Νεωτερικότητα και πατριαρχία: Μία μυθιστορηματοποίηση της τραγωδίας των «Βακχών»

Νεωτερικότητα και πατριαρχία: Μία μυθιστορηματοποίηση της τραγωδίας των «Βακχών»

Νίκος Α. Μάντης, «Κιθαιρώνας», εκδ. Καστανιώτη 2022





Η Αγαύη λάτρευε το γεγονός πως στην παλιά τάξη πραγμάτων οι γυναίκες ήταν υπεύθυνες οι ίδιες για τα κορμιά τους, πως κυβερνούσανε φυλές και χωριά ολόκληρα, και αν σ’ ένα κορίτσι άρεσε ένας άνδρας, δεν ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει άδεια απ’ τον πατέρα ή τον αδελφό της, παρά μονάχα απ’ την καρδιά και το κορμί της, έτσι που ακόμα και η λάγνα Σεμέλη θα ήταν ελεύθερη να βρίσκεται με όποιον εραστή επιθυμούσε, δίχως την υποχρέωση να τον παντρευτεί, ούτε να εγκυμονεί τα παιδιά του, ώστε το όνομά του να διαιωνιστεί, μιας και τα παιδιά που γεννιούνταν τα χρόνια εκείνα έπαιρναν τ’ όνομα της μάνας τους και όχι του πατέρα τους. Ήταν ένας υπέροχος κόσμος, φτιαγμένος απ’ τις αδελφές της και κυβερνούμενος απ’ αυτές.
Όλα κατέρρευσαν με την έλευση των Ελλήνων. Ήρθανε κουβαλώντας τα μοντέρνα όπλα τους και τους ακλόνητους κανόνες τους. Για τους Έλληνες, όλη η ζωή ήταν υποταγμένη στους αριθμούς, σ’ αυτούς τους ανεξιχνίαστους, ύπουλους θεούς που κυβερνούσαν τα πάντα, μετρήσιμη και υπολογίσιμη κάθε στιγμή, γιατί εκείνη η περίεργη αίρεση, η αριθμητική, ήταν η πραγματική αφέντρα της σκέψης τους. Γι’ αυτό, έπρεπε να χτιστούν καινούργια σπίτια (από πέτρα και όχι από πηλό), καινούργιοι δρόμοι να ανοιχτούν (για να τρέχουν τα βρωμερά αυτά ζώα, τα άλογα, και τα θορυβώδη τους άρματα) και απέραντες πόλεις να εγερθούν πλάι στα ποτάμια και τα δάση, γιατί απλά χωριά έδειχναν απολίτιστα και άξεστα στα εξευγενισμένα, πολύπλοκα μυαλά τους. Και όλα τούτα ήταν τα έργα των ανδρών, οι περιουσίες των ανδρών, τα αντικείμενα της ανδρικής ζήλιας, των ανδρικών πολέμων και της ανδρικής ποίησης. Κι αφού ο κόσμος τώρα τους άνηκε, έπρεπε να τον χωρίσουν σε κομμάτια και να τον τεμαχίσουν, να τον αγοράσουν, να τον πουλήσουν και να τον ανταλλάξουν, μπροστά και πίσω, σε πλάτος και σε μήκος, ατελείωτα. Κι έτσι οι γυναίκες δεν μπορούσαν πια να κάνουν έρωτα σε εκείνους που ήθελαν, γιατί τα παιδιά που θα έρχονταν δε θα τους ανήκαν, αλλά θα ανήκαν μονάχα στους άνδρες.

ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ, Κιθαιρώνας, σσ. 69-71.



Το καλοκαίρι ο Νίκος Α. Μάντης άνοιξε μια πολύ γόνιμη συζήτηση στο περιοδικό Ο αναγνώστης, σχετικά με την παρουσία/απουσία της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό.[1] Μια συζήτηση που πυροδότησε μια πληθώρα τοποθετήσεων για τις εμπορικές στρατηγικές των μεγάλων εκδοτικών οίκων, το ρόλο της γλώσσας και του δίαυλου της μετάφρασης, τις πολιτικές προώθησης της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, την ασταθή (όσο και απροσπέραστη) δομή της εθνικής λογοτεχνίας στην παγκοσμιοποίηση, γενικά τις δυσκολίες εξαιτίας των οποίων μια μικρή λογοτεχνία (όπως το έλεγε ο Φραντς Κάφκα[2]) εμποδίζεται να ταξιδέψει στο εξωτερικό. Μετά από την κορυφαία στιγμή των Τυφλών (2017) και έπειτα από το τολμηρό Σφάλμα Συστήματος (2019), ο Νίκος Μάντης επιστρέφει εκδίδοντας στο τέλος του 2022 τον Κιθαιρώνα.

Το βιβλίο αυτό ξεχωρίζει από την έως τώρα πεζογραφική δουλειά του συγγραφέα. Με δυο λόγια, ο Κιθαιρώνας αποτελεί μια μυθιστορηματοποίηση της τραγωδίας των Βακχών του Ευριπίδη. Καθώς η τραγωδία φυσικά αναβιώνεται, σήμερα κατεξοχήν στο θέατρο, το μυθιστόρημα του Μάντη αποτελεί μια σπάνια λογοτεχνική στιγμή για τη νεοελληνική πεζογραφία, ένα πείραμα το οποίο διακρίνεται από τις απόπειρες ενός ιστορικού ή/και αστυνομικού μυθιστορήματος να αναπτύξουν την πλοκή τους στο φόντο της αρχαίας ιστορίας. Αντιθέτως, αυτή η μυθιστορηματοποίηση εστιάζει στο είδος της τραγωδίας, δίνει πλαίσιο, διαστάσεις και βάθος στους χαρακτήρες της που γίνονται πολυπρισματικοί, νέα πρόσωπα μπαίνουν στο προσκήνιο, συνθέτοντας μια νέα πλοκή που διατηρεί το μυστηριακό υπόβαθρο, ενώ ταυτόχρονα εμπλουτίζει και υπερβαίνει την ιστορία των Βακχών. Ως εκ τούτου, είναι περιττό να αναμασήσουμε μια πλοκή που φέρει ακέραιους (αν και με ορισμένες ενδιαφέρουσες προσθήκες και αναπλάσεις) τους γνωστούς χαρακτήρες της τραγωδίας, όπως την Αγαύη, τον Πενθέα, τον Καδμο και τον Διόνυσο (με την τρανταχτή απουσία του Τειρεσία), ενώ παράλληλα προσδίδει πρωταγωνιστικό ρόλο σε νέα πρόσωπα όπως την Ιόλη και τον Μένιππο, τον Αντιβουλο, τον Ερμόλαο, την Πότνια και την Λαΐα.

Αλλά πώς μπορεί να επικαιροποιηθεί σήμερα η τραγωδία; Η τραγωδία είναι ένα είδος που αναπτύχθηκε σε μια εποχή που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί, και η οποία επεφύλασσε μια τελείως διαφορετική θέση στην τέχνη, πολύ πιο οργανική από αυτή της σύγχρονης πολιτισμικής παραγωγής, όπως αυτή είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένη με τον ελεύθερο χρόνο σε μια εμπορευματοποιημενη κοινωνία σαν τη δική μας. Θα ήταν, λοιπόν, περισσότερο σκόπιμο να δούμε πώς ο Μάντης διανοίγει την αρχαία αφήγηση στα συμφραζόμενα του παρόντος. Κατά την περιδιάβαση των ηρώων και των ηρωιδών στη Θήβα και στις βουνοπλαγιές του Κιθαιρώνα αναδύονται επιτακτικά ερωτήματα για τη θέση της γυναίκας, την κατασκευή της πραγματικότητας, την ιδεολογική πλάνη και τα “γενναία ψεύδη” που συγκροτούν την επίσημη ιστορική αφήγηση. Επιπλέον, υπάρχει μια χώνευση με το, προσφιλές στον συγγραφέα, είδος του φανταστικού, όπως μια science-fictional διάσταση με τα μυαλοτοπία, αλλά και μία ισχυρή δόση σεξ, για καλό ή για κακό. Όλα αυτά σε μια εντυπωσιακή, κινηματογραφική εικονογραφία (που ανακαλεί παραδόξως το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, Άγρια Ακρόπολη, 2013) με non-binary θεούς, Μαινάδες, Σατύρους και τρομακτικά μωρά.

Ο Νίκος Μάντης είναι ένας συγγραφέας που διαβάζει πολύ, και όχι μόνο λογοτεχνία, κάτι που γίνεται φανερό τόσο στις συνεντεύξεις του όσο και στα δοκιμιακά του κείμενα.[3] Όπως το Σφάλμα συστήματος μαρτυρούσε μια ανάγνωση του Καπιταλισμός και σχιζοφρένεια των Ζιλ Ντελέζ και Φελίξ Γκαταρί και της Αυτοκρατορίας των Τόνι Νέγκρι και Μάικλ Χαρντ, στον Κιθαιρώνα διαφαίνεται αναμφίβολα μια καταβύθιση στη φεμινιστική γραμματολογία και σε αναγνώσεις για την εγκαθίδρυση της πατριαρχίας. Ωστόσο, αν υπάρχει μια δεσπόζουσα που τέμνει εγκάρσια τα εμφυλα ζητήματα που ανακύπτουν στο μυθιστόρημα, νομίζω πως θα ήταν τα αποτελέσματα μιας βεβιασμένης (τηρουμένων των αναλογιών και εν γνώσει του αναχρονισμού) νεωτερικότητας. Όπως φάνηκε και στο παράθεμα, η επέλαση των ελληνικών φύλων που έφεραν τον πολιτισμο κατασφάζοντας με τα «μοντέρνα όπλα τους» τον πληθυσμό μιας οιονεί μητριαρχικής κοινωνίας που έδινε σημαντική θέση στη γυναίκα, αναδεικνύει την οπτική ενός ελληνικού πρωτο-ιμπεριαλισμού.

Κι αυτό διότι, αν, όπως υποστήριζε ο Φρέντρικ Τζέιμσον, η αλληγορία δεν αποτελεί ένα απλοϊκό σύστημα ομολογιών, αλλά συνιστά μια πληγη του κειμένου το οποίο έτσι καθίσταται πάντα ανοιχτό σε αλληγορικές αναγνώσεις,[4] τοτε ο Κιθαιρώνας μας οδηγεί σε πολλές δυνητικές αλληγορικές κατευθύνσεις, όπως η ανάδυση της πατριαρχίας, η θέσμιση του έθνους-κράτους, το αμείλικτο πέρασμα της νεωτερικότητας και το δίπολο βαρβαρότητας και πολιτισμού, που στο μυθιστόρημα μεταφράζεται στον δυϊσμό σώματος και πνεύματος. Παρά ταύτα, μια φεμινιστική ανάγνωση θα μπορούσε να αποδομησει στοιχεία που αφορούν την αποτύπωση της γυναικείας απόλαυσης, αλλά και την αδυναμία του μυθιστορήματος να φανταστεί μια πραγματικά αυτόνομη γυναικεία κοινότητα που δεν θα βασιζόταν στα προστάγματα ενός ηγέτη που, παροτι ερμαφρόδιτος, υιοθετεί ξεκάθαρα ανδρικά χαρακτηριστικά (αδυναμία που είναι εγγεγραμμένη στα ιδεολογικά κλεισίματα του καιρού μας, μιας εποχής που για να παραφράσω μια πασίγνωστη φράση του Τζέιμσον [ότι είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού], ίσως να είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του καπιταλισμού, παρά το τέλος της πατριαρχίας).[5]

Σε κινηματογραφικό επίπεδο το βιβλίο του Μάντη φέρνει διαισθητικά στο νου μου εικόνες από την πρόσφατη ταινία The Northman (2022) του Ρόμπερτ Έγκερς, όπου υπάρχει μία απόπειρα επιστροφής στην κοσμοπλασία των Βίκινγκς, μέσα σε ένα πλαίσιο που εμφορούταν από την πίστη στους σκανδιναβικούς θεούς (μολονότι η ταινία του Έγκερς καθορίζεται από τα μάτσο χαρακτηριστικά που ο Κιθαιρώνας επιχειρεί να ελέγξει). Και οι δύο απόπειρες φαντάζουν ενδεικτικές μίας τάσης φυγής των σύγχρονων καλλιτεχνών, μακριά από την εκκοσμικευμένη εποχή μας στην οποία η επιστήμη έχει αντικαταστήσει τη θρησκεία σε ιδεολογικό επίπεδο.

Ταυτόχρονα το βιβλίο αξίζει να διαβαστει παράλληλα με μια επανανάγνωση των Βακχών, κατά προτίμηση σε μετάφραση Γιώργου Χειμωνά, που συμπληρώνεται από τον μνημειώδη του πρόλογο. Ίσως χρήσιμη να ήταν και μια αντιπαραβολή του βιβλίου με το ανέβασμα των Βακχών από τον Άρη Μπινιάρη το 2018, καθώς η παράσταση αυτή αποτελεί ένα υπόδειγμα του πώς να ξαναφέρεις την αρχαία τραγωδία στο σήμερα, διατηρώντας την υποβλητικότητά της μέσω του ρυθμού του λόγου (διόλου τυχαία η επιλογή της μετάφρασης Χειμωνά) αλλά κυρίως μεσω της κινησιολογίας των σωμάτων των ηθοποιών. Τέλος, οι απόψεις για τον Διόνυσο ίσως να αντηχούν μία επιστροφή στην κλασική μελέτη, Η Γέννηση της Τραγωδίας του Φρίντριχ Νίτσε.

Όλα αυτά για να ειπωθεί ότι, παρά τις όποιες πιθανές του αστοχίες (όπως ορισμένους αναχρονισμούς, την κάπως αργή ανάπτυξη της πλοκής και την υπερπληθωρα των σεξουαλικών σκηνών που ενδέχεται να κουράσουν), το πείραμα του Νίκου Μάντη παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Δύο είναι τα στοιχεία που καθιστούν τον Μάντη μια ξεχωριστή περίπτωση στη σύγχρονη νεοελληνική πεζογραφία: το πρώτο είναι ακριβώς το γεγονός ότι δεν φοβάται να πειραματιστεί, να τσαλακωθει και να δοκιμαστεί σε νέα είδη, από την επιστημονική φαντασία ως τον κοινωνικό ρεαλισμό, χωρίς να χάσει το χαρακτηριστικό του ύφος. Το δεύτερο είναι ότι τα βιβλία του ρέουν, οι σελίδες αφήνουν η μία την άλλη κάτω από έναν σαρωτικό ρυθμο και μια χειμαρρώδη γραφή ενός συγγραφέα που δεν διστάζει να αρθρώσει το έργο του πάνω σε επείγοντα ερωτήματα της εποχής, όπως χαρακτηριστικά έκανε στο Πέτρα, Ψαλίδι, Χαρτί (2014) την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Δύο διόλου ευκαταφρόνητες και διόλου δεδομένες αρετές που λείπουν από την πεζογραφία μας. Και για να επιστρέψουμε στη συζήτηση που άνοιξε ο Μάντης στον Αναγνώστη, η έλλειψη μεταφράσεων του έργου του στο εξωτερικό αποτελεί ομολογουμένως μια αδικαιολόγητη παράλειψη, η οποία όμως είναι βέβαιο ότι θα διορθωθεί στο άμεσο μέλλον.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: