Review: Begriffsgeschichte.” History and Theory 39 (2): 273-284.
Boletsi, Maria. Barbarism and Its Discontents. Στάν­φορντ: Stanford University Press, 2013.
Δα­σκα­λό­που­λος, Δη­μή­τρης και Μα­ρία Στα­σι­νο­πού­λου. 2013. Ο βί­ος και το έρ­γο του Κ.Π. Κα­βά­φη, Με­ταίχ­μιο.
Hall, Edith. 1989. Inventing the Barbarian: Greek Self-Definition through Tragedy. Oξ­φόρ­δη: Clarendon Press.
Hall, Jonathan M. 2002. Hellenicity: Between Ethnicity and Culture. Σι­κά­γο: University of Chicago Press.
Hartog, François. 2001. Memories of Odysseus: Frontier Tales from Ancient Greece. Μτ­φρ. Janet Lloyd. Eδιμ­βούρ­γο: Edinburgh University Press.
Koselleck, Reinhart, Otto Brunner, Werner Conze (επιμ.), 1972-1997. Geschichtliche Grundbegriffe: Historisches Lexikon zur politisch-sozialen Sprache in Deutschland. Στουτ­γάρ­δη: Klett-Cotta.
Koselleck, Reinhart. 2004. Futures Past: On the Semantics of Historical Time. Transl. Keith Tribe. Νέα Υόρ­κη: Columbia University Press.
Lambropoulos, Vassilis. 1985. “Toward a Genealogy of Modern Greek Literature.” In The Text and Its Margins: Post-Structuralist Approaches to Twentieth-Century Greek Literature. Επιμ. Margaret Alexiou και Vassilis Lambropoulos. Νέα Υόρ­κη: Pella Publishing Company. 15-36.
Long, Timothy. 1986. Barbarians in Greek Comedy. Carbondale: Southern Illinois University Press.
Munson, Rosaria Vignolo. 2005. Black Doves Speak: Herodotus and the Languages of Barbarians. Κέι­μπριτζ, MA: Harvard University Press.
Ζά­νου, Κων­στα­ντί­να. 2022. Τραυ­λί­ζο­ντας το έθνος. Διε­θνι­κός πα­τριω­τι­σμός στη Με­σό­γειο, 1800-1850. Μτ­φρ. Με­νέ­λα­ος Αστε­ρί­ου, εκδ. Αλε­ξάν­δρεια.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Longman Dictionary of Contemporary English, 2003 (η με­τά­φρα­ση εί­ναι δι­κή μου).
[2] Webster's New International Dictionary, 1913 (η με­τά­φρα­ση εί­ναι δι­κή μου).
[3] Για αυ­τή τη θε­ώ­ρη­ση των ‘βαρ­βα­ρι­σμών,’ βλ. Boletsi 2013, 4-5.
[4] Onassis Foundation Cavafy C.P. Fonds, File F01, Sub-file SF0001, Item 0047; GR-OF CA CA-SF01-S01-F01-SF001-0047 (116), DOI: 10.26256/ca-sf01-s01-f01-sf001-0047.




Τι ήταν ο λόγιος πριν γίνει συγγραφέας και Έλληνας;

Προς το τέ­λος του λα­μπρού βι­βλί­ου της η Κων­στα­ντί­να Ζά­νου γρά­φει: «όλα όσα οι ιστο­ρι­κοί της ‘δη­μα­ρι­κής σχο­λη­́ς’ έχουν σω­στά ση­μειω­́σει ως θε­́μ­ατα τα­μπού στη σκε­́ψη των λο­γι­́ων του ‘νε­ο­ελ­λη­νι­κού Δια­φω­τι­σμου­́’ που ζου­́σαν στην Οθω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρι­́α και στα κε­́ντρα της δια­σπο­ράς στη Γαλ­λι­́α και την κε­ντρι­κή Ευ­ρω­́πη, κα­τε­́χουν στο δια-αδρια­τι­κό πνευ­μα­τι­κό πε­ρι­βά­λλον κε­ντρι­κή θε­́ση. Δι­η­γου­́μ­ενη λοι­πόν αυ­τή την ξε­χα­σμε­́νη ιστο­ρι­́α, θα προ­σπα­θη­́σω εδώ να στρε­́ψω το βλέ­μμα μας μα­κριά από το σχη­́μα του ενός και μο­να­δι­κού ‘νε­ο­ελ­λη­νι­κού Δια­φω­τι­σμου­́’ προς μια οπτι­κή η οποι­́α πε­ρι­λαμ­βα­́νει τους πολ­λα­πλούς ελ­λη­νι­κούς και με­σο­γεια­κούς Δια­φω­τι­σμούς που δια­μορ­φω­́θ­ηκαν στο κα­τω­́φλι του νε­ω­τε­ρι­κού κο­́σμου» (267-68). Ένας λοι­πόν στό­χος του βι­βλί­ου εί­ναι να μας πα­ρα­κι­νή­σει να δού­με τις απαρ­χές και την ιστο­ρία της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο.

Το θέ­μα του ορι­σμού της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας με απα­σχο­λεί εδώ και σχε­δόν σα­ρά­ντα χρό­νια, από τό­τε που δη­μο­σί­ευ­σα (στο The Text and Its Margins, που επι­με­λή­θη­κα με την Margaret Alexiou) μια Φου­κο­νια­νή κρι­τι­κή στην Ιστο­ρία του Κ.Θ. Δη­μα­ρά, κρι­τι­κή που αρ­γό­τε­ρα έγι­νε το 1ο κε­φά­λαιο στο βι­βλίο μου που εί­χε τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τί­τλο «Η λο­γο­τε­χνία ως εθνι­κός θε­σμός». Αυ­τή η εθνι­κή λο­γο­τε­χνία πε­ρι­κλεί­ε­ται πά­ντα σε ένα μι­κρό εθνι­κό χώ­ρο που εί­ναι το αλω­νά­κι των Ελεύ­θε­ρων Πο­λιορ­κη­μέ­νων, η Λευ­κά­δα του Αρι­στο­τέ­λη Βα­λα­ω­ρί­τη, η λι­μνο­θά­λασ­σα του Πα­λα­μά, η Κρή­τη του Κα­ζαν­τζά­κη, η «ιε­ρά οδός» του Σι­κε­λια­νού, η Ρω­μιο­σύ­νη του Ρί­τσου («αυ­τές οι πέ­τρες δε βο­λεύ­ο­νται»), η οδός των Φι­λελ­λή­νων του Εμπει­ρί­κου, τα γυά­λι­να Γιάν­νε­να του Μι­χά­λη Γκα­νά–με δυο λό­για, «αυ­τός ο τό­πος ο μι­κρός ο μέ­γας» (Άξιον Εστί).
Αντί­θε­τα, το βι­βλίο της Ζά­νου ανα­φέ­ρε­ται σε μιαν Ελ­λά­δα ανοι­χτή, έκ­κε­ντρη, από-εδα­φι­κο­ποι­η­μέ­νη, όχι με ένα κλει­στό τό­πο αλ­λά με χί­λια πλα­τώ­μα­τα (Ντε­λέζ/Γκα­τα­ρί).
Όπως έχει σω­στά ει­πω­θεί, το βι­βλίο μάς κά­νει να ξα­να­σκε­φτού­με έν­νοιες όπως η πα­τρί­δα, το έθνος, η πα­ρά­δο­ση και η συ­νέ­χεια. Το θέ­μα όμως δεν τε­λειώ­νει εκεί. Το θέ­μα εί­ναι πώς θα αλ­λά­ξου­με την έρευ­νά μας αφού έχου­με ξα­να­σκε­φτεί αυ­τές τις έν­νοιες. Π.χ. πώς θα αλ­λά­ζα­με την ορ­γά­νω­ση των βι­βλί­ων σε με­ρι­κά ρά­φια αυ­τής της σπου­δαί­ας βι­βλιο­θή­κης που φι­λο­ξε­νεί την εκ­δή­λω­σή μας;
Θέ­λω να προ­τεί­νω πως στους δύο αιώ­νες του ελ­λη­νι­κού έθνους-κρά­τους ορι­σμέ­νες πρα­κτι­κές και στρα­τη­γι­κές από εκεί­νη την με­τα­βα­τι­κή πε­ρί­ο­δο των αρ­χών του 19ου αιώ­να εξα­κο­λου­θούν να επι­βιώ­νουν.
Πώς θα ήταν λοι­πόν αν αρ­χί­ζα­με την αφή­γη­ση της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, μου­σι­κής, θε­ά­τρου και ζω­γρα­φι­κής από το πέ­λα­γος της Αδρια­τι­κής και όχι τον τό­πο του έθνους-κρά­τους; Θα αρ­χί­ζα­με με την κρί­ση της αυ­το­κρα­το­ρί­ας και της αποι­κιο­ποί­η­σης κι όχι με πα­νη­γυ­ρι­σμούς της συ­νέ­χειας με τους αρ­χαί­ους.

Στο Επτα­νη­σια­κό αυ­τό πλαί­σιο ο Σο­λω­μός πα­ρου­σιά­ζε­ται ως ποι­η­τής της αποι­κιο­κρα­τί­ας (colonial) και όχι της απαρ­χής του έθνους-κρά­τους. Εί­ναι ο Dionisio conte Salamon, γεν­νη­με­́νος Γά­λλος πο­λι­́της, εβραϊ­κής κα­τα­γω­γής, που έζ­ησε σε ένα βρε­τα­νι­κό προ­τε­κτο­ρα­́το μι­λώντας Ιτα­λι­κά και δεν πη­́γε πο­τέ στην ελευ­́θ­ερη Ελ­λα­́δα αφού την βρη­́κε σε Γερ­μα­νούς συγ­γρα­φείς.

«Η Ελ­λά­δα εν κι­νή­σει, ανοι­χτή, ρευ­στή, δια­σπο­ρι­κή» (Ζά­νου) έχει βε­βαί­ως ως κο­ρυ­φαίο εκ­φρα­στή τον Αλε­ξαν­δρι­νό Κα­βά­φη.
Με την έμ­φα­ση στο με­ταίχ­μιο συ­νό­ρων, επο­χών, γλωσ­σών, λο­γο­τε­χνι­κών ει­δών, ο Ελ­λη­νο-Ιτα­λός Γιώρ­γος Σα­ρα­ντά­ρης γί­νε­ται η κε­ντρι­κή μορ­φή της γε­νιάς του ’30.
Ο πο­λύ­γλωσ­σος «διε­θνι­κός πα­τριω­τι­σμός» εκ­φρά­ζε­ται στην ποί­η­ση του Τρο­τσκι­στή υπερ­ρε­α­λι­στή Νι­κό­λα Κά­λας που γρά­φε­ται σε τρεις γλώσ­σες και τρεις χώ­ρες.
Ο «κό­σμος στραμ­μέ­νος στη θά­λασ­σα» αρ­με­νί­ζει στους ωκε­α­νούς του Καβ­βα­δία και δεν αρά­ζει στην Αμορ­γό του Γκά­τσου. (Εί­ναι ο ανοι­χτός κό­σμος του Ιδρύ­μα­τος Λα­σκα­ρί­δη!)
Η Με­σο­γεια­κή διε­θνής της αδελ­φο­σύ­νης, του ρι­ζο­σπα­στι­σμού και του εθε­λο­ντι­σμού (Ζά­νου) εν­σαρ­κώ­νε­ται στη βιο­γρα­φία του Νί­κου Πα­πα­τά­κη.
Οι πλά­νη­τες δια­νο­ού­με­νοι εί­ναι η Μα­ντώ Αρα­βα­ντι­νού και ο Νά­νος Βα­λα­ω­ρί­της.
Οι άν­θρω­ποι που επι­νο­ούν και δεν ανα­κα­λύ­πτουν την ταυ­τό­τη­τά τους εί­ναι οι Φι­λέλ­λη­νες της Μι­μί­κας Κρα­νά­κη, οι φυ­γά­δες του πλοί­ου Μα­τα­ρόα.
Συγ­γρα­φείς δια­φό­ρων εθνο­τή­των, όπως ο Σλα­βο-Μα­κε­δό­νας Μάρ­κος Μέ­σκος, ο Εβραί­ος Μι­σέλ Φάις και ο Αλ­βα­νός Ένο Αγκόλ­λι, αντι­λαμ­βά­νο­νται την «πα­τρί­δα ως πο­λι­τι­σμι­κή και το­πι­κή κοι­νό­τη­τα» (Ζά­νου).
Με μια φα­ντα­σια­κή, φο­ρη­τή Ελ­λά­δα κυ­κλο­φο­ρούν ο Σου­η­δός Άρης Φιο­ρέ­τος και η Αμε­ρι­κα­νί­δα Ελέ­νη Σι­κε­λια­νός.
Τέ­λος, έχου­με την ιστο­ρία μιας ήτ­τας, ενός χα­μέ­νου μέλ­λο­ντος (Ζά­νου), που εί­ναι αυ­τό που ο Βύ­ρων Λε­ο­ντά­ρης απο­κά­λε­σε «ποι­η­τι­κό ρί­γος της με­τα­πο­λε­μι­κό­τη­τας» η οποία ιστο­ρία αρ­χί­ζει με τον Κα­ρυω­τά­κη και συ­νε­χί­ζε­ται ως τις μέ­ρες μας με την «αρι­στε­ρή με­λαγ­χο­λία» της γε­νιάς του 2000. «Ο με­τα­πο­λε­μι­κός ποι­η­τής, κα­θη­μαγ­μέ­νος από μια ήτ­τα κα­θο­λι­κή, δυ­σπι­στεί πλέ­ον σε οποιον­δή­πο­τε λό­γο σω­τη­ρί­ας και ορα­μα­τι­σμού, ακό­μα και ποι­η­τι­κό. Η ποί­η­ση γί­νε­ται με­τα­πο­λε­μι­κή, κα­θώς ανα­δι­πλώ­νε­ται και εξα­κο­λου­θεί να γρά­φε­ται ταυ­τι­σμέ­νη με το δι­καί­ω­μα να εκ­φρα­στεί η αδιά­κο­πη οδύ­νη» (Άγ­γε­λα Γιώ­τη: Με­τα­πο­λε­μι­κές δο­κι­μές πο­λι­τι­κού λυ­ρι­σμού, 2021, σ. 22). Έχει ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον πως αυ­τή η ποί­η­ση βρί­σκε­ται συ­χνά σε διά­λο­γο με τον επα­να­στά­τη ποι­η­τή Αν­δρέα Κάλ­μπο. Η Ζά­νου μας πα­ρα­κι­νεί να στο­χα­στού­με μή­πως ολό­κλη­ρη η νε­ο­ελ­λη­νι­κή στι­χουρ­γία, η οποία τα τε­λευ­ταία εκα­τό χρό­νια συ­νο­μι­λεί ακό­μη με εκεί­νη τη με­ταιχ­μια­κή Αδρια­τι­κή επο­χή, θα μπο­ρού­σε να θε­ω­ρη­θεί με­τα­πο­λε­μι­κή ποί­η­ση.

Οι ιστο­ρί­ες της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας και γραμ­μα­τεί­ας μι­λούν για μια κε­ντρο­μό­λο ελ­λα­δι­κή το­πο­γρα­φία στην οποία συγ­γρα­φείς, δια­νο­ού­με­νοι και επι­στή­μο­νες (από τον Σο­λω­μό ως την Μέλ­πω Αξιώ­τη και τον Ντί­νο Σιώ­τη) τε­λι­κά επι­στρέ­φουν για να απο­κα­τα­στή­σουν ενό­τη­τα βί­ου και συ­νέ­χεια έρ­γου. Αντί­θε­τα, η Ζά­νου στο συ­ναρ­πα­στι­κό βι­βλίο της μι­λά για κο­σμο­πο­λί­τες μι­γά­δες που γρά­φουν υβρι­δι­κά εί­δη λό­γου σε μει­κτά γλωσ­σι­κά ιδιώ­μα­τα, και διαρ­κώς με­τα­κι­νού­νται και φεύ­γουν, κυ­κλο­φο­ρώ­ντας μέ­σα και έξω, στα πε­ρι­θώ­ρια και τα σύ­νο­ρα του ελ­λη­νι­σμού. Αυ­τός ο κο­σμο­πο­λι­τι­κός οι­κου­με­νι­κός ελ­λη­νι­σμός (ο κό­σμος του λό­γιου πριν πε­ριο­ρι­στεί και τον κά­νει Έλ­λη­να και εθνι­κό συγ­γρα­φέα) απαι­τεί μια και­νούρ­για, πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κή ιστο­ρία της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας. Ευ­χα­ρι­στώ το Ίδρυ­μα Αι­κα­τε­ρί­νης Λα­σκα­ρί­δη που με τους διε­θνι­κούς και πα­τριω­τι­κούς ορί­ζο­ντές του προ­σκά­λε­σε εμάς τους 4 δια­σπο­ρι­κούς Νε­ο­ελ­λη­νι­στές να ξα­να­σκε­φτού­με τον κο­σμο­πο­λι­τι­κό ελ­λη­νι­σμό.


Απάντηση της συγγραφέως

ZANOY TRAVLIZONTAS TO ETHNOS 72

Καταρ­χάς θέ­λω να ευ­χα­ρι­στή­σω το Ίδρυ­μα Αι­κα­τε­ρί­νης Λα­σκα­ρί­δη, και ιδιαί­τε­ρα τη διευ­θύ­ντρια του ιδρύ­μα­τος Κα­λή Κυ­πα­ρίσ­ση, για την εκ­δή­λω­ση αυ­τή που με τι­μά ιδιαί­τε­ρα. Εί­μαι ευ­γνώ­μων επί­σης στους συ­να­δέλ­φους και φί­λους, την Κά­ρεν, την Μα­ρία και τον Βα­σί­λη, που διά­βα­σαν με τό­ση αγά­πη το βι­βλίο και κα­τα­πιά­στη­καν μα­ζί του τό­σο δη­μιουρ­γι­κά. Εί­ναι οι ίδιοι αυ­τοί άν­θρω­ποι με τους οποί­ους με­γά­λο μέ­ρος του βι­βλί­ου συ­νο­μι­λού­σε ενό­σω γρά­φο­νταν, και των οποί­ων η δου­λειά απο­τέ­λε­σε και απο­τε­λεί πά­ντα πη­γή έμπνευ­σης. Μου δί­νει με­γά­λη χα­ρά που, πα­ρό­λη τη στε­νή δια­νοη­τι­κή μας συ­νά­φεια, μπο­ρώ ακό­μα να εκ­πλήσ­σο­μαι από τις ανα­γνώ­σεις τους και να βλέ­πω τη σκέ­ψη μου να πη­γαί­νει πα­ρα­πέ­ρα.
Στο σύ­ντο­μο σχό­λιο μου θα ήθε­λα να εστιά­σω στις δυο βα­σι­κές αξί­ες που έκα­ναν δυ­να­τή την απο­ψι­νή εκ­δή­λω­ση: την αξία του διε­πι­στη­μο­νι­κού δια­λό­γου, που με έφε­ρε στο ίδιο τρα­πέ­ζι με τους εκλε­κτούς αυ­τούς συ­να­δέλ­φους· και την αξία μιας οπτι­κής της ελ­λη­νι­κής ιστο­ρί­ας μέ­σα από το πρί­σμα της θά­λασ­σας, που με έφε­ρε κο­ντά στο Ίδρυ­μα Αι­κα­τε­ρί­νης Λα­σκα­ρί­δη.
Με το να εί­μαι η ίδια ιστο­ρι­κός που δι­δά­σκει σε ένα τμή­μα λο­γο­τε­χνί­ας (το Τμή­μα Ιτα­λι­κών Σπου­δών του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κο­λού­μπια) έρ­χο­μαι κα­θη­με­ρι­νά αντι­μέ­τω­πη με τις προ­κλή­σεις της διε­πι­στη­μο­νι­κό­τη­τας. Δεν εί­ναι απλή υπό­θε­ση να συν­δυά­ζεις μια οπτι­κή που αντι­με­τω­πί­ζει τα κεί­με­να ως τεκ­μή­ρια μιας επο­χής (ιστο­ρι­κή) με αυ­τήν που τα βλέ­πει ως αυ­τό­νο­μα έρ­γα έξω από τις συν­θή­κες της δη­μιουρ­γί­ας τους και πολ­λές φο­ρές ακό­μα και ως ανε­ξάρ­τη­τα από τον ίδιο το δη­μιουρ­γό τους (λο­γο­τε­χνι­κή). Η άσκη­ση αυ­τή ωστό­σο ανα­γκά­ζει τό­σο εμέ­να όσο και τους φοι­τη­τές μου να βγαί­νου­με κα­θη­με­ρι­νά από τις ζώ­νες ασφα­λεί­ας μας. Πράγ­μα­τι, αυ­τό που δεν εί­χα προ­βλέ­ψει μπαί­νο­ντας σε αυ­τό το τμή­μα ήταν πό­σο θα άλ­λα­ζα εγώ η ίδια μέ­σα από αυ­τή τη δια­δι­κα­σία. Αυ­τό νο­μί­ζω έγι­νε με δύο τρό­πους. Πρώ­τον, αντι­λή­φθη­κα πό­σο στε­νά συ­νυ­φα­σμέ­να, ακό­μα και αλ­λη­λε­πι­κα­λυ­πτό­με­να, εί­ναι τα πε­δία της δια­νοη­τι­κής ιστο­ρί­ας και ιστο­ρί­ας των ιδε­ών (αυ­τό στο οποίο εί­χα κυ­ρί­ως ει­δι­κευ­τεί) και αυ­τά της ιστο­ρί­ας και της θε­ω­ρί­ας της λο­γο­τε­χνί­ας – ο πρώ­τος δι­δά­ξας, βέ­βαια, αυ­τής της σχέ­σης εί­ναι ο ίδιος ο Κ. Θ. Δη­μα­ράς· δεύ­τε­ρον, όσο πιο πο­λύ περ­νά­ει ο και­ρός τό­σο πιο πο­λύ βλέ­πω την ίδια την ιστο­ρία ως μια λο­γο­τε­χνι­κή πρα­κτι­κή και την αντι­λαμ­βά­νο­μαι ως μέ­ρος πε­ρισ­σό­τε­ρο των «αν­θρω­πι­στι­κών επι­στη­μών» (humanities) πα­ρά των «κοι­νω­νι­κών» (social sciences). Το ότι καρ­πός αυ­τής της εξέ­λι­ξης θα ήταν ένα βι­βλίο που μι­λά­ει τό­σο στους ιστο­ρι­κούς όσο και στους θε­ω­ρη­τι­κούς της λο­γο­τε­χνί­ας ήταν για μέ­να μια ακό­μα πιο ευ­τυ­χής απο­κά­λυ­ψη. Με τις απο­ψι­νές ει­ση­γή­σεις των συ­να­δέλ­φων, λο­ξές μα­τιές αν­θρώ­πων ει­δι­κευ­μέ­νων σε άλ­λο πε­δίο πά­νω σε ένα βι­βλίο που εγώ εί­χα συλ­λά­βει ως ιστο­ρι­κό, επι­βε­βαιώ­νο­νται στα μά­τια μου οι αξί­ες της ευ­ε­λι­ξί­ας και της πο­ρώ­δους επα­φής που πρέ­πει να έχουν πια τα διά­φο­ρα επι­στη­μο­νι­κά πε­δία με­τα­ξύ τους. Σκέ­φτο­μαι δη­λα­δή πως αν ο 19ος αιώ­νας έφτια­ξε επι­στη­μο­νι­κούς κλά­δους με στε­νά και θω­ρα­κι­σμέ­να όρια, ο 21ος θα πρέ­πει να μά­θει να συν­δυά­ζει αυ­τή την εξει­δί­κευ­ση με την διε­πι­στη­μο­νι­κό­τη­τα και την πο­λυ­μά­θεια.
Δυο λό­για τώ­ρα για το δεύ­τε­ρο μου θέ­μα, την ανά­δει­ξη της θά­λασ­σας, στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση της Με­σο­γεί­ου, ως τον κα­τε­ξο­χήν τό­πο μέ­σα από τον οποίο βλέ­που­με την ελ­λη­νι­κή (και όχι μό­νο) ιστο­ρία – κά­τι στο οποίο έχει επεν­δύ­σει ιδιαί­τε­ρα το Ίδρυ­μα Αι­κα­τε­ρί­νης Λα­σκα­ρί­δη, μέ­σω των συλ­λο­γών του αλ­λά και των εκ­παι­δευ­τι­κών του προ­γραμ­μά­των και της γε­νι­κό­τε­ρης του δρά­σης. Τι ση­μαί­νει να βλέ­πεις τον κό­σμο μέ­σα από τη θά­λασ­σα και πως αυ­τό μπο­ρεί να εί­ναι όντως ανα­τρε­πτι­κό; Η θά­λασ­σα μας ανα­γκά­ζει, πρώ­τα απ’ όλα να αμ­φι­σβη­τή­σου­με τις κα­θιε­ρω­μέ­νες πο­λι­τι­κές και πο­λι­τι­σμι­κές μας γε­ω­γρα­φί­ες. Μας απο­κα­λύ­πτει ξε­χα­σμέ­να προ­ε­θνι­κά το­πία και σύγ­χρο­νες διε­θνι­κές πραγ­μα­τι­κό­τη­τες. Κε­ντρι­κή θέ­ση αυ­τής της προ­σέγ­γι­σης εί­ναι ότι στα πε­ρι­θώ­ρια των δια­φό­ρων χερ­σαί­ων επι­κρα­τειών υπάρ­χει ένα ολό­κλη­ρο σύ­μπαν, ένας εν­διά­με­σος χώ­ρος, ο οποί­ος χά­νε­ται αν μεί­νου­με προ­σκολ­λη­μέ­νοι στις γνώ­ρι­μές μας κρα­τι­κές και εθνι­κές υπο­διαι­ρέ­σεις της γε­ω­γρα­φί­ας και της ιστο­ριο­γρα­φί­ας. Υιο­θε­τώ­ντας τη Με­σό­γειο θά­λασ­σα ως πλαί­σιο ιστο­ρι­κής (αλ­λά και λο­γο­τε­χνι­κής) ανά­λυ­σης ανοι­γό­μα­στε σε κό­σμους εν κι­νή­σει, σε κό­σμους έκ­κε­ντρους, κα­λού­μα­στε δη­λα­δή να ξα­να­σκε­φτού­με την έν­νοια του κέ­ντρου και της πε­ρι­φέ­ρειας, την έν­νοια του οι­κεί­ου και του ξέ­νου. Ανα­γκα­ζό­μα­στε εντέ­λει να φα­ντα­στού­με τους εαυ­τούς μας πά­νω σε ένα μό­νι­μα «υδά­τι­νο έδα­φος» και να δού­με τον κό­σμο μέ­σα από έναν συ­νε­χώς με­τα­βαλ­λό­με­νο φα­κό. Αυ­τό ήταν εν μέ­ρει αυ­τό που προ­σπά­θη­σα να κά­νω στο βι­βλίο και ευ­χα­ρι­στώ άλ­λη μια φο­ρά το Ίδρυ­μα Αι­κα­τε­ρί­νης Λα­σκα­ρί­δη που το αγκά­λια­σε και τους συ­νο­μι­λη­τές μου που οδή­γη­σαν αυ­τές μου τις σκέ­ψεις πο­λύ πιο πέ­ρα απ’ ότι εί­χα φα­ντα­στεί.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: