Μια αφήγηση

Μια αφήγηση

Γνώ­ρι­σα τη Λού­λα και τον Γιώρ­γο όταν εί­χαν με­τα­κο­μί­σει απ’ την Κυ­ψέ­λη στο σπί­τι τους στην οδό Κα­ψά­λη. Πή­γαι­να συ­χνά και κα­θό­μουν αμί­λη­τος στο σκο­τει­νό σα­λό­νι με τα κά­δρα του Γιώρ­γου ολό­γυ­ρα, τις δύο βε­λού­δι­νες φθαρ­μέ­νες πο­λυ­θρό­νες σχε­δόν αντι­κρι­στά και τα κρυ­στάλ­λι­να τα­σά­κια ξέ­χει­λα από τσι­γά­ρα. Ο Γιώρ­γος τρά­βα­γε δυο ρου­φη­ξιές και έσβη­νε σχε­δόν ολό­κλη­ρο το τσι­γά­ρο, η Λού­λα το κά­πνι­ζε ως το τέ­λος. Το τα­σά­κι του Γιώρ­γου, το τα­σά­κι της Λού­λας, σκε­φτό­μουν. Μι­λού­σαν λί­γο, πε­ρισ­σό­τε­ρο ρω­τού­σαν και άκου­γαν. Στο σπί­τι τους ο γιος μου, σχε­δόν συ­νο­μή­λι­κος του Θα­νά­ση τους, φο­βό­ταν να πά­ει να παί­ξει, πα­ρ’ ότι στο δω­μά­τιο του Θα­νά­ση εί­χαν στή­σει κα­τα­με­σής μια με­γά­λη σκη­νή (ιν­διά­νου), όπου ο μι­κρός έβρι­σκε την ησυ­χία του. Όσες φο­ρές πή­γα­με με τον Στά­θη μού έλε­γε: «Μπα­μπά, θέ­λω να μπω κα­τ’ ευ­θεί­αν στη σκη­νή.» Τις σιω­πές και τις παύ­σεις στο σα­λό­νι διέ­κο­πταν οι χα­ρού­με­νες φω­νές των παι­διών από το πλαϊ­νό δω­μά­τιο.

Zού­σαν σαν να έπαι­ζαν θέ­α­τρο. Μου θύ­μι­ζαν πά­ντα το ζευ­γά­ρι από Το ρά­γι­σμα του Φι­τζέ­ραλντ, όπου η θυ­σία της Λού­λας για τον Γιώρ­γο ήταν ένας «πυ­ρο­κρο­τη­τής σκο­τει­νός και υγρός». Όταν ο Γιώρ­γος θύ­μω­νε, η Λού­λα σαν να του επα­να­λάμ­βα­νε τα λό­για της γυ­ναί­κας του ζευ­γα­ριού: «Για όνο­μα του θε­ού! Εάν ρά­γι­ζα, θα τί­να­ζα όλον τον κό­σμο μα­ζί μου. Κοί­τα! Ο κό­σμος δεν υπάρ­χει, πά­ρα μό­νο με τον τρό­πο που τον αντι­λαμ­βά­νε­σαι. Επο­μέ­νως, εί­ναι πο­λύ κα­λύ­τε­ρα να λες ότι δεν εί­σαι εσύ που έχεις το πρό­βλη­μα, εί­ναι το Γκραν Κά­νιον.»

Η Λού­λα λά­τρευε τον Γιώρ­γο. Με το τρο­με­ρό χιού­μορ που τη διέ­κρι­νε μου εί­χε πει μια φο­ρά: «Άλ­λους έσω­σεν, εαυ­τόν ου δύ­να­ται σώ­σαι.» Πι­στεύω ότι όλο της το έρ­γο εί­ναι ένα κο­ντρα­πού­ντο στο έρ­γο του Γιώρ­γου και μια δια­γώ­νιος στο έρ­γο του αδερ­φού της Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη. Ο σπα­ρα­κτι­κός μο­νό­λο­γος Σε σας που με ακού­τε δεν συ­νο­ψί­ζει απλώς τη Λού­λα αλ­λά και τον Χει­μω­νά και τον Ανα­γνω­στά­κη μέ­σα από την από­γνω­ση (σας θυ­μί­ζω ότι ο Ανα­γνω­στά­κης τα τε­λευ­ταία χρό­νια της ζω­ής του δεν έβγαι­νε απ’ το σπί­τι του στην Πεύ­κη, όπως άλ­λω­στε και η Λού­λα με­τά τον ακα­τα­νό­η­το θά­να­το του Γιώρ­γου.)

Για το δι­κό μου έρ­γο εί­χαν και οι δύο εκτί­μη­ση. Ήταν από τους πρώ­τους ο Γιώρ­γος που με «ανέ­δει­ξε» με εκεί­νο το κεί­με­νο του ’79, χει­ρό­γρα­φο του οποί­ου δη­μο­σί­ευ­σε στον Χάρ­τη, στο αφιέ­ρω­μα για τον Γιώρ­γο Χει­μω­νά, ο Ευ­ρι­πί­δης Γα­ρα­ντού­δης. Η Λού­λα μού εί­πε κά­τι πιο δια­τα­ρα­κτι­κό: «Εσύ, παι­δί μου, κα­τέ­βη­κες στο υπό­γειο του σπι­τιού σου και άνοι­ξες κα­τά τύ­χη ένα μπα­ού­λο γε­μά­το δια­μά­ντια.» Συγ­χω­ρέ­στε με που σας τα λέω προ­φο­ρι­κά, κ. Χρι­στο­φο­ρί­δη, για­τί βαλ­μέ­να στο χαρ­τί θα έπαιρ­ναν άθε­λά μου μια λό­για μορ­φή υπο­κεί­με­νη σε έναν αθέ­μι­το, θα έλε­γα, αντα­γω­νι­σμό που πά­ντα με δια­κα­τεί­χε απέ­να­ντι στα κεί­με­να του Γιώρ­γου και στο θέ­α­τρο της Λού­λας. Προ­σπά­θη­σα να μι­μη­θώ και τα δύο. Απέ­τυ­χα, για­τί τα γρα­πτά τους εί­ναι όπως του Μπέ­κετ: δεν αντι­γρά­φο­νται.

Δεν θα ξε­χά­σω μια νύ­χτα, πο­λύ αρ­γά, τη­λε­φώ­νη­σε έντρο­μη η Λού­λα να πάω αμέ­σως σπί­τι τους, για­τί ο Γιώρ­γος δεν ήταν κα­λά. Μου άνοι­ξε με το νυ­χτι­κό της, έντο­να παρ­φου­μα­ρι­σμέ­νη με εκεί­νο το βα­ρύ άρω­μα που εί­χε «πιά­σει» στους τοί­χους του σπι­τιού μα­ζί με τη μυ­ρω­διά της νι­κο­τί­νης. Ο Γιώρ­γος πε­ρί­με­νε ατά­ρα­χος στην πο­λυ­θρό­να του. Σαν να επρό­κει­το να κά­νει ένα μα­κρύ τα­ξί­δι. Εί­χε ετοι­μά­σει μια με­γά­λη νάι­λον σα­κού­λα, που μου φά­νη­κε βα­ριά, όταν πή­γα να τη ση­κώ­σω. Βα­στά­ζο­ντας σχε­δόν τον Γιώρ­γο, μπή­κα­με στο αυ­το­κί­νη­τό μου οι τρεις μας με τη σύ­ζυ­γό μου Μυρ­τώ και κα­τευ­θυν­θή­κα­με στο γρα­φείο του στο Αι­γι­νή­τειο Νο­σο­κο­μείο με­τά από δι­κή του προ­τρο­πή, μα τι λέω, επι­βο­λή. Στο Αι­γι­νή­τειο ο για­τρός της νυ­κτε­ρι­νής βάρ­διας, έντρο­μος και με σε­βα­σμό, μάς υπο­δέ­χτη­κε ακού­γο­ντας αμή­χα­νος τον Χει­μω­νά να του επι­τάσ­σει να ανοί­ξει το φαρ­μα­κείο του νο­σο­κο­μεί­ου για να πά­ρει τα χά­πια που του έλει­παν. Ο νε­α­ρός για­τρός απά­ντη­σε με συ­στο­λή ότι το κλει­δί το εί­χε ο κα­θη­γη­τής. Ο Γιώρ­γος τό­τε με τη βία που τον διέ­κρι­νε —όταν έπρε­πε να τον δια­κρί­νει— έσπα­σε το φαρ­μα­κείο, κα­τά­πιε μια χού­φτα χά­πια και κάρ­φω­σε επά­νω από το γρα­φείο του, με το σφυ­ρί και τα καρ­φιά που εί­χε φέ­ρει στη νάι­λον σα­κού­λα, μια λι­θο­γρα­φία του Οι­δί­πο­δα επί Κο­λω­νώ τυ­φλού με την κό­ρη του. Δεν ήθε­λε να φύ­γει απ’ το γρα­φείο του και μας έδιω­ξε έμε­να και τη γυ­ναί­κα μου: «Να φύ­γε­τε, να πά­τε σπί­τι να κα­θη­συ­χά­σε­τε τη Λού­λα.» Φύ­γα­με. Η Λού­λα πο­λύ ανή­συ­χη, αλ­λά με την ψυ­χραι­μία που πά­ντα κρα­τού­σε κά­τω από τα γυα­λιά, με πα­ρα­κά­λε­σε, πα­ρά το ακα­τάλ­λη­λο της ώρας, να τη­λε­φω­νή­σω στον Κώ­στα Στε­φα­νή που αγα­πού­σε τον Χει­μω­νά, αν και δια­φω­νού­σε μα­ζί του για τη «θε­ρα­πεία» του. Όπως μας εί­πε η Λού­λα, σε μία πα­λαιό­τε­ρη συ­νά­ντη­ση των δύο σπου­δαί­ων αυ­τών αν­θρώ­πων άκου­σε τον Χει­μω­νά να απα­ντά­ει στον Στε­φα­νή με αυ­τά τα λό­για: «Εγώ, Κω­στά­κη, πά­σχω από μία γαϊ­δου­ρι­νή ψύ­χω­ση.»

Ο Γιώρ­γος άφη­σε τη «λευ­κή ψύ­χω­ση» στη Λού­λα, για να της δώ­σει τα ωραιό­τε­ρα χρώ­μα­τα.

Αλ­λά αυ­τή η μο­να­δι­κή σχέ­ση δεν μπο­ρεί να πε­ρι­γρα­φτεί σε λί­γες αρά­δες. Χρειά­ζε­ται ένα απα­ρέμ­φα­το που να εκ­φρά­ζει το συμ­βάν της ζω­ής και του έρ­γου τους μέ­σα σε μία γλώσ­σα που τό­σο οι φι­λό­λο­γοι όσο και οι θε­α­τρο­λό­γοι δεν θα μπο­ρέ­σουν να την κα­τα­τά­ξουν στα γλωσ­σι­κά εί­δη που ξέ­ρου­με. Γι’ αυ­τό και το έρ­γο της Λού­λας και του Γιώρ­γου εί­ναι μο­να­δι­κό και φο­βά­μαι ότι δεν θα έχει συ­νέ­χεια.

«Ο όλε­θρος φρο­ντί­ζει για όλα.»

Ει­ρή­σθω εν πα­ρό­δω ότι με­τά τον θά­να­το της Λού­λας ο γιος της έδω­σε στον Στά­θη και τη Βα­λέ­να τη μία από τις δύο πο­λυ­θρό­νες που ανέ­φε­ρα. Τώ­ρα στο σπί­τι τους, λί­γα μέ­τρα πιο κά­τω από την Κα­ψά­λη, η Grymalkine, η στα­χτιά γά­τα του Προ­λό­γου στον Μακ­μπέθ και στη με­τά­φρα­ση του Γιώρ­γου, «κοι­τά­ζει ακί­νη­τη με το αδια­πέ­ρα­στο, μαύ­ρο και χρυ­σό βλέμ­μα της αι­λου­ρου­ει­δούς ευ­φυ­ΐ­ας του εί­δους από το οποίο εξέ­πε­σε».

Και έτσι εί­ναι. «Οι άγ­γε­λοι που ξε­πέ­φτουν στη γη, γί­νο­νται διά­βο­λοι εί­πε ο Θε­ός με ένα μι­κρό χα­μό­γε­λο».

Οι γά­τες όμως, όπως η Λού­λα, πα­ρα­μέ­νουν γά­τες.




[ Σε τηλεφωνική συνομιλία, 16 Σεπτεμβρίου 2022 ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: