Ο θυρωρός των ημερών

Ο θυρωρός των ημερών

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, «Ο θυρωρός των ημερών», Κέδρος 2022





Με ένα νέο έργο της επανέρχεται η ποιήτρια Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, η οποία αριθμεί ήδη επτά προηγούμενες ποιητικές συλλογές για μια από τις οποίες υπήρξε υποψήφια και για κρατικό βραβείο.
Το έργο αυτό συνιστά μια σκηνική υπερπαραγωγή με συνεχείς εναλλαγές εικόνων, παραστάσεων και εντυπώσεων, δίνει την αίσθηση ενός καρουζέλ που γυρίζει διαρκώς επιχειρώντας να συγχρονιστεί με τους ρυθμούς της ύπαρξης και της ζωής. Οι στίχοι ανακινούνται πίσω από ένα κρυπτικό πέτασμα που επιβάλλει μια πολλαπλή και προσεκτική ανάγνωση και όπου από ορισμένες σχισμές λέξεων ή εικόνων επιτρέπεται κάθε φορά η διάνοιξη προς το νόημα. Η ματαίωση, η διάψευση, η συντριβή, το “φιλήσυχο κλάμα”, το “συμπιεσμένο σκότος”, αλλού η ύπαρξη “γυάλινη και έρημος”, ή της “ύπαρξης το πικραμυγδαλάκι”, εκφράσεις δείκτες και σημάδια της υπαρκτικής της αγωνίας και τoυ βάρους του βιώματος. Ο υπαρξιακός προσανατολισμός είναι φανερός, ακόμα και από τον τίτλο του βιβλίου. Ο θυρωρός των ημερών μας, ο θάνατος στέκεται αγέρωχος στη μεγάλη πόρτα για να κατευθύνει το πέρασμα σε μια άλλη άγνωστη περιοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη διάρκεια εμφανίζεται πολλές φορές στη συλλογή, εννοώντας όμως ακριβώς το αντίθετό της, τη μη διάρκεια δηλαδή, αφού αυτή παραπέμπει στο συγκεκριμένο χρόνο που έχει ο άνθρωπος να διανύσει. Η διαφορά του με τα υπόλοιπα πλάσματα είναι ακριβώς η συνείδηση του θανάτου του. Η μοίρα του είναι γνωστή εκ των προτέρων, “εκ γενετής εξόδια τα σώματα”, με τα λόγια της ποιήτριας μάλιστα. Πράγμα που αποτελεί την πηγή της αγωνίας του, αλλά και την απόδειξη τoυ μεγαλείου του, όταν αυτή η συνειδητοποίηση τον οδηγεί στην επιλογή με τη θέλησή του και ενάντια στο προδιαγεγραμμένο, ενός βίου που επιθυμεί και που τον αντιπροσωπεύει. “Η τέχνη του βίου είναι η προετοιμασία” θα μας πει η ποιήτρια. Μπλεγμένος στα γρανάζια του χρόνου και της φθοράς ο σκεπτόμενος άνθρωπος προσπαθεί να ακολουθήσει την πορεία του προς το τέλος με επίγνωση. Αυτό όμως δεν μπορεί ποτέ να είναι μια περαιωμένη πράξη αλλά ένας διαρκής αγώνας. Μέσα σε αυτό το κλίμα έννοιες όπως η καλοσύνη και η συγχώρεση, η δίκαιη πράξη, εμφανίζονται ευδιάκριτα στο έργο της ποιήτριας, το διαρκές εσωτερικό ψάξιμο ενός εαυτού με στόχο την τελείωση, τόσο του ίδιου του εαυτού, αλλά -στο μέτρο του δυνατού- και του κόσμου. Άλλοτε όμως και για άλλους, όπως οι ήρωες του Μπέκετ, που δεν διαθέτουν τη μεταφυσική κλίση της ποιήτριας (και την κλήση στη μαθητεία που σηματοδοτεί το ορόσημο της Γεννησαρέτ), το αδιέξοδο της ύπαρξης είναι φανερό.

Εκτός από το υπαρξιακό και το βιωματικό στοιχείο, μέσα στο κείμενο υπεισέρχεται και το κοινωνικό στοιχείο, όχι με κραυγαλέο ύφος και τόνο, αλλά απλά και φυσικά, καθώς ο ποιητής δεν μπορεί παρά να τοποθετεί σε αυτό, λιγότερο ή περισσότερο, το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει και το οποίο τον κατακλύζει με εντυπώσεις που τροφοδοτούν την τέχνη του. Δεν βλέπουμε όμως πάντα μόνο με τα μάτια τον κόσμο, αλλά με την καρδιά, όπως οι τυφλοί τον διαβάζουν με τα δάχτυλά τους. Ο εξωτερικός κόσμος εισέρχεται στην περίπτωσή της Λουκίδου μάλλον διακριτικά μέσα από ρωγμές στη συνείδηση που επιτελεί τις εσωτερικές της διεργασίες και καθώς αφομοιώνεται γίνεται αφορμή και πάλι για στοχασμούς και εμβάθυνση πάνω στα θέματα της ύπαρξης και της ζωής. Από τους στίχους της θα περάσουν αγαπημένες πόλεις της πατρίδας ή διαδρομές με σφραγίδες και διαβατήρια, όταν η ζωή και η θλίψη χωράνε στη βαλίτσα. Αγαπημένα πρόσωπα ζωντανά η πεθαμένα θα ανακληθούν στη μνήμη με τρυφερότητα. Ο πόλεμος θα την συγκινήσει επίσης, με τα χαλάσματα, τις τρύπιες στέγες, τις σειρήνες, τα άψυχα που υποδεικνύουν έντονα την ανθρώπινη όμως απώλεια. Επικριτική με τη λεπτή της ειρωνεία για τον ηγέτη που “απαγορεύει αυστηρά την αστοχία”. Η πανδημία με τους ασυνόδευτους νεκρούς της, τα κρουαζιερόπλοια πλωτά-νοσοκομεία και οι βεβαιώσεις μετακίνησης. Τα βλέμματα των μικρών προσφύγων, τα πνιγμένα βρέφη, όλα εισέρχονται κάπως εκ του πλαγίου στο κείμενο και χωρίς να συνιστούν το ευδιάκριτο ή το κυρίως θέμα του ποιήματος, σμίγοντας όμως την οδύνη του εαυτού με την οδύνη του κόσμου. Επετειακό ποίημα για την καταστροφή της Σμύρνης του 22 θα δούμε επίσης στις σελίδες της, καυτηριάζοντας τους μουγκούς διπλωμάτες και ναυάρχους των εθνών που έβλεπαν σιωπηλά και άπρακτοι την καταστροφή. Θα αναφερθεί επίσης και θα κριτικάρει ποιητικά την τάση της εποχής για ψεύτικες και εικονικές διαδικτυακές επαφές που οδηγούν σε άδειες αγκαλιές, ενώ η ίδια σε άλλο σημείο έχει την ανάγκη να αγκαλιάσει ακόμα και ένα άγνωστο σώμα και να νοιώσει το αναντικατάστατο της προσωπικής σχέσης και ζεστασιάς, το άγγιγμα που κάποτε σώζει. Αλλού ο έρωτας παρουσιάζεται σαν μια “ανελέητη κατακραυγή”. Η ετερότητα επίσης θα την απασχολήσει .“Φυλαχτείτε από τον άλλον” που είναι διαφορετικός από μας, που έχει κάποια εκ γενετής δυσμορφία ή αναπηρία, κι όμως, ο άλλος πάντα είμαστε εμείς, που σε διαφορετικό περιβάλλον ή χρόνο κάλλιστα μπορούμε να πάρουμε τη θέση του.

Αλλά και η ίδια της η τέχνη, η ποίηση, θα εισέλθει σαν θεματολογία στο έργο της, ιδίως μάλιστα στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. Η δυνατότητα της ποίησης να αντιπαλέψει το θάνατο και τη φθορά. Να αφηγηθεί την ομορφιά, ακόμα κι αν αυτή πηγάζει από μια καταστροφή. Η δυνατότητα να εισέλθει στο όνειρο. Να πετύχει το αδύνατο, έστω στην περιοχή της φαντασίας. Η μικρή γοργόνα να βγάλει φτερά. Με τη λειτουργία της αφαίρεσης και την προσθήκη του μικρού και του φαινομενικά περιττού αναδεικνύεται το κείμενο, πιστεύει η ποιήτρια. Προτιμά την κρυπτικότητα και τα “ανοιχτά φινάλε”, όχι δηλαδή να κλείνει το νόημα του ποιήματος, αλλά οι ερμηνείες να είναι πολλαπλές, ανάλογες με του καθενός τον ψυχισμό και προαίρεση. Η ποίηση για τον ποιητή δεν είναι χώρος διάσωσης απλώς (συχνά φυσικά συμβαίνει και αυτό) αλλά χώρος διακινδύνευσης και συνεχούς αυτοελέγχου και αυτοπροσδιορισμού. Ένας χώρος άσκησης της προσωπικής ελευθερίας και επιλογής. Σε κάποιο σημείο του βιβλίου θα συναντήσουμε και την καταπληκτική διατύπωση αποφθεγματικού χαρακτήρα “ο πρώτος θάνατος συμβαίνει μέσα στη γλώσσα”. Μα και η ανάσταση έχει τη θέση της στη γλώσσα -θα έλεγε κανείς- όταν δίνει τη δυνατότητα να επαναφέρονται οι αγαπημένοι νεκροί και κυρίως οι προϋπάρξαντες ποιητές, τόσο πιο οικείοι, όσο πιο ταλαιπωρημένοι υπήρξαν στη ζωή και που κάποιοι από αυτούς σφράγισαν την τέχνη τους και τις υπαρκτικές τους ανησυχίες με την αυτοκτονία. Το έργο της ποίησης ωστόσο συνεχίζεται σαν μια σκυταλοδρομία από ποιητή σε ποιητή κι από μια εποχή σε μια επόμενη. Εξ άλλου τα σοβαρά θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο ανέκαθεν, είναι στον πυρήνα τους τα ίδια.

Η Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου νοιώθω να φέρει στις αποσκευές τα ίχνη της ποίησης της Κικής Δημουλά. Με στίχους όπως πχ. “μια εγρήγορση παγιδευμένη στο αβέβαιο” ή “τέρμα τα επισκεπτήρια στο μισοτελειωμένο”, “σε απόσταση βολής απ' το συντελεσμένο” κλπ, εννοώ δηλαδή τη συχνή χρήση σε αρκετά σημεία του βιβλίου του ουδέτερου των επιθέτων εν είδει ουσιαστικού, που ήταν χαρακτηριστικό εκείνης. Αλλά και σε άλλα σημεία βλέπω να ερανίζεται την οπτική της προγόνου της παραθέτοντας οικεία καθημερινά αντικείμενα που βρίσκονται γύρω της και με αφορμή αυτά να οδηγείται στις στοχαστικές διαδρομές της με σαφώς πιο αφαιρετική τάση βέβαια από εκείνη. Η κρεμάστρα, ο καλόγερος στο χολ, τα σπίρτα, τα γυαλιά οράσεως, τα πάνινα σανδάλια, η μπιζουτιέρα, οι εσάρπες, τα φορέματα, τα ανθοδοχεία, τα σερβίτσια, τα ρολόγια, μια ποίηση που μοιάζει να εκτυλίσσεται περισσότερο σε έναν εσωτερικό χώρο εγρήγορσης και θεμελίωσης ταυτότητας, χωρίς όμως να αγνοεί και το εξωτερικό περιβάλλον. Η ενδυμασία μάλιστα στα ποιήματά της αντιπροσωπεύει το ίδιο το πνεύμα, το ένδυμα παίρνει το σχήμα του σώματος των ιδεών, τα ρούχα που ράβονται “χωρίς ραφή και ράμμα” και είναι ανθεκτικά στη φθορά.

Μια ποίηση με θαυμαστή πυκνότητα και τη διαρκή -από μια γρηγορούσα συνείδηση-μετάλλευση και εξόρυξη της ουσίας των πραγμάτων. Με εικόνες οικείες από την καθημερινότητα και την επικαιρότητα αλλά και με εικόνες της φαντασίας και τολμηρούς συσχετισμούς η ποιητική της Αλεξάνδρας Λουκίδου υπεισέρχεται μέσα στη ζωή των χώρων και οι χώροι εισβάλλουν στη δική της ζωή. Η ασφυξία του εαυτού γίνεται και ασφυξία του κόσμου και το αντίστροφο. Ο ρυθμός όμως της ποίησης έχει απολύτως εξημερωθεί.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: