Ιστορία, κοινωνία και πολιτική στην «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη

Φωτ. Μ. Βιρβιδάκης

Φωτ. Μ. Βιρβιδάκης

Φωτ. Μ. Βιρβιδάκης

Η Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη εμ­φα­νί­στη­κε για πρώ­τη φο­ρά στα καλ­λι­τε­χνι­κά δρώ­με­να, όχι ως θε­α­τρι­κή συγ­γρα­φέ­ας αλ­λά ως σε­να­ριο­γρά­φος για τον κι­νη­μα­το­γρά­φο. Η πρώ­τη της συμ­βο­λή αφο­ρού­σε το σε­νά­ριο για την ιστο­ρία Το ρα­ντε­βού της Κυ­ρια­κής, ως μέ­ρος της σπον­δυ­λω­τής ται­νί­ας του Σω­κρά­τη Κα­ψά­σκη με τί­τλο Ερω­τι­κές ιστο­ρί­ες, του 1959.[1] Συ­νέ­χι­σε τη στα­διο­δρο­μία της γρά­φο­ντας ένα ακό­μα σε­νά­ριο για την πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή ται­νία της Θεσ­σα­λο­νί­κης (studio Μα­κε­δο­νία) σε σκη­νο­θε­σία του Ερ­ρί­κου Θα­λασ­σι­νού με τί­τλο Η εκ­δί­κη­ση του κα­βα­λά­ρη (1962),[2] μια «ορει­νή πε­ρι­πέ­τεια» που αφο­ρά τον μύ­θο δύο αδερ­φών που ερω­τεύ­ο­νται την ίδια γυ­ναί­κα. Όπως η ίδια η Ανα­γνω­στά­κη ανα­φέ­ρει, αυ­τό με το οποίο ήθε­λε να ασχο­λη­θεί εξαρ­χής ήταν η συγ­γρα­φή σε­να­ρί­ων για τον κι­νη­μα­το­γρά­φο.[3] Σύ­ντο­μα όμως στρά­φη­κε στο θέ­α­τρο γρά­φο­ντας τα πρώ­τα της μο­νό­πρα­κτα, γνω­στά με τον γε­νι­κό τί­τλο Η τρι­λο­γία της πό­λης (Η δια­νυ­κτέ­ρευ­ση, Η πό­λη, Η πα­ρέ­λα­ση), τα οποία παί­χτη­καν σε ενιαία πα­ρά­στα­ση το 1965 από το Θέ­α­τρο Τέ­χνης σε σκη­νο­θε­σία του Κά­ρο­λου Κουν. Από το 1965 ως το 1982, που γρά­φε­ται και παί­ζε­ται η Κα­σέ­τα, με­σο­λα­βούν τα έρ­γα Η συ­να­να­στρο­φή (Εθνι­κό Θέ­α­τρο, σκη­νο­θε­σία Λε­ω­νί­δα Τρι­βι­ζά, 1967), Αντό­νιο ή το μή­νυ­μα (1972) και Η νί­κη (1978) τα οποία ανε­βά­ζει και πά­λι ο Κουν.[4] Το ίδιο συμ­βαί­νει και με την Κα­σέ­τα (1982) και τον Ήχο του όπλου (1987), τα οποία παί­ζο­νται στο Θέ­α­τρο Τέ­χνης, το δεύ­τε­ρο μά­λι­στα λί­γες μό­λις μέ­ρες με­τά τον θά­να­το του Κουν, τον Φλε­βά­ρη του ίδιου χρό­νου, κά­τι που ση­μαί­νει ότι εν­δε­χο­μέ­νως η σκη­νο­θε­σία του έρ­γου να μην ολο­κλη­ρώ­θη­κε από τον ίδιο. Στη συ­νέ­χεια η Ανα­γνω­στά­κη θα συ­νερ­γα­στεί με τον θί­α­σο του Κώ­στα Κα­ζά­κου και της Τζέ­νης Κα­ρέ­ζη, με το Δια­μά­ντια και μπλουζ (1990, σε σκη­νο­θε­σία του Βα­σί­λη Πα­πα­βα­σι­λεί­ου), το 1995 ο Μί­μης Κου­γιουμ­τζής θα σκη­νο­θε­τή­σει το Τα­ξί­δι μα­κριά (Θέ­α­τρο Τέ­χνης, 1995), ενώ τα δύο τε­λευ­ταία γνω­στά έρ­γα της, Ο ου­ρα­νός κα­τα­κόκ­κι­νος και Σ’ εσάς που με ακού­τε θα ανε­βούν το 1998 και το 2003 από το Εθνι­κό Θέ­α­τρο και τη Νέα Σκη­νή σε σκη­νο­θε­σία Βί­κτο­ρα Αρ­δίτ­τη και Λευ­τέ­ρη Βο­για­τζή αντί­στοι­χα.[5]

Η Κα­σέ­τα βρί­σκε­ται στη μέ­ση πε­ρί­που της συγ­γρα­φι­κής της στα­διο­δρο­μί­ας, στη δεύ­τε­ρη ενό­τη­τα έρ­γων της (μα­ζί με τη Νί­κη και τον Ήχο του όπλου) τα οποία ανα­νε­ώ­νουν τη θε­μα­το­λο­γία και την υφο­λο­γία της δρα­μα­τουρ­γί­ας της σε σχέ­ση με την πρώ­τη της συγ­γρα­φι­κή φά­ση, έχο­ντας ως κύ­ριο θε­μα­τι­κό τους πυ­ρή­να την ιδιο­μορ­φία της ελ­λη­νι­κής οι­κο­γέ­νειας, όπως αυ­τή δια­μορ­φώ­νε­ται στα πρώ­τα με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά χρό­νια.[6] Δεν λεί­πουν ωστό­σο και από αυ­τή τη δρα­μα­τουρ­γι­κή σο­δειά οι ανα­φο­ρές στα τραύ­μα­τα του πα­ρελ­θό­ντος και στις ιστο­ρι­κές, πο­λι­τι­κές και κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες που δια­μορ­φώ­νουν το «σή­με­ρα» και με­γε­θύ­νουν το χά­σμα με το χτες.[7] Συν­δέ­ο­ντας την ποί­η­ση με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τον συμ­βο­λι­σμό με τον ρε­α­λι­σμό, η Ανα­γνω­στά­κη κά­νει εκτε­τα­μέ­νη χρή­ση της επι­και­ρό­τη­τας στο έρ­γο της και μά­λι­στα με πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νες ανα­φο­ρές στο 1981, μια χρο­νιά που στιγ­μα­τί­στη­κε από πο­λύ ση­μα­ντι­κά ιστο­ρι­κά και πο­λι­τι­κά γε­γο­νό­τα για την Ελ­λά­δα, τα οποία ση­μα­το­δό­τη­σαν το τέ­λος μιας επο­χής και την αρ­χή μιας άλ­λης.

Κε­ντρι­κός ήρω­ας του έρ­γου εί­ναι ο Παύ­λος, ένας νε­α­ρός 23-24 χρο­νών, ο οποί­ος προ­σπα­θεί να ξε­φύ­γει από τη δύ­σκο­λη κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα της οι­κο­γε­νεια­κής ζω­ής, μέ­σα από τις κρυ­φές, προ­σω­πι­κές του φα­ντα­σιώ­σεις, τις οποί­ες μα­γνη­το­φω­νεί σε κα­σέ­τες και ακού­ει μό­νος του στο δω­μά­τιό του κρυ­φά από όλους τους άλ­λους. Οι φα­ντα­σιώ­σεις του αυ­τές πε­ρι­λαμ­βά­νουν την πραγ­μα­το­ποί­η­ση μιας «Με­γά­λης Πρά­ξης» που θα τον βγά­λει από την αφά­νεια και τη δυ­στυ­χία του και θα τον το­πο­θε­τή­σει στο επί­κε­ντρο της αν­θρω­πό­τη­τας.[8] Μια τέ­τοια πρά­ξη, πα­ρό­μοια με αυ­τή που ανα­ζη­τά, αφη­γεί­ται ξα­νά και ξα­νά στο μα­γνη­τό­φω­νό του. Εί­ναι η από­πει­ρα δο­λο­φο­νί­ας του Πά­πα Ιω­άν­νη Παύ­λου ΙΙ στη Ρώ­μη μπρο­στά στο πλή­θος, από τον Tούρ­κο Μεχ­μέτ Αλί Αγ­κ­τσά, τον οποίο ο Παύ­λος ταυ­τί­ζει ψευ­δαι­σθη­τι­κά με τον μου­σουλ­μά­νο παι­δι­κό του φί­λο από την Ξάν­θη. Η φα­ντα­σί­ω­ση αυ­τή, που πα­ρα­πέ­μπει στα όρια μιας αναρ­χι­κής πρά­ξης και που έχει ως αντι­κεί­με­νό της τον θά­να­το ενός αν­θρώ­που-συμ­βό­λου,[9] εί­ναι ο φα­ντα­στι­κός τρό­πος φυ­γής του Παύ­λου από τον ασφυ­κτι­κό κλοιό της κά­θε εί­δους κα­τα­πί­ε­σης που τον πε­ρι­βάλ­λει: των αν­θρώ­πων του στε­νού οι­κο­γε­νεια­κού του πε­ρι­βάλ­λο­ντος, των φί­λων του, της πό­λης και των εκ­κω­φα­ντι­κών της θο­ρύ­βων που ει­σβάλ­λουν βί­αια από τον δη­μό­σιο στον ιδιω­τι­κό χώ­ρο.[10]

Η οι­κο­γέ­νεια του Παύ­λου (αλ­λά και κά­θε οι­κο­γέ­νεια), υπό­κω­φος δυ­νά­στης της ατο­μι­κής βού­λη­σης και ελευ­θε­ρί­ας, οδη­γεί τον ήρωα με τις κα­τα­πιε­σμέ­νες του επι­θυ­μί­ες στην αδρά­νεια, στην απο­μό­νω­ση και τη σιω­πη­λή φυ­γή. Ο Παύ­λος εί­ναι σε με­γά­λο βαθ­μό απών σω­μα­τι­κά, απο­μο­νώ­νε­ται εκού­σια από το κα­τα­πιε­στι­κό πε­ρι­βάλ­λον: απο­φεύ­γει τις οι­κο­γε­νεια­κές συ­γκε­ντρώ­σεις, προ­τι­μά να κλεί­νε­ται στο δω­μά­τιό του ή να φεύ­γει ανα­ζη­τώ­ντας τη μο­να­χι­κό­τη­τά του. Οι φω­νές και τα γέ­λια των οι­κο­γε­νεια­κών στιγ­μών, τα σχέ­δια και οι τρι­βές ανά­με­σα στα μέ­λη της οι­κο­γέ­νειας τού προ­κα­λούν δυ­σφο­ρία όπως οι θό­ρυ­βοι του αστι­κού ηχο­το­πί­ου. Η οι­κο­γέ­νεια τον πε­ρι­κυ­κλώ­νει κι εκεί­νος άλ­λο­τε ξε­γλι­στρά δια­κρι­τι­κά και άλ­λο­τε υπο­κύ­πτει στις πιέ­σεις. Η μη­τριά του, Μα­ρί­τσα, προ­σπα­θεί να τον χει­ρα­γω­γή­σει στο να κά­νει μια δου­λειά που εκεί­νος δεν θέ­λει, η ανι­ψιά της και κό­ρη της αδελ­φής της Βαγ­γε­λιώς, Κα­τε­ρί­να, εί­ναι έγκυος στο παι­δί του, ο φί­λος του Σπύ­ρος του υπεν­θυ­μί­ζει διαρ­κώς το πα­ρελ­θόν του πα­τέ­ρα του (ο οποί­ος σκό­τω­νε αντάρ­τες στη διάρ­κεια του Εμ­φύ­λιου). Όλα γύ­ρω του γί­νο­νται ενο­χλη­τι­κά και φορ­τι­κά, εκτός από τον μι­κρό του αδερ­φό, τον οποίο ο Παύ­λος υπε­ρα­γα­πά.

Το κά­θε πρό­σω­πο έχει τη δι­κή του βε­βα­ρη­μέ­νη βιο­γρα­φία. Ο πα­τέ­ρας του Παύ­λου, μπαρ­μπα-Τά­σος, με­τά τον θά­να­το της γυ­ναί­κας του, όταν ο Παύ­λος ήταν οχτώ χρο­νών και μό­λις εί­χε γεν­νη­θεί ο μι­κρός του γιος, Γιωρ­γά­κης, έφυ­γε από την Ξάν­θη και εγκα­τα­στά­θη­κε με τα παι­διά του στην Αθή­να. Σχε­δόν ανή­μπο­ρος τώ­ρα πια, με­τά από ένα εγκε­φα­λι­κό, δια­βά­ζει την ει­δη­σε­ο­γρα­φία από τις εφη­με­ρί­δες κα­τα­κρί­νο­ντας την κουλ­τού­ρα της νέ­ας γε­νιάς που ξο­δεύ­ει τον χρό­νο της σε «μπά­λα, γκο­με­νι­λί­κια και χα­σί­σια», τις συ­νή­θειες και τον τρό­πο δια­σκέ­δα­σης και εκτό­νω­σης των νέ­ων (ντι­σκο­τέκ, ναρ­κω­τι­κά, μο­το­σι­κλέ­τα, πο­δό­σφαι­ρο, οπα­δι­σμός, δια­δη­λώ­σεις, τη­λε­ό­ρα­ση…). Η δεύ­τε­ρη γυ­ναί­κα του, Μα­ρί­τσα, έχει πε­ρί­πτε­ρο, θέ­λει όμως να ξε­φύ­γει και να εξε­λι­χθεί κοι­νω­νι­κά, κά­τι που κα­τα­φέρ­νει ανοί­γο­ντας στο τέ­λος τα­βέρ­να. Η αδελ­φή της Βαγ­γε­λιώ, σκυ­θρω­πή και δυ­στυ­χι­σμέ­νη, μέ­νει με την κό­ρη της, Κα­τε­ρί­να, στο σπί­τι της Μα­ρί­τσας. Έχει χά­σει τον άντρα της, ο οποί­ος ήταν αλ­κο­ο­λι­κός και την κα­κο­ποιού­σε μπρο­στά στα μά­τια της κό­ρης της. Η Κα­τε­ρί­να, έγκυος στο παι­δί του Παύ­λου και νευ­ρω­τι­κή, κα­τη­γο­ρεί τη μη­τέ­ρα της για τον θά­να­το του πα­τέ­ρα της, ο οποί­ος κά­η­κε ζω­ντα­νός. Εί­ναι έγκυος στο παι­δί του Παύ­λου, αλ­λά αβέ­βαιη για την τύ­χη του μω­ρού, κα­θώς ο Παύ­λος δεν το θέ­λει ενώ η μη­τέ­ρα της την προ­τρέ­πει να κά­νει άμ­βλω­ση ή να το δώ­σει για υιο­θε­σία. Η οι­κο­γέ­νεια αυ­τή, που προ­σπα­θεί να επι­βιώ­σει πα­ρά τις σκο­τει­νές πτυ­χές της, τα μυ­στι­κά και τις ενο­χές της, εκ­προ­σω­πεί κά­θε οι­κο­γέ­νεια που ει­σέρ­χε­ται στη νέα, με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή επο­χή κου­βα­λώ­ντας τα βά­ρη της ατο­μι­κής και συλ­λο­γι­κής της ιστο­ρί­ας.

Μέ­σω του βιω­μέ­νου πα­ρελ­θό­ντος των προ­σώ­πων της οι­κο­γέ­νειας αυ­τής η Ανα­γνω­στά­κη ανα­μο­χλεύ­ει την ιστο­ρία και την πο­λι­τι­κή, ξα­να­φέρ­νει στην επι­φά­νεια θύ­μα­τα και θύ­τες, κυ­νη­γούς και κυ­νη­γη­μέ­νους, εξό­ρι­στους και επα­να­πα­τρι­σμέ­νους. Στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’80, το επί­μα­χο έτος 1981, έχουν συμ­βεί πολ­λά. Η Κα­σέ­τα γρά­φε­ται στο με­ταίχ­μιο μιας νέ­ας πο­λι­τι­κής, ιστο­ρι­κής και κοι­νω­νι­κής επο­χής όπου το χά­σμα με το πα­ρελ­θόν διο­γκώ­νε­ται, κα­θώς σι­γά σι­γά τα με­τα­πο­λε­μι­κά τραύ­μα­τα γί­νο­νται Ιστο­ρία. Μέ­σω του μπαρ­μπα-Τά­σου, με­τα­ξύ λο­γι­κής και πα­ρα­φρο­σύ­νης, έρ­χο­νται στην επι­φά­νεια η Κα­το­χή και ο Εμ­φύ­λιος, σε μια προ­σπά­θεια να επου­λω­θούν οι πλη­γές και να γε­φυ­ρω­θεί η σύ­γκρου­ση με το πα­ρελ­θόν. Ο Τά­σος ανα­πο­λεί τις μέ­ρες που σκό­τω­νε «εχθρούς της πα­τρί­δος», «αντάρ­τες» και «συμ­μο­ρί­τες».[11] Ωστό­σο η συγ­γρα­φέ­ας δεν ασκεί κρι­τι­κή∙ οι από­ψεις του Τά­σου αφε­νός απο­δί­δο­νται στο εγκε­φα­λι­κό που έχει υπο­στεί πρό­σφα­τα,[12] αφε­τέ­ρου τί­θε­νται υπό συ­ζή­τη­ση από δύο εκ­προ­σώ­πους της νέ­ας γε­νιάς, τον Σπύ­ρο (φί­λο του Παύ­λου) και την αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά του Καί­τη.[13] Ο Σπύ­ρος δια­φω­νεί με τον Τά­σο (τό­σο ο ίδιος όσο και ο αδελ­φός του εί­ναι αρι­στε­ροί), όπως και η Καί­τη, η οποία όμως θέ­τει σε μια άλ­λη βά­ση τον δι­χα­σμό του εμ­φυ­λί­ου προ­σπα­θώ­ντας να δι­καιο­λο­γή­σει την «άλ­λη» πλευ­ρά, αυ­τή που εκ­προ­σω­πεί ο Τά­σος. Απευ­θύ­νο­ντας τον λό­γο στον Σπύ­ρο, ανα­φέ­ρει: «σε ρω­τάω, ταγ­μα­τα­σφα­λί­της ήταν ο μπαρ­μπα-Τά­σος; Έκα­με πο­τέ σε τάγ­μα­τα ασφα­λεί­ας; Ένας χω­ριά­της ήταν επι­στρα­τευ­μέ­νος από το κρά­τος. Εκεί βρέ­θη­κε, αυ­τό έμα­θε. […] Κι ο πα­τέ­ρας σου κι ο πα­τέ­ρας μου μπο­ρού­σαν να εί­ναι στη θέ­ση του. Αγράμ­μα­τοι χω­ριά­τες ήταν όλοι τους — τι θαρ­ρείς;».[14] Μέ­σω της Καί­της ωστό­σο δη­μιουρ­γεί­ται ένας άλ­λος δια­χω­ρι­σμός, εκεί­νος ανά­με­σα στους μορ­φω­μέ­νους, δια­νο­ού­με­νους αρι­στε­ρούς και σε εκεί­νους που συμ­με­τεί­χαν στον αγώ­να. Η αντί­θε­ση αυ­τή ανα­δύ­ε­ται στην αδυ­να­μία συ­νύ­παρ­ξης με­τα­ξύ του αδελ­φού του Σπύ­ρου —φοι­τη­τή του Πο­λυ­τε­χνεί­ου, που δου­λεύ­ει ως οι­κο­δό­μος για να βγά­λει λε­φτά, ώστε να με­τα­κι­νη­θεί κοι­νω­νι­κά— και στην ίδια την Καί­τη. Η τε­λευ­ταία, ορ­φα­νή από τα δε­κα­πέ­ντε της χρό­νια κα­θώς ο πα­τέ­ρας της πέ­θα­νε νέ­ος πο­λε­μώ­ντας στον ΕΛΑΣ, ταυ­τί­ζει την αρι­στε­ρά με τον τρό­πο ζω­ής που επέ­δει­ξε κα­τά την επι­βί­ω­σή της, πα­ρά με μια θε­ω­ρη­τι­κή ιδε­ο­λο­γία που εκ­προ­σω­πεί ο αδελ­φός του Σπύ­ρου και η κο­πέ­λα του. Όπως ανα­φέ­ρει η Καί­τη, «εγώ, βρε, εί­μαι πιο αρι­στε­ρή απ’ αυ­τούς. Για­τί εγώ βγή­κα στη βιο­πά­λη από δε­κα­πέ­ντε χρο­νών κι ό,τι έφτια­ξα, μό­νη μου το ’φτια­ξα. Εγώ ού­τε γυ­μνά­σιο δεν έβγα­λα, για­τί δού­λευα οχτά­ω­ρο και υπε­ρω­ρί­ες. Από δε­κα­πέ­ντε χρο­νών. Και με κυ­νη­γού­σαν και μου ζη­τού­σαν φρο­νή­μα­τα».[15]

Η ιστο­ρία και η πο­λι­τι­κή, ιδω­μέ­νη από την Ανα­γνω­στά­κη στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’80, εί­ναι ένα νό­μι­σμα με δύο πλευ­ρές. Εί­ναι η επο­χή κα­τά την οποία εκλέ­γε­ται πρω­θυ­πουρ­γός ο Αν­δρέ­ας Πα­παν­δρέ­ου (1981) και μία από τις πρώ­τες συ­ζη­τή­σεις που απα­σχο­λούν τη νέα με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή επο­χή εί­ναι η «εθνι­κή συμ­φι­λί­ω­ση», η οποία πε­ρι­λαμ­βά­νει την κα­τάρ­γη­ση των πι­στο­ποι­η­τι­κών πο­λι­τι­κών φρο­νη­μά­των και την από­συρ­ση των επί­μα­χων φα­κέ­λων.[16] Στο ιστο­ρι­κο­πο­λι­τι­κό πε­δίο η έν­νοια της αλ­λα­γής και της με­τά­βα­σης που φέρ­νει η νέα πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση ανα­φαί­νε­ται και στις δια­φω­νί­ες του Σπύ­ρου με τον μπαρ­μπα-Τά­σο, ως απόρ­ροια της σύγ­χρο­νης πο­λι­τι­κής συν­θή­κης και των απο­κα­τα­στά­σε­ων του τραυ­μα­τι­κού πα­ρελ­θό­ντος. Στη συ­ζή­τη­ση των δύο μία ακό­μα πτυ­χή της πρό­σφα­της πο­λι­τι­κής ιστο­ρί­ας περ­νά­ει από τις χα­ρα­μά­δες: το ζή­τη­μα της εξο­ρί­ας των πο­λι­τι­κών προ­σφύ­γων, με ανα­φο­ρά στους πο­λι­τι­κούς πρό­σφυ­γες της Τα­σκέν­δης, οι οποί­οι έχουν αρ­χί­σει πλέ­ον να επα­να­πα­τρί­ζο­νται με­τά τη δι­κτα­το­ρία. Ο Τά­σος εί­ναι αντί­θε­τος με την πο­λι­τι­κή του επα­να­πα­τρι­σμού και της επα­νά­κτη­σης των δι­καιω­μά­των τους, δια­δι­κα­σί­ες που έχουν εντα­τι­κο­ποι­η­θεί ύστε­ρα από την αλ­λα­γή του πο­λι­τεύ­μα­τος. Τέ­λος, μέ­σα από τον χα­ρα­κτή­ρα του Σπύ­ρου αλ­λά και της οι­κο­γέ­νειας του Παύ­λου ανα­δει­κνύ­ε­ται και το ζή­τη­μα των εσω­τε­ρι­κών και εξω­τε­ρι­κών με­τα­να­στών. Ο Σπύ­ρος εκ­προ­σω­πεί την ομά­δα των οι­κο­νο­μι­κών με­τα­να­στών (ίσως και πο­λι­τι­κών) που επι­στρέ­φουν στην πα­τρί­δα. Ο ίδιος υπήρ­ξε με­τα­νά­στης στη Γερ­μα­νία, τη Γαλ­λία και το Βέλ­γιο, φαί­νε­ται όμως ότι η προ­σπά­θειά του δεν έπια­σε τό­πο κα­θώς σπα­τά­λη­σε τα χρή­μα­τά του στο εξω­τε­ρι­κό χω­ρίς να κα­τα­φέ­ρει να εξα­σφα­λί­σει το μέλ­λον του. Η οι­κο­γέ­νεια του Παύ­λου αντί­στοι­χα, έχει με­τα­κο­μί­σει από τη βό­ρεια Ελ­λά­δα στην Αθή­να, κα­τά το κύ­μα αστυ­φι­λί­ας των προη­γού­με­νων δε­κα­ε­τιών, ενώ και η μη­τριά του και η αδελ­φή της έχουν φύ­γει από το χω­ριό για να ζή­σουν στην πρω­τεύ­ου­σα.[17]

Το φορ­τίο της ιστο­ρί­ας και του πα­ρελ­θό­ντος της πα­λιάς γε­νιάς βα­ραί­νει τους εκ­προ­σώ­πους της νε­ό­τε­ρης, η οποία στη σκιά των προ­γό­νων της ανα­ζη­τά τους δι­κούς της τρό­πους απε­λευ­θέ­ρω­σης και διεκ­δί­κη­σης του πα­ρό­ντος και του μέλ­λο­ντος. Το χά­σμα ανά­με­σα στις δύο γε­νιές πα­ρου­σιά­ζε­ται ανα­πό­φευ­κτο με τις κοι­νω­νι­κές εξε­λί­ξεις της νέ­ας δε­κα­ε­τί­ας και τις απο­στά­σεις που αυ­τή η και­νού­ρια επο­χή φαί­νε­ται να δη­μιουρ­γεί με το πα­ρελ­θόν. Η ίδια η επι­και­ρό­τη­τα εί­ναι κα­ται­γι­στι­κή και η επι­τά­χυν­ση της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας και της ζω­ής δη­μιουρ­γεί ασύγ­χρο­νες συν­θή­κες ανά­με­σα στα με­γα­λύ­τε­ρα και τα νε­ό­τε­ρα μέ­λη της ίδιας οι­κο­γέ­νειας ή στους εκ­προ­σώ­πους δύο δια­φο­ρε­τι­κών γε­νε­ών. Το από­λυ­τα ζω­ντα­νό πα­ρόν του έρ­γου πάλ­λε­ται στα στοι­χεία εκεί­να που ει­σβάλ­λουν από τον κό­σμο της πραγ­μα­τι­κής ζω­ής, φέρ­νο­ντας στη σκη­νή τη σύγ­χρο­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Όπως θα πει η Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη, «ένα κα­λό έρ­γο […], πρέ­πει να έχει πά­ντα κά­τι που να το κά­νει επί­και­ρο».[18] Η επι­και­ρό­τη­τα όπως βιώ­νε­ται από τη συγ­γρα­φέα και όπως μοιά­ζει να ανα-βιώ­νε­ται από τα διαρ­κώς ανα­πτυσ­σό­με­να μέ­σα επι­κοι­νω­νί­ας —τον Τύ­πο, το ρα­διό­φω­νο και κυ­ρί­ως την τη­λε­ό­ρα­ση που με τους εκ­κω­φα­ντι­κούς της ήχους δια­περ­νά τους τοί­χους και τα όρια του δη­μό­σιου και ιδιω­τι­κού χώ­ρου— εντεί­νει το χά­σμα ανά­με­σα στις δύο γε­νιές, οξύ­νει τις αντι­θέ­σεις και διο­γκώ­νει τις δια­φο­ρές. Η έν­νοια και η ιδέα της αλ­λα­γής απο­κα­λύ­πτε­ται σε όλα τα επί­πε­δα: πο­λι­τι­κά, οι­κο­νο­μι­κά και κοι­νω­νι­κά. Η αστι­κή ανά­πτυ­ξη φαί­νε­ται να εκτο­ξεύ­ε­ται, η πό­λη ει­σβάλ­λει βί­αια μέ­σα στα σπί­τια των αν­θρώ­πων, μέ­σα από τους εκ­κω­φα­ντι­κούς της θο­ρύ­βους, με τις μη­χα­νές και τα μαρ­σα­ρί­σμα­τα των αυ­το­κι­νή­των, τις φω­νές των δια­δη­λω­τών και των πο­δο­σφαι­ρό­φι­λων οπα­δών των συ­νοι­κιών, τις σει­ρή­νες και τις τη­λε­ο­ρά­σεις στη δια­πα­σών.

Η ανά­δυ­ση αυ­τού του νέ­ου κό­σμου κα­τα­γρά­φε­ται στην Κα­σέ­τα, όπου αντα­να­κλά­ται ζω­ντα­νά η ατμό­σφαι­ρα της αλ­λα­γής. Το 1981 η Ελ­λά­δα ει­σέρ­χε­ται στην ΕΟΚ και ανέρ­χε­ται στην εξου­σία το ΠΑ­ΣΟΚ, γε­γο­νό­τα που δη­μιουρ­γούν μια προ­ο­πτι­κή ανά­πτυ­ξης και προ­ό­δου, σε σχέ­ση με την προη­γού­με­νη πε­ρί­ο­δο.[19] Στα πρό­σω­πα της Ανα­γνω­στά­κη, το κλί­μα της αρ­χής μιας νέ­ας επο­χής το βλέ­που­με στη διά­χυ­ση της τε­χνο­λο­γί­ας (αυ­το­κί­νη­τα, μη­χα­νές, τη­λέ­φω­να, νέα επαγ­γέλ­μα­τα) αλ­λά και στην επι­θυ­μία και την αι­σιο­δο­ξία των αν­θρώ­πων να αλ­λά­ξουν ζωή, όπως στο πρό­σω­πο της Μα­ρί­τσας που αφή­νει το πε­ρί­πτε­ρο για να ανοί­ξει τα­βέρ­να, στον αρι­στε­ρό ιδε­ο­λό­γο αδερ­φό του Σπύ­ρου που δου­λεύ­ει σαν οι­κο­δό­μος και σπου­δά­ζει στο Πο­λυ­τε­χνείο για να ανέλ­θει κοι­νω­νι­κά. Ζη­τή­μα­τα σύγ­χρο­να της επο­χής, όπως οι αντι­πα­ρο­χές και το χτί­σι­μο πο­λυ­κα­τοι­κιών, η επα­φή με τον έξω κό­σμο μέ­σω της ανά­πτυ­ξης των τη­λε­πι­κοι­νω­νιών και του Τύ­που, η νέα θέ­ση της μι­κρής Ελ­λά­δας ανά­με­σα στα προηγ­μέ­να ευ­ρω­παϊ­κά κρά­τη. Το επί­και­ρο δί­νει στο έρ­γο το ιδιαί­τε­ρο στίγ­μα του: συ­γκε­κρι­μέ­να γε­γο­νό­τα από το 1981, η σπαρ­τα­ρι­στή ει­δη­σε­ο­γρα­φία της τη­λε­ό­ρα­σης και των εφη­με­ρί­δων το­πο­θε­τούν το έρ­γο της Ανα­γνω­στά­κη στην όχθη του ρε­α­λι­σμού, ενός σχε­δόν πι­στού ρε­α­λι­σμού που επι­ζη­τά να απα­θα­να­τί­σει τη στιγ­μή σαν μια φω­το­γρα­φία, σαν μια εγ­γρα­φή σε μια κα­σέ­τα για να δια­τη­ρη­θεί ζω­ντα­νή στον χρό­νο. Η σχέ­ση του θε­ά­τρου με το σή­με­ρα εδραιώ­νε­ται για την Ανα­γνω­στά­κη μέ­σα από τη γε­γο­νο­το­λο­γι­κή επι­και­ρό­τη­τα της πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νης στιγ­μής και δια­πλέ­κε­ται με τα πρό­σω­πα δια­μορ­φώ­νο­ντας την ψυ­χο­λο­γία και την τύ­χη τους στο εκεί και στο τό­τε. Η από­πει­ρα δο­λο­φο­νί­ας του Πά­πα Ιω­άν­νη Παύ­λου στη Ρώ­μη τον Μάιο του 1981, ο από­η­χος των γε­γο­νό­των της Θύ­ρας 7 και ο τε­λι­κός με­τα­ξύ των πο­δο­σφαι­ρι­κών ομά­δων ΠΑ­ΟΚ και Ολυ­μπια­κού τον Ιού­νιο της ίδιας χρο­νιάς, ο επα­να­πα­τρι­σμός πο­λι­τι­κών προ­σφύ­γων από την Τα­σκέν­δη, η επι­στρο­φή οι­κο­νο­μι­κών προ­σφύ­γων από το εξω­τε­ρι­κό (Σπύ­ρος) ο φα­να­τι­κός οπα­δι­σμός, η επέ­λα­ση και η κυ­ριαρ­χία της τη­λε­ό­ρα­σης, οι μό­δες της επο­χής, τα κέ­ντρα, οι ντι­σκο­τέκ, τα ναρ­κω­τι­κά, η νε­α­νι­κή εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα…[20]

Ανά­με­σα στο πα­ρελ­θόν και το πα­ρόν, τα νε­ό­τε­ρα μέ­λη της οι­κο­γέ­νειας συν­θλί­βο­νται. Εί­ναι η επο­χή της ανά­πτυ­ξης της ατο­μι­κής ψυ­χο­λο­γί­ας, της ανά­γκης του ατό­μου να ορί­σει την προ­σω­πι­κό­τη­τά του και να απε­λευ­θε­ρώ­σει τις δυ­να­τό­τη­τές του έξω από τις ευ­θύ­νες και τα βα­ρί­δια του οι­κο­γε­νεια­κού κλοιού, που βιώ­νε­ται ως ένας ασφυ­κτι­κά πε­ριο­ρι­στι­κός χώ­ρος του οποί­ου η πρω­ταρ­χι­κό­τη­τα αρ­χί­ζει να αμ­φι­σβη­τεί­ται. Τό­σο ο Παύ­λος όσο και o μι­κρός αδελ­φός του Γιωρ­γά­κης επι­ζη­τούν τη φυ­γή από τις αλυ­σί­δες της οι­κο­γέ­νειας που τους κρα­τούν αιχ­μά­λω­τους στα δε­σμά της, στο πα­ρελ­θόν της, στην ανά­γκη της συ­νέ­χι­σής της. Η αμ­φι­σβή­τη­ση του γά­μου και της οι­κο­γε­νειο­κρα­τί­ας, της πα­τριαρ­χί­ας και της κα­τα­πί­ε­σης του οι­κο­γε­νεια­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος τί­θε­ται έντο­να από τον Σπύ­ρο που δεν θέ­λει να πα­ντρευ­τεί, αν και εί­ναι χρό­νια αρ­ρα­βω­νια­σμέ­νος με την πε­ρα­σμέ­νη σε ηλι­κία Καί­τη. Ο φό­βος ανα­πα­ρα­γω­γής του οι­κο­γε­νεια­κού μο­ντέ­λου, η άρ­νη­ση προ­σαρ­μο­γής στις πα­γιω­μέ­νες κοι­νω­νι­κές συμ­βά­σεις που οδη­γούν στη δυ­στυ­χία, για μια γε­νιά που ανα­ζη­τά την ελευ­θε­ρία από τις οι­κο­γε­νεια­κές δε­σμεύ­σεις, με­γε­θύ­νει το χά­σμα με τη γε­νιά των προ­γό­νων. Αν και ο Παύ­λος υπο­τάσ­σε­ται αρ­χι­κά και πα­ντρεύ­ε­ται την Κα­τε­ρί­να, ανα­μέ­νο­ντας μά­λι­στα και ένα δεύ­τε­ρο παι­δί, ενώ ταυ­τό­χρο­να υπο­κύ­πτει στη χει­ρα­γώ­γη­ση της μη­τριάς του να ανα­λά­βει τη δου­λειά του οδη­γού τα­ξί, γρή­γο­ρα θα οδη­γη­θεί σε αδιέ­ξο­δο. Η φυ­γή από την κα­τα­πιε­στι­κή δο­μή του ανε­λεύ­θε­ρου οι­κο­γε­νεια­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος θα συ­ντε­λε­στεί για τα πε­ρισ­σό­τε­ρα μέ­λη της οι­κο­γέ­νειας, ο χώ­ρος του σπι­τιού θα αδειά­σει με πολ­λούς και δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους: ο Τά­σος και η Μα­ρί­τσα θα φύ­γουν για να ζή­σουν σε ένα δω­μά­τιο κο­ντά στην τα­βέρ­να της Μα­ρί­τσας, ενώ τα όνει­ρα της νέ­ας γε­νιάς θα συ­ντρι­βούν χω­ρίς δυ­να­τό­τη­τα επι­στρο­φής. Ο Γιωρ­γά­κης θα πε­θά­νει σε αυ­το­κι­νη­τι­στι­κό με τη μη­χα­νή του αδελ­φού του ενώ ο Παύ­λος θα εκτε­λέ­σει τη Με­γά­λη του Πρά­ξη για να απε­λευ­θε­ρω­θεί, αυ­το­κτο­νώ­ντας με την κα­ρα­μπί­να και φο­ρώ­ντας, όπως και ο Πά­πας της Ρώ­μης, τα «λευ­κά άσπι­λα εν­δύ­μα­τά του» που στο τέ­λος του έρ­γου θα γε­μί­σουν με αί­μα…



Οι φω­το­γρα­φί­ες εί­ναι του Μι­χά­λη Βιρ­βι­δά­κη από την πρό­σφα­τη πα­ρα­στα­ση της Κα­σέ­τας (Εται­ρεία Θε­ά­τρου «Μνή­μη» , 17/3 -9/4 στο θέ­α­τρο Κυ­δω­νία των Χα­νί­ων). Σκη­νο­θε­σία, φω­το­γρα­φί­ες και αι­σθη­τι­κή της πα­ρά­στα­σης: Μι­χά­λης Βιρ­βι­δά­κης ≈ Συν­θέ­σεις ήχων: Δη­μή­τρης Ια­τρό­που­λος ≈ Βοη­θός σκη­νο­θέ­τη: Αι­μί­λιος Κα­λο­γε­ρής ≈ Φώ­τα και ήχοι πα­ρά­στα­σης: Ευ­γε­νία Ανα­στα­σο­πού­λου ≈ Ηθο­ποιοί: Νί­κος Χα­ρι­τά­κης, Λέ­να Τά­κη, Πά­ρης Χα­μου­ρί­κος, Μι­χά­λης Να­ξά­κης, Χρυ­σού­λα Ψυλ­λά­κη, Ρί­τα Μαρ­τσά­κη, Φώ­της Κο­τρώ­τσος, Στελ­λί­να Ιω­αν­νί­δου

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: