Ο ελάχιστος χρόνος στην προσωρινότητα της ζωής, στην προσωρινότητα των αισθημάτων, της μνήμης, της νεότητας, του έρωτα, του ελάχιστου που θεωρούμε πολύ όταν το κρατάμε στα χέρια μας, του ελάχιστου που χάνεται στη στιγμή και καλούμαστε να διαχειριστούμε την οδυνηρή απώλειά του, είναι ο κύριος άξονας του τελευταίου μυθιστορήματος της Ιφιγένειας Θεοδώρου.
Η ισοπεδωτική εμπειρία της απώλειας και του πένθους ανοίγει το χάσμα της μοναχικότητας στην ύπαρξη και δίνει τη δυνατότητα στη συγγραφέα να στοχασθεί πάνω στα διαχρονικά ερωτήματα της ζωής, του έρωτα και του θανάτου. Το κενό και το μηδέν αναμετράται ως μία αριθμητική εξίσωση ζωής. Η ψευδαίσθηση της μονιμότητας υποσκάπτει την πραγματική διάρκεια της στιγμής και του διαχειρίσιμου χρόνου της, με αποτέλεσμα να χάνεται η αλήθεια και η αμεσότητα στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Τρία πρόσωπα αφηγούνται από διαφορετική οπτική γωνία το ίδιο γεγονός. Τρεις διαφορετικές γυναίκες, φίλες από παλιά προσπαθούν να εναρμονισθούν για να ξεπεράσουν την απώλεια αγαπημένου προσώπου, την απώλεια της συνήθειας, του ασφαλούς τρόπου ζωής, της αθωότητας των αισθημάτων, του έρωτα και της απώλειας της μνήμης. «Τόσες αντίρροπες δυνάμεις σε πλήρη αρμονία», όπως γράφει η συγγραφέας στην αρχή της αφήγησης και όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου,
«Οι συζητήσεις και οι μύχιες σκέψεις τους, καθώς μοιράζονται σκηνές από το παρελθόν σαν ένα εσωτερικό ταξίδι ενάντια στον χρόνο, φωτίζουν αισθήματα και πράξεις, αναλογίζονται όσα έχουν χάσει, όσα δεν πρόφτασαν ή όσα απερίσκεπτα επέτρεψαν να φύγουν μέσα από τα χέρια τους».
Η κεντρική ηρωίδα Δέσποινα φεύγει για το Πήλιο μετά τον χαμό του αγαπημένου της συντρόφου, παίρνοντας μαζί της τις δύο πολύτιμες φίλες της, πιστεύοντας ότι θα τη βοηθήσουν να δεχθεί την πραγματικότητα. Το σοκ, η άρνηση του γεγονότος, το πένθος, η διαβρωτική ανάμνηση, οι ενοχές, ο πόνος, η θλίψη για τη μεγάλη απώλεια φωτίζει μέσα της τη σκοτεινή περιπέτεια της μοναξιάς, της ερημιάς και της ερήμωσης, ένα οδυνηρό υπαρξιακό κενό. Τα καθημερινά γεγονότα μεταξύ των τριών ηρωίδων στο βροχερό σκηνικό του Πηλίου, καθόλου δεν βοηθούν τη θετική εξέλιξη του πόνου. Η κάθε μία αναμοχλεύει τις δικές της απώλειες και την αλλαγή της ζωής μετά από αυτές. {…} «Βούιζαν οι αναμνήσεις γύρω μου, ενοχλητικές μαύρες μύγες από αυτές που τσιμπούν και πονάνε» (σ. 65).
Η άρνηση της θνητότητας διατρανώνει μέσα τους τα ψυχικά υπαρξιακά αδιέξοδα. Ανοίγοντας το κουτί με τις φωτογραφίες θυμούνται και καίνε ό,τι πέρασε και έγινε απουσία. {…} «Η μνήμη όμως δεν έχει ανάγκη από φωτογραφίες και ημερολόγια. Όσα χαρτιά κι αν κάψεις η μνήμη είναι εκεί. Μυρωδιές και ήχοι, χάδια και κλάματα. Πώς θα κάνεις στάχτη μια πικρή κουβέντα που ξεστόμισες; Καίγεται το γέλιο; Δεν καίγεται.» σ.73.
Η Ιφιγένεια Θεοδώρου, κατορθώνει να δώσει μέσα από εικόνες και συνειρμούς, όλο το φάσμα της θλίψης και του πόνου που στοιχειώνει τον καθένα μετά από κάθε τραυματική απώλεια. Η ρεαλιστική, λιτή και ψυχογραφική διάσταση της γραφής με τη διαλεκτική των διαλόγων και των μονολόγων, δίνει μια ιδιαίτερη αμεσότητα στην αφήγηση. Το αργό ξεδίπλωμα της πλοκής και των χαρακτήρων, κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως το τέλος.
Η μνήμη ανασύρει υπαρξιακά ερωτήματα για τη φθορά, τον χρόνο, πικρές διαπιστώσεις για το αμετάκλητο γεγονός του τέλους, εμβαθύνοντας στα εσώτερα τραύματα όλων μας.
Η αποδόμηση στους χαρακτήρες των ηρωίδων ώσπου να βρεθούν αντιμέτωπες με τις αλήθειες τους, μαζί με τις παράλληλες εικόνες του γραφικού Πηλίου φέρνει στο φως το άυλο γεγονός των συναισθημάτων. Η φύση συνηγορεί στις ψυχικές καταστάσεις τους. Τα πεσμένα φύλλα του φθινοπώρου, τα πουλιά που αλλάζουν τις φωλιές τους, το νερό με την καθαρτική του δύναμη και τη συνεχή ροή του στις ρεματιές, «…όλα αλλάζουν, τίποτα πια δεν είναι δεδομένο. Οι σχέσεις που διαλύονται, οι φιλίες που παραγράφονται, η νιότη και η μνήμη που φθίνουν… οι αγαπημένοι που φεύγουν. ‘Ολοι χάνουν κάτι και όλοι καλούνται να διαχειρισθούν, ο καθένας όπως μπορεί τον μεγάλο φόβο μπροστά στην απώλεια.»σ.218
Η παρατήρηση και ο παραγωγικός στοχασμός της Θεοδώρου, πάνω στα στοιχεία της φύσης, παραλληλίζεται με το υπαρξιακό υπόβαθρο των ηρωίδων. Γεγονότα μυστικά, αλήθειες και ψέματα, θαμμένα συναισθήματα ανατρέπουν τη φιλία χρόνων. Οι δύο φίλες Δέσποινα και Πέπη, πενθούν για το ίδιο πρόσωπο χωρίς να γνωρίζουν την πραγματικότητα, η μία φανερά, η άλλη κρυφά. Φιλίες που καταρρέουν, έρωτες στη στροφή του ελάχιστου χρόνου, μητέρες που χάνουν τη μνήμη τους, παιδιά που εγκλωβίζονται στο ολέθριο γεγονός. Αυτός που φεύγει κι αυτός που μένει .{…} «Αυτός που μένει πίσω ,το πληρώνει πολύ ακριβά» σ.225 σημειώνει η συγγραφέας. Οι άνθρωποι αλλάζουν και μόνο οι αθώες κοινές αναμνήσεις συντηρούν τις παλιές φιλίες , «η αθωότητα εκείνων των χρόνων μας σώζει» σ. 134.
Η επίκληση του χρόνου στη θεραπευτική του πορεία προς τη λήθη υπέρ των ζωντανών, «ο χρόνος είναι με το μέρος των ζωντανών» σ.79 και «εντέλει ο χρόνος συμπονάει» σ.124, μια παρηγορητική αντίφαση στο ελάχιστο της ευτυχίας που μας προσφέρει, στη διάρκεια της στιγμής που βίαια χάνεται, σ’ αυτό το λίγο της ζωής που απερίσκεπτα αφήνουμε να μας ξεφύγει, όσο έχουμε τον χρόνο με το μέρος μας.
Οι πρωτοπρόσωποι μονόλογοι κάποιων κεφαλαίων, με τίτλο «Πέπη» και οι ανάδρομες μνήμες που καίνε, δίνουν τα δυνατότερα σημεία του βιβλίου. Οι συγκλονιστικοί παραληρηματικοί εσωτερικοί μονόλογοί της, με τις σκόρπιες χαοτικές σκέψεις και τον εύθραυστο πια ψυχισμό της βιώνοντας το δράμα και τη χαρμολύπη της διπλής ζωής, το παράλογο και το ανταπάντεχο, μια περσόνα που αιωρείται ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα και συντρίβεται από τη ματαιότητα, απογειώνουν την αφήγηση
Μέσα από τρεις δραματικές γυναικείες φιγούρες , με διαλόγους, τριτοπρόσωπες και πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, η συγγραφέας κατορθώνει να μας δώσει την αντιφατική και σουρεαλιστική εκδοχή της ζωής, με τον ρεαλισμό και την ποιητικότητα της γραφής της, τις ανατροπές, τις φάρσες, τις διαψεύσεις μιας υποτιθέμενης αληθινής ζωής, που οι ίδιοι οι άνθρωποι συντηρούν μέσα στις άγνωστες πτυχές της ψυχής τους, ενώ η μεγάλη ανατροπή πριν το τέλος του βιβλίου χρωματίζεται από διάσπαρτους στίχους της Κικής Δημουλά και του Οδυσσέα Ελύτη
Ένα δύσκολο θέμα, μια ψυχογραφική κατάθεση στο βαθύ θέμα του τραύματος της ανθρώπινης απώλειας και των συναισθημάτων, αλλά και την κυριαρχία του έρωτα επί του θανάτου και παράλληλα ένα ρέκβιεμ για το ψέμα και τη ματαιότητα στο πυροτέχνημα της σύντομης ζωής, «ζωή ίσαμε δυο συλλαβές» (σ.180), με την ρυθμική και απροσποίητα ρεαλιστική γραφή της Ιφιγένειας Θεοδώρου.