Ο άλλος μας εαυτός – Σ’ εσάς που μας ακούτε

Η Λούλα Αναγνωστάκη με τον Μάνο Καρατζογιάννη
Η Λούλα Αναγνωστάκη με τον Μάνο Καρατζογιάννη



«Σ’ εσάς που με ακού­τε» γρά­φει το πα­νό που κρα­τούν στα χέ­ρια τους οι σπου­δα­στές της Δρα­μα­τι­κής Σχο­λής του Εθνι­κού Θε­ά­τρου για να δια­μαρ­τυ­ρη­θούν για την υπο­τί­μη­ση των δι­πλω­μά­των τους ύστε­ρα από το Προ­ε­δρι­κό Διά­ταγ­μα 85/2022 το οποίο ου­σια­στι­κά τα εξι­σώ­νει με απο­λυ­τή­ρια Λυ­κεί­ου.[1]
Η διά­τα­ξη αυ­τή προ­κά­λε­σε θύ­ελ­λα αντι­δρά­σε­ων, συ­σπεί­ρω­σε τους καλ­λι­τέ­χνες και κι­νη­το­ποί­η­σε τους φοι­τη­τές. «Η εμ­βλη­μα­τι­κή φι­γού­ρα της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη, όπως έχει κα­τα­γρα­φεί στη συλ­λο­γι­κή μνή­μη, εί­ναι εξί­σου αξε­πέ­ρα­στη και με τα κεί­με­νά της. Δη­μιουρ­γός σε έναν αν­δρο­κρα­τού­με­νο κό­σμο, χά­ρα­ξε τη με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή θε­α­τρι­κή πα­ρα­γω­γή με τα έρ­γα της, με τα οποία επι­κοι­νώ­νη­σε τις αγω­νί­ες, τους αγώ­νες και τις ιδέ­ες της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας. Σή­με­ρα, εκ­φρά­ζει τον αγώ­να μας και γί­νε­ται σύμ­βο­λό του. Πα­ρα­φρά­ζου­με τον τί­τλο του τε­λευ­ταί­ου της θε­α­τρι­κού έρ­γου Σ’ εσάς που με ακού­τε και απευ­θυ­νό­μα­στε σε εσάς που μας ακού­τε, μας βλέ­πε­τε και μας στη­ρί­ζε­τε. Η κα­τά­λη­ψη της Δρα­μα­τι­κής Σχο­λής του Εθνι­κού Θε­ά­τρου συ­νε­χί­ζε­ται. Σ' εσάς που μας ακού­τε: ο αγώ­νας συ­νε­χί­ζε­ται», ση­μειώ­νουν οι φοι­τη­τές. Και πράγ­μα­τι η Ανα­γνω­στά­κη, πι­στή στην οι­κο­γε­νεια­κή της μοί­ρα, γί­νε­ται πέ­ντε πε­ρί­που χρό­νια με­τά τον θά­να­τό της σύμ­βο­λο ενός σύγ­χρο­νου κοι­νω­νι­κού αγώ­να. Ποιο εί­ναι όμως το ιδε­ο­λο­γι­κό υπό­βα­θρο της δρα­μα­τουρ­γί­ας της Ανα­γνω­στά­κη που κα­θι­στά την ίδια σύμ­βο­λο των αγώ­νων των σύγ­χρο­νων νέ­ων, που ίσως ακό­μα να μην την εί­χαν γνω­ρί­σει πο­τέ;

«Εί­ναι τώ­ρα ο αδύ­να­μος και θα στα­θώ με τη με­ριά του»

Στην πα­ρα­πά­νω φρά­ση της Αντι­γό­νης θα μπο­ρού­σε να συ­νο­ψι­στεί ολό­κλη­ρο το ιδε­ο­λο­γι­κό υπό­βα­θρο της δρα­μα­τουρ­γί­ας της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη. Και σε μια ει­κό­να: Ένα κο­ρί­τσι σε μια με­γά­λη ανη­φό­ρα. Την ανε­βαί­νει κα­θη­με­ρι­νά για να επι­σκε­φθεί τον ετοι­μο­θά­να­το αδελ­φό του, ο οποί­ος έχει κα­τα­δι­κα­στεί για τα πο­λι­τι­κά του φρο­νή­μα­τα, στις χει­ρό­τε­ρες φυ­λα­κές της χώ­ρας του. Αν η πνευ­μα­τι­κή κα­τα­γω­γή του Κα­μπα­νέλ­λη, όπως την ορί­ζει ο ίδιος σε συ­νέ­ντευ­ξή του, εί­ναι το «στρα­τό­πε­δο» εν­νο­ώ­ντας το Μα­ουτ­χά­ου­ζεν, η πνευ­μα­τι­κή αφε­τη­ρία της Ανα­γνω­στά­κη εί­ναι σί­γου­ρα ο εμ­φύ­λιος, μια και υπάρ­χει ως ιστο­ρι­κή ανα­φο­ρά σχε­δόν στο σύ­νο­λο των έρ­γων της. Η Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη εξέ­φρα­σε όσο κα­νείς, όπως αντί­στοι­χα στην ποί­η­ση ο αδελ­φός της Μα­νό­λης Ανα­γνω­στά­κης, την ήτ­τα και τα τραύ­μα­τα του Νε­ο­έλ­λη­να. Η πρώ­τη φρά­ση που ανταλ­λά­ξα­με άλ­λω­στε αφο­ρού­σε μια προ­σω­πι­κή της μα­ταί­ω­ση: «Ήθε­λα να γρά­φω για τον κι­νη­μα­το­γρά­φο»… Πό­σοι ηθο­ποιοί δεν πραγ­μα­το­ποί­η­σαν το θε­α­τρι­κό τους ντε­μπού­το μέ­σα από το έρ­γο της –κα­νείς δεν έγρα­ψε όσο εκεί­νη για νέ­ους σε ηλι­κία χα­ρα­κτή­ρες– και πό­σοι ομο­λο­γη­μέ­να με­τα­γε­νέ­στε­ροι Νε­ο­έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς δεν επη­ρε­ά­στη­καν από το έρ­γο της.
Με την τολ­μη­ρή της γρα­φή η Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη απο­τέ­λε­σε τη δρα­μα­τουρ­γι­κή μας ρί­ζα στο­χεύ­ο­ντας κα­τ’ ου­σία στην πο­λι­τι­κή μας αφύ­πνι­ση. Μέ­σα στα εγκλή­μα­τα του πα­ρα­κρά­τους γρά­φει στη Συ­να­να­στρο­φή (1967) για μια «πό­λη που γε­μί­ζει στρα­τό» (2017:91) λί­γο πριν δια­κο­πούν κι οι ίδιες οι πα­ρα­στά­σεις του έρ­γου της από τη Χού­ντα των Συ­νταγ­μα­ταρ­χών με­ρι­κές εβδο­μά­δες με­τά την έναρ­ξή τους.
Το 1981, όταν ο γιος του Γε­ώρ­γιου Πα­παν­δρέ­ου Αν­δρέ­ας γί­νε­ται κι εκεί­νος πρω­θυ­πουρ­γός, ανα­ρω­τιέ­ται μέ­σα από τον Σπύ­ρο στην Κα­σέ­τα: «Τι εί­ναι η Ελ­λά­δα, Γιωρ­γά­κη; Οι­κο­γε­νειο­κρα­τία που ανα­πα­ρά­γε­ται στο φουλ.» (2008:76) Ενώ το 2003, μέ­σα στην ευ­μά­ρεια των Ολυ­μπια­κών αγώ­νων, προ­οι­κο­νο­μεί στο Σ’ εσάς που με ακού­τε:

Όλη η Ευ­ρώ­πη θα ‘ρθει τα πά­νω κά­τω. Λέ­νε πως η ψα­λί­δα ανοί­γει, ο φτω­χός θα γί­νει φτω­χό­τε­ρος… (2007:131)

Ου­δείς δεν προ­φή­τευ­σε τό­σο τολ­μη­ρά τα δει­νά της πο­λι­τι­κής και κοι­νω­νι­κής νε­ο­ελ­λη­νι­κής ζω­ής, σκια­γρα­φώ­ντας ήδη από το 1978 στη Νί­κη τη δι­χό­νοια ως αρ­χε­τυ­πι­κό στοι­χείο της φυ­λής μας αλ­λά και υπο­γραμ­μί­ζο­ντας την αξία της ετε­ρό­τη­τας και του σε­βα­σμού στη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα ως βα­σι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση της δη­μο­κρα­τί­ας –τό­σο στο Αντό­νιο ή Το μή­νυ­μα (1972) όσο και στο με­τα­γε­νέ­στε­ρο Ου­ρα­νός Κα­τα­κόκ­κι­νος (1998).

Εγώ δε βο­λεύ­ο­μαι. Δεν εί­μαι ο μέ­σος όρος. Δεν εί­μαι από αυ­τούς που ρί­χνουν νε­ρό στο μύ­λο των ισχυ­ρών και νο­μί­ζουν πως εί­ναι κά­τι. Εγώ κά­νω τη δι­κή μου επα­νά­στα­ση… (2007:85)

«Δε βο­λεύ­ο­μαι»

Πώς αρ­θρώ­νε­ται όμως η συ­γκε­κρι­μέ­νη άρ­νη­ση; Σε τι συ­νί­στα­ται; Και πού στο­χεύ­ει; Αν εξε­τά­σου­με ανα­λυ­τι­κά τη δρα­μα­τουρ­γία της Ανα­γνω­στά­κη από το πρώ­το της έρ­γο μέ­χρι και το τε­λευ­ταίο, συ­νει­δη­το­ποιού­με ότι η άρ­νη­σή της να απο­δε­χτεί ως δε­δο­μέ­να τα κοι­νω­νι­κά στε­ρε­ό­τυ­πα της επο­χής της γεν­νιέ­ται από την αδή­ρι­τη ανά­γκη της να υπε­ρα­σπι­στεί οτι­δή­πο­τε έτε­ρο, αλ­λό­τριο και ξέ­νο κα­τα­φά­σκο­ντας ου­σια­στι­κά στην ίδια τη ζωή και την ανα­πό­φευ­κτη εξέ­λι­ξή της.

Μί­μης

Στη Δια­νυ­κτέ­ρευ­ση (1965), το πρώ­το θε­α­τρι­κό έρ­γο της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη, η δε­κα­ε­ξά­χρο­νη Σο­φία βρί­σκει νυ­χτε­ρι­νό κα­τα­φύ­γιο στο σπί­τι ενός μυ­στη­ριώ­δους σα­ρα­ντά­χρο­νου άντρα, του Μί­μη Κιοσ­σό­που­λου. Έχει προη­γη­θεί η συ­νά­ντη­σή τους σε κά­ποιο σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό, όπου ο Μί­μης την έχει προ­σκα­λέ­σει να πε­ρά­σει τη νύ­χτα στο σπί­τι του, στο μι­κρό δω­μά­τιο μιας σκο­τει­νής πό­λης. Άγνω­στοι με­τα­ξύ τους προ­σπα­θούν να βρουν τρό­πο επι­κοι­νω­νί­ας, να κα­τα­νο­ή­σουν ο ένας τον άλ­λο και να συ­νυ­πάρ­ξουν. Στην απε­γνω­σμέ­νη τους αυ­τή προ­σπά­θεια ο Μί­μης και η Σο­φία άλ­λο­τε έρ­χο­νται κο­ντά και άλ­λο­τε μα­κριά υπο­νο­μεύ­ο­ντας τό­σο τη μο­να­ξιά τους όσο και την επι­κοι­νω­νία τους. Τα δύο αυ­τά δρα­μα­τι­κά πρό­σω­πα μέ­σα από τη δύ­να­μη των μο­νο­λό­γων, του δια­λό­γου αλ­λά και της σιω­πής μοιά­ζουν να προ­σπα­θούν ου­σια­στι­κά να οριο­θε­τή­σουν τον προ­σω­πι­κό τους χώ­ρο, εσω­τε­ρι­κό και εξω­τε­ρι­κό. Η Αλί­κη Μπα­κο­πού­λου-Χωλς (1984:30) ση­μειώ­νει: «Στο μο­νό­πρα­κτο Η δια­νυ­κτέ­ρευ­ση τα πρό­σω­πα ψη­λα­φούν τον χώ­ρο τους. Η ψη­λά­φη­ση γί­νε­ται προς όλες τις κα­τευ­θύν­σεις...» Και προς όλους τους χρό­νους κα­θώς μέ­σα από τις δι­η­γή­σεις του Μί­μη εμ­φα­νί­ζο­νται ξαφ­νι­κά οι πα­λιοί σύ­ντρο­φοί του απ’ τον και­ρό της Αντί­στα­σης ζη­τώ­ντας του ευ­θύ­νες και δη­μιουρ­γώ­ντας του ενο­χές για την και­νούρ­για φι­λή­συ­χη ζωή του.

—Έρ­χο­μαι από τον αδερ­φό σου από το σα­να­τό­ριο.
—Δεν έχω κα­νέ­ναν αδερ­φό.
—Μα όχι δεν εί­ναι αυ­τή η απά­ντη­ση.
—Το σύν­θη­μα, θυ­μή­σου - το σύν­θη­μα.
—Ή απά­ντη­ση ήταν: «Το κα­φε­νείο Η ΩΡΑΙΑ ΣΕ­ΛΗ­ΝΗ δια­νυ­κτε­ρεύ­ει ως το πρωί». (2017:34)

Το σύν­θη­μα των συ­ντρό­φων του Μί­μη μάς φέρ­νει στον νου τον στί­χο του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη από την, αφιε­ρω­μέ­νη στον ποι­η­τή Νί­κο-Αλέ­ξη Ασλά­νο­γλου,[2] ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή Επο­χές (1948:VII):

Αφή­σα­με, νέα παι­διά, στο κα­φε­νείο η «Ωραία Σε­λή­νη» τα κα­τα­κά­θια του κα­φέ.

Η «Ωραία Σε­λή­νη», κα­φε­νείο της Θεσ­σα­λο­νί­κης όπου αντάλ­λασ­σαν τα αδιέ­ξο­δα, τις αγω­νί­ες και τις πι­κρί­ες τους οι ομό­τε­χνοι ποι­η­τές του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη, γί­νε­ται το σύν­θη­μα των συ­ντρό­φων του Μί­μη στο πρώ­το κιό­λας έρ­γο της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη. Άλ­λω­στε, η επι­κεί­με­νη εκτέ­λε­ση του αδελ­φού της, λό­γω των κομ­μου­νι­στι­κών του φρο­νη­μά­των κα­τά τη διάρ­κεια του εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου,[3] τη ση­μά­δε­ψε βα­θύ­τα­τα, με απο­τέ­λε­σμα ο από­η­χος αυ­τού του γε­γο­νό­τος να δια­τρέ­χει, μέ­σα από μια αό­ρι­στα κλι­μα­κού­με­νη αί­σθη­ση φό­βου, όχι μό­νο τη Δια­νυ­κτέ­ρευ­ση αλ­λά και τα άλ­λα δυο μο­νό­πρα­κτα της τρι­λο­γί­ας: την Πό­λη και την Πα­ρέ­λα­ση. Ο Ανα­γνω­στά­κης βγή­κε τε­λι­κά από τη φυ­λα­κή με τη γε­νι­κή αμνη­στία το 1951 και 14 χρό­νια με­τά, μέ­σα από τα τραύ­μα­τα, τους εφιάλ­τες και τις αγω­νί­ες του Μί­μη, ζω­ντα­νεύ­ει στη σκη­νή τον φό­βο, ως με­τεμ­φυ­λια­κό χνά­ρι μιας ολό­κλη­ρης γε­νιάς και τα όνει­ρα κά­θε κα­τα­πιε­σμέ­νου, ανε­λεύ­θε­ρου επί προ­σώ­που γης και κυ­νη­γη­μέ­νου για τις ιδέ­ες και τα πι­στεύω του αν­θρώ­που.
Ο υπαι­νι­κτι­κός, μα βιω­μα­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας της γρα­φής της Ανα­γνω­στά­κη, φέρ­νει στο προ­σκή­νιο της με­τεμ­φυ­λια­κής ακό­μα τα­ραγ­μέ­νης επο­χής της όχι μό­νο την έν­νοια του πο­λι­τι­κά διω­κό­με­νου αλ­λά και την έν­νοια του πο­λι­τι­κού κρα­του­μέ­νου, που ενώ όπως πολ­λές άλ­λες έν­νοιες στις κοι­νω­νι­κές επι­στή­μες, έχει αρ­κε­τούς ορι­σμούς, δεν ορί­ζε­ται στο Διε­θνές Δί­καιο ού­τε στις συν­θή­κες για τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα ακό­μη και σή­με­ρα. Η Χέ­λεν Τέ­υ­λορ Γκρην και ο εγκλη­μα­το­λό­γος Shaun L. Gabbidon υπο­στη­ρί­ζουν μά­λι­στα ότι «οι τυ­πο­ποι­η­μέ­νοι νο­μι­κοί ορι­σμοί έχουν πα­ρα­μεί­νει ασα­φείς», αλ­λά ταυ­τό­χρο­να πα­ρα­τη­ρούν ότι υπάρ­χει γε­νι­κή συ­ναί­νε­ση πως «έχουν επι­βλη­θεί σε άτο­μα κυ­ρώ­σεις από νο­μι­κά συ­στή­μα­τα και έχουν φυ­λα­κι­σθεί από πο­λι­τι­κά κα­θε­στώ­τα όχι για πα­ρα­βί­α­ση κω­δι­κο­ποι­η­μέ­νων νό­μων, αλ­λά για τις σκέ­ψεις και τις ιδέ­ες τους που αμ­φι­σβή­τη­σαν θε­με­λιω­δώς τις υπάρ­χου­σες σχέ­σεις εξου­σί­ας» (2009: 636-639).
Στις μέ­ρες μας αρ­κε­τοί ορ­γα­νι­σμοί που εμπλέ­κο­νται σε ζη­τή­μα­τα αν­θρώ­πι­νων δι­καιω­μά­των, κα­θώς και θε­ω­ρη­τι­κοί που τα με­λε­τούν, έχουν ανα­πτύ­ξει δι­κούς τους ορι­σμούς. Η Διε­θνής Αμνη­στία χρη­σι­μο­ποιεί ευ­ρέ­ως τον όρο «πο­λι­τι­κός κρα­τού­με­νος», όχι για να υπο­νο­ή­σει ότι αυ­τοί οι κρα­τού­με­νοι έχουν ει­δι­κό κα­θε­στώς ή ότι πρέ­πει να αφε­θούν όλοι ελεύ­θε­ροι, αλ­λά για να ορί­σει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μια κα­τη­γο­ρία κρα­του­μέ­νων για τους οποί­ους απαι­τεί μια δί­καιη και άμε­ση δί­κη.

Φω­το­γρά­φος

Ο Κί­μων και η Ελι­σά­βετ με­τα­κι­νού­νται συ­νε­χώς από πό­λη σε πό­λη προ­σπα­θώ­ντας να ξορ­κί­σουν το σκο­τει­νό τους πα­ρελ­θόν αλ­λά και να κα­τα­φέ­ρουν να συμ­βιώ­σουν. Το ζευ­γά­ρι, σε κά­θε πό­λη, ανα­ζη­τά κι από ένα θύ­μα που θα απο­τε­λέ­σει το «παι­χνί­δι» τους. Μό­λις το ζευ­γά­ρι επι­λέ­ξει τον στό­χο - θύ­μα του, ξε­κι­νά μια ψυ­χο­λο­γι­κά εξο­ντω­τι­κή δια­δρο­μή που θα οδη­γή­σει όλους σε από­γνω­ση. Στην πό­λη που φτά­νουν στό­χος τους γί­νε­ται ένας ιδιό­μορ­φος φω­το­γρά­φος ο οποί­ος φω­το­γρα­φί­ζει αν­θρώ­πους στην πιο προ­σφι­λή τους πό­ζα: αυ­τή του νε­κρού. Φα­νε­ρά γοη­τευ­μέ­νος από την Ελι­σά­βετ, η οποία τον έχει προ­σκα­λέ­σει στο σπί­τι της, ο φω­το­γρά­φος λει­τουρ­γεί εμ­βό­λι­μα ως το τρί­το πρό­σω­πο ανά­με­σα σ’ αυ­τήν και τον σύ­ζυ­γό της Κί­μω­να. Όπως ση­μειώ­νει η Βί­κυ Μα­ντέ­λη (2014:36): «Ο δρα­μα­τι­κός του ρό­λος το­νί­ζει τη μο­να­ξιά του ζευ­γα­ριού, το οποίο ψά­χνει απε­γνω­σμέ­να την επα­φή, επα­να­λαμ­βά­νο­ντας σχε­δόν τε­λε­τουρ­γι­κά ένα επι­κίν­δυ­νο ερω­τι­κό παι­χνί­δι με ανυ­πο­ψί­α­στα θύ­μα­τα [...] θυ­μί­ζο­ντας το παι­χνί­δι των δύο συ­ζύ­γων στον Ερα­στή του Pinter.»[4]
Στην Πό­λη, το δεύ­τε­ρο μο­νό­πρα­κτο της τρι­λο­γί­ας της Ανα­γνω­στά­κη, το θύ­μα δεν έχει όνο­μα, αλ­λά μό­νο επαγ­γελ­μα­τι­κή ιδιό­τη­τα. Πρό­κει­ται για έναν καλ­λι­τέ­χνη, ιδιαί­τε­ρο φω­το­γρά­φο, του οποί­ου το όνο­μα δεν μα­θαί­νου­με πο­τέ. Λες και ο ίδιος δεν έχει ού­τε καν όνο­μα πέ­ρα από αυ­τήν την καλ­λι­τε­χνι­κή του ιδιό­τη­τα:

Το μό­νο αί­σθη­μα που προ­κα­λώ στους άλ­λους εί­ναι η αδια­φο­ρία… Οι αδελ­φές μου με μι­σού­σαν… Με άφη­ναν νη­στι­κό… Με ξε­χνά­νε, εί­ναι σα να μην υπάρ­χω…

Με αυ­τά τα λό­για (2016:58 - 61) πε­ρι­γρά­φει ο Φω­το­γρά­φος τις προ­σω­πι­κές του σχέ­σεις και την κοι­νω­νι­κή του αλ­λη­λε­πί­δρα­ση κα­θι­στώ­ντας σα­φές ότι αδυ­να­τεί να εντα­χθεί στο κοι­νω­νι­κό σύ­νο­λο λό­γω της ιδιαί­τε­ρης ατο­μι­κό­τη­τάς του. Και συ­νε­χί­ζει:

Νο­μί­ζω πως η επο­χή της ει­δυλ­λια­κής φω­το­γρα­φί­ας έδυ­σε ορι­στι­κά. Και χω­ρίς να θέ­λω να πε­ριαυ­το­λο­γή­σω εγώ εί­μαι αυ­τός που έφε­ρε το τέ­λος της. Το μα­γα­ζί μου γέ­μι­σε από πε­λά­τες που ζη­τούν να φω­το­γρα­φη­θούν κρε­μα­σμέ­νοι, στραγ­γα­λι­σμέ­νοι, μα­χαι­ρω­μέ­νοι, κε­ραυ­νο­βο­λη­μέ­νοι, εσταυ­ρω­μέ­νοι…

«Οι μα­κά­βριες πό­ζες που δια­λέ­γουν οι πε­λά­τες του –και που δεν εί­ναι άσχε­τες από τις ει­κό­νες του τε­λευ­ταί­ου πο­λέ­μου– εί­ναι κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από πό­ζες: εί­ναι μια προ­ε­τοι­μα­σία θα­νά­του», υπο­στη­ρί­ζει ο Νι­κη­φό­ρος Πα­παν­δρέ­ου (1980:6), «και χα­ρα­κτη­ρί­ζουν έναν αλ­λό­φρο­να κό­σμο που ερω­το­τρο­πεί με τον θά­να­το ετοι­μά­ζο­ντας κα­θη­με­ρι­νά έναν νέο πό­λε­μο, τον τε­λευ­ταίο». «Ποιος εί­ναι λοι­πόν ο Φω­το­γρά­φος;», ανα­ρω­τιέ­ται ο Πα­παν­δρέ­ου, «Ένας έμπο­ρος θα­νά­του; Κά­ποιος που επω­φε­λεί­ται από τον πα­ρα­λο­γι­σμό της επο­χής; Ή μή­πως εί­ναι μια ποι­η­τι­κή σύλ­λη­ψη, ο άν­θρω­πος που έχει απο­τυ­πώ­σει όλες τις στά­σεις του θα­νά­του –ο καλ­λι­τέ­χνης ίσως;». Ο φω­το­γρα­φι­κός φα­κός απα­θα­να­τί­ζει νε­κρούς από αυ­το­κι­νη­τι­κά ατυ­χή­μα­τα, απαγ­χο­νι­σμούς και ασι­τία σκια­γρα­φώ­ντας έτσι σε συλ­λο­γι­κό επί­πε­δο το ιστο­ρι­κό πλαί­σιο του με­τα­πο­λε­μι­κού εμ­φυ­λια­κού κλί­μα­τος στην Ελ­λά­δα και τον εφιάλ­τη του αστι­κού το­πί­ου της επο­χής αλ­λά και την προ­σω­πι­κή εκ­κε­ντρι­κό­τη­τα του ίδιου του καλ­λι­τέ­χνη. Οι ιδιαί­τε­ρες θε­μα­τι­κές προ­τι­μή­σεις του φω­το­γρά­φου θυ­μί­ζουν μά­λι­στα την Νταϊ­άν Άρ­μπους, φω­το­γρά­φο - αυ­τό­χει­ρα της επο­χής της Ανα­γνω­στά­κη, που συ­νέ­βα­λε όσο λί­γοι ομό­τε­χνοί της στην αλ­λα­γή της θε­ώ­ρη­σης των πραγ­μά­των μέ­σα από την τέ­χνη της. Το τραύ­μα και η δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα, κι όχι τα ει­δυλ­λια­κά το­πία, εί­ναι που ενέ­πνευ­σαν ου­σια­στι­κά την Άρ­μπους. Άν­θρω­ποι ανά­πη­ροι, δύ­σμορ­φοι, τρα­βε­στί, νά­νοι, γί­γα­ντες, πα­ρα­μορ­φω­μέ­νοι, τρό­φι­μοι ψυ­χια­τρεί­ων και κά­θε άλ­λη μορ­φή, σκο­τει­νή ή πα­ρά­ξε­νη, έγι­ναν τα πορ­τρέ­τα της. Οι άν­θρω­ποι με σω­μα­τι­κές και δια­νοη­τι­κές ιδιαι­τε­ρό­τη­τες, μορ­φές ενός αθέ­α­του κό­σμου, πα­ραι­τη­μέ­νοι και ξε­χα­σμέ­νοι της ζω­ής έγι­ναν οι πρω­τα­γω­νι­στές των πλά­νων της σε πάρ­κα, ιδρύ­μα­τα, γη­ρο­κο­μεία, τσίρ­κο, θέ­α­τρα και κα­ταυ­λι­σμούς. Κά­θε τι φαι­νο­με­νι­κά πα­ρά­ξε­νο, ασυ­νή­θι­στο και πε­ρι­θω­ρια­κό μά­γευε την Άρ­μπους, η οποία χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε ως η φω­το­γρά­φος που απο­θέ­ω­σε τη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα. Η ίδια η Άρ­μπους ανα­φέ­ρει στο βι­βλίο της Aperture monograph (1972:2) πως οι φω­το­γρα­φί­ες επι­κοι­νω­νούν με πε­ρισ­σό­τε­ρους αν­θρώ­πους, όταν σκά­βεις στην καρ­διά των αν­θρώ­πων που βρί­σκο­νται μπρο­στά στον φω­το­γρα­φι­κό σου φα­κό. Έτσι, Ανα­γνω­στά­κη και Άρ­μπους, γεν­νη­μέ­νες με­τα­ξύ τους με πέ­ντε μό­λις χρό­νια δια­φο­ρά, κα­τορ­θώ­νουν να επι­κοι­νω­νή­σουν μέ­σα από την τέ­χνη τους τη μο­να­χι­κό­τη­τα της ετε­ρό­τη­τας σκύ­βο­ντας με εν­συ­ναί­σθη­ση στα πρό­σω­πα των έρ­γων τους και σκά­βο­ντας βα­θιά τό­σο στις καρ­διές τους όσο και στην καρ­διά μας.

Άρης και Ζωή

Στην Πα­ρέ­λα­ση, το τρί­το μέ­ρος της τρι­λο­γί­ας της Ανα­γνω­στά­κη και το πιο πο­λυ­παιγ­μέ­νο έρ­γο της διε­θνώς, δυο έγκλει­στα αδέλ­φια ο Άρης και η Ζωή γί­νο­νται από το πα­ρά­θυ­ρό τους μάρ­τυ­ρες ενός δη­μό­σιου εγκλή­μα­τος, αφού πρώ­τα έχουν πι­στέ­ψει εσφαλ­μέ­να πως πρό­κει­ται για την πα­ρέ­λα­ση κά­ποιας εορ­τα­στι­κής επε­τεί­ου. Μα­ζί με τις σκη­νές φρί­κης που θα πα­ρα­κο­λου­θή­σουν, έπει­τα από την αυ­θόρ­μη­τη λε­κτι­κή τους αντί­δρα­ση, θα συ­να­ντή­σουν με το βλέμ­μα τους τον επι­κε­φα­λής της δη­μό­σιας εκτέ­λε­σης, δη­λώ­νο­ντας έτσι και τη δι­κή τους πα­ρου­σία. Πρό­κει­ται ου­σια­στι­κά για μια έντε­χνη αλ­λη­γο­ρία για το πέ­ρα­σμα από την παι­δι­κό­τη­τα στην ενη­λι­κί­ω­ση αλ­λά και την αυ­θαι­ρε­σία της εξου­σί­ας με κύ­ριο σκο­πό την αφύ­πνι­ση της πο­λι­τι­κής συ­νεί­δη­σής μας:

Άρη άνοι­ξε το πα­ρά­θυ­ρο, κά­νε κά­τι (2016:107),

φω­νά­ζει η Ζωή στον Άρη κι εί­ναι σαν να μι­λά στον ίδιο τον θε­α­τή για όλα όσα συμ­βαί­νουν γύ­ρω μας στο­χεύ­ο­ντας στη δι­κή του συμ­με­το­χή, ευαι­σθη­το­ποί­η­ση και αντί­στα­ση. Ίσως γι’ αυ­τό τον λό­γο ο Γάλ­λος ηθο­ποιός και σκη­νο­θέ­της Αντουάν Βι­τέζ επέ­λε­ξε να ανε­βά­σει στο Πα­ρί­σι την Πα­ρέ­λα­ση λί­γο με­τά τον Μάη του ’68, για να στη­λι­τεύ­σει δη­λα­δή την απά­θεια και τον ατο­μι­κι­σμό που δί­ε­πε την κοι­νω­νία της επο­χής του μέ­χρι την εμ­φά­νι­ση του ιστο­ρι­κού κι­νή­μα­τος. Ο Κα­στο­ριά­δης θυ­μά­ται σχε­τι­κά (1985:34):

Με το κί­νη­μα του Μάη συ­ντε­λέ­στη­κε μια τε­ρά­στιας έκτα­σης ανα­κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση, έστω κι αν απο­δεί­χτη­κε πα­ρο­δι­κή. Οι άν­θρω­ποι δεν ανα­ζη­τού­σαν τη ζε­στα­σιά και τη μυ­ρω­διά ο ένας του άλ­λου ού­τε ζη­τού­σαν μο­νά­χα να εί­ναι μα­ζί. Εμπνέ­ο­νταν όλοι από τις ίδιες δια­θέ­σεις, αρ­νη­τι­κά, μια τε­ρά­στια απόρ­ρι­ψη της κε­νής μα­ταιό­τη­τας και της στομ­φώ­δους βλα­κεί­ας που χα­ρα­κτή­ρι­ζαν τό­τε το ντε γκω­λι­κό κα­θε­στώς και σή­με­ρα τη συ­νέ­χεια του, θε­τι­κά, την επι­θυ­μία με­γα­λύ­τε­ρης ελευ­θε­ρί­ας για τον κα­θέ­να και για όλους. Οι άν­θρω­ποι ζη­τού­σαν την αλή­θεια, τη δι­καιο­σύ­νη, την ελευ­θε­ρία, την κοι­νό­τη­τα. Δεν μπό­ρε­σαν να βρουν τις θε­σπι­σμέ­νες μορ­φές που θα εν­σάρ­κω­ναν σε διάρ­κεια τις επι­διώ­ξεις αυ­τές. Και πράγ­μα που σχε­δόν πά­ντο­τε ξε­χνιέ­ται ήταν μειο­ψη­φία μέ­σα στη χώ­ρα. Η μειο­ψη­φία αυ­τή κα­τά­φε­ρε να επι­βλη­θεί, για πολ­λές εβδο­μά­δες, κι αυ­τό εί­ναι το ση­μα­ντι­κό κι ίσως και το μο­να­δι­κό, χω­ρίς τρο­μο­κρα­τία και βία. Απλώς επει­δή η συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία ντρε­πό­ταν για τον εαυ­τό της και δεν τολ­μού­σε να εμ­φα­νι­στεί δη­μό­σια […] Αν θέ­λει κα­νείς να κα­τα­λά­βει πού βρι­σκό­ταν ο ατο­μι­κι­σμός τον Μάη του ’68 ας ανα­λο­γι­στεί αυ­τό που με­τά την τρο­πο­ποί­η­ση των συμ­φω­νιών της Grenelle επι­σφρά­γι­σε τη συ­ντρι­βή του κι­νή­μα­τος: τον επα­νε­φο­δια­σμό των βεν­ζι­νά­δι­κων. Η τά­ξη απο­κα­τα­στά­θη­κε ορι­στι­κά, όταν ο μέ­σος Γάλ­λος μπό­ρε­σε ξα­νά μέ­σα στο αμά­ξι του μα­ζί με την οι­κο­γέ­νειά του να τσου­λή­σει προς την εξο­χι­κή κα­τοι­κία του ή τον χώ­ρο όπου κά­νει το πικ–νικ του…

Στα τέ­λη του Μα­ΐ­ου διορ­γα­νώ­θη­κε στο Πα­ρί­σι μια τε­ρά­στια λαϊ­κή δια­δή­λω­ση υπέρ της κυ­βέρ­νη­σης αυ­τή τη φο­ρά. Πα­ρά τη με­γά­λη έκτα­ση που εί­χε λά­βει το κί­νη­μα του Μάη του ‘68, η σιω­πη­λή πλειο­ψη­φία φαι­νό­ταν απο­φα­σι­σμέ­νη να προ­στα­τεύ­σει αυ­τό που η ίδια έβλε­πε ως «ομα­λό­τη­τα». Ο Ντε Γκωλ προ­κή­ρυ­ξε τε­λι­κά στις 30 Μα­ΐ­ου βου­λευ­τι­κές εκλο­γές, οι οποί­ες κα­τέ­λη­ξαν σε συ­ντρι­πτι­κή νί­κη της γαλ­λι­κής Δε­ξιάς την οποία και εκ­προ­σω­πού­σε: 349 έδρες ένα­ντι 57 της σο­σια­λι­στι­κής συμ­μα­χί­ας του Μι­τε­ράν και 33 του γαλ­λι­κού Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος. Ήταν η με­γα­λύ­τε­ρης έκτα­σης νί­κη στην ιστο­ρία της γαλ­λι­κής Δε­ξιάς, ως απο­τέ­λε­σμα της έντο­νης αντί­δρα­σης της γαλ­λι­κής κοι­νω­νί­ας απέ­να­ντι στο ιστο­ρι­κό κί­νη­μα. Ο Βι­τέζ, σε επι­στο­λή του στην Ανα­γνω­στά­κη κα­τά τη διάρ­κεια των δο­κι­μών της Πα­ρέ­λα­σης, λί­γο με­τά τις εκλο­γές, γρά­φει:

Σε αυ­τό το έρ­γο η δρά­ση δεν ξε­τυ­λί­γε­ται ίσως σε ένα δω­μά­τιο αλ­λά σ’ έναν χώ­ρο βα­θύ και σκο­τει­νό: τον εγκέ­φα­λο. Ίσως όλα ήταν μια ψευ­δαί­σθη­ση: δυο παι­διά παί­ζουν ή δυο ηθο­ποιοί που παί­ζουν τον ρό­λο των παι­διών που παί­ζουν ή δυο παι­διά που νο­μί­ζουν ότι εί­ναι με­γά­λοι κι η πα­ρέ­λα­ση στην πλα­τεία εί­ναι παι­χνί­δι ή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα; Στο τέ­λος οι στρα­τιώ­τες έρ­χο­νται στ’ αλή­θεια ή παί­ξα­με τον πα­νι­κό; Ωστό­σο, όλα ήταν αλη­θι­νά, προ­α­νήγ­γελ­λαν τη συμ­φο­ρά, έλε­γαν τον τρό­μο, και η Λού­λα πί­σω από τα μαύ­ρα της γυα­λιά έβλε­πε πε­ρισ­σό­τε­ρο από τους δη­μο­σιο­γρά­φους, αυ­τή τα εί­χε κα­τα­λά­βει όλα.

Μά­κης

Στη Συ­να­να­στρο­φή οκτώ, ως επί το πλεί­στον άγνω­στα με­τα­ξύ τους, πρό­σω­πα που έχουν συ­γκε­ντρω­θεί για να γιορ­τά­σουν την Πρω­το­χρο­νιά ξε­νυ­χτούν εν αγνοία τους μια επί­σης άγνω­στή τους νε­κρή γυ­ναί­κα. «Στο τέ­λος, χω­ρίς να το επι­ζη­τούν, χω­ρίς κα­μία πρό­θε­ση να συ­νεν­νοη­θούν θα μι­λή­σουν σχε­δόν την ίδια γλώσ­σα και η κοι­νή τους κα­τά­στα­ση, άσχε­τα με την αι­τία που την προ­κά­λε­σε στον κα­θέ­να, σαν κοι­νή μοί­ρα θα τα συν­δέ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο από έναν διά­λο­γο ή μια οποια­δή­πο­τε συ­μπα­ρά­στα­ση», ση­μειώ­νει η συγ­γρα­φέ­ας (2006:11) στο πρό­γραμ­μα της πα­ρά­στα­σης αι­τιο­λο­γώ­ντας ου­σια­στι­κά και τον τί­τλο του έρ­γου της.
Στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του ’30, σε μια κλει­στή κοι­νω­νία, λί­γο πριν ξε­σπά­σει ο πό­λε­μος, όλα έχουν ερη­μώ­σει. Εί­ναι πα­ρα­μο­νή πρω­το­χρο­νιάς αλ­λά η ατμό­σφαι­ρα δεν εί­ναι κα­θό­λου εορ­τα­στι­κή. Οι δρό­μοι εί­ναι κα­κο­φω­τι­σμέ­νοι, γε­μά­τοι πρό­σφυ­γες, κρύο, υγρα­σία και βα­ρυ­χει­μω­νιά. Εί­ναι προ­φα­νές ότι η συγ­γρα­φέ­ας φω­το­γρα­φί­ζει μέ­σα από τις πε­ρι­γρα­φές των χα­ρα­κτή­ρων της την ιδιαί­τε­ρη πα­τρί­δα της, τη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Τη Θεσ­σα­λο­νί­κη που το 1967, όταν γρά­φει η συγ­γρα­φέ­ας, προ­σπα­θεί ακό­μα να στα­θεί στα πό­δια της μα­κριά από τις πα­ρεμ­βά­σεις του πα­ρα­κρά­τους. Πά­νε μό­λις τέσ­σε­ρα χρό­νια από τις 22 Μα­ΐ­ου 1963, όταν ο βου­λευ­τής Γρη­γό­ρης Λα­μπρά­κης με­τά το τέ­λος μιας εκ­δή­λω­σης, όπου μί­λη­σε για την ει­ρή­νη δέ­χθη­κε δο­λο­φο­νι­κή επί­θε­ση σε κε­ντρι­κό δρό­μο της πό­λης από τρί­κυ­κλο, στο οποίο επέ­βαι­ναν οι ακρο­δε­ξιοί Σπύ­ρος Γκο­τζα­μά­νης και Εμ­μα­νου­ήλ Εμ­μα­νου­η­λί­δης. Ο Λα­μπρά­κης τραυ­μα­τί­στη­κε σο­βα­ρά και πέ­θα­νε στις 27 Μα­ΐ­ου 1963, σε ηλι­κία 51 ετών. Ο θά­να­τός του προ­κά­λε­σε αγα­νά­κτη­ση στην κοι­νή γνώ­μη, οξύ­τα­τη πο­λι­τι­κή κρί­ση, αλ­λά και διε­θνή κα­τα­κραυ­γή.
Η Ανα­γνω­στά­κη κρί­νει ανα­γκαίο, για να μας μι­λή­σει για την «πα­ρα­κρα­τι­κή» σκο­τει­νή Θεσ­σα­λο­νί­κη της επο­χής της, να μας τα­ξι­δέ­ψει τριά­ντα σχε­δόν χρό­νια πριν, στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του ‘30. Στο Αρ­χαίο Ελ­λη­νι­κό Δρά­μα οι τρεις τρα­γι­κοί ποι­η­τές επέ­λε­γαν συ­χνά να με­τα­φέ­ρουν τη δρά­ση σε έναν άλ­λο χρό­νο, ακό­μη και σε άλ­λον τό­πο για να μι­λή­σουν για τη σύγ­χρο­νη κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­κή τους κα­τά­στα­ση. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα ο Ευ­ρι­πί­δης ο οποί­ος για να προει­δο­ποι­ή­σει τους Αθη­ναί­ους για τα δει­νά του Πε­λο­πον­νη­σια­κού Πο­λέ­μου γρά­φει τις Τρω­ά­δες, με τη σκη­νι­κή δρά­ση με­τα­φερ­μέ­νη στην Τροία και εστια­σμέ­νη στις φρι­κα­λε­ό­τη­τες του Τρω­ι­κού Πο­λέ­μου.
Την επι­κεί­με­νη συμ­φο­ρά φαί­νε­ται εδώ να προ­λέ­γει, σαν άλ­λη Κασ­σάν­δρα, ο Μά­κης, ένας νέ­ος άν­δρας, ο οποί­ος εξο­μο­λο­γεί­ται στους συν­δαι­τη­μό­νες του το κλη­ρο­νο­μι­κό χά­ρι­σμα της μη­τέ­ρας του να μα­ντεύ­ει μέ­σω των ονεί­ρων της τις μα­ζι­κές δο­λο­φο­νί­ες που πρό­κει­ται να διε­ξα­χθούν στην πό­λη τους:

Η μη­τέ­ρα μου έκλει­σε τα μά­τια της για ένα δευ­τε­ρό­λε­πτο κι ένιω­σε να την πλημ­μυ­ρί­ζει μια υπέ­ρο­χη ευ­δαι­μο­νία… Για ένα δευ­τε­ρό­λε­πτο… Για­τί όταν τα ξα­νά­νοι­ξε εί­χε ξη­με­ρώ­σει, και τώ­ρα επι­τέ­λους μπο­ρού­σε να δει πού βρί­σκε­ται και πού εί­χαν συμ­βεί όλα αυ­τά… Και εί­δε… έναν απέ­ρα­ντο δρό­μο κι έναν τοί­χο απ’ άκρη σ’ άκρη του, τό­σο που το μά­τι δεν έφτα­νε να δει το τέ­λος… Και μπρο­στά στον τοί­χο εκα­το­ντά­δες άν­θρω­ποι –άν­δρες, γυ­ναί­κες και παι­διά κολ­λη­τά ο ένας πλάι στον άλ­λον και καρ­φω­μέ­νοι όλοι μ’ ένα μα­χαί­ρι στην καρ­διά. (2017:67)

«Στο βά­θος, όλα τα πρό­σω­πα των έρ­γων της Ανα­γνω­στά­κη εί­ναι ένα πρό­σω­πο, εκ­δο­χές ενός προ­σώ­που, πα­ραλ­λα­γές του», υπο­στη­ρί­ζει ο Γιώρ­γος Μι­χαη­λί­δης σε ση­μεί­ω­μά του για τη Συ­να­να­στρο­φή (1980:11). Και πράγ­μα­τι ο μα­κρο­σκε­λής μο­νό­λο­γος του Μά­κη με τις ποι­η­τι­κές κα­τα­βο­λές, τις ση­μειο­λο­γι­κές και με­τα­φυ­σι­κές προ­ε­κτά­σεις μοιά­ζει σαν χο­ρι­κό αρ­χαί­ας τρα­γω­δί­ας που θα μπο­ρού­σαν ακό­μα να ερ­μή­νευαν από κοι­νού όλα τα πρό­σω­πα του έρ­γου ή οι ηθο­ποιοί της πα­ρά­στα­σης, οι οποί­οι δύο μή­νες με­τά την πρώ­τη πα­ρου­σί­α­ση του έρ­γου, τον Φε­βρουά­ριο του 1967, εί­δαν τις πα­ρα­στά­σεις τους να δια­κό­πτο­νται εξαι­τί­ας του στρα­τιω­τι­κού πρα­ξι­κο­πή­μα­τος που επι­βλή­θη­κε στη χώ­ρα από τη Χού­ντα των Συ­νταγ­μα­ταρ­χών στις 21 Απρι­λί­ου 1967.

Άκου, άκου τους στρα­τιώ­τες, από κά­τω. Μα­ζεύ­ο­νται στην πλα­τεία. Έρ­χε­ται ο στρα­τός. Τι θα απο­γί­νου­με; (2017:91)

Αντό­νιο

Σ’ ένα απο­λυ­ταρ­χι­κό κα­θε­στώς η Αλί­κη η οποία έχει υιο­θε­τή­σει έναν γιο, «που πά­ει βόλ­τα στο πάρ­κο με τον σκύ­λο του, για­τί δεν έχει φί­λους» (2017:11), τον Αντό­νιο, κρύ­βει στο σπί­τι της αρ­κε­τούς από τους κυ­νη­γη­μέ­νους του κα­θε­στώ­τος. Ο αρ­χη­γός τους λέ­γε­ται Αντό­νιο, όπως και ο γιος της Αλί­κης. Αυ­τή η συ­νω­νυ­μία επι­τρέ­πει στην Ελέ­νη, φι­λο­ξε­νού­με­νη της Αλί­κης, να πα­ρα­πλα­νή­σει τους αστυ­νο­μι­κούς και να βοη­θή­σει τους αντι­φρο­νού­ντες.
Το 1972, κα­τά τη διάρ­κεια της δι­κτα­το­ρί­ας,[5] ανε­βαί­νει στο Θέ­α­τρο Τέ­χνης σε σκη­νο­θε­σία Κά­ρο­λου Κουν το αι­νιγ­μα­τι­κό, λό­γω και της λο­γο­κρι­σί­ας, Αντό­νιο ή Το Μή­νυ­μα. Οι απει­λές και οι αγω­νί­ες δια­μορ­φώ­νουν το εφιαλ­τι­κό πλαί­σιο, στο οποίο κι­νεί­ται το έρ­γο. Μέ­σα σε αυ­τό το πλαί­σιο ο θε­α­τής αντι­λαμ­βά­νε­ται κά­ποια μό­νο από τα πο­λι­τι­κά και κοι­νω­νι­κά συμ­φρα­ζό­με­να. Όπως και στα μο­νό­πρα­κτα ο τό­πος και ο χρό­νος απο­τε­λούν απροσ­διό­ρι­στες συν­θή­κες και το πο­λι­τι­κό - κοι­νω­νι­κό το­πίο συ­ντί­θε­ται εντε­λώς ελ­λει­πτι­κά. «Ένας ολό­κλη­ρος κό­σμος σφα­δά­ζει κά­τω από την απει­λή. Πρέ­πει οι άν­θρω­ποι να ει­δο­ποι­η­θούν, να αφυ­πνι­σθούν», πα­ρα­τη­ρεί ο Γιώρ­γος Μι­χαη­λί­δης (1975:39).
Τα πρό­σω­πα του δρά­μα­τος, όπως και στο με­τα­γε­νέ­στε­ρο έρ­γο της συγ­γρα­φέ­ως Σ’ εσάς που με ακού­τε, προ­έρ­χο­νται από δια­φο­ρε­τι­κές χώ­ρες, ηλι­κί­ες και κοι­νω­νι­κές τά­ξεις. Έτσι, μέ­σα από τη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα των δρα­μα­τι­κών προ­σώ­πων υπο­γραμ­μί­ζε­ται η αντί­στα­ση σε ένα απο­λυ­ταρ­χι­κό κα­θε­στώς στο Αντό­νιο ή Το μή­νυ­μα και σε μια νέα τά­ξη πραγ­μά­των στο Σ’ εσάς που με ακού­τε, γραμ­μέ­νο τριά­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Η ιδιαι­τε­ρό­τη­τα του γιου της Αλί­κης συ­να­ντά την ετε­ρό­τη­τα μιας ολό­κλη­ρης κοι­νω­νι­κής ομά­δας, αυ­τής των συ­ντρό­φων του Αντό­νιο που αντι­μά­χο­νται το κα­θε­στώς. Και αυ­τή εί­ναι η ιδιαί­τε­ρη αξία του έρ­γου: πώς δη­λα­δή ο «δια­φο­ρε­τι­κός» γιος της Αλί­κης φέ­ρει το ίδιο όνο­μα με τον αρ­χη­γό της ομά­δας εκεί­νων που έχουν δια­φο­ρε­τι­κές πο­λι­τι­κές πε­ποι­θή­σεις, πώς η ετε­ρό­τη­τα τό­σο στο προ­σω­πι­κό όσο και στο συλ­λο­γι­κό επί­πε­δο φέ­ρει το ίδιο όνο­μα: Αντό­νιο και ίσως εκεί να βρί­σκε­ται και το μή­νυ­μα.

Αξί­ζει να στα­θού­με εδώ στην ευαι­σθη­σία με την οποία σκια­γρα­φεί η Ανα­γνω­στά­κη την ιδιαι­τε­ρό­τη­τα του κε­ντρι­κού της χα­ρα­κτή­ρα, του Αντό­νιο:

Κα­τα­λα­βαί­νει πο­λύ λί­γα πράγ­μα­τα… Όταν τον έφε­ρα εδώ ήταν δέ­κα χρο­νών. Ένα ζω­ά­κι. Του ‘μα­θα ό,τι μπό­ρε­σα… Του αρέ­σει να ζω­γρα­φί­ζει –θαρ­ρώ πως εί­ναι το μό­νο πράγ­μα που του αρέ­σει να κά­νει–. Ζώα. Αλ­λά η πραγ­μα­τι­κή μα­νία του εί­ναι τα σκυ­λιά. Τρε­λαί­νε­ται για τα σκυ­λιά. (2017:20-21)

Μέ­σα σε λί­γες μό­λις φρά­σεις η Ανα­γνω­στά­κη δί­νει όλο το ψυ­χο­λο­γι­κό φορ­τίο του Αντό­νιο απο­φεύ­γο­ντας προ­κα­τα­λή­ψεις και με­λο­δρα­μα­τι­σμούς. Χρό­νια με­τά συ­να­ντά­με στην ευ­ρω­παϊ­κή δρα­μα­τουρ­γία πα­ρό­μοια λε­πτό­τη­τα και ευαι­σθη­σία, όπως στο Ποιος σκό­τω­σε τον σκύ­λο τα με­σά­νυ­χτα; του Σάι­μον Στί­βενς (2013) όπου ο Μαρκ Χά­ντον σκια­γρα­φεί το σύν­δρο­μο Άσπερ­γκερ του ήρωά του ως εξής (2003: 10-12):

Με λέ­νε Κρί­στο­φερ Τζον Φράν­σις Μπον. Ξέ­ρω απέ­ξω όλες τις χώ­ρες του κό­σμου με τις πρω­τεύ­ου­σές τους. Και ξέ­ρω και όλους τους πρώ­τους αριθ­μούς μέ­χρι το 7507… Εμέ­να μου αρέ­σουν τα σκυ­λιά. Για­τί πά­ντα ξέ­ρεις τι σκέ­φτε­ται ένα σκυ­λί. Το σκυ­λί έχει τέσ­σε­ρις δια­θέ­σεις: χα­ρού­με­νο, λυ­πη­μέ­νο, θυ­μω­μέ­νο και σκε­φτι­κό. Επί­σης τα σκυ­λιά εί­ναι πι­στά και δεν λέ­νε ψέ­μα­τα, για­τί δεν έχουν μι­λιά…

Η Maggie Mason Smith (2015:3) διευ­κρι­νί­ζει: «Υπάρ­χουν πολ­λά εί­δη ανα­πη­ρί­ας, ορα­τά και αό­ρα­τα. Οι ανα­πη­ρί­ες μπο­ρούν να επη­ρε­ά­σουν το όρα­μα ενός ατό­μου, την κί­νη­ση, τη σκέ­ψη, τη μά­θη­ση, την επι­κοι­νω­νία, την ακοή, την ψυ­χι­κή υγεία και πό­σα ακό­μα… Όμως εί­ναι ση­μα­ντι­κό να θυ­μό­μα­στε ότι ανα­πη­ρία δεν ση­μαί­νει ανι­κα­νό­τη­τα». Η Νί­να Ρέιν, ανα­φο­ρι­κά με το έρ­γο της Φυ­λές με κε­ντρι­κό χα­ρα­κτή­ρα τον εκ γε­νε­τής κω­φό Μπί­λι, ανα­φέ­ρει (2014:212) πως αρ­κε­τοί ομο­φυ­λό­φι­λοι άν­δρες αγα­πούν το έρ­γο της, για­τί σχε­τί­ζε­ται με το θέ­μα της απο­κά­λυ­ψης της ταυ­τό­τη­τάς τους λέ­γο­ντας στην οι­κο­γέ­νειά τους: «Δεν απο­δε­χτή­κα­τε πο­τέ ποιος εί­μαι και τώ­ρα πρέ­πει να το κά­νε­τε.» Ο Ρού­φους στο Όπως πά­ει το πο­τά­μι (2017:2018) του Μάρ­τιν Σέρ­μαν μι­λά για τη δι­κή του ταυ­τό­τη­τα:

Οι δι­κοί μου με θε­ω­ρού­σαν πά­ντα φρι­κιό ξέ­ρεις, όχι επει­δή εί­μαι γκέι, αλ­λά για­τί το μυα­λό μου πά­ντα τα­ξί­δευε και δεν μου άρε­σαν ού­τε τ’ αγο­ρί­στι­κα παι­χνί­δια, όπως το πο­δό­σφαι­ρο, αλ­λά ού­τε και τα κο­ρι­τσί­στι­κα, όπως το κέ­ντη­μα, δεν μπο­ρού­σαν να με κα­τα­τά­ξουν, να με το­πο­θε­τή­σουν σε μια ομά­δα, με πιά­νεις, δεν ήμουν ού­τε φυ­σιο­λο­γι­κός αλ­λά ού­τε και αλ­λιώ­τι­κος, λες και θα τους ήταν πιο εύ­κο­λο αν ήμουν εντε­λώς γκέι, εγώ όμως ήμουν απλώς πε­ρί­ερ­γος, χω­ρίς αυ­τό να αντι­στοι­χεί σε κά­ποια σε­ξουα­λι­κή προ­τί­μη­ση. Μπο­ρεί για πα­ρά­δειγ­μα να πή­γαι­να σε μια έκ­θε­ση για εκ­κλη­σια­στι­κά όρ­γα­να, για σκέ­ψου το –προ­σω­πι­κά νο­μί­ζω πως ήμουν απλά εκ­κε­ντρι­κός, κά­τι που στην Αγ­γλία απο­τε­λεί σχε­δόν εθνι­κό σπορ, όλοι οι Άγ­γλοι δεν υπο­τί­θε­ται πως εί­ναι εκ­κε­ντρι­κοί;

O Έντα Γουόλς γρά­φει (2021:5) για το έρ­γο του, με θέ­μα την ψυ­χι­κή υγεία, Χά­πι (Medicine) πως πρό­κει­ται για ένα κά­λε­σμα να ακού­σου­με και να κα­τα­νο­ή­σου­με τον δι­πλα­νό μας αλ­λά και για να ανα­λά­βου­με την ευ­θύ­νη μας να εν­δια­φερ­θού­με ου­σια­στι­κά ο ένας για τον άλ­λο και ιδιαι­τέ­ρως για όσους αι­σθά­νο­νται ευά­λω­τοι.
Έχο­ντας συμ­με­τά­σχει ως ηθο­ποιός στα πρώ­τα ανε­βά­σμα­τα και των τεσ­σά­ρων πα­ρα­πά­νω θε­α­τρι­κών έρ­γων στην Ελ­λά­δα, μπο­ρώ να πω με βε­βαιό­τη­τα πως θέ­μα­τα που ανα­πτύσ­σουν δρα­μα­τουρ­γι­κά στην Ευ­ρώ­πη την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία ση­μα­ντι­κοί θε­α­τρι­κοί συγ­γρα­φείς όπως ο Στί­βενς, η Ρέιν, ο Σέρ­μαν και ο Γουόλς πρω­τα­γω­νι­στούν στα έρ­γα της Ανα­γνω­στά­κη ήδη από το 1972, πε­νή­ντα χρό­νια δη­λα­δή νω­ρί­τε­ρα. Ταυ­τό­τη­τα, Ετε­ρό­τη­τα, Αλ­λη­λεγ­γύη, Πο­λι­τι­κή Αφύ­πνι­ση εί­ναι ζη­τή­μα­τα που απα­σχό­λη­σαν το θέ­α­τρο της Ανα­γνω­στά­κη νω­ρί­τε­ρα από το ευ­ρω­παϊ­κό θέ­α­τρο, νω­ρί­τε­ρα κι από την ίδια την ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία.
H κρι­τι­κός θε­ά­τρου Λουί­ζα Αρ­κου­μα­νέα ση­μειώ­νει σχε­τι­κά για το πιο πρό­σφα­το ανέ­βα­σμα του έρ­γου, πε­νή­ντα χρό­νια με­τά την πρώ­τη πα­ρου­σί­α­σή του:[6]

Σε ποια πό­λη εκτυ­λίσ­σε­ται η δρά­ση του έρ­γου; Στο Λον­δί­νο των Συ­ντη­ρη­τι­κών, στην Αθή­να της δι­κτα­το­ρί­ας ή σε κά­θε μέ­ρος του κό­σμου όπου οι πο­λί­τες διώ­κο­νται, φυ­λα­κί­ζο­νται, κα­κο­ποιού­νται και σα­κα­τεύ­ο­νται από ένα απο­λυ­ταρ­χι­κό κα­θε­στώς; Εί­ναι σαν η συγ­γρα­φέ­ας να απευ­θύ­νε­ται σε όλους εμάς, σ’ εμάς που την ακού­με –αν την ακού­με–, στέλ­νο­ντας το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο μή­νυ­μα, πο­λι­τι­κό, αι­σθη­τι­κό και υπαρ­ξια­κό ταυ­τό­χρο­να: αυ­τό που εν­σαρ­κώ­νε­ται από το ίδιο το ανυ­πό­τα­κτο σώ­μα του έρ­γου της […] Και εί­ναι αυ­τή μια κο­ρυ­φαία μορ­φή αντί­στα­σης, έτσι όπως αψη­φά τις κρα­ταιές ανα­πα­ρα­στά­σεις, ανοί­γει τα αδιέ­ξο­δα πά­νω στις πι­θα­νές γραμ­μές φυ­γής, τολ­μά να ορα­μα­τι­στεί νέ­ους ση­μειο­λο­γι­κούς χάρ­τες, νέ­ες ενώ­σεις, νέ­ες δυ­να­τό­τη­τες που απο­δε­σμεύ­ουν την ταυ­τό­τη­τα και την επι­θυ­μία προς αφα­νείς, απρό­βλε­πτες κα­τευ­θύν­σεις. Πώς μπο­ρεί να αντα­πο­κρι­θεί κα­νείς από σκη­νής σε ένα τό­σο υψη­λό κά­λε­σμα; Πώς να ανα­δει­χθεί με σα­φή­νεια η ασά­φεια; Πώς να μεί­νουν τα κα­νά­λια ανοι­χτά και αλ­λη­λο­τρο­φο­δο­τού­με­να με μια έντα­ση ικα­νή να πα­ρα­σύ­ρει τον θε­α­τή στην υπέρ­βα­ση της συ­νή­θους αδρά­νειάς του;

Νί­κος και Θύ­μιος

Σε μια βιο­μη­χα­νι­κή πό­λη της Γερ­μα­νί­ας κα­τα­λή­γει μια οι­κο­γέ­νεια Ελ­λή­νων με­τα­να­στών από τα βό­ρεια της Μα­κε­δο­νί­ας, αφού πρώ­τα πε­ρά­σει από κά­ποια συ­νοι­κία του Πει­ραιά. Η γριά μά­να, ο Νί­κος –όνο­μα που θα συ­να­ντή­σου­με ξα­νά στο τε­λευ­ταίο έρ­γο της Ανα­γνω­στά­κη που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται επί­σης στη Γερ­μα­νία– και η αδελ­φή του η Βά­σω προ­σπα­θούν να επι­βιώ­σουν και να προ­σαρ­μο­στούν στις νέ­ες συν­θή­κες έχο­ντας αφή­σει πί­σω στη φυ­λα­κή έναν αδελ­φό, ο οποί­ος κα­τη­γο­ρεί­ται για αν­θρω­πο­κτο­νία. Όμως αυ­τό που αφή­νουν πί­σω οι ήρω­ες του έρ­γου απο­δει­κνύ­ε­ται η πιο βα­ριά απο­σκευή για τη νέα τους ζωή κι η μοί­ρα της οι­κο­γέ­νειας μοιά­ζει άρ­ρη­κτα δε­μέ­νη με τη μοί­ρα ενός ολό­κλη­ρου λα­ού. Ο Νί­κος άθε­λά του γί­νε­ται θύ­μα πο­λι­τι­κών σκο­πι­μο­τή­των και χά­νει τη ζωή του σ’ ένα ξε­κα­θά­ρι­σμα λο­γα­ρια­σμών.
Η Νί­κη (1978) ου­σια­στι­κά μι­λά­ει για την ήτ­τα, τη δι­χό­νοια δη­λα­δή της ελ­λη­νι­κής φυ­λής, μέ­σα από Έλ­λη­νες που κου­βα­λούν μα­ζί τους πα­λιές εμ­φύ­λιες δια­μά­χες ακό­μη και στη Γερ­μα­νία της με­τα­νά­στευ­σης και της νέ­ας ζω­ής. Οι Έλ­λη­νες αυ­τοί, όπως ση­μειώ­νει η ίδια η συγ­γρα­φέ­ας (2006:13), «δεν πρέ­πει να ιδω­θούν σαν απλοί με­τα­νά­στες και θύ­μα­τα της Ελ­λα­δι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Με­τα­φέ­ρουν όλη τη μα­κρό­συρ­τη και τυ­φλή αγω­νία της πρω­τό­γο­νης ελ­λη­νι­κής οι­κο­γέ­νειας, που ανα­δι­πλώ­νε­ται μέ­σα από πρά­ξεις φό­νου, προ­δο­σί­ας, αλ­λά και αλ­λη­λο­προ­στα­σί­ας, μέ­σα από διαιω­νι­ζό­με­να βιώ­μα­τα μιας διαιω­νι­ζό­με­νης κοι­νω­νι­κής αθλιό­τη­τας». Η Δηώ Καγ­γε­λά­ρη ση­μειώ­νει σχε­τι­κά: «Στη Νί­κη ανα­γνω­ρί­ζε­ται ο ‘‘ξέ­νος‘‘ στο επί­πε­δο ενός προ­σώ­που, μιας οι­κο­γέ­νειας, μιας τά­ξης, μιας χώ­ρας.» (2007:149)

Πιο ξέ­νος απ’ όλους μοιά­ζει ο Νί­κος:

Σή­με­ρα βγή­κε λί­γος ήλιος. Μι­κρός και κί­τρι­νος. Περ­πά­τη­σα ως το ερ­γο­στά­σιο για να βρω τους άλ­λους, μα κα­νέ­νας δε μι­λού­σε […] Κα­λύ­τε­ρα εκεί­να τα βογ­γη­τά, πα­ρά το σχο­λείο με τα τσο­γλά­νια να σε κο­ροϊ­δεύ­ουν στο διά­λειμ­μα με βρο­μό­λο­γα. Βλάσ­ση με ξε­γέ­λα­σες. Σε πε­ρι­μέ­νω τρεις εβδο­μά­δες τώ­ρα. Για­τί δε γύ­ρι­σες; …κι ο αρ­ρα­βώ­νας μου αύ­ριο. Οι ξαν­θιές με αη­διά­ζουν. Σι­χαί­νο­μαι το ασπρου­λιά­ρι­κο δέρ­μα τους. (2007:12 -13)

Η Ανα­γνω­στά­κη δί­νει, πά­λι μέ­σα σε λί­γες φρά­σεις, όλο το ψυ­χο­λο­γι­κό φορ­τίο του Νί­κου: «Στέ­κε­ται πά­ντα έξω στον δρό­μο για λί­γα λε­πτά, πριν μπει στο σπί­τι του –να ηρε­μή­σει. Εί­ναι αψί­κο­ρος, ενώ θέ­λει να φαί­νε­ται ήρε­μος.» (2006:49-50)
Την ίδια μο­να­ξιά φαί­νε­ται να νιώ­θει κι ο, κα­τά λά­θος, δο­λο­φό­νος του Νί­κου, Θύ­μιος:

Ύστε­ρα, μια μέ­ρα ο πα­τέ­ρας μου χά­θη­κε. Κλει­στή­κα­με μέ­σα. Έξω γι­νό­ταν ντα­βα­ντού­ρι, ήρ­θαν δυο και πή­ραν το με­γά­λο μου αδελ­φό. Σε λί­γη ώρα τον έφε­ραν πί­σω. Ο αδελ­φός μου. Που τον λέ­γα­νε Χα­ρά­λα­μπο. Φο­ρού­σε μο­νά­χα τη φα­νέ­λα και πε­τού­σαν τα κό­κα­λά του. Περ­πα­τού­σε ανά­με­σα σ’ αυ­τούς τους δυο αν­θρώ­πους και πα­ρα­πα­τού­σε, τον εί­χαν πά­ει να δει τον πα­τέ­ρα μου που τον εί­χαν σφά­ξει οι αντάρ­τες και του τον έδει­ξαν κα­τα­μα­τω­μέ­νο –ένα κου­βά­ρι. (2007:62)

Οι πα­ρα­πά­νω φρά­σεις του Θύ­μιου προ­κα­λού­σαν τέ­τοια αμη­χα­νία στους αρι­στε­ρούς κύ­κλους της επο­χής που η Ασπα­σία Πα­πα­θα­να­σί­ου, δη­λω­μέ­νη κομ­μου­νί­στρια και η ίδια, στο δι­κό της ανέ­βα­σμα της Νί­κης το 1981, ζή­τη­σε από την Ανα­γνω­στά­κη να αφαι­ρε­θεί από τον μο­νό­λο­γο του Θύ­μιου η ανα­φο­ρά για τις σφα­γές που διέ­πρα­ξαν οι αντάρ­τες .
Χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, στα 2016 σε προ­σω­πι­κή μας συ­ζή­τη­ση, η Ανα­γνω­στά­κη εί­χε προ­σπα­θή­σει επί­μο­να να με απο­τρέ­ψει απ’ το να ασχο­λη­θώ με την υπό­θε­ση της Πα­πα­δά­κη, όταν ετοί­μα­ζα την πα­ρά­στα­ση Για την Ελέ­νη στην Πει­ρα­μα­τι­κή Σκη­νή του Εθνι­κού Θε­ά­τρου, για­τί θε­ω­ρού­σε ότι η υπό­θε­ση αυ­τή θα ενο­χλού­σε ακό­μη και σή­με­ρα, 72 χρό­νια με­τά, την Αρι­στε­ρά. Στην ίδια συ­ζή­τη­ση μου εκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε ότι, όταν επι­σκε­πτό­ταν στις φυ­λα­κές του Επτα­πύρ­γιου τον αδελ­φό της, εί­χε δια­τε­λέ­σει σύν­δε­σμος με­τα­ξύ του ΚΚΕ και των Ευ­ρω­παί­ων της Αρι­στε­ράς. Αρι­στε­ρή και η ίδια μι­λώ­ντας τα γαλ­λι­κά σαν μη­τρι­κή της γλώσ­σα, μια και εί­χε με­γα­λώ­σει με Γαλ­λί­δα ντα­ντά, ήταν το κα­τάλ­λη­λο πρό­σω­πο. Ο με­γα­λύ­τε­ρος από εκεί­νη στα χρό­νια αλ­λά πο­λύ όμορ­φος «Γάλ­λος» τής έδει­ξε, στην τε­λευ­ταία τους συ­νά­ντη­ση, αδη­μο­σί­ευ­τες εκεί­νον τον και­ρό φω­το­γρα­φί­ες από τις σφα­γές που εί­χαν δια­πρά­ξει οι αντάρ­τες κομ­μου­νι­στές. Τό­τε μου εξο­μο­λο­γή­θη­κε ότι την κυ­ρί­ευ­σε η φρί­κη και άρ­χι­σε να αμ­φι­βάλ­λει για τις κομ­μα­τι­κές ιδε­ο­λο­γί­ες.
Σα­φέ­στα­τα η Νί­κη, κα­τα­γρά­φο­ντας τις σφα­γές του Εμ­φυ­λί­ου όπως δια­πρά­χθη­καν κι από τις δυο πλευ­ρές, απο­τε­λεί ένα αιχ­μη­ρό τολ­μη­ρό –δυ­στυ­χώς δια­χρο­νι­κό– σχό­λιο για τα πο­λι­τι­κά αδιέ­ξο­δα της πρό­σφα­της ιστο­ρί­ας της Ελ­λά­δας. Απο­δει­κνύ­ε­ται έτσι εμ­βλη­μα­τι­κό έρ­γο της νε­ο­ελ­λη­νι­κής συ­νεί­δη­σης. Κα­θό­λου τυ­χαία η Ένω­ση των Θε­ά­τρων της Ευ­ρώ­πης (Union des Théâtres de l' Europe) επέ­λε­ξε τη Νί­κη από το σύγ­χρο­νο ελ­λη­νι­κό θέ­α­τρο για να με­τα­φρα­στεί και να εκ­δο­θεί στα γαλ­λι­κά, γερ­μα­νι­κά, αγ­γλι­κά, ιτα­λι­κά και ισπα­νι­κά. Με τη Νί­κη κλεί­νει κι ο πρώ­τος κύ­κλος της ερ­γο­γρα­φί­ας της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη και θα λέ­γα­με ότι η Νί­κη, λει­τουρ­γώ­ντας ως με­ταίχ­μιο, συγ­γε­νεύ­ει με το επό­με­νο έρ­γο της συγ­γρα­φέ­ως Η κα­σέ­τα. Το μο­τί­βο της ετε­ρό­τη­τας εί­ναι κι εδώ κυ­ρί­αρ­χο, στο τέ­λος όμως υπερ­τε­ρεί σαν σε σύγ­χρο­νη νε­ο­ελ­λη­νι­κή τρα­γω­δία ο φα­να­τι­σμός και η μι­σαλ­λο­δο­ξία. Ο Νί­κος Μπα­κό­λας (1987: 471-472) πα­ρα­τη­ρεί: «σε αυ­τό το έρ­γο ο λό­γος της Ανα­γνω­στά­κη γί­νε­ται νευ­ρώ­δης, αυ­στη­ρός, γνη­σιό­τε­ρα ελ­λη­νι­κός, αν θα μπο­ρού­σε να ει­πω­θεί κά­τι τέ­τοιο. Πα­ρ’ όλο που υπάρ­χουν αρ­κε­τοί μο­νό­λο­γοι, το κυ­ρί­αρ­χο στοι­χείο εί­ναι ο κο­φτός διά­λο­γος, ο κα­θη­με­ρι­νός λό­γος, με μι­κρές φρά­σεις, τε­λε­σί­δι­κες, που προ­ϋ­πο­θέ­τουν τη λαϊ­κή σο­φία, ιδιαί­τε­ρα στα λό­για της μά­νας, μιας μορ­φής που ξα­να­δέ­νει το σή­με­ρα με τον κλασ­σι­κό λό­γο, τον σχε­δόν μνη­μεια­κό, έναν λό­γο που μπο­ρεί να ζή­σει το ίδιο κα­λά στην Ελ­λά­δα ή στη Γερ­μα­νία, αρ­κεί να μέ­νουν άσβε­στες οι μνή­μες ή οι εφιάλ­τες της φυ­λής. Και ίσως να εί­ναι απ’ αυ­τήν την άπο­ψη που η Ανα­γνω­στά­κη μάς προ­σφέ­ρει με τη Νί­κη της μια αντι­στοι­χία με την αρ­χαία τρα­γω­δία.»

Και οι τε­λευ­ταί­οι της πο­μπής να μας κα­λούν να τους ακο­λου­θού­με,
και πί­σω να ακο­λου­θούν κι άλ­λοι και «νί­κη!», «νί­κη!» να φω­νά­ζου­με όλοι μα­ζί.
Με μια χα­ρά κι έναν θρί­αμ­βο σα να κυ­ριεύ­α­με εδά­φη, χώ­ρες, θά­λασ­σες,
κι όλοι μα­ζί… (2007:52)

Παύ­λος και Γιωρ­γά­κης

Ο Παύ­λος, «δρα­πέ­της» της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, όπως τον χα­ρα­κτη­ρί­ζει ο Πού­χνερ (2001:410), κα­τα­γρά­φει τις σκέ­ψεις του σε ένα κα­σε­τό­φω­νο. Σκέ­ψεις που τον βοη­θούν να αντι­με­τω­πί­σει τη χει­ρα­γώ­γη­ση που υφί­στα­ται από τους γύ­ρω του: από την κο­πέ­λα του Κα­τε­ρί­να που μέ­νει έγκυος και τον πιέ­ζει να πα­ντρευ­τούν, τον επι­στή­θιο φί­λο του Σπύ­ρο, τον ηλι­κιω­μέ­νο πα­τέ­ρα του και τον μι­κρό­τε­ρο αδελ­φό του Γιωρ­γά­κη που τε­λι­κά θα σκο­τω­θεί πα­νη­γυ­ρί­ζο­ντας τη νί­κη της αγα­πη­μέ­νης του πο­δο­σφαι­ρι­κής ομά­δας. Στα­δια­κά ο Παύ­λος απο­μο­νώ­νε­ται στο δω­μά­τιό του. Ακού­ει τις κα­σέ­τες με τις ηχο­γρα­φη­μέ­νες σκέ­ψεις του, κα­σέ­τες που θέ­λει να τις στεί­λει στον Τούρ­κο Αγ­κ­τσά, που απο­πει­ρά­θη­κε να δο­λο­φο­νή­σει τον Πά­πα πριν λί­γο και­ρό. Στα μά­τια του ο Τούρ­κος και ο αγα­πη­μέ­νος μου­σουλ­μά­νος συμ­μα­θη­τής του από το δη­μο­τι­κό μοιά­ζουν να εί­ναι το ίδιο πρό­σω­πο το οποίο επι­θυ­μεί δια­κα­ώς να συ­να­ντή­σει ξα­νά. Η πρά­ξη αυ­τή φα­ντά­ζει για εκεί­νον η Με­γά­λη Πρά­ξη. Μια πρά­ξη που θα τον βοη­θή­σει να απε­γκλω­βι­στεί από την ανού­σια ζωή που οι άλ­λοι έχουν ρυθ­μί­σει για λο­γα­ρια­σμό του. Μέ­σα από αυ­τήν την τρε­λή σχε­δόν αστή­ρι­κτη ταύ­τι­ση –στοι­χείο που θα ξα­να­συ­να­ντή­σου­με το ίδιο αλ­λό­κο­τα στην ταύ­τι­ση του Γιαν­νού­κου του Ήχου του Όπλου με τα θύ­μα­τα ενός τρο­χαί­ου, που επί­σης δεν γνώ­ρι­σε πο­τέ, αλ­λά πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε τον θά­να­τό τους από την εφη­με­ρί­δα (!)– ο Παύ­λος θα ανα­ζη­τή­σει με τη σει­ρά του τη Με­γά­λη Πρά­ξη, που θα τον ξε­χω­ρί­σει από τα υπό­λοι­πα πρό­σω­πα και θα τον απο­κό­ψει από τον ασφυ­κτι­κό κλοιό τους. Η αυ­το­χει­ρία θα απο­τε­λέ­σει για εκεί­νον και την τε­λι­κή πρά­ξη λύ­τρω­σης.
Η Ανα­γνω­στά­κη, η οποία από τη Νί­κη έχει ήδη ξε­κι­νή­σει μια στρο­φή στον ρε­α­λι­σμό, γρά­φει για τους ήρω­ες του έρ­γου: «Τα πρό­σω­πα του έρ­γου προ­έρ­χο­νται από τον οι­κείο γύ­ρω μας κοι­νω­νι­κό χώ­ρο. Με­τέ­ω­ροι, ανά­με­σα στην πρω­τό­γο­νη ύπαι­θρο, απ’ όπου κα­τά­γο­νται, και το αφι­λό­ξε­νο το­πίο της πό­λης, στο οποίο με­τα­νά­στευ­σαν, εντάσ­σο­νται στο με­γά­λο πλή­θος των Νε­ο­ελ­λή­νων.» (2006:17-18) Μέ­σα από τις στι­χο­μυ­θί­ες των προ­σώ­πων γί­νο­νται ανα­φο­ρές σε σύγ­χρο­να κοι­νω­νι­κά θέ­μα­τα, όπως ο επα­να­πα­τρι­σμός, τα ναρ­κω­τι­κά, η δια­σκέ­δα­ση των νέ­ων, ο γά­μος, οι ανύ­πα­ντρες μη­τέ­ρες, η εν­δο­οι­κο­γε­νεια­κή βία. Συ­νε­χί­ζει η συγ­γρα­φέ­ας στο ση­μεί­ω­μά της ανα­φε­ρό­με­νη στα πρό­σω­πα του έρ­γου:

Κά­τοι­κοι των πα­ρυ­φών της πρω­τεύ­ου­σας αλ­λά και ακα­τά­παυ­στα κυ­κλο­φο­ρώ­ντας στο κέ­ντρο της προ­σπα­θούν να επι­βιώ­σουν με έναν σπα­σμω­δι­κό και εύ­θραυ­στο ρε­α­λι­σμό. Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας βια­στι­κά τα και­νούρ­για πρό­τυ­πα, που αφει­δώς τους προ­σφέ­ρο­νται, υπο­χρε­ώ­νο­νται να υπάρ­ξουν με «μι­κρές» κα­θη­με­ρι­νές πρά­ξεις. Μέ­σα όμως σε αυ­τές τις μι­κρές πρά­ξεις συ­μπιέ­ζε­ται ένας αρ­χέ­γο­νος ψυ­χι­σμός, που με αμε­τάλ­λα­κτα τα δι­κά του συ­ναι­σθη­μα­τι­κά και φυ­λε­τι­κά στοι­χεία, εξα­κο­λου­θεί να δια­τη­ρεί­ται μέ­σα τους. Τό­τε τα πρό­σω­πα αι­σθά­νο­νται αδι­καί­ω­τα, συ­νει­δη­το­ποιούν ότι δεν εί­ναι ευ­τυ­χι­σμέ­να, χω­ρίς να εί­ναι σε θέ­ση να αντι­λη­φθούν τα αί­τια κι η ζωή τους χά­νε­ται στο τί­πο­τα.

Σ’ ένα τί­πο­τα που κα­τα­κλύ­ζε­ται από ένα έντο­νο ηχη­τι­κό αστι­κό το­πίο, όπως η ίδια η συγ­γρα­φέ­ας το κα­θο­ρί­ζει μέ­σα από τις σκη­νι­κές της οδη­γί­ες: «Σει­ρή­νες - μαρ­σα­ρί­σμα­τα αυ­το­κι­νή­των - τη­λε­ο­ρά­σεις που παί­ζουν και κά­που πιο μα­κριά ρυθ­μι­κές φω­νές από δια­δή­λω­ση ή από ματς σε γή­πε­δο», άλ­λο ένα «δη­μό­σιο» γε­γο­νός που δια­τρέ­χει το έρ­γο της Ανα­γνω­στά­κη. Σ’ αυ­τό το ηχη­τι­κό το­πίο πα­ρεμ­βάλ­λο­νται τρα­γού­δια, επι­λεγ­μέ­να από την ίδια τη συγ­γρα­φέα, κά­τι που επι­χει­ρεί και στα επό­με­να έρ­γα της από εδώ και στο εξής. Το τρα­γού­δι «Πα­πο­ρά­κι του Μπουρ­νό­βα»[7] δί­νει εξαρ­χής τον τό­νο της εσω­τε­ρι­κής με­τα­νά­στευ­σης, μο­τί­βο που συ­να­ντή­σα­με ξα­νά στα έρ­γα Η Νί­κη και Αντό­νιο ή Το μή­νυ­μα με τη μορ­φή όμως της εξω­τε­ρι­κής με­τα­νά­στευ­σης.
Όλα τα δρα­μα­τι­κά πρό­σω­πα δεί­χνουν αδυ­να­μία προ­σαρ­μο­γής στην αστι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με πιο τρα­γι­κά τον Παύ­λο και τον Γιωρ­γά­κη, τους γιους της οι­κο­γέ­νειας που πράγ­μα­τι η «ζωή τους χά­νε­ται στο τί­πο­τα». Η Ανα­γνω­στά­κη εμπνέ­ε­ται τους δυο αυ­τούς χα­ρα­κτή­ρες από τους άν­δρες της δι­κής της πια οι­κο­γέ­νειας: τον σύ­ζυ­γό της ψυ­χί­α­τρο και πε­ζο­γρά­φο Γιώρ­γο Χει­μω­νά και τον εντε­κά­χρο­νο τό­τε γιο της, επί­σης λο­γο­τέ­χνη, Θα­νά­ση. Σε συ­νέ­ντευ­ξή της για τον Γιώρ­γο Χει­μω­νά η Λού­λα Ανα­γω­στά­κη απο­κα­λύ­πτει: «Ο ήρω­ας στην Κα­σέ­τα έχει πολ­λά κοι­νά στοι­χεία με τον Γιώρ­γο. Μπο­ρεί να εί­ναι ένας αγράμ­μα­τος οι­κο­δό­μος με πα­ρά­λο­γες εμ­μο­νές, αλ­λά απο­τυ­πώ­νει σε μια κα­σέ­τα την αξί­ω­ση μιας αυ­θε­ντι­κής ύπαρ­ξης. Συ­μπί­πτει, αν θέ­λε­τε, με την ανα­ζή­τη­ση του με­γέ­θους που εί­χαν οι ήρω­ες του Γιώρ­γου.» (2006:83)

«Κοί­τα, να πού­με, εσύ κά­θε­σαι κει δα, δεν ασχο­λεί­σαι με τί­πο­τα, κοι­τάς έτσι μια γραμ­μή και οι άλ­λοι σε σχο­λιά­ζουν» (2008:133), εξο­μο­λο­γεί­ται ο Παύ­λος στον Σπύ­ρο σχε­τι­κά με τη βα­θύ­τε­ρή του επι­θυ­μία και πώς αυ­τή αντι­με­τω­πί­ζε­ται από τους άλ­λους. Στην ψυ­χα­νά­λυ­ση, κα­τά τον Lacan, «εκεί­νο που έχει ση­μα­σία εί­ναι να δι­δα­χθεί το υπο­κεί­με­νο να ονο­μα­τί­σει, να αρ­θρώ­σει, να κά­νει την επι­θυ­μία του να υπάρ­ξει» (2005:228). Αρ­θρώ­νο­ντας την επι­θυ­μία στον λό­γο, ο ανα­λυό­με­νος την κά­νει να υπάρ­χει:

Να ανα­γνω­ρί­σει και να ονο­μα­τί­σει το υπο­κεί­με­νο την επι­θυ­μία του, αυ­τή εί­ναι η απο­τε­λε­σμα­τι­κή δρά­ση της ανά­λυ­σης. Δεν πρό­κει­ται όμως για ζή­τη­μα ανα­γνώ­ρι­σης ενός πράγ­μα­τος κα­θ’ ολο­κλη­ρί­αν δε­δο­μέ­νου… Ονο­μά­ζο­ντας την επι­θυ­μία, το υπο­κεί­με­νο δη­μιουρ­γεί, φέρ­νει στο προ­σκή­νιο, μια νέα πα­ρου­σία στον κό­σμο.(2005:228-9)

Tην άρ­νη­ση, την ξε­χω­ρι­στή επι­θυ­μία «να μην κά­νει τί­πο­τα» εκ­φρά­ζει ως δι­καί­ω­μα και θέ­ση, ως μια νέα συ­νε­πώς πα­ρου­σία κι ο Παύ­λος, λί­γο πριν αρ­νη­θεί και την ίδια του τη ζωή ύστε­ρα από το τρα­γι­κό δυ­στύ­χη­μα του αδελ­φού του.

Πά­νε τα παι­διά! Πά­νε!
Ένα ασθε­νο­φό­ρο! Τ’ ασθε­νο­φό­ρο!
Γιωρ­γά­κη! Πα­να­γία μου.
Δε φταίω! Πέ­σαν επά­νω μου!
Δε φταίω!
Πα­να­γία μου! Πά­ει το παι­δί!

    Το παι­δί μου, ρέι. Σκο­τώ­θη­κε το παι­δί μου. Η ολυ­μπια­κά­ρα μου, ρέι, μου φέ­ραν σκο­τω­μέ­νη την ολυ­μπια­κά­ρα μου. (2008:109)

    Η Ανα­γνω­στά­κη, επη­ρε­α­σμέ­νη από τις φί­λα­θλες συ­νή­θειες και τις πο­δο­σφαι­ρι­κές προ­τι­μή­σεις του εντε­κά­χρο­νου γιου της αλ­λά και συ­γκλο­νι­σμέ­νη από τη με­γα­λύ­τε­ρη τρα­γω­δία των ελ­λη­νι­κών γη­πέ­δων που συ­νέ­βη στις 8 Φε­βρουα­ρί­ου 1981 στο Στά­διο Γε­ώρ­γιος Κα­ραϊ­σκά­κης στο Νέο Φά­λη­ρο, με­τά το τέ­λος της πο­δο­σφαι­ρι­κής ανα­μέ­τρη­σης ανά­με­σα στον Ολυ­μπια­κό και την ΑΕΚ, και κα­τά την οποία συ­νο­λι­κά 21 φί­λα­θλοι έχα­σαν τη ζωή τους και 55 τραυ­μα­τί­στη­καν, συλ­λαμ­βά­νει την ιστο­ρία του Γιωρ­γά­κη. Ενός ονει­ρο­πό­λου φευ­γά­του δε­κα­πε­ντά­χρο­νου νέ­ου, που κα­θώς δυ­σκο­λεύ­ε­ται σε αντί­θε­ση με τους συμ­μα­θη­τές του να βρει κο­πέ­λα, να δια­βά­σει τα μα­θή­μα­τά του και να κα­τα­λή­ξει σε κά­ποια από­φα­ση σχε­τι­κά με τον επαγ­γελ­μα­τι­κό του προ­σα­να­το­λι­σμό, αρ­νεί­ται κι αυ­τός με τον δι­κό του τρό­πο να ανα­λά­βει οποια­δή­πο­τε δρά­ση ανα­φο­ρι­κά με το μέλ­λον του.

    Δε γου­στά­ρω να κά­νω τί­πο­τα κα­τά­λα­βες.
    Ακούω γι’ αυ­τές τις σχο­λές και με πιά­νει άλ­λο πράγ­μα.
    Τό­σο που λέω ας το τρα­βή­ξου­με για Λύ­κειο και βλέ­που­με. (2008:76)

    Κα­τά τη διάρ­κεια της τε­λευ­ταί­ας ει­κό­νας –την Κα­σέ­τα (1982), όπως και τα επό­με­να έρ­γα της, η Ανα­γνω­στά­κη τη γρά­φει σε ει­κό­νες– το τρα­γού­δι των Μί­κη Θε­ο­δω­ρά­κη και Μά­νου Ελευ­θε­ρί­ου «Το τρέ­νο φεύ­γει στις 8:00» προ­οι­κο­νο­μεί με το με­λαγ­χο­λι­κό του ύφος το τρα­γι­κό φι­νά­λε του έρ­γου. Στην τε­λευ­ταία σκη­νή –έχο­ντας ήδη εκ­φρά­σει σε προη­γού­με­νες σκη­νές το όνει­ρό του για την ελευ­θε­ρία και την αγω­νία του για την αν­θρώ­πι­νη ύπαρ­ξη– ο Παύ­λος επι­λέ­γει ως Με­γά­λη Πρά­ξη, την αυ­το­χει­ρία, ως την τε­λι­κή και την ύψι­στη μορ­φή άρ­νη­σης. Για την πι­στο­λιά με την οποία κλεί­νει το έρ­γο, ο κρι­τι­κός θε­ά­τρου Κώ­στας Γε­ωρ­γου­σό­που­λος γρά­φει σε ση­μεί­ω­μά του στην εφη­με­ρί­δα Τα Νέα (1982):

    Ακού­γε­ται τώ­ρα, αλ­λά η σκαν­δά­λη ακού­στη­κε πολ­λές φο­ρές στο πα­ρελ­θόν. Εί­ναι η πι­στο­λιά του Δη­μή­τρη Πα­παρ­ρη­γό­που­λου, του Πε­ρι­κλή Γιαν­νό­που­λου, του Κώ­στα Κα­ρυω­τά­κη, του Συ­κου­τρή, του Νί­κου Που­λαν­τζά. Τώ­ρα ακού­γε­ται κα­θα­ρά το νό­η­μα της εκ­πυρ­σο­κρό­τη­σης. Το έρ­γο της Ανα­γνω­στά­κη, πέ­ρα από την αρι­στουρ­γη­μα­τι­κή του γρα­φή, την τέ­λεια δο­μή του, εί­ναι μια ηθι­κή πρά­ξη.

    Μι­χά­λης και Γιαν­νού­κος

    Πα­ρα­μο­νές των εκλο­γών του 1985 η μη­τέ­ρα του Μι­χά­λη, η Κά­τια, Αθη­ναία δη­μό­τις έρ­χε­ται από την επαρ­χία στην Αθή­να για να ψη­φί­σει, δια­τα­ράσ­σο­ντας την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα του δε­κα­εν­νιά­χρο­νου γιου της Μι­χά­λη. Από την πα­λιά της φί­λη Μα­ρί­κα μα­θαί­νει πως ο Μι­χά­λης έχει εγκα­τα­λεί­ψει τη βιο­μη­χα­νι­κή σχο­λή, στην οποία φοι­τά, και πως ετοι­μά­ζε­ται να φύ­γει για την Αμε­ρι­κή, αφή­νο­ντας πί­σω την κο­πέ­λα του Φα­νή, που εί­ναι έγκυος. Στην προ­σπά­θειά της να με­τα­πεί­σει τον Μι­χά­λη έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πη μα­ζί του. Εκεί­νος την απει­λεί ότι θα αυ­το­κτο­νή­σει με ένα πα­ρά­νο­μο όπλο, που βρέ­θη­κε στα χέ­ρια του από μια μυ­στή­ρια ιστο­ρία πα­ρα­νο­μί­ας, στην οποία φέ­ρε­ται να εί­ναι μπλεγ­μέ­νος ο δε­κα­ε­ξά­χρο­νος αδελ­φός της Φα­νής Γιαν­νού­κος. Μπρο­στά στη θέα του όπλου και στην επι­κεί­με­νη εκ­πυρ­σο­κρό­τη­ση, που όμως δεν θα ακου­στεί πο­τέ, η Κά­τια πέ­φτει νε­κρή.
    Η συγ­γρα­φέ­ας σκια­γρα­φεί τα πρό­σω­πα ως εξής: «Θέ­λουν να εί­ναι ελεύ­θε­ρα. Πα­ρ’ όλες τις πα­γι­δευ­τι­κές προ­δια­γρα­φές. Έστω να θέ­λουν να αι­σθά­νο­νται ελεύ­θε­ρα. Να το θέ­λουν πε­ρισ­σό­τε­ρο από κά­θε τι. Και ίσως αυ­τό μο­νά­χα τους αρ­κεί.» (2006:20) Η Σα­κελ­λα­ρί­δου συ­γκρί­νει (1996:103 -120) το αί­σθη­μα της ανί­ας, από το οποίο υπο­φέ­ρει ο Μι­χά­λης στον Ήχο του Όπλου, με τη βα­θιά πα­ραί­τη­ση, που βιώ­νει ο Παύ­λος στην Κα­σέ­τα. Αντί­θε­τα από τον Μι­χά­λη, ο Γιαν­νού­κος, προσ­δί­δο­ντας τρο­με­ρές δια­στά­σεις στην ιστο­ρία με το όπλο, θυ­μί­ζει τον Παύ­λο της Κα­σέ­τας ανα­ζη­τώ­ντας κι αυ­τός τη Με­γά­λη Πρά­ξη. Η Ανα­γνω­στά­κη χα­ρα­κτη­ρί­ζει (2206:27) τον Μι­χά­λη και τον Γιαν­νού­κο ως «παι­διά που δεν έχουν τί­πο­τα το ιδιαί­τε­ρο. Έχουν μια ζω­ντά­νια, ίσως για­τί ζουν απο­κομ­μέ­νοι από όλα κι αυ­το­σχε­διά­ζουν τη ζωή τους, χω­ρίς πρό­τυ­πα. Ναι, τρο­με­ρή ζω­ντά­νια ακό­μη κι αυ­τοί που μοιά­ζουν με­λαγ­χο­λι­κοί, που δεν έχουν διά­θε­ση να κά­νουν τί­πο­τα, όπως ο Μι­χά­λης. Ακρι­βώς αυ­τή η αδια­φο­ρία για όλα για μέ­να δεί­χνει πό­σο πο­λύ σπου­δαία φα­ντά­ζο­νται τη ζωή και γι’ αυ­τό απο­γοη­τεύ­ο­νται με τα λί­γα που τους δί­νο­νται».
    Με ηχη­τι­κό φό­ντο τον θό­ρυ­βο της προ­ε­κλο­γι­κής εκ­στρα­τεί­ας, τα πρό­σω­πα προ­σπα­θούν να επι­κοι­νω­νή­σουν και να εκ­φρά­σουν τις ανά­γκες και τα ιδα­νι­κά τους το ένα στο άλ­λο. Μό­νο που οι ανά­γκες τους αυ­τές δεν εί­ναι συλ­λο­γι­κά απο­δε­κτές. Ση­μειώ­νει η συγ­γρα­φέ­ας: «Ταυ­τί­ζου­με πά­ντα τα ιδα­νι­κά με κά­τι υψη­λό. Όμως το ιδα­νι­κό εί­ναι νό­η­μα ζω­ής. Το να απο­φα­σί­σεις ξαφ­νι­κά να μην δου­λέ­ψεις, να μην σπου­δά­σεις, να μην κά­νεις τί­πο­τα και να κά­τσεις να «ψα­χτείς», μπο­ρεί να εί­ναι ένα ιδα­νι­κό πο­λύ­τι­μο γι’ αυ­τόν που το έχει. Σί­γου­ρα τέ­τοιο ιδα­νι­κό δεν υπάρ­χει που­θε­νά στην ιστο­ρία. Εί­ναι όμως το δι­κό τους και το υπε­ρα­σπί­ζο­νται.» (2006:30) Το γε­γο­νός πως στη σύγ­χρο­νη κοι­νω­νία δεν εν­θαρ­ρύ­νε­ται η δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα υπο­χρε­ώ­νει, κα­τά κα­νό­να, τα μέ­λη της να ακο­λου­θούν μια συμ­βα­τι­κή οπτι­κή ανα­φο­ρι­κά με τις αξί­ες και τον τρό­πο ζω­ής τους. Πα­ρ’ όλα αυ­τά, η ελευ­θε­ρία να ζει κα­νείς τον τρό­πο ζω­ής του απο­τε­λεί κα­θο­λι­κό και ανα­φαί­ρε­το δι­καί­ω­μα. Μια κοι­νω­νία που σέ­βε­ται τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα οφεί­λει να εί­ναι πλου­ρα­λι­στι­κή δεί­χνο­ντας στον εκά­στο­τε τρό­πο ζω­ής τον ίδιο σε­βα­σμό. Αυ­τό συ­χνά δεν εί­ναι εύ­κο­λο κα­θώς οι δια­φο­ρε­τι­κές αξί­ες και τα ιδα­νι­κά έρ­χο­νται σε σύ­γκρου­ση. Εάν η ταυ­τό­τη­τα, όπως υπο­στη­ρί­ζουν ο Taylor Μ. Charles (2000:71) και ο A. D. Smith (1991:3), από τη μια, «υπο­δη­λώ­νει τον τρό­πο που αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε το ποιοι εί­μα­στε κα­θώς και τα θε­με­λιώ­δη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που μας διέ­πουν ως αν­θρώ­πι­να όντα», από την άλ­λη, εί­ναι επί­σης εκεί­νη η ψυ­χι­κή διερ­γα­σία που συ­γκρο­τεί­ται εν μέ­ρει από την ανα­γνώ­ρι­ση ή την απου­σία ανα­γνώ­ρι­σης, συ­χνά εσφαλ­μέ­νη, που μας την επι­φυ­λάσ­σουν οι άλ­λοι, όπως επι­ση­μαί­νουν ο Taylor Μ. Charles (2000:18) και ο E. Gellner (1992:19). Η απου­σία ανα­γνώ­ρι­σης εί­ναι κι αυ­τή που συ­χνά μας οδη­γεί να υιο­θε­τού­με στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας μια σει­ρά από αμυ­ντι­κούς μη­χα­νι­σμούς:

    Έτσι, μου ‘ρχό­ταν να βγά­λω αυ­τό, να το γε­μί­σω και να τους κα­θα­ρί­σω όλους. Έτσι, τσά­κα, τσά­κα, τσά­κα, κυ­κλι­κά! Τους κοι­τού­σα και το μυα­λό μου σ’ αυ­τό… Κυ­κλι­κά… έτσι! Και ξέ­ρεις κά­τι; Το φχα­ρι­στιό­μουν κι ας μην το ‘κα­να. Φτά­νει που ήξε­ρα πως το εί­χα εδώ. (2018:75)

    Αυ­τή η άμυ­να προ­κα­λεί μια σει­ρά από δρα­μα­τουρ­γι­κές εντά­σεις, μ’ ένα όπλο να κυ­ριαρ­χεί βου­βά από σκη­νή σε σκη­νή. «Ωστό­σο, το όπλο» –όπως ση­μειώ­νει στην κρι­τι­κή του στην Κα­θη­με­ρι­νή ο Τά­σος Λι­γνά­δης (1987) –«ως ορ­γα­νι­κό στοι­χείο αν και βαί­νει πα­ραλ­λή­λως με τη «στοι­χειώ­δη» υπό­θε­ση, κρα­τά­ει ανοι­χτό το εν­δια­φέ­ρον του θε­α­τή, ο οποί­ος πε­ρι­μέ­νει να εκ­δη­λω­θεί από στιγ­μή σε στιγ­μή η σχέ­ση του με το θέ­μα. Η εκ­δή­λω­ση αυ­τή, κα­τά τρό­πο συμ­βο­λι­κού αιφ­νι­δια­σμού, γί­νε­ται στο τέ­λος του έρ­γου και μά­λι­στα χω­ρίς κα­μία ρη­το­ρι­κή εκ­πυρ­σο­κρό­τη­ση. Η γρά­φου­σα τε­λειώ­νει το έρ­γο της όχι με μία λύ­ση, αλ­λά κα­τά τρό­πο ιψε­νι­κό,[8] με ένα δει­νό κοι­νω­νι­κό ερώ­τη­μα. Η Ανα­γνω­στά­κη υπο­βαθ­μί­ζει τη σύ­στα­ση των πραγ­μά­των για να εξά­ρει τη σύ­στα­ση των προ­σώ­πων». Ο Κά­ρο­λος Κουν, του οποί­ου ο Ήχος του Όπλου (1987) απο­τέ­λε­σε και την τε­λευ­ταία σκη­νο­θε­σία του, κά­νει από την πλευ­ρά του τσε­χο­φι­κές ανα­γω­γές δια­πι­στώ­νο­ντας:[9] «Τις προ­άλ­λες σκε­φτό­μουν πό­σο κο­ντά εί­ναι η δου­λειά μου στον Ήχο του Όπλου με τα κεί­με­να της τσε­χο­φι­κής δη­μιουρ­γί­ας [...] Σί­γου­ρα εί­ναι ένα με­γά­λο ελ­λη­νι­κό έρ­γο, που χτί­ζε­ται από πο­λύ μι­κρά πράγ­μα­τα. Δια­θέ­τει, πα­ράλ­λη­λα, ευαι­σθη­σί­ες άπει­ρες, ποί­η­ση αλ­λά και κω­μι­κά στοι­χεία. Και μέ­σα από την ελα­φρά­δα του ξυ­πνούν οι δρα­μα­τι­κές κα­τα­στά­σεις. Οι σκη­νές δεν έχουν κλι­μά­κω­ση. Μοιά­ζουν με πλά­να που πη­γαι­νο­έρ­χο­νται, χω­ρίς κα­θο­ρι­σμέ­νο τε­λεί­ω­μα. Όλες όμως, όπως και το τέ­λος, κλεί­νουν ανα­πά­ντε­χα.» Επι­πλέ­ον, το­νί­ζει ο Κουν πως «η γλώσ­σα που χρη­σι­μο­ποιεί­ται δί­νει το στίγ­μα της επο­χής» και ανα­ρω­τιέ­ται, αν και ο γιος της συγ­γρα­φέ­ως Θα­νά­σης εί­χε τό­τε την ηλι­κία του δε­κα­ε­ξά­χρο­νου Γιαν­νού­κου, οπό­τε θα μπο­ρού­σε να της εί­χε με­τα­φέ­ρει ένα μέ­ρος έστω της γλώσ­σας της επο­χής «πού την έμα­θε η Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη τού­τη την ορο­λο­γία που τα ακού­σμα­τά της χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τους νέ­ους των Εξαρ­χεί­ων και των νυ­χτε­ρι­νών δια­σκε­δά­σε­ων». Στη συ­νέ­χεια ο κο­ρυ­φαί­ος σκη­νο­θέ­της πα­ρα­τη­ρεί: «Τέλ­μα, Αδιέ­ξο­δο. Όπως όλα τα πράγ­μα­τα που μας πε­ρι­τρι­γυ­ρί­ζουν ασφυ­κτι­κά. Και η ανά­γκη να αρ­πα­χθείς από την άκρη ενός ονεί­ρου και να επι­ζή­σεις, ανύ­παρ­κτη. Η σο­φία απο­κτιέ­ται, εξάλ­λου, όταν δεν εί­ναι πια ανα­γκαία…»


    Άν­να και Σό­νια

    «Αύ­γου­στος, φώ­τα στην πα­ρα­λία
    τα πλοία φεύ­γουν για τα νη­σιά.
    Φεύ­γουν οι φί­λοι, φεύ­γουν τα πλοία.
    Με γέ­λα­σες και εί­ναι αρ­γά».
    [10]

    Ένα αυ­γου­στιά­τι­κο βρά­δυ σ’ ένα αστι­κό σα­λό­νι η Άν­να πε­ρι­μέ­νει να ακού­σει ένα τρα­γού­δι, που ετοι­μά­ζουν γι’ αυ­τήν η κό­ρη της μα­ζί με τους μου­σι­κούς φί­λους της με αφορ­μή ένα φε­στι­βάλ τζαζ που θα συμ­με­τά­σχουν. Η μου­σι­κή γρά­φε­ται από εκεί­νους, αλ­λά οι στί­χοι εί­ναι δα­νει­σμέ­νοι από ένα ποί­η­μα, το οποίο έγρα­ψε ένας νε­α­ρός έφη­βος, που κά­πο­τε πε­ρί­με­νε την Άν­να σε ένα ερω­τι­κό ρα­ντε­βού τους, στο οποίο εκεί­νη δεν πή­γε πο­τέ χω­ρίς να δώ­σει κα­μία εξή­γη­ση. Μέ­χρι η Άν­να να ακού­σει το τρα­γού­δι της οι ισορ­ρο­πί­ες της ζω­ής της θα κλο­νι­στούν: η ερω­μέ­νη του άντρα της, η Σό­νια, θα έρ­θει να τη γνω­ρί­σει χα­ρί­ζο­ντάς της ένα πε­ρι­δέ­ραιο από δια­μά­ντια, ενώ εκεί­νος θα την εγκα­τα­λεί­ψει.
    Πα­ρά το γε­γο­νός ότι η ετε­ρό­τη­τα εντο­πί­ζε­ται αρ­χι­κά στο έρ­γο στη ρου­μα­νι­κής κα­τα­γω­γής Σό­νια:

    Εί­στε πο­λύ όμορ­φη. Ξέ­ρω κι εγώ. Αλ­λιώ­τι­κη. Εί­στε Ρου­μά­να; (1990:7)

    Ο τρό­πος που η Ανα­γνω­στά­κη ξε­δι­πλώ­νει την ατο­μι­κό­τη­τα της Άν­νας, μέ­σα από τις απρό­σμε­νες αντι­δρά­σεις της, την κα­θι­στά ιδιαί­τε­ρη, ξε­χω­ρι­στή.

    Δεν έχω δει άν­θρω­πο να αλ­λά­ζει διά­θε­ση από λε­πτό σε λε­πτό, όπως εσύ. (1990:21)

    Θα σε σκο­τώ­σω όπου κι αν εί­σαι θα σε σκο­τώ­σω. Θα σε πα­τή­σω με το αυ­το­κί­νη­το… Θα σε λιώ­σω… Ο Σω­τή­ρης τόλ­μη­σε να πι­στέ­ψει πως τον ερω­τεύ­τη­κα. Αυ­τόν. Τόλ­μη­σε να πι­στέ­ψει για μέ­να. Για μέ­να. Για μέ­να που… εμέ­να… εμέ­να, εμέ­να μ’ αρέ­σει ο Ρό­μπερτ Ρέ­ντ­φορντ! (1990:34-38)

    Εξαι­ρε­τι­κό εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει επί­σης ο τρό­πος που η Ανα­γνω­στά­κη υφαί­νει το δί­πο­λο Άν­νας και Σό­νιας, απα­τη­μέ­νης συ­ζύ­γου και ερω­μέ­νης. Με­σό­κο­πη η πρώ­τη – νέα η δεύ­τε­ρη, αλ­λά ποι­η­τι­κά πλά­σμα­τα και οι δύο, με μια αλ­λιώ­τι­κη εξω­τε­ρι­κή ομορ­φιά η Σό­νια και μ’ έναν αλού­τε­ρα γοη­τευ­τι­κό εσω­τε­ρι­κό κό­σμο η Άν­να.
    Όπως επι­ση­μαί­νει η Βί­κυ Μα­ντέ­λη (2014:110): «το έρ­γο γραμ­μέ­νο στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του 1990 το­πο­θε­τεί­ται σε ένα δια­φο­ρε­τι­κό πλαί­σιο από εκεί­νο που χα­ρα­κτη­ρί­ζει την ως τώ­ρα ερ­γο­γρα­φία της συγ­γρα­φέ­ως: Ο από­η­χος του δι­κτα­το­ρι­κού και με­τεμ­φυ­λια­κού κλί­μα­τος έχει συρ­ρι­κνω­θεί, ενώ αυ­τό που ανα­πα­ρι­στά­νε­ται με με­γα­λύ­τε­ρη αι­σιο­δο­ξία εί­ναι ένας με­γα­λο­α­στι­κός τρό­πος ζω­ής, όπου τα άτο­μα δεν στε­ρού­νται υλι­κά αγα­θά και εί­ναι σε θέ­ση να τρο­φο­δο­τή­σουν τις καλ­λι­τε­χνι­κές ανά­γκες τους.» Τα Δια­μά­ντια και Μπλούζ, ση­μειώ­νει ο Άκης Δή­μου (2011:93), «εί­ναι γραμ­μέ­να στη δρο­σε­ρή σκιά του Τσέ­χοφ και του Άλ­μπι,[11] αντλούν την αξία τους από την αμ­φί­ση­μη, πυ­ρε­τώ­δη, σχε­δόν ασθμα­τι­κή γρα­φή της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη. Η ομορ­φιά τους εί­ναι συν­θη­μα­τι­κή, δεν απο­κα­λύ­πτε­ται εύ­κο­λα. Όπως συν­θη­μα­τι­κή εί­ναι και η γοη­τεία της ίδιας της συγ­γρα­φέ­ως τους, που μοιά­ζει εδώ να φλερ­τά­ρει με το «ελα­φρύ», ερω­τευ­μέ­νη ωστό­σο μό­νι­μα με το βά­θος των πραγ­μά­των και των προ­σώ­πων της [...] Τί­πο­τα δεν εί­ναι ορι­στι­κό, όλα εκ­κρε­μούν, τα­λα­ντεύ­ο­νται ανά­με­σα στο πά­θος για τη ζωή και στις συ­νε­χείς ακυ­ρώ­σεις του. Το έρ­γο ισορ­ρο­πεί ανά­με­σα στο δρα­μα­τι­κό και το γε­λοίο, το μπουλ­βάρ και το ψυ­χο­λο­γι­κό δρά­μα, απο­κα­λύ­πτο­ντας αν­θρώ­πι­να το­πία δι­χα­σμέ­να ανά­με­σα στη σφο­δρό­τη­τα της επι­θυ­μί­ας και τη βιαιό­τη­τα της μα­ταί­ω­σής της».
    Στο τέ­λος, η Άν­να θα ορ­γα­νώ­σει μια γιορ­τή για την ίδια και θα τρα­γου­δή­σει ένα μπλουζ, το Χά­θη­κα μέ­σα στη Ζωή μου. Μέ­σα απ’ αυ­τό θα οδη­γη­θεί στην ωρι­μό­τη­τα και στην αυ­το­γνω­σία, επο­μέ­νως ίσως και σε μια και­νού­ρια ζωή:

    Αυ­τοί οι δύο λοι­πόν κα­νό­νι­σαν τη ζωή μου. Απο­φά­σι­σαν για μέ­να! Ξέ­νοι άν­θρω­ποι απο­φά­σι­σαν για μέ­να! (1990:77)

    Η Τζέ­νη Κα­ρέ­ζη, η οποία ερ­μή­νευ­σε την Άν­να στο πρώ­το ανέ­βα­σμα του έρ­γου το 1990, εξο­μο­λο­γεί­ται:

    Ο άν­θρω­πος γεν­νιέ­ται και πε­θαί­νει μό­νος. Αν αυ­τό το συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει και καλ­λιερ­γή­σει σω­στές σχέ­σεις με τον εαυ­τό του, η μο­να­ξιά μπο­ρεί να γί­νει φί­λος και συ­μπα­ρα­στά­της του. Μπο­ρεί ακό­μη να γί­νει πη­γή γνώ­σης και δύ­να­μης. Πριν απ’ όλα και πά­νω απ’ όλα, πρέ­πει να κερ­δη­θεί το παι­χνί­δι της σχέ­σης με τον ίδιο μας τον εαυ­τό. Αυ­τός πρέ­πει να γί­νει η κα­λύ­τε­ρη συ­ντρο­φιά μας. Για­τί εί­ναι η πιο σί­γου­ρη και η πιο μό­νι­μη. Μα­ζί δια­βά­ζου­με, μα­ζί σκε­φτό­μα­στε, μα­ζί ονει­ρευό­μα­στε. Μα­ζί κλαί­με και μα­ζί γε­λά­με. Μα­ζί επί­σης, σβή­νου­με και τον κίν­δυ­νο της μο­να­ξιάς. Για­τί η μο­να­ξιά τι εί­ναι; Ένα κε­νό μέ­σα στην ψυ­χή του αν­θρώ­που. Εγώ τη με­γα­λύ­τε­ρη μο­να­ξιά την έχω νιώ­σει μέ­σα στο πλή­θος. (1993:44)

    Η Ανα­γνω­στά­κη, η οποία υπο­γρά­φει η ίδια και τους στί­χους του τρα­γου­διού της πα­ρά­στα­σης, σε κεί­με­νό της για την Κα­ρέ­ζη –έμελ­λε να εί­ναι για εκεί­νην η τε­λευ­ταία πα­ρά­στα­ση– ση­μειώ­νει: «Ήταν πά­ντα πε­ρι­στοι­χι­σμέ­νη από φί­λους, που τους αγα­πού­σε και την αγα­πού­σαν, και αυ­τή στο κέ­ντρο, λα­μπε­ρή, πα­νέ­ξυ­πνη, έκλε­βε όλες τις στιγ­μές» (1993:53). Και εί­ναι σαν να πε­ρι­γρά­φει τη βα­σι­κή ηρω­ί­δα του έρ­γου της, την Άν­να.

    Δή­μη­τρα Κιοσ­σο­πού­λου

    Η Δή­μη­τρα Κιοσ­σο­πού­λου, «απο­τυ­χη­μέ­νη» ηθο­ποιός, επι­στρέ­φει στην Ελ­λά­δα με­τά από πολ­λά χρό­νια, για να παί­ξει στην πα­ρά­στα­ση του έρ­γου που έγρα­ψε η, επί­σης ηθο­ποιός, αδελ­φή της Μυρ­τώ με θέ­μα την ίδια και την «πα­ρά­ξε­νη προ­σω­πι­κό­τη­τά» της.

    Παί­ζω το ρό­λο μιας ηθο­ποιού που έφυ­γε ξαφ­νι­κά από την Ελ­λά­δα, εξα­φα­νί­στη­κε κυ­ριο­λε­κτι­κά – Έπει­τα από χρό­νια επι­στρέ­φει για να πά­ρει μέ­ρος στο έρ­γο της αδερ­φής της. Ναι, πραγ­μα­τι­κή ζωή… Κά­τι ευ­χά­ρι­στο; Χμ, βόλ­τες στην πα­ρα­λία με τα πο­δή­λα­τα. Πορ­νο­ται­νί­ες τα ξη­με­ρώ­μα­τα. Η γυ­ναί­κα που έφυ­γε με το άλο­γο. Εγώ; Όχι – επαγ­γελ­μα­τι­κό θέ­α­τρο δεν έκα­να. Ού­τε και στην Ελ­λά­δα, άλ­λω­στε. Πο­τέ. Η πρώ­τη μου φο­ρά θα εί­ναι, αλ­λά έξω δε στα­μά­τη­σα να ασχο­λού­μαι. Που; Μό­νη μου. Θέ­λω να πω, εί­χα τα βι­βλία μου μα­ζί μου, με­λε­τού­σα και έπει­τα έπαι­ζα για τους φί­λους μου, εί­χα πολ­λούς φί­λους έξω – Ακού­στε μια στιγ­μή – τι; Αν εί­ναι αλή­θεια; Ναι, εί­ναι αλή­θεια, ήμουν άρ­ρω­στη ένα διά­στη­μα – μάλ­λον ένα με­γά­λο διά­στη­μα. Α, ναι, αρ­ρώ­στη­σα σχε­δόν αμέ­σως μό­λις έφυ­γα από την Ελ­λά­δα – βλέ­πω εί­στε κα­λά πλη­ρο­φο­ρη­μέ­νοι. Μμ… έπει­τα από ένα χρό­νο πε­ρί­που – Σε νο­σο­κο­μείο, ναι. Για­τί ρω­τά­τε συ­νέ­χεια – Αν εί­στε αδιά­κρι­τος – όχι, κα­θό­λου – Στην αρ­χή έπα­θα πνευ­μο­νία – κα­θό­λου, σας λέω. Φυ­σι­κά δεν κρύ­βω τί­πο­τα. Όταν πέ­ρα­σε η πνευ­μο­νία με κρά­τη­σαν κι άλ­λο. Πο­λύ, δεν ξέ­ρω, δε θυ­μά­μαι. Εί­παν πως ήταν κα­τά­θλι­ψη. Από τι; Ίσως εί­ναι αυ­τό το αί­σθη­μα της απο­τυ­χί­ας. Έχω ένα αί­σθη­μα απο­τυ­χί­ας… (1995:33)

    Ο τρό­πος που η Ανα­γνω­στά­κη σκια­γρα­φεί το πορ­τραί­το της ηρω­ί­δας της θυ­μί­ζει τη μνη­μειώ­δη φρά­ση του Μπέ­κετ από το Worstward Ho (1983):

    Πά­ντα προ­σπά­θεια. Πά­ντα απο­τυ­χία. Δεν πει­ρά­ζει. Προ­σπά­θη­σε ξα­νά. Από­τυ­χε ξα­νά. Από­τυ­χε κα­λύ­τε­ρα…

    Πράγ­μα­τι η Κιοσ­σο­πού­λου δεν στα­μα­τά να προ­σπα­θεί και να απο­τυγ­χά­νει διαρ­κώς εί­τε στην Ελ­λά­δα εί­τε στο εξω­τε­ρι­κό εί­τε ακό­μα και με­τά την ελ­πι­δο­φό­ρα επι­στρο­φή της στην Ελ­λά­δα. Μέ­σα στην απο­τυ­χία έχει άλ­λω­στε δια­μορ­φω­θεί κι ο χα­ρα­κτή­ρας της, άρα επο­μέ­νως και το πε­πρω­μέ­νο της, σύμ­φω­να με την Ηρα­κλεί­τεια ρή­ση «ήθος αν­θρώ­πω δαί­μων». Έτσι και η πα­ρά­στα­ση, στην οποία συμ­με­τέ­χουν επί­σης ο γιος της Άγης,[12] νέ­ος ηθο­ποιός που τον με­γά­λω­σε η θεία του, όταν η μη­τέ­ρα του έφυ­γε μό­νι­μα στο εξω­τε­ρι­κό στην τρυ­φε­ρή για εκεί­νον ηλι­κία των οκτώ ετών, κα­θώς και η κο­πέ­λα του Κο­ρί­να, δη­μο­σιο­γρά­φος που ανα­λαμ­βά­νει και την επι­κοι­νω­νία της πα­ρά­στα­σης, δεν θα γί­νει και η Δή­μη­τρα δεν θα ανέ­βει τε­λι­κά πο­τέ στη σκη­νή… Στο τέ­λος του έρ­γου η Κο­ρί­να και ο Άγης θα φύ­γουν και οι δύο προς δια­φο­ρε­τι­κές κα­τευ­θύν­σεις, αφή­νο­ντας πί­σω τη Μυρ­τώ και τη Δή­μη­τρα, για ένα Τα­ξί­δι μα­κριά (1995).
    Όπως επι­ση­μαί­νει η ίδια η συγ­γρα­φέ­ας, στο έρ­γο «πα­ρα­κο­λου­θού­με τέσ­σε­ρις ηθο­ποιούς που, ανα­κα­τεύ­ο­ντας πα­ρόν και πα­ρελ­θόν, παί­ζο­ντας τη ζωή τους και παί­ζο­ντας με αυ­τήν, παίρ­νουν μέ­ρος σ’ ένα πα­ρα­κιν­δυ­νευ­μέ­νο και ταυ­τό­χρο­να ια­μα­τι­κό παι­χνί­δι».[13] Μέ­σα σε μια ατμό­σφαι­ρα που θυ­μί­ζει Πι­ρα­ντέ­λo,[14] οι ήρω­ες του έρ­γου με αυ­το­σχε­δια­σμούς και πρό­βες θα ετοι­μά­σουν τη θε­α­τρι­κή τους πα­ρά­στα­ση με υλι­κό την ίδια τους τη ζωή. Τα σκη­νι­κά πρό­σω­πα θα συ­γκρου­στούν, θα έρ­θουν αντι­μέ­τω­πα με το πα­ρελ­θόν, τις φο­βί­ες τους και την επώ­δυ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ώσπου μέ­σα από το πα­λίμ­ψη­στον της τέ­χνης του θε­ά­τρου να θε­ρα­πευ­τούν και να «τα­ξι­δέ­ψουν μα­κριά». Ο συ­σχε­τι­σμός με την Άν­να από τα Δια­μά­ντια και μπλουζ, η οποία μέ­σα από τη μου­σι­κή και το τρα­γού­δι οδη­γεί­ται στην αυ­το­γνω­σία και στην προ­σω­πι­κή της ωρι­μό­τη­τα εί­ναι ανα­πό­φευ­κτος.
    Στο έρ­γο συ­να­ντά­με ομοιό­τη­τες και με άλ­λα έρ­γα της Ανα­γνω­στά­κη. Όπως στην Πα­ρέ­λα­ση τα δύο αδέλ­φια δια­φω­νούν για πε­ρι­στα­τι­κά των παι­δι­κών τους χρό­νων, έτσι και εδώ μά­να και γιος έχουν δια­φο­ρε­τι­κές ανα­μνή­σεις από την ολι­γό­μη­νη συμ­βί­ω­σή τους στην Αγ­γλία. Βέ­βαια, το ίδιο το έρ­γο μάς υπο­δει­κνύ­ει ότι η ερ­μη­νεία της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, εί­τε πρό­κει­ται για πα­ρελ­θόν εί­τε για πα­ρόν, απο­τε­λεί ανα­φαί­ρε­το δι­καί­ω­μα των δρα­μα­τι­κών προ­σώ­πων. Για την ερ­μη­νεία αυ­τή η συγ­γρα­φέ­ας επι­στρα­τεύ­ει το θέ­α­τρο μέ­σα στο θέ­α­τρο, ως μέ­σο ψευ­δαί­σθη­σης αλ­λά και ανα­ζή­τη­σης της αλή­θειας. Μέ­σα από αυ­τή την αντί­φα­ση αλ­λά και κυ­ρί­ως μέ­σα από την έκ­θε­σή τους στους θε­α­τές στον δη­μό­σιο χώ­ρο μιας πα­ρά­στα­σης οι ήρω­ες του έρ­γου μοιά­ζουν άτο­μα ξε­χω­ρι­στά, ιδιαι­τέ­ρως δυ­να­τοί μα και ευά­λω­τοι ταυ­τό­χρο­να.
    Πα­ρ’ όλα αυ­τά, στο Τα­ξί­δι μα­κριά, όπως και στα έρ­γα η Κα­σέ­τα, ο Ήχος του όπλου και Δια­μά­ντια και μπλουζ, υπάρ­χει μια βα­σι­κή δια­φο­ρο­ποί­η­ση από τα πρώ­τα έρ­γα της συγ­γρα­φέ­ως. «Οι δρα­μα­τι­κές κα­τα­στά­σεις», όπως πα­ρα­τη­ρεί η Βί­κυ Μα­ντέ­λη (2014:118), «απο­μα­κρύ­νο­νται από την οι­κο­γε­νεια­κή, συλ­λο­γι­κή τρα­γω­δία και ανα­πτύσ­σο­νται σε σχέ­ση με το εξα­το­μι­κευ­μέ­νο δρά­μα των δρα­μα­τι­κών προ­σώ­πων, που κι­νού­νται στα όρια ή τα έχουν υπερ­βεί».
    Η ανα­φο­ρά βέ­βαια λί­γο πριν την τε­λευ­ταία ει­κό­να στον Ερω­τό­κρι­το,[15] ως το έρ­γο που πρό­κει­ται τε­λι­κά να ανε­βά­σει ο Άγης, έρ­χε­ται να ενι­σχύ­σει τη συλ­λο­γι­κή μνή­μη και να ενώ­σει το θε­α­τρι­κό του μέλ­λον με το θε­α­τρι­κό πα­ρελ­θόν της θεί­ας του, μιας και εκεί­νη εί­χε συμ­με­τά­σχει ως ηθο­ποιός σε πα­ρά­στα­ση του ίδιου έρ­γου στα νιά­τα της. Η ανα­φο­ρά αυ­τή δεν μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί τυ­χαία κι ίσως μά­λι­στα να οφεί­λε­ται και στην κρη­τι­κή κα­τα­γω­γή της συγ­γρα­φέ­ως.[16]

    Απο­χαι­ρε­τι­στή­κα­σι κ’ οι δυό την ώρα εκεί­νη
    Και με τους ανα­στε­ναγ­μούς κλά­μα κουρ­φόν εγί­νη.

    Σο­φία Απο­στό­λου

    «Η Σο­φία Απο­στό­λου του Ιω­άν­νου και της Ευ­γε­νεί­ας, κα­θη­γή­τρια γαλ­λι­κής στο Δη­μό­σιο με ανώ­τε­ρες σπου­δές στη Φι­λο­λο­γία, κά­το­χος επί­σης της αγ­γλι­κής και της ρω­σι­κής, πρώ­ην κα­θη­γή­τρια, απο­λυ­θεί­σα λό­γω αλ­κο­ο­λι­σμού» εί­ναι η ηρω­ί­δα του μο­νο­λό­γου Ο ου­ρα­νός κα­τα­κόκ­κι­νος (1997). Μια ανε­ξι­χνί­α­στη «ρο­πή προς το κα­κό», την οδη­γεί να βοη­θή­σει τον γιο της Γιάν­νη να επεν­δύ­σει σε ει­σα­γό­με­να κο­ρί­τσια του πρώ­ην υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού. Οι «μπίζ­νες» όμως γί­νο­νται η αι­τία για να βρε­θεί πί­σω από τα κά­γκε­λα. Και τό­τε η Σο­φία Απο­στό­λου βρί­σκει προ­ο­ρι­σμό, νοι­κιά­ζει μια γκαρ­σο­νιέ­ρα με θέα τις φυ­λα­κές και όλη την τα­ρά­τσα δι­κή της για να βλέ­πει τον «ου­ρα­νό κα­τα­κόκ­κι­νο», όταν δύ­ει ο ήλιος. Εκεί εί­ναι πιο κο­ντά στον γιο της, ο οποί­ος έχει κα­τα­δι­κα­στεί για μα­στρο­πεία. Σκέ­φτε­ται τη ζωή της και τον πρό­ω­ρα χα­μέ­νο «κου­μου­νι­στή αλ­λά τσαχ­πί­νη» σύ­ζυ­γό της Χρη­στά­κη, σαρ­κά­ζει την κοι­νω­νία και τις ιδε­ο­λο­γί­ες που κα­τέρ­ρευ­σαν αφή­νο­ντας τους αν­θρώ­πους με­τέ­ω­ρους στη νέα τά­ξη πραγ­μά­των και μα­γει­ρεύ­ει όλη μέ­ρα για τον «άσχη­μο και ηλί­θιο» γιο της, τον Γιάν­νη της…
    Το κοι­νω­νι­κό πλαί­σιο, μέ­σα στο οποίο το­πο­θε­τεί­ται το έρ­γο με όχη­μα το αντι­θε­τι­κό ζεύ­γος του νε­κρού κομ­μου­νι­στή συ­ζύ­γου και του φυ­λα­κι­σμέ­νου γιου της ηρω­ί­δας, εί­ναι η σύγ­χρο­νη Ελ­λά­δα των λα­μό­γιων και της δια­φθο­ράς. Η Χρύ­σα Προ­κο­πά­κη σκια­γρα­φεί με λε­πτο­μέ­ρεια το πλαί­σιο αυ­τό: «Με­τα­νά­στες με­τά την πτώ­ση του υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού, μα­στρο­ποί, κυ­κλώ­μα­τα, κο­μπί­νες, θύ­τες και θύ­μα­τα αξε­διά­λυ­τα, ενώ οι πραγ­μα­τι­κοί θύ­τες απο­λαμ­βά­νουν την εκ­μαυ­λι­στι­κή νο­μι­μό­τη­τά τους.» (1998-1999:43)

    Η Ρέ­νη Πιτ­τα­κή,[17] που ερ­μή­νευ­σε τη Σο­φία Απο­στό­λου στο πιο πρό­σφα­το ανέ­βα­σμα του έρ­γου, ανα­φέ­ρει: «η Ανα­γνω­στά­κη με τον δι­κό της, διό­λου συν­θη­μα­το­λο­γι­κό τρό­πο μι­λά­ει για την απο­τυ­χία των συ­στη­μά­των, όχι μό­νο την πτώ­ση του υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού αλ­λά και την ξέ­φρε­νη πο­ρεία του νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου κα­πι­τα­λι­σμού, με τις γνω­στές συ­νέ­πειες για τις ζω­ές μας»[18] και αφιε­ρώ­νει την ερ­μη­νεία της στην πρώ­τη δι­δά­ξα­σα του ρό­λου Βέ­ρα Ζα­βι­τσιά­νου.[19]

    «Στην αυ­στη­ρή οι­κο­νο­μία του μο­νο­λό­γου πα­ρεμ­βάλ­λο­νται παι­γνιώ­δεις προ­κλη­τι­κές εκ­φρά­σεις και αρι­στε­ρο­κομ­μα­τι­κή ξύ­λι­νη φρα­σε­ο­λο­γία, δια­κει­με­νι­κά παι­χνί­δια, πα­λιά γαλ­λι­κά τρα­γού­δια και η «Διε­θνής» σε μια ιδιό­τυ­πη χη­μεία. Με μαύ­ρο χιού­μορ και με μια ανά­μνη­ση μπε­κε­τι­κής Γουί­νι,[20] η ηρω­ί­δα ανα­φέ­ρε­ται στις «ωραί­ες μέ­ρες», «ωραί­ες», «και λί­γο επι­κίν­δυ­νες», ση­μειώ­νει η Καγ­γε­λά­ρη σε κεί­με­νό της, στο οποίο συν­δέ­ει τον Ου­ρα­νό κα­τα­κόκ­κι­νο με τη Νί­κη και το Σ’ Εσάς που με Ακού­τε, με άξο­να την έν­νοια του ξέ­νου, όπως αυ­τή δια­περ­νά τα συ­γκε­κρι­μέ­να θε­α­τρι­κά κεί­με­να στην «κυ­ριο­λε­κτι­κή και με­τα­φο­ρι­κή της διά­στα­ση» (2007:151-152).

    Ο ου­ρα­νός κα­τα­κόκ­κι­νος εί­ναι μια ωδή στην ετε­ρό­τη­τα. Η Σο­φία Απο­στό­λου νιώ­θει πως ξε­χω­ρί­ζει, για­τί «πη­γαί­νει δυο φο­ρές τον μή­να και βλέ­πει τον άσχη­μο και ηλί­θιο γιo της, πα­ρέα με τους Αλ­βα­νούς και τους πρε­ζά­κη­δες», όπως ξε­χω­ρί­ζει και η Βά­σω στη Νί­κη, συγ­γε­νής του επί­σης φυ­λα­κι­σμέ­νου κα­τη­γο­ρού­με­νου για φό­νο αδελ­φού της Θα­νά­ση, ή ο Παύ­λος της Κα­σέ­τας, που του αρέ­σει «να κά­θε­ται και να βλέ­πει μια γραμ­μή» και ο Μι­χά­λης από τον Ήχο του όπλου, τα ιδα­νι­κά του οποί­ου δεν γί­νο­νται απο­δε­κτά από τους άλ­λους. Αυ­τή η φω­νή της ετε­ρό­τη­τας που χρό­νια αρ­θρώ­νει η συγ­γρα­φέ­ας μοιά­ζει εδώ να δυ­να­μώ­νει και να δα­νεί­ζε­ται στοι­χεία από την ίδια και τις αρι­στε­ρές της κα­τα­βο­λές. «Ό,τι αξί­ζει στον άν­θρω­πο εί­ναι να έχει να πει μία ιστο­ρία συ­ντα­ρα­κτι­κή. Κι εκεί­νοι που δεν έχουν και ού­τε καν έχουν φα­ντα­στεί μία ιστο­ρία εί­ναι χα­μέ­νοι για πά­ντα και δεν θα γυ­ρί­σω να τους κοι­τά­ξω κι όσο να με πα­ρα­κο­λου­θούν δεν θα γυ­ρί­σω, για­τί έστω ότι υπάρ­χει ένα χρέ­ος στον άν­θρω­πο, αυ­τό εί­ναι να πει μια συ­ντα­ρα­κτι­κή ιστο­ρία και από ηθι­κό χρέ­ος.» (2008:230) υπο­στη­ρί­ζει ο Γιώρ­γος Χει­μω­νάς και πραγ­μα­τι­κά η Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη με την ιστο­ρία της Σο­φί­ας Απο­στό­λου εκ­πλη­ρώ­νει το ηθι­κό της χρέ­ος στο ακέ­ραιο.
    «Το λευ­κό του προ­σώ­που της ομοιο­κα­τα­λη­κτεί με τον Ου­ρα­νό κα­τα­κόκ­κι­νο του θε­α­τρι­κού της έρ­γου» γρά­φει ο ποι­η­τής Γιάν­νης Κο­ντός (2014:74) για να δεί­ξει τη βα­θιά σχέ­ση της συγ­γρα­φέ­ως με το συ­γκε­κρι­μέ­νο έρ­γο. Δεν εί­ναι άλ­λω­στε τυ­χαίο ότι τον μο­νό­λο­γο αυ­τό έχει ηχο­γρα­φή­σει με τη φω­νή της η ίδια η Ανα­γνω­στά­κη. Σε πα­ρά­στα­ση,[21] που έγι­νε για να τι­μη­θούν τα πε­νή­ντα χρό­νια της δρα­μα­τουρ­γί­ας της ακού­στη­κε η ίδια της η φω­νή να απαγ­γέ­λει:

    Εγώ δε βο­λεύ­ο­μαι.
    Δεν εί­μαι ο μέ­σος όρος.
    Δεν εί­μαι απ’ αυ­τούς που ρί­χνουν νε­ρό στο μύ­λο των ισχυ­ρών και νο­μί­ζουν πως εί­ναι κά­τι, ενώ δεν εί­ναι τί­πο­τα!
    Δεν έχω καν αλυ­σί­δες για να τις χά­σω!
    Πο­τέ δεν εί­χα αλυ­σί­δες εγώ!

    Ρό­ζα Λού­ξε­μπουργκ

    Στο Βε­ρο­λί­νο του 2001 λαμ­βά­νει χώ­ρα ένα φι­λει­ρη­νι­κό φό­ρουμ, όμως στους δρό­μους επι­κρα­τεί ανα­τα­ρα­χή. Σ’ ένα σπί­τι που ανή­κει στον Χανς και στην Ελ­λη­νί­δα σύ­ζυ­γό του Μα­ρία και υπε­νοι­κιά­ζε­ται, κα­τοι­κούν επί­σης ένα νε­α­ρό ζευ­γά­ρι Ελ­λή­νων, ο Άγης και η Σο­φία, κα­θώς και ο Ιβάν. Ο Άγης εί­ναι με­τα­πτυ­χια­κός φοι­τη­τής και συγ­γρα­φέ­ας. Στο βι­βλίο του φέρ­νει την επα­να­στά­τρια Ρό­ζα Λού­ξε­μπουργκ στον 21ο αιώ­να και της δί­νει τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και τις συ­νή­θειες της Σο­φί­ας. Ο Άγης προ­ε­τοι­μά­ζε­ται για την επό­με­νη ημέ­ρα, οπό­τε θα μι­λή­σει για το βι­βλίο του και θα πα­ρου­σιά­σει τη Σο­φία ως την εν­σαρ­κω­μέ­νη ηρω­ί­δα του, σε φι­λει­ρη­νι­κό φό­ρουμ που διορ­γα­νώ­νε­ται στο Πα­νε­πι­στή­μιο. Γι’ αυ­τό τον σκο­πό έχει φέ­ρει στο σπί­τι μα­γνη­τό­φω­να, μι­κρό­φω­να, με­γά­φω­να, πα­νό κ.ά. Στη συ­νέ­χεια πρό­κει­ται να φύ­γει για να τε­λειώ­σει το βι­βλίο του, αφή­νο­ντας πί­σω τη Σο­φία. Τη Σο­φία ση­μα­δεύ­ει ένα οι­κο­γε­νεια­κό δρά­μα, άγνω­στο στον Άγη, στο οποίο ανα­φέ­ρε­ται όταν μό­νη της στο σπί­τι κά­νει πρό­βα αυ­τά που θα πει την επό­με­νη ημέ­ρα στο φό­ρουμ. Η Σο­φία προ­σπα­θεί να βρει χρή­μα­τα για να συ­ντη­ρή­σει την οι­κο­γέ­νειά της στην Ελ­λά­δα, αφού ο πα­τέ­ρας της τους έχει εγκα­τα­λεί­ψει, με­τά την απο­κά­λυ­ψη της ομο­φυ­λο­φι­λί­ας του αδερ­φού της και ύστε­ρα από ένα ατύ­χη­μα που άφη­σε πα­ρά­λυ­το τον τε­λευ­ταίο. Εξαι­τί­ας αυ­τού του ατυ­χή­μα­τος και για να στη­ρί­ξει οι­κο­νο­μι­κά την οι­κο­γέ­νειά της, η Σο­φία συμ­με­τέ­χει σε αγο­ρα­πω­λη­σί­ες ναρ­κω­τι­κών. Σε λί­γες ώρες ανα­μέ­νε­ται η μη­τέ­ρα της, Έλ­σα, με τον αδερ­φό της, Νί­κο, και τον φί­λο του αδερ­φού της, Τζί­νο. Η Σο­φία ετοι­μά­ζει ένα «με­γά­λο κόλ­πο», το τε­λευ­ταίο, που θα απο­φέ­ρει πολ­λά χρή­μα­τα, ώστε να απαλ­λα­γεί από τις συ­νε­χείς πιέ­σεις της μη­τέ­ρας της. Η Έλ­σα και η ακο­λου­θία της έρ­χο­νται στο σπί­τι στο τέ­λος του πρώ­του μέ­ρους. Το βρά­δυ της ίδιας ημέ­ρας, η Μα­ρία μα­γει­ρεύ­ει προς τι­μήν της οι­κο­γέ­νειας της Σο­φί­ας. Με­τά το δεί­πνο υπάρ­χει πολ­λή έντα­ση με­τα­ξύ της Σο­φί­ας και της Έλ­σας. Όσο η Σο­φία πε­ρι­μέ­νει το τη­λε­φώ­νη­μα για την αγο­ρα­πω­λη­σία ναρ­κω­τι­κών και ο Ιβάν και ο Τζί­νο που γνω­ρί­ζουν την κα­τά­στα­ση αγω­νιούν, γί­νε­ται ανα­φο­ρά στο φό­ρουμ της επό­με­νης ημέ­ρας. Τό­τε ο Άγης προ­τεί­νει να μι­λή­σουν όλοι στο φό­ρουμ και να κά­νουν αμέ­σως πρό­βα. Όλα τα πρό­σω­πα, εκτός της Σο­φί­ας, παίρ­νουν με τη σει­ρά το μι­κρό­φω­νο και λέ­νε την προ­σω­πι­κή τους ιστο­ρία. Τε­λευ­ταί­ος παίρ­νει το μι­κρό­φω­νο ο Άγης, ο οποί­ος μι­λά­ει για το βι­βλίο του και ανα­φέ­ρει για πρώ­τη φο­ρά το όνο­μα της Ρό­ζας Λού­ξε­μπουργκ.[22]

    Μέ­σα εκεί μι­λά­ει για μια γυ­ναί­κα που έχα­σε τη ζωή της το 1919 ανά­με­σα σε δυο πα­γκο­σμί­ους πο­λέ­μους. Μια σπου­δαία γυ­ναί­κα, μια σπου­δαία αγω­νί­στρια που μια νύ­χτα τη δο­λο­φό­νη­σαν μέ­σα στο αστυ­νο­μι­κό τμή­μα και έπει­τα τη ‘ρί­ξαν στο πο­τά­μι. (2007:108)

    Κα­τά τη διάρ­κεια της ομι­λί­ας του η Σο­φία, που έχει λά­βει το τη­λε­φώ­νη­μα για την αγο­ρα­πω­λη­σία, έχο­ντας ως προ­κά­λυμ­μα τον Χανς βγαί­νει από το σπί­τι. Ενώ ο Άγης τε­λειώ­νει τον λό­γο του, μια νε­α­ρή Γερ­μα­νί­δα, η Τρού­ντελ, αδερ­φή του συ­νερ­γά­τη της Σο­φί­ας στο «κόλ­πο» φέρ­νει στο σπί­τι τον Χανς και ανα­κοι­νώ­νει στα γερ­μα­νι­κά (γλώσ­σα άγνω­στη στην Έλ­σα) πως η Σο­φία έπε­σε θύ­μα πλε­κτά­νης και ότι δο­λο­φο­νή­θη­κε από έναν αστυ­νο­μι­κό. Το έρ­γο τε­λειώ­νει με τον Ιβάν να λέ­ει στη Μα­ρία: «Πά­ρε την Έλ­σα μέ­σα, η κό­ρη της σκο­τώ­θη­κε από αδέ­σπο­τη σφαί­ρα…» (2017:142) και τον Άγη με τον Τζί­νο να στέ­κουν εμ­βρό­ντη­τοι ο ένας απέ­να­ντι στον άλ­λο.
    Οι ήρω­ες τού Σ’ εσάς που με ακού­τε (2003), ως επί το πλεί­στον δια­φο­ρε­τι­κής εθνι­κό­τη­τας και γλώσ­σας, συ­να­ντιού­νται σε μια πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή πό­λη – transito, που βάλ­λε­ται από τη βιαιό­τη­τα της αστυ­νο­μί­ας. Με τα μι­κρό­φω­να ανά χεί­ρας μι­λούν σε μια νοη­τή δια­δή­λω­ση, «σ’ αυ­τούς που τους ακού­νε». Η ου­σία δεν εί­ναι τι κα­τα­θέ­τουν, αλ­λά ότι ανα­πα­ρι­στούν μια στιγ­μή επα­νά­στα­σης αγω­νι­ζό­με­νοι να αρ­θρώ­σουν δη­μό­σια λό­γο και να επι­κοι­νω­νή­σουν. Στό­χος εί­ναι να ζη­τή­σουν από όσους τους ακούν –τους φα­ντα­στι­κούς συμ­με­τέ­χο­ντες μιας δια­δή­λω­σης αλ­λά και τους ίδιους τους πραγ­μα­τι­κούς θε­α­τές– να ανα­λά­βουν την ευ­θύ­νη τους, ως πρό­σω­πα δρώ­ντα και χει­ρα­φε­τη­μέ­να.

    «Χει­ρα­φε­τη­μέ­νη κοι­νω­νία σή­με­ρα», λέ­ει προ­κλη­τι­κά ο Γάλ­λος φι­λό­σο­φος Ζακ Ραν­σιέρ ( Jacques Rancière), «δεν εί­ναι αυ­τή όπου έχει απή­χη­ση ένας συ­γκρο­τη­μέ­νος λό­γος απε­λευ­θε­ρω­τι­κός, αλ­λά η κοι­νω­νία στην οποία ο κα­θέ­νας μπο­ρεί να γί­νει αφη­γη­τής και με­τα­φρα­στής, να πει τη δι­κή του ιστο­ρία αντί­στα­σης και να ανα­πα­ρα­γά­γει τον λό­γο των άλ­λων προ­σθέ­το­ντας το δι­κό του στίγ­μα» (2005:70).

    Υπο­στη­ρί­ζει δη­λα­δή η συγ­γρα­φέ­ας ότι στη σύγ­χρο­νη κοι­νω­νία όχη­μα μιας και­νο­τό­μας επα­νά­στα­σης δεν μπο­ρεί να εί­ναι ο συ­νη­θι­σμέ­νος πο­λι­τι­κά στε­ρε­ο­τυ­πι­κός λό­γος, αλ­λά η προ­σω­πι­κή μας συ­νευ­θύ­νη σε όλα όσα συμ­βαί­νουν, όπως αυ­τή απορ­ρέ­ει μέ­σα από τη δυ­να­μι­κή των εξο­μο­λο­γή­σε­ων των ηρώ­ων ανα­φο­ρι­κά με τις προ­σω­πι­κές τους εμπει­ρί­ες, ει­κό­νες και αντι­στά­σεις.
    Η Ανα­γνω­στά­κη δί­νει φω­νή στα πρό­σω­πα του έρ­γου για να εκ­μυ­στη­ρευ­τούν σ’ ένα φα­ντα­στι­κό κοι­νό τις αγω­νί­ες τους, τον τρό­μο τους για τη νέα τά­ξη πραγ­μά­των αλ­λά και την προ­σω­πι­κή ανα­σφά­λεια, που τους προ­κα­λεί η κοι­νω­νι­κή δια­φθο­ρά και πα­ρακ­μή. «Η αν­θρώ­πι­νη κραυ­γή, τα συν­θή­μα­τα και οι ήχοι, όπως όλα αυ­τά ει­σβάλ­λουν στο εσω­τε­ρι­κό της σκη­νής, απο­τε­λούν ένα πλού­σιο γλωσ­σι­κό υλι­κό που δια­τρέ­χει κομ­βι­κά ση­μεία της πλο­κής και ενι­σχύ­ει συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά τον εξο­μο­λο­γη­τι­κό οί­στρο των ηρώ­ων. Συ­νε­πώς, το ηχη­τι­κό σύ­μπαν, με τις πολ­λα­πλές εκ­φάν­σεις του, όπως τις ορί­ζουν με σα­φή­νεια οι σκη­νι­κές οδη­γί­ες», ση­μειώ­νει η Μαί­ρη Μπαϊ­ρα­κτά­ρη (2011:56), «απο­τε­λεί όχι μό­νο το πλαί­σιο ενός θε­α­τρι­κού λό­γου δια­μαρ­τυ­ρί­ας αλ­λά και μια έντε­χνη αλ­λη­γο­ρία, που θέ­τει ως σκο­πό την αφύ­πνι­ση του θε­α­τή και την ανά­λη­ψη της προ­σω­πι­κής του ευ­θύ­νης.
    «Η πο­λυ­γλωσ­σία, οι προ­σω­πι­κές και επι­τη­δευ­μέ­να απο­σπα­σμα­τι­κές ιστο­ρί­ες, που κι­νούν τους ήρω­ες», υπο­γραμ­μί­ζει η Άσπα Το­μπού­λη (2009:86), «συ­μπλη­ρώ­νο­νται από την αξιο­μνη­μό­νευ­τη δια­κει­με­νι­κό­τη­τα του έρ­γου». Στί­χοι του Έλιοτ[23] και του Ανα­γνω­στά­κη,[24] κεί­με­να του Τσέ­χοφ και του Γ. Χει­μω­νά κα­θώς και ανα­φο­ρές σε ιστο­ρι­κά πρό­σω­πα, όπως η «κόκ­κι­νη Ρό­ζα», το­νί­ζουν το ιδε­ο­λο­γι­κό υπό­βα­θρο των ηρώ­ων στα μο­νο­λο­γι­κά κυ­ρί­ως κομ­μά­τια του έρ­γου. Σε ένα απ’ αυ­τά τα μο­νο­λο­γι­κά κομ­μά­τια του έρ­γου ένας από τους ήρω­ες ξε­σπά:

    Σω­πά­στε όλοι! Πρό­κει­ται να έρ­θει το νέο εί­δος των αν­θρώ­πων ένα άλ­λο εί­δος ξαφ­νι­κό. Μια νέα ρά­τσα κι από­λυ­τοι θα έχουν μια αφά­ντα­στη τε­λειό­τη­τα. Χρό­νια ετοι­μά­ζο­νται στα ερ­γα­στή­ρια των σο­φών, στις μυ­στι­κές συ­σκέ­ψεις των με­γά­λων. Έχουν μια αφά­ντα­στη τε­λειό­τη­τα - αρ­τι­μέ­λεια - μα­κρο­ζω­ία - απαλ­λαγ­μέ­νοι από ασθέ­νειες και ψυ­χο­φθό­ρα αι­σθή­μα­τα - Επι­λεγ­μέ­νοι. Γι’ αυ­τό όμως πρέ­πει προη­γου­μέ­νως οι πα­λιοί άν­θρω­ποι κι αυ­τοί οι τρο­μαγ­μέ­νοι λα­οί να εξα­φα­νι­στούν ορι­στι­κά. Με τον πιο φρι­κτό τρό­πο. Κα­νέ­να έλε­ος για μας που αιώ­νες ολό­κλη­ρους βα­σα­νι­στή­κα­με, συρ­θή­κα­με σε άσκο­πους πο­λέ­μους, σε επα­να­στά­σεις, νι­κή­σα­με και νι­κη­θή­κα­με. Εμείς… Οι αι­σθη­μα­τι­κοί άν­θρω­ποι. Οι ευ­συ­γκί­νη­τοι, οι άπλη­στοι για ζωή. Εμείς. Οι αφύ­λα­κτοι αρι­στο­κρά­τες της Ιστο­ρί­ας. Πρέ­πει να εξα­φα­νι­στού­με απ’ άκρον εις άκρον της γης αφού το νέο εί­δος... (Παύ­ση). Ας μου έλε­γε κά­ποιος πως αυ­τό θα ήταν το τέ­λος μου και δε θα εί­χα γεν­νη­θεί πο­τέ.[25] (2007:134)

    Τις φω­νές των δρα­μα­τι­κών προ­σώ­πων ηχο­γρα­φεί ο Άγης μο­ντά­ρο­ντάς τις με τα συν­θή­μα­τα από τις δια­δη­λώ­σεις. Σε ένα πα­λιό βε­ρο­λι­νέ­ζι­κο σπί­τι που στα­δια­κά τα­ρά­ζε­ται από τον ήχο των επει­σο­δί­ων, τις ρι­πές και τα δα­κρυ­γό­να, το ιδιω­τι­κό μπλέ­κε­ται με το δη­μό­σιο για να επα­νεμ­φα­νι­σθούν υπαι­νι­κτι­κά στη σκη­νή θέ­μα­τα και χα­ρα­κτή­ρες από πα­λαιό­τε­ρα έρ­γα της συγ­γρα­φέ­ως. Δεν θα ήταν υπερ­βο­λή ο ισχυ­ρι­σμός ότι στο Σ’ εσάς που με ακού­τε εγκι­βω­τί­ζε­ται σχε­δόν το σύ­νο­λο του έρ­γου της Ανα­γνω­στά­κη. Γι’ αυ­τό και στην ει­κα­στι­κή έκ­θε­ση Δω­μά­τια μνή­μης, για την οποία ερ­γα­στή­κα­με στο Φε­στι­βάλ Αθη­νών το 2018, απο­φα­σί­σα­με, μα­ζί με τη Δή­μη­τρα Κον­δυ­λά­κη, τον Γρη­γό­ρη Ιω­αν­νί­δη και τη σκη­νο­γρά­φο Λου­κία Μάρ­θα, το δω­δέ­κα­το δω­μά­τιο που αντι­στοι­χού­σε στο Σ’ εσάς που με ακού­τε να συ­γκοι­νω­νεί με όλα τα υπό­λοι­πα και να δε­σπό­ζει στο κέ­ντρο της έκ­θε­σης με τη μορ­φή αμ­φι­θε­ά­τρου, όπου οι χα­ρα­κτή­ρες του έρ­γου θα μπο­ρού­σαν να πά­ρουν υπό­στα­ση κρα­τώ­ντας ένα μι­κρό­φω­νο σαν να μι­λούν σε μια συ­γκέ­ντρω­ση ξε­χω­ρί­ζο­ντας από το πλή­θος της δια­δή­λω­σης «σε μας που τους ακού­με». Να μι­λή­σουν δη­λα­δή οι ίδιοι οι επι­σκέ­πτες της έκ­θε­σης, εφό­σον το επι­θυ­μού­σαν, βιω­μα­τι­κά, έντο­να, πα­ρα­λη­ρη­μα­τι­κά, υμνώ­ντας την ατο­μι­κό­τη­τα των ει­κό­νων και των εμπει­ριών τους χω­ρίς να δι­στά­ζουν να θυ­μη­θούν ακό­μα κι εκεί­νοι τα σύμ­βο­λα της επα­νά­στα­σης. Έτσι, το Σ’ εσάς που με ακού­τε θα έφτα­νε ου­σια­στι­κά στο σή­με­ρα ως ένα πε­δίο δη­μό­σιου δια­λό­γου για τα κοι­νω­νι­κά, πο­λι­τι­κά και ατο­μι­κά αδιέ­ξο­δα που μα­στί­ζουν τις σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες.
    Η Μπέ­τυ Νι­κο­λέ­ση, η ηθο­ποιός που ερ­μή­νευ­σε την Έλ­σα στο πιο πρό­σφα­το ανέ­βα­σμα του έρ­γου το 2023 στο ΚΘ­ΒΕ στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, σχο­λιά­ζο­ντας στα μέ­σα κοι­νω­νι­κής δι­κτύ­ω­σης το δυ­στύ­χη­μα των Τε­μπών[26] γρά­φει: «Σ’ εσάς που με ακού­τε! Ας σκε­φτού­με επι­τέ­λους σο­βα­ρά πώς θέ­λου­με να ζή­σου­με και ποιος και για­τί μας εμπο­δί­ζει. Τι άλ­λο πρέ­πει να συμ­βεί; Ας απαι­τή­σου­με όλοι μα­ζί ως πο­λι­τι­κά όντα το δι­καί­ω­μά μας στη ζωή και ημών και των αγα­πη­μέ­νων μας και των συ­ναν­θρώ­πων μας. Για­τί τί­πο­τα δεν εί­ναι τό­σο μα­κριά μας όσο νο­μί­ζου­με... όλα εί­ναι πο­λύ κο­ντά κι ας μοιά­ζουν μα­κριά... Όχι αύ­ριο, σή­με­ρα! Ας φω­νά­ξου­με σή­με­ρα, ας απαι­τή­σου­με σή­με­ρα!». Αυ­τό όμως που κά­νει το Σ’ εσάς που με ακού­τε ιδιαί­τε­ρα επί­και­ρο στις μέ­ρες μας εί­ναι ότι εστιά­ζει στην αξία της συλ­λο­γι­κό­τη­τας, όπως αυ­τή υπο­γραμ­μί­ζε­ται εί­τε από τους δια­μαρ­τυ­ρό­με­νους εί­τε από αυ­τούς που πα­ρα­κο­λου­θούν τη δια­μαρ­τυ­ρία. Προ­φη­τεύ­ει δη­λα­δή η συγ­γρα­φέ­ας ότι το και­νούρ­γιο δεν θα προ­κύ­ψει από τα συ­νή­θη επα­να­στα­τι­κά τσι­τά­τα, αλ­λά θα απο­τε­λεί μί­ξη ετε­ρό­κλη­των συ­μπε­ρι­φο­ρών, των οποί­ων την ατο­μι­κό­τη­τα οφεί­λου­με να σε­βα­στού­με. Η αξία της φα­ντα­σμα­γο­ρί­ας, η δυ­να­τό­τη­τα δη­λα­δή του να αφη­γη­θεί κα­νείς την προ­σω­πι­κή του ιστο­ρία, συ­να­ντά τους συλ­λο­γι­κούς αγώ­νες για μια δι­καιό­τε­ρη κοι­νω­νία. Σε μια διαρ­κώς με­τα­βαλ­λό­με­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, οι ήρω­ες του έρ­γου και μα­ζί τους μια ολό­κλη­ρη κοι­νω­νία διεκ­δι­κούν χώ­ρο, χρό­νο και ύπαρ­ξη. Αί­τη­μά τους εί­ναι να ει­σα­κου­στούν για να υπάρ­ξουν εί­τε ως ατο­μι­κό­τη­τες εί­τε ως σύ­νο­λο ενά­ντια σε μια νέα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, που τους κά­νει να ασφυ­κτιούν. Ο κλει­στο­φο­βι­κός ιδιω­τι­κός χώ­ρος, όπως ορί­ζε­ται στο έρ­γο, και ο αγο­ρα­φο­βι­κά δη­μό­σιος, προ­κα­λεί στο βά­θος το ίδιο αί­σθη­μα ασφυ­ξί­ας. Γι’ αυ­τό και η σκη­νι­κή διευ­θέ­τη­ση, που προ­τεί­νει η ίδια η Ανα­γνω­στά­κη στο έρ­γο της, εστιά­ζει στην αί­σθη­ση του με­τέ­ω­ρου, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει το άτο­μο στον σύγ­χρο­νο κό­σμο της πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης. Ανά­με­σα στα «λί­γα πα­λιά έπι­πλα» εί­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νο «ένα πρα­τι­κά­μπι­λε και πά­νω του ένα μα­κρύ τρα­πέ­ζι. Γύ­ρω, με­γά­λα πα­νό με όλων των ει­δών τα συν­θή­μα­τα» (2007:89).
    Πα­ρ’ όλα αυ­τά, όπως θυ­μά­ται ο Μά­νος Λα­μπρά­κης (2015:83), βοη­θός σκη­νο­θέ­τη στην πρώ­τη πα­ρου­σί­α­ση του έρ­γου το 2003 από τον Λευ­τέ­ρη Βο­για­τζή, το Σ’ εσάς που με ακού­τε δεν έτυ­χε ιδιαί­τε­ρης απο­δο­χής από τους κρι­τι­κούς: «Δια­βά­ζω την πρώ­τη εβδο­μά­δα πα­ρα­στά­σε­ων τις εφη­με­ρί­δες. Η υπο­δο­χή από τους δη­μο­σιο­γρά­φους και τους κρι­τι­κούς δεν εί­ναι η ανα­με­νό­με­νη... δεν κα­τα­λα­βαί­νουν το έρ­γο... δεν κα­τα­λα­βαί­νουν την «πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση», το θέ­μα «οι­κο­νο­μι­κοί νε­ο­με­τα­νά­στες», όλοι ανα­μέ­νουν το με­γά­λο γλέ­ντι event του ελ­λη­νι­κού millennium, τους Ολυ­μπια­κούς Αγώ­νες της Αθή­νας του 2004. Το έρ­γο τούς φαί­νε­ται «σκο­τει­νό και δυ­σοί­ω­νο…» Χρειά­στη­κε να πε­ρά­σουν δώ­δε­κα χρό­νια, ώστε να πα­ρου­σια­στεί ξα­νά το έρ­γο στην Αθή­να, για να μπο­ρέ­σει να επι­κοι­νω­νή­σει με τους κρι­τι­κούς της επο­χής: «Ίσως εί­ναι η πρώ­τη φο­ρά, με­τά τις σκη­νο­θε­σί­ες του Κουν και αρ­γό­τε­ρα του Βο­για­τζή, που έρ­γο της Ανα­γνω­στά­κη μού προ­κά­λε­σε την ιδιαί­τε­ρη εκεί­νη τα­ρα­χή που οφεί­λει –κα­τά τον Τό­μας Μπέρν­χαρντ– να προ­κα­λεί το θέ­α­τρο στο κοι­νό. Κα­λύ­τε­ρος τρό­πος να τι­μη­θούν τα πε­νή­ντα χρό­νια σκη­νι­κής πα­ρου­σί­ας αυ­τής της απλα­στο­γρά­φη­της μή­τρας της νε­ο­ελ­λη­νι­κής δρα­μα­τουρ­γί­ας δεν θα υπήρ­χε από το ευ­θύ­βο­λο ανέ­βα­σμα του τε­λευ­ταί­ου, συμ­βο­λι­κού, ευ­ρυ­γώ­νιου και τό­σο προ­φη­τι­κού έρ­γου της με τον δι­συ­πό­στα­το τί­τλο: «Σ’ εσάς που με ακού­τε.» Τί­τλος που ανα­φέ­ρε­ται τό­σο στην ίδια όσο και στους ήρω­ες του έρ­γου, που ζη­τούν ν’ ακου­στούν –από μι­κρο­φώ­νου μά­λι­στα– σ’ εμάς, στον κό­σμο, στην κοι­νω­νία», ση­μειώ­νει η Άν­νυ Κολ­τσι­δο­πού­λου στην Κα­θη­με­ρι­νή,[27] ενώ στο περ. Bookpress o Νί­κος Ξέ­νιος πα­ρα­τη­ρεί: «Η σκη­νο­θε­τι­κή εκ­δο­χή του Μά­νου Κα­ρα­τζο­γιάν­νη δια­σώ­ζει και ανα­δει­κνύ­ει τον ορα­μα­τι­σμό της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη, κα­θώς προ­κύ­πτει από την προ­σω­πι­κή του, εμ­βρι­θή με­λέ­τη– η ευ­ρύ­χω­ρη αυ­τή «Αγο­ρά του Δή­μου» που θα μπο­ρού­σε δυ­νη­τι­κά να φι­λο­ξε­νή­σει το σύγ­χρο­νο δη­μο­κρα­τι­κό αί­σθη­μα του πο­λί­τη υπο­νο­μεύ­ε­ται συ­στη­μα­τι­κά από την επί­μο­νη ιδιω­τεία και την άρ­νη­σή του να αφου­γκρα­σθεί την ετε­ρό­τη­τα του συ­μπο­λί­τη του.»[28]
    Έκτο­τε το έρ­γο πα­ρου­σιά­στη­κε ξα­νά από το Εθνι­κό Θέ­α­τρο το 2020, αλ­λά η Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη δεν ήταν πια στη ζωή. Πρό­λα­βε να γνω­ρί­σει όμως την απο­δο­χή του έρ­γου της έναν μό­λις χρό­νο πριν τον θά­να­τό της, ενώ πέ­ντε χρό­νια αρ­γό­τε­ρα έγι­νε η ίδια με τα μαύ­ρα γυα­λιά της σύμ­βο­λο στα πα­νό των δια­δη­λω­τών και στους τοί­χους ακό­μη των δη­μό­σιων κτη­ρί­ων και των δρό­μων, δί­νο­ντας έμπνευ­ση –σαν μια άλ­λη Ρό­ζα Λού­ξε­μπουργκ– στους φοι­τη­τές των πα­ρα­στα­τι­κών τε­χνών στον αγώ­να τους για την ανα­γνώ­ρι­ση των σπου­δών τους.




    «Κά­νε κά­τι»

    «Υπάρ­χει κα­μιά κοι­νω­νία, πού εί­ναι να τη δω;» ανα­ρω­τιέ­ται η Σο­φία Απο­στό­λου στον Ου­ρα­νό κα­τα­κόκ­κι­νο (1998). Πρό­κει­ται για ένα αγω­νιώ­δες ερώ­τη­μα, που δια­τρέ­χει κα­τ’ ου­σία όλη τη δρα­μα­τουρ­γία της Ανα­γνω­στά­κη από την πρώ­τη στιγ­μή που εμ­φα­νί­ζε­ται στη θε­α­τρι­κή σκη­νή το 1965 με την Πό­λη μέ­χρι και το τε­λευ­ταίο της έρ­γο Σ’ εσάς που με ακού­τε το 2003.
    Το ερώ­τη­μα αυ­τό ανα­φο­ρι­κά με τον κοι­νω­νι­κό ιστό φαί­νε­ται να απα­σχο­λεί την Ανα­γνω­στά­κη ήδη από την τρι­λο­γία της Πό­λης, όπου κυ­ριαρ­χούν η ιδιώ­τευ­ση, η κα­χυ­πο­ψία, ο φό­βος, ακό­μη και τα δη­μό­σια εγκλή­μα­τα. Η Πό­λη, γραμ­μέ­νη μέ­σα στον από­η­χο του εμ­φυ­λί­ου, φέ­ρει αναμ­φί­βο­λα όχι μό­νο το κλί­μα των εσω­τε­ρι­κών συ­γκρού­σε­ων ανά­με­σα στους πο­λί­τες, αλ­λά και την ανη­συ­χία για το ιδε­ο­λο­γι­κό υπό­βα­θρο της νέ­ας πό­λης, όπως αυ­τή ανα­συ­γκρο­τεί­ται με τη λή­ξη του εμ­φυ­λί­ου. «Άρη άνοι­ξε το πα­ρά­θυ­ρο, κά­νε κά­τι» (2016:107), φω­νά­ζει η Ζωή στον Άρη εκ­φρά­ζο­ντας την αγω­νία της Ανα­γνω­στά­κη για όλα όσα συμ­βαί­νουν αλ­λά και την ευαι­σθη­σία της ανα­φο­ρι­κά με την πο­λι­τι­κή αφύ­πνι­ση του θε­α­τή. Αυ­τή η αγω­νία δια­τυ­πώ­νε­ται πιο κα­θο­λι­κά, στα τε­λευ­ταία έρ­γα της Ανα­γνω­στά­κη Ου­ρα­νός κα­τα­κόκ­κι­νος και Σ’ εσάς που με ακού­τε, τα οποία γρά­φο­νται στον από­η­χο της διά­λυ­σης της Σο­βιε­τι­κής Ένω­σης και της πτώ­σης του τεί­χους του Βε­ρο­λί­νου αλ­λά και υπό την απει­λή της «νέ­ας τά­ξης των πραγ­μά­των».

    «Κά­νουν τη δι­κή τους επα­νά­στα­ση»

    Συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά, θα μπο­ρού­σα­με να χω­ρί­σου­με τη δρα­μα­τουρ­γία της Ανα­γνω­στά­κη σε τέσ­σε­ρις ενό­τη­τες.

    Στην πρώ­τη εντάσ­σο­νται Η πό­λη (Η πα­ρέ­λα­ση, Η πό­λη, Η Δια­νυ­κτέ­ρευ­ση), Η συ­να­να­στρο­φή και Ο Αντό­νιο ή Το μή­νυ­μα με κύ­ρια θε­μα­τι­κή τον εμ­φύ­λιο, το πα­ρα­κρά­τος της επο­χής και τη δι­κτα­το­ρία και με έντο­να τα στοι­χεία του suspense και του πα­ρα­λό­γου στη γρα­φή της. Και στα πέ­ντε αυ­τά έρ­γα το συλ­λο­γι­κό δια­πλέ­κε­ται με το προ­σω­πι­κό, το ατο­μι­κό με το δη­μό­σιο, το πραγ­μα­τι­κό με το φα­ντα­στι­κό, δη­μιουρ­γώ­ντας μια μυ­στη­ριώ­δη κλει­στο­φο­βι­κή ατμό­σφαι­ρα, που συ­χνά μας πα­ρα­πέ­μπει στον Pinter. Πα­ρά το ιστο­ρι­κό τους πλαί­σιο τα έρ­γα αυ­τά εί­ναι το­πο­θε­τη­μέ­να σε μία άχρο­νη συν­θή­κη.

    Η δεύ­τε­ρη ενό­τη­τα, στην οποία εντάσ­σο­νται Η νί­κη, Η κα­σέ­τα και Ο ήχος του όπλου έχει ως κύ­ρια θε­μα­τι­κή την ελ­λη­νι­κή οι­κο­γέ­νεια, από την πε­ρί­ο­δο της με­τα­νά­στευ­σης των Ελ­λή­νων στη Γερ­μα­νία μέ­χρι και τη Με­τα­πο­λί­τευ­ση με έμ­φα­ση στο αστι­κό της το­πίο. Όπως ήδη επι­ση­μά­να­με, στα έρ­γα αυ­τά «ο λό­γος της Ανα­γνω­στά­κη γί­νε­ται πιο νευ­ρώ­δης, αυ­στη­ρός, γνη­σιό­τε­ρα ελ­λη­νι­κός, αν θα μπο­ρού­σε να ει­πω­θεί κά­τι τέ­τοιο. Πα­ρ’ όλο που υπάρ­χουν αρ­κε­τοί μο­νό­λο­γοι, το κυ­ρί­αρ­χο στοι­χείο εί­ναι ο κο­φτός διά­λο­γος, ο κα­θη­με­ρι­νός λό­γος, με μι­κρές φρά­σεις, τε­λε­σί­δι­κες, που προ­ϋ­πο­θέ­τουν τη λαϊ­κή σο­φία», ση­μειώ­νει ο Νί­κος Μπα­κό­λας με αφορ­μή τη Νί­κη (1987:471-472).

    Η τρί­τη ενό­τη­τα πε­ρι­λαμ­βά­νει τα Δια­μά­ντια και μπλουζ και το Τα­ξί­δι μα­κριά. Εδώ, μέ­σα από τη μου­σι­κή και το τρα­γού­δι η Άν­να από το Δια­μά­ντια και μπλουζ και μέ­σα από το θέ­α­τρο η Δή­μη­τρα από το Τα­ξί­δι μα­κριά θα οδη­γη­θούν στην αυ­το­γνω­σία και την ωρι­μό­τη­τα. Εί­ναι ίσως τα πιο «προ­σω­πι­κά», ας μας επι­τρα­πεί ο όρος, έρ­γα της συγ­γρα­φέ­ως με αρ­κε­τά δια­φο­ρε­τι­κό από το ως τώ­ρα ύφος της. Το μεν Δια­μά­ντια και μπλουζ δια­θέ­τει στοι­χεία μπουλ­βάρ με ένα βά­θος όμως που θα μπο­ρού­σε να συ­γκρι­θεί με τη γρα­φή του Άλ­μπι, ενώ η όλη ατμό­σφαι­ρα στο Τα­ξί­δι μα­κριά θυ­μί­ζει Πι­ρα­ντέ­λo.

    H τέ­ταρ­τη ενό­τη­τα πε­ρι­λαμ­βά­νει τον Ου­ρα­νό κα­τα­κόκ­κι­νο, τον μο­να­δι­κό μο­νό­λο­γο της Ανα­γνω­στά­κη, και το τε­λευ­ταίο έρ­γο της Σ’ εσάς που με ακού­τε και έχει ως θέ­μα την επα­νά­στα­ση στο πρώ­το (Εγώ κά­νω τη δι­κή μου επα­νά­στα­ση –με αυ­τή τη φρά­ση κλεί­νει το έρ­γο (2007:85)) και την απο­τυ­χία της στο δεύ­τε­ρο, μια και η Σο­φία, που απο­τε­λεί για τα μά­τια του κε­ντρι­κού ήρωα, του Άγη, μια πι­θα­νή φα­ντα­στι­κή συ­νέ­χεια της Ρό­ζας Λού­ξε­μπουργκ, δο­λο­φο­νεί­ται. Και στα δύο αυ­τά έρ­γα συ­να­ντά­με τον επα­να­στά­τη της ποί­η­σης T.S Eliot, «τον ποι­η­τή που άλ­λα­ξε την ποί­η­ση» μέ­σα από την Έρη­μη Χώ­ρα: Here I am an old woman in a dry month (2007:73) στο πρώ­το και: Φλη­βάς ο Φοί­νι­κας, δε­κα­πέ­ντε μέ­ρες πε­θα­μέ­νος, Λη­σμό­νη­σε την κραυ­γή των γλά­ρων… (2007:140) στο δεύ­τε­ρο.

    Κύ­ρια θε­μα­τι­κή και των τεσ­σά­ρων ενο­τή­των των έρ­γων της συγ­γρα­φέ­ως απο­τε­λεί η ετε­ρό­τη­τα. Ο δε­κα­ε­φτά­χρο­νος Άρης από την Πα­ρέ­λα­ση που παί­ζει ακό­μη με αε­ρο­πλα­νά­κια, ο αλού­τε­ρος φω­το­γρά­φος από την Πό­λη, ο μο­να­χι­κός με τις ει­δι­κές ικα­νό­τη­τες Αντό­νιο από το ομώ­νυ­μο έρ­γο, ο «ευαί­σθη­τος» Νί­κος, με­τα­νά­στης στη Γερ­μα­νία από τη Νί­κη, ο Παύ­λος από την Κα­σέ­τα που επι­θυ­μεί «να κά­θε­ται εκεί και να κοι­τά­ει μια γραμ­μή», ο Μι­χά­λης από τον Ήχο του Όπλου, που «το μό­νο που θέ­λει εί­ναι την ησυ­χία του» (2018:95), η Σο­φία Απο­στό­λου από τον Ου­ρα­νό Κα­τα­κόκ­κι­νο, αλ­κο­ο­λι­κή και μη­τέ­ρα φυ­λα­κι­σμέ­νου, η απο­τυ­χη­μέ­νη ηθο­ποιός πρώ­ην κα­τα­θλι­πτι­κή Δή­μη­τρα Κιοσ­σο­πού­λου από το Τα­ξί­δι Μα­κριά και ο Νί­κος, ο ομο­φυ­λό­φι­λος γιος της Έλ­σας, από το Σ’ εσάς που με ακού­τε «δεν εί­ναι ο μέ­σος όρος». «Κά­νουν τη δι­κή τους επα­νά­στα­ση» υπε­ρα­σπί­ζο­ντας το δι­καί­ω­μά τους εί­τε να εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κοί εί­τε να σκέ­φτο­νται δια­φο­ρε­τι­κά από την υπό­λοι­πη κοι­νω­νία. Η συ­νει­σφο­ρά της Ανα­γνω­στά­κη υπο­γραμ­μί­ζο­ντας την έν­νοια της ετε­ρό­τη­τας μέ­σα από τη δρα­μα­τουρ­γία της, ήδη από το 1965, αλ­λά και υπο­δει­κνύ­ο­ντας τον δι­χα­σμό (Η Νί­κη, 1979) και την οι­κο­γε­νειο­κρα­τία (Η κα­σέ­τα, 1982: Τι εί­ναι η Ελ­λά­δα Γιωρ­γά­κη; Οι­κο­γε­νειο­κρα­τία που ανα­πα­ρά­γε­ται στο φουλ / (2008:76), και Σ’ εσάς που με ακού­τε 2003, Αυ­τή η μί­ζε­ρη οι­κο­γε­νειο­κρα­τία θα μας φά­ει εμάς τους Έλ­λη­νες και δε θα προ­χω­ρή­σου­με πο­τέ! / (2007:112)) ως κύ­ριες πη­γές για τη δυ­στυ­χία της δη­μό­σιας ζω­ής των Νε­ο­ελ­λή­νων απο­τε­λούν βα­σι­κές αρε­τές της τολ­μη­ρής πο­λι­τι­κής γρα­φής της.

    Πρά­ξη αντί­στα­σης

    Πα­ρά το γε­γο­νός ότι, όπως υπο­γραμ­μί­ζει ο Κώ­στας Γε­ωρ­γου­σό­που­λος,[29] «κε­ντρι­κά μο­τί­βα των έρ­γων της Ανα­γνω­στά­κη απο­τε­λούν η μο­να­ξιά, η ενο­χή, τα τραύ­μα­τα, οι εθνι­κές και προ­σω­πι­κές ήτ­τες του με­τα­πο­λε­μι­κού Έλ­λη­να, τα αδιέ­ξο­δα, οι από­πει­ρες φυ­γής από έναν ανα­πό­δρα­στο εγκλω­βι­σμό, η έλ­λει­ψη επι­κοι­νω­νί­ας και οι κα­τα­δι­κα­σμέ­νες χει­ρο­νο­μί­ες προς απο­κα­τά­στα­ση κά­ποιας επα­φής», θα πε­ριο­ρί­ζα­με τη δρα­μα­τουρ­γία της Ανα­γνω­στά­κη, αν τη συ­σχε­τί­ζα­με μό­νο με το με­τεμ­φυ­λια­κό τραύ­μα. Κι αυ­τό όχι μό­νο για­τί η Ανα­γνω­στά­κη συλ­λαμ­βά­νει μο­να­δι­κά το βά­θος των προ­σώ­πων και των πραγ­μά­των, αλ­λά για­τί η ση­με­ρι­νή κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ταυ­τί­ζει την ίδια και τον λό­γο της με σύγ­χρο­νους αγώ­νες και ιδα­νι­κά. Άλ­λω­στε, όπως γρά­φει κι ο Σε­φέ­ρης στο δο­κί­μιό του για τον Μα­κρυ­γιάν­νη: «εί­ναι ατέ­λειω­τος και τρα­γι­κός ο αγώ­νας ενός αν­θρώ­που που με όλα τα έν­στι­κτα της φυ­λής του ρι­ζω­μέ­να βα­θιά μέ­σα στα σπλά­χνα του, ανα­ζη­τά την ελευ­θε­ρία, το δί­κιο, την αν­θρω­πιά...» (1981:4)
    Στη δρα­μα­τουρ­γία της Ανα­γνω­στά­κη, έχο­ντας η ίδια γρά­ψει όσο λί­γοι ομό­τε­χνοί της για τό­σο νέ­ους ηλι­κια­κά και ερ­μη­νευ­τι­κά χα­ρα­κτή­ρες, αυ­τόν τον αγώ­να τον δί­νει η νε­ο­λαία, μιας και εί­ναι εκεί­νη που ανα­λαμ­βά­νει τον ρό­λο της αφύ­πνι­σης. «Η πα­ρου­σία της στα έρ­γα της Ανα­γνω­στά­κη», υπο­στη­ρί­ζει ο Μι­χαη­λί­δης (1975:39), «γί­νε­ται ξαφ­νι­κά. Πριν τον Αντό­νιο υπήρ­χε σαν άτο­μα, χω­ρίς γε­νι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, που ου­σια­στι­κά αντι­προ­σώ­πευαν την πε­ρί­πτω­σή τους. Από τη Συ­να­να­στρο­φή όμως ως τον Αντό­νιο με­σο­λά­βη­σε ο Μάιος του ’68 στο Πα­ρί­σι. Κι έτσι η νε­ο­λαία ανέ­λα­βε τον ρό­λο της αφύ­πνι­σης βρί­σκο­ντας η ίδια τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της. Η νε­ο­λαία εί­ναι κι εκεί­νη που, 55 χρό­νια με­τά, πρω­το­στα­τεί στους κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το τε­λευ­ταίο θε­α­τρι­κό έρ­γο της Ανα­γνω­στά­κη ως σύν­θη­μα και την ίδια ως σύμ­βο­λο ενά­ντια στη σύγ­χρο­νη αντι­λαϊ­κή πο­λι­τι­κή. Άλ­λω­στε, η νε­ο­λαία γνω­ρί­ζει αντα­να­κλα­στι­κά πως μό­νο μέ­σα από την πρά­ξη της αντί­στα­σης αν­θί­στα­ται κα­νείς στον θά­να­το. Εί­τε με τη μορ­φή του έρ­γου τέ­χνης εί­τε με τη μορ­φή του αγώ­να των αν­θρώ­πων. «Ποια σχέ­ση υπάρ­χει με­τα­ξύ του αγώ­να των αν­θρώ­πων και του έρ­γου τέ­χνης;», ανα­ρω­τιέ­ται σε ει­σή­γη­σή του για την αντί­στα­ση[30] ο Deleuze και συ­νε­χί­ζει: «Η πιο στε­νή, και κα­τά τη γνώ­μη μου, η πιο μυ­στη­ριώ­δης σχέ­ση, εί­ναι ακρι­βώς εκεί­νη που υπο­νο­ού­σε ο Paul Klee: «Ξέ­ρε­τε ο λα­ός απου­σιά­ζει» εν­νο­ώ­ντας πως δεν υπάρ­χει έρ­γο τέ­χνης που να μην εμπε­ριέ­χει τον λαό και να μην απευ­θύ­νε­ται στον λαό.

    Το δρα­μα­τουρ­γι­κό σύ­μπαν ως σπου­δή

    Την πε­ρα­σμέ­νη σπου­δα­στι­κή πε­ρί­ο­δο στις δρα­μα­τι­κές σχο­λές όπου ερ­γά­στη­κα ως κα­θη­γη­τής υπο­κρι­τι­κής, κα­τα­πια­στή­κα­με με τους μα­θη­τές με το σύ­νο­λο της δρα­μα­τουρ­γί­ας της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη. Ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει ο τρό­πος που οι σπου­δα­στές αντι­με­τώ­πι­σαν το δρα­μα­τουρ­γι­κό σύ­μπαν της. «Πριν το μά­θη­μά μας δεν εί­χα ιδιαί­τε­ρη τρι­βή με τη Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη, γνώ­ρι­ζα μό­νο ότι ήταν αδερ­φή του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη και κά­ποιες γε­νι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες για το έρ­γο της. Δια­βά­ζο­ντας τα έρ­γα της, πα­ρα­σύρ­θη­κα στα σύ­μπα­ντα που δη­μιουρ­γεί. Σύ­μπα­ντα που μπο­ρεί να δια­φέ­ρουν από έρ­γο σε έρ­γο, αλ­λά που με κά­ποιον τρό­πο μοιά­ζουν. Ένα από αυ­τά που μου άρε­σαν στους κό­σμους που δη­μιουρ­γεί εί­ναι ο τρό­πος που μέ­σα από τις προ­σω­πι­κές ιστο­ρί­ες του κά­θε χα­ρα­κτή­ρα προ­κύ­πτει και το κομ­μά­τι της συλ­λο­γι­κό­τη­τας. Νιώ­θω ότι εί­ναι έρ­γα που συν­δυά­ζουν τους έντο­νους συ­ναι­σθη­μα­τι­κούς κό­σμους και ταυ­τό­χρο­να παίρ­νουν θέ­ση για την ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία», ανα­φέ­ρει η Ιω­άν­να, ενώ η Μυρ­τώ πα­ρα­τη­ρεί: «Το αί­σθη­μα που μου γεν­νή­θη­κε, όταν διά­βα­σα για πρώ­τη φο­ρά έρ­γο της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη, εί­ναι ότι πά­ντα θα εί­ναι μέ­σα στην επο­χή όσα χρό­νια και να πε­ρά­σουν. Μου έκα­νε εντύ­πω­ση πό­σο κο­ντά εί­ναι στην επο­χή τη δι­κή μας και τε­λι­κά πό­σες πολ­λές ομοιό­τη­τες υπάρ­χουν όσο περ­νάν τα χρό­νια αλ­λά και θα υπάρ­χουν (εί­ναι κα­λό αυ­τό; κα­κό; θα μά­θου­με!). Οι χα­ρα­κτή­ρες και οι ιστο­ρί­ες της εκ­φρά­ζουν τους πε­ρισ­σό­τε­ρους από εμάς σή­με­ρα και ίσως όλοι μέ­σα από τη γρα­φή της ανα­γνω­ρί­ζου­με αυ­τές τις μι­κρές στιγ­μές μο­να­ξιάς που έχου­με όλοι νιώ­σει.»

    Πνευ­μα­τι­κή πα­ρα­κα­τα­θή­κη

    Πώς ο σύγ­χρο­νος νέ­ος σπου­δα­στής, μέ­σα σ’ ένα ευ­ρύ­τε­ρα εχθρι­κό κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον για τον ίδιο, θα απο­κτή­σει ένα απα­ραί­τη­το για τη μελ­λο­ντι­κή του επι­βί­ω­ση εφό­διο: κοι­νω­νι­κή δη­λα­δή και πο­λι­τι­κή συ­νεί­δη­ση; Πώς ο σύγ­χρο­νος νέ­ος σπου­δα­στής θα γνω­ρί­σει κα­λύ­τε­ρα την ιστο­ρία του τό­που του σε μια επο­χή όπου απα­ξιώ­νε­ται το πα­ρελ­θόν και αγνο­εί­ται η νε­ό­τε­ρη πο­λι­τι­κή ιστο­ρία; Πώς μπο­ρεί ο σύγ­χρο­νος νέ­ος σπου­δα­στής να μι­λή­σει πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κά για το αί­σθη­μα στη γλώσ­σα του και να αλ­λη­λο­ε­πι­δρά­σει με τον συ­μπαί­κτη του επί σκη­νής;
    Τα πα­ρα­πά­νω ερω­τή­μα­τα βρί­σκουν γό­νι­μο έδα­φος πνευ­μα­τι­κού δια­λό­γου στη δρα­μα­τουρ­γία της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη η οποία, μέ­σα στα χρό­νια της αδιά­λει­πτης πα­ρου­σί­ας της στη θε­α­τρι­κή σκη­νή από το 1965 (Η Πό­λη) ως το 2003 (Σ’ εσάς που με ακού­τε), κα­τα­γρά­φει με τον δι­κό της ιδιαί­τε­ρο τρό­πο όλες τις πο­λι­τι­κές και κοι­νω­νι­κές εξε­λί­ξεις που συ­ντε­λέ­στη­καν στον ελ­λη­νι­κό χώ­ρο από τον Β΄ Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο μέ­χρι τη Με­τα­πο­λί­τευ­ση και την πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση στο­χεύ­ο­ντας ου­σια­στι­κά στην αφύ­πνι­ση του θε­α­τή, άρα εν προ­κει­μέ­νω και του σπου­δα­στή, αφή­νο­ντας πί­σω σπου­δαία πνευ­μα­τι­κή πα­ρα­κα­τα­θή­κη. Επι­πλέ­ον, κα­θώς η Ανα­γνω­στά­κη εί­ναι η μό­νη από τους Έλ­λη­νες θε­α­τρι­κούς συγ­γρα­φείς που έγρα­ψε τό­σο πο­λύ για νέ­ους ηλι­κια­κά χα­ρα­κτή­ρες, η δρα­μα­τουρ­γία της γί­νε­ται χρή­σι­μο ερ­γα­λείο για να μπο­ρέ­σουν οι σπου­δα­στές να μι­λή­σουν πιο άμε­σα, να σχε­διά­σουν έναν ρό­λο πιο σφαι­ρι­κά μια και θα τον αι­σθά­νο­νται πιο κο­ντά στην ψυ­χο­σύν­θε­ση τους, να επι­κοι­νω­νή­σουν ρε­α­λι­στι­κά με­τα­ξύ τους επί σκη­νής και τέ­λος να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σουν τη δυ­να­μι­κή της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας όχι μό­νο μέ­σα από το ίδιο το νό­η­μα της λέ­ξης αλ­λά κυ­ρί­ως μέ­σα από τη βα­θύ­τε­ρη ση­μα­σία της, το ενερ­γεια­κό της δη­λα­δή φορ­τίο, τις σιω­πές, τις παύ­σεις, τα κε­νά και τους αντι­χρο­νι­σμούς που υπο­βάλ­λει η δια­χρο­νι­κά υπαι­νι­κτι­κή και ποι­η­τι­κή της γρα­φή.



    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

    Ανα­γνω­στά­κη Λού­λα, Θέ­α­τρο. Η δια­νυ­κτέ­ρευ­ση, Η πό­λη, Η πα­ρέ­λα­ση, Κέ­δρος 1971, 1999.
    Ανα­γνω­στά­κη Λού­λα (1971), Θέ­α­τρο. Η δια­νυ­κτέ­ρευ­ση, Η πό­λη, Η πα­ρέ­λα­ση, Κέ­δρος.
    Ανα­γνω­στά­κη Λού­λα (1972), Αντό­νιο ή Το μή­νυ­μα (1972), Κέ­δρος.
    Ανα­γνω­στά­κη Λού­λα (1967), Η συ­να­να­στρο­φή [Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: περ. Η λέ­ξη].
    Ανα­γνω­στά­κη Λού­λα (2006), Ο ήχος της ζω­ής, Κα­στα­νιώ­της.
    Ανα­γνω­στά­κη Λού­λα (2007), Θέ­α­τρο. Τό­μος πρώ­τος. Η Νί­κη, Ο ου­ρα­νός κα­τα­κόκ­κι­νος, Σ’ εσάς που με ακού­τε (επί­με­τρο Δηώ Καγ­γε­λά­ρη), Κέ­δρος.
    Ανα­γνω­στά­κη Λού­λα (2007), Θέ­α­τρο. Τό­μος δεύ­τε­ρος. Ο ήχος του όπλου, Κέ­δρος.
    Ανα­γνω­στά­κη Λού­λα (2008), Θέ­α­τρο. Τό­μος τρί­τος. Δια­μά­ντια και μπλουζ, Το τα­ξί­δι μα­κριά, Κέ­δρος.
    Ανα­γνω­στά­κη Λού­λα (2008), Θέ­α­τρο. Τό­μος τέ­ταρ­τος. Η κα­σέ­τα, Κέ­δρος.
    Ανα­γνω­στά­κη Λού­λα (1978), Η νί­κη [πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: περ. Θε­α­τρι­κά Τε­τρά­δια, τχ.43, «Η Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη της Πό­λης και της Νί­κης», Πει­ρα­μα­τι­κή Σκη­νή της Τέ­χνης, Θεσ­σα­λο­νί­κη, Νο­έμ­βριος 2004, σσ.25-39].
    Περ. Θε­α­τρι­κά Τε­τρά­δια (1980), τχ. 3: Το θέ­α­τρο της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη, Πει­ρα­μα­τι­κή Σκη­νή της Τέ­χνης, Θεσ­σα­λο­νί­κη.
    Ανα­γνω­στά­κη Λού­λα (1990), Δια­μά­ντια και μπλουζ [Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: στο πρό­γραμ­μα της πα­ρά­στα­σης του έρ­γου στη Θε­α­τρι­κή Σκη­νή  «Ζωή Λά­σκα­ρη» του πο­λυ­χώ­ρου Αθη­να­ΐς, Αθή­να 2005, σσ.15-62].
    Ανα­γνω­στά­κη Λού­λα (1998), Ο ου­ρα­νός κα­τα­κόκ­κι­νος [πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: περ. Ο πο­λί­της, τχ. 59, Δε­κέμ­βριος 1998, σσ. 37-40].
    Ανα­γνω­στά­κης Μα­νό­λης (2000), Τα Ποι­ή­μα­τα 1941-1971,Νε­φέ­λη.
    Αρ­δίτ­της Βί­κτωρ (1990), Με­τά την πλο­κή, τι;, Το ελ­λη­νι­κό θε­α­τρι­κό έρ­γο κα­τά τη δε­κα­ε­τία του 1990: Β’ Συ­μπό­σιο Νε­ο­ελ­λη­νι­κού Θε­ά­τρου: αφιε­ρω­μέ­νο στη μνή­μη του Αλέ­ξη Σε­βα­στά­κη / Πα­νελ­λή­νια Πο­λι­τι­στι­κή Κί­νη­ση / (επι­μέ­λεια Χα­ρά Πε­τρού­νια, Λέ­να Σάβ­βα­ρη, Εύη Βουλ­γα­ρί­δου), Αθή­να.
    Aι­σχύ­λος (467 π.Χ.), Επτά επί Θή­βας, Με­τά­φρα­ση: Κ. Χ. Μύ­ρης, Εκ­δό­σεις Πα­τά­κη 1996.
    Γε­ωρ­γου­σό­που­λος Κώ­στας (1983), Ανα­γνω­στά­κη Λού­λα, Λήμ­μα στην εγκυ­κλο­παί­δεια Πά­πυ­ρος / Λα­ρούς  / Μπρι­τά­νι­κα, τόμ. 8.
    Γκέλλ­νερ. Ε. (1992), Έθνη και εθνι­κι­σμός, Αθή­να, εκδ. Αλε­ξάν­δρεια.
    Περ. Εντευ­κη­τή­ριο: Αφιέ­ρω­μα στη Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη, Θεσ­σα­λο­νί­κη, Απρί­λιος 2018.
    Ευ­ρι­πί­δης (415 π.Χ.), Τρω­ά­δες, Με­τά­φρα­ση: Κ. Χ. Μύ­ρης, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη 2001.
    Ίβανς Ντί­λαν (2005), Ει­σα­γω­γι­κό Λε­ξι­κό της Λα­κα­νι­κής Ψυ­χα­νά­λυ­σης, Ελ­λη­νι­κά Γράμ­μα­τα.
    Κα­ρέ­ζη Τζέ­νη (1993), Τε­τρά­δια ζω­ής, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη.
    Kα­ρυω­τά­κης Κώ­στας (2012), Άπα­ντα, εκδ. Ζα­χα­ρό­που­λος.
    Περ. Pouvoirs, τχ. 39: Κα­στο­ριά­δης Κορ­νή­λιος (1986), Τα κι­νή­μα­τα της δε­κα­ε­τί­ας του ’60: Λυκ Φερ­ρύ και Αλαίν Ρε­νώ, Η σκέ­ψη του ’68, εκδ. Gallimard (1985).
    Κυ­ρια­κός Κων­στα­ντί­νος (2006), Γυ­ναι­κεία πορ­τρέ­τα στο όψι­μο έρ­γο της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη: μια πα­ρου­σί­α­ση των πτυ­χών του κε­ντρι­κού γυ­ναι­κεί­ου χα­ρα­κτή­ρα στα έρ­γα «Δια­μά­ντια και μπλουζ» (1990) και «Ο ου­ρα­νός κα­τα­κόκ­κι­νος» (1997), Λό­γος γυ­ναι­κών: πρα­κτι­κά Διε­θνούς Συ­νε­δρί­ου, Κο­μο­τη­νή, 26-28 Μα­ΐ­ου 2006 / επι­μέ­λεια Βα­σι­λι­κή Κο­ντο­γιάν­νη.
    Λα­μπρά­κης Μά­νος (2015), Οὐδεὶς προ­φή­της δε­κτός ἐστιν ἐν τῇ πα­τρί­δι αὐτοῦ, Στην «Πό­λη» της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη του Μά­νου Κα­ρα­τζο­γιάν­νη, εκδ. Σο­κό­λη.
    Μάρ­δας Γιώρ­γος (2002), Οι επι­δρά­σεις του θε­ά­τρου του πα­ρα­λό­γου (Σ. Μπέ­κετ-Ε. Ιο­νέ­σκο) σε Έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς της δι­κτα­το­ρί­ας, Πρα­κτι­κά Β' Πα­νελ­λη­νί­ου Θε­α­τρο­λο­γι­κού Συ­νε­δρί­ου, Ταυ­τό­τη­τες στον ελ­λη­νι­κό κό­σμο (από το 1204 έως σή­με­ρα), επι­μέ­λεια Κων­στάν­τζα Γε­ωρ­γα­κά­κη, σσ. 449-456.
    Μι­χαη­λί­δης Γιώρ­γος (1975), Νέ­οι Έλ­λη­νες Θε­α­τρι­κοί Συγ­γρα­φείς, εκδ. Κά­κτος.
    Μπα­κό­λας Νί­κος (1987), Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη: Από τις μνή­μες στο σή­με­ρα, περ. Η λέ­ξη
    Μπα­κο­νι­κό­λα Χα­ρά (2010), Το πορ­τραί­το του με­τα­νά­στη στη Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη και στον Πα­να­γιώ­τη Μέ­ντη, Δ' Ευ­ρω­παϊ­κό Συ­νέ­δριο Νε­ο­ελ­λη­νι­κών Σπου­δών Γρα­νά­δα, 9-12 Σε­πτεμ­βρί­ου 2010: πρα­κτι­κά; Identities in the Greek world (from 1204 to the present day): 4th European Congress of Modern Greek Studies Granada, 9-12 September 2010: proceedings / επιμ. Κων­στα­ντί­νος Α. Δη­μά­δης, Αθή­να.
    Πα­παν­δρέ­ου Νι­κη­φό­ρος (1965), Η πό­λη: τρία μο­νό­πρα­κτα της Λ. Ανα­γνω­στά­κη στο Θέ­α­τρο Τέ­χνης (κρι­τι­κό ση­μεί­ω­μα για την πρώ­τη πα­ρά­στα­ση, Θέ­α­τρο Τέ­χνης, 1965), Περ. Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέ­χνης.
    Πα­παν­δρέ­ου Νι­κη­φό­ρος (1980), Η πο­λιορ­κία της μνή­μης, περ. Θε­α­τρι­κά Τε­τρά­δια, τχ. 3: Το θέ­α­τρο της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη, Πει­ρα­μα­τι­κή Σκη­νή της Τέ­χνης, Θεσ­σα­λο­νί­κη.
    Γιώρ­γος Σε­φέ­ρης (1981), Δο­κι­μές, Ίκα­ρος.
    Σο­φο­κλής, (441 π.Χ.), Αντι­γό­νη, μτ­φρ. Νί­κος Πα­να­γιω­τό­που­λος, Η Νέα Σκη­νή 2006.
    Σο­φο­κλής (428 π.Χ.), Οι­δί­πο­δας τύ­ραν­νος, μτ­φρ. Κ. Χ. Μύ­ρης, Ιν­στι­τού­το του Βι­βλί­ου – Α. Κα­ρα­δα­μί­τσα, Αθή­να 1996.
    Ταί­η­λορ T. (1997), Πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τα. Εξε­τά­ζο­ντας την πο­λι­τι­κή της ανα­γνώ­ρι­σης, (3η έκ­δο­ση 2000), Πό­λις.
    Δη­μή­τρης Τσα­τσού­λης, Ανοι­χτές πι­θα­νό­τη­τες, λο­γι­κά ασύμ­πτω­τα και εναλ­λα­κτι­κοί κό­σμοι στη δρα­μα­τουρ­γία της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη, Περ. Θε­α­τρο­γρα­φί­ες [Πε­πραγ­μέ­να Κέ­ντρου Ση­μειο­λο­γί­ας του Θε­ά­τρου. Αφιέ­ρω­μα στη Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη (20-21 Οκτω­βρί­ου 2009)], τχ. 16, Αθή­να, Γράμ­μα, 2011, σσ. 57-58.
    Χά­ντον Μαρκ (2004), Ποιος σκό­τω­σε το σκύ­λο τα με­σά­νυ­χτα;, εκδ. Ψυ­χο­γιός.
    Xει­μω­νάς Γιώρ­γος (1971), Ο για­τρός Ινε­ό­της, Κέ­δρος.




    [ Αθήνα, 17/03/2023 ]

    Φωτ. Νίκος Μπρανίδης

    Φωτ. Νίκος Μπρανίδης

    Φωτ. Νίκος Μπρανίδης

    Φω­το­γρα­φί­ες από πα­ρά­στα­ση του έρ­γου Ο ήχος του όπλου. ΔΗ­ΠΕ­ΘΕ Πά­τρας 2001 ≈ Θέ­α­τρο Επί­κε­ντρο ≈ Σκη­νο­θε­σία: Θο­δω­ρής Γκό­νης ≈ Σκη­νι­κά-κο­στού­μια: Ιου­λία Σταυ­ρί­δου ≈ Επι­μέ­λεια μου­σι­κής: Κώ­στας Θω­μα­ΐ­δης ≈ Χο­ρο­γρα­φία: Τα­τιά­να Λο­βέρ­δου ≈ Σύν­θε­ση ήχων: Δη­μή­τρης Ια­τρό­που­λος ≈ Ηθο­ποιοί: Ευάγ­γε­λος Μπού­ρας, Μα­ξι­μι­λια­νός Μου­μού­ρης, Ηρώ Κω­στή, Άν­νυ Λού­λου, Ελι­σά­βετ Ναζ­λί­δου, Στέ­λιος Σο­φός.

    ___________________

    Για την πρώ­τη πα­ρά­στα­ση του έρ­γου, το 1987 από το Θέ­α­τρο Τέ­χνης, την τε­λευ­ταία σκη­νο­θε­σία του Κά­ρο­λου Κουν, η συγ­γρα­φέ­ας εί­χε ση­μειώ­σει:
    «...Αλ­λά­ζο­ντας τις ανα­λο­γί­ες, τις στιγ­μές, τους το­νι­σμούς, με­τρώ­ντας τις δό­σεις, προ­σπά­θη­σα να γρά­ψω ένα έρ­γο πι­στό στη δι­κή του πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όπου τα πρό­σω­πα να θέ­λουν να εί­ναι ελεύ­θε­ρα. Έστω να θέ­λουν να αι­σθά­νο­νται ελεύ­θε­ρα».



    ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: