Ιστορία, κοινωνία και πολιτική στην «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη

Φωτ. Μ. Βιρβιδάκης Φωτ. Μ. Βιρβιδάκης Φωτ. Μ. Βιρβιδάκης Φωτ. Μ. Βιρβιδάκης Φωτ. Μ. Βιρβιδάκης Φωτ. Μ. Βιρβιδάκης Φωτ. Μ. Βιρβιδάκης

 

 

Η Λούλα Αναγνωστάκη εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα καλλιτεχνικά δρώμενα, όχι ως θεατρική συγγραφέας αλλά ως σεναριογράφος για τον κινηματογράφο. Η πρώτη της συμβολή αφορούσε το σενάριο για την ιστορία Το ραντεβού της Κυριακής, ως μέρος της σπονδυλωτής ταινίας του Σωκράτη Καψάσκη με τίτλο Ερωτικές ιστορίες, του 1959.[1] Συνέχισε τη σταδιοδρομία της γράφοντας ένα ακόμα σενάριο για την πρώτη μεταπολεμική ταινία της Θεσσαλονίκης (studio Μακεδονία) σε σκηνοθεσία του Ερρίκου Θαλασσινού με τίτλο Η εκδίκηση του καβαλάρη (1962),[2] μια «ορεινή περιπέτεια» που αφορά τον μύθο δύο αδερφών που ερωτεύονται την ίδια γυναίκα. Όπως η ίδια η Αναγνωστάκη αναφέρει, αυτό με το οποίο ήθελε να ασχοληθεί εξαρχής ήταν η συγγραφή σεναρίων για τον κινηματογράφο.[3] Σύντομα όμως στράφηκε στο θέατρο γράφοντας τα πρώτα της μονόπρακτα, γνωστά με τον γενικό τίτλο Η τριλογία της πόλης (Η διανυκτέρευση, Η πόλη, Η παρέλαση), τα οποία παίχτηκαν σε ενιαία παράσταση το 1965 από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν. Από το 1965 ως το 1982, που γράφεται και παίζεται η Κασέτα, μεσολαβούν τα έργα Η συναναστροφή (Εθνικό Θέατρο, σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά, 1967), Αντόνιο ή το μήνυμα (1972) και Η νίκη (1978) τα οποία ανεβάζει και πάλι ο Κουν.[4] Το ίδιο συμβαίνει και με την Κασέτα (1982) και τον Ήχο του όπλου (1987), τα οποία παίζονται στο Θέατρο Τέχνης, το δεύτερο μάλιστα λίγες μόλις μέρες μετά τον θάνατο του Κουν, τον Φλεβάρη του ίδιου χρόνου, κάτι που σημαίνει ότι ενδεχομένως η σκηνοθεσία του έργου να μην ολοκληρώθηκε από τον ίδιο. Στη συνέχεια η Αναγνωστάκη θα συνεργαστεί με τον θίασο του Κώστα Καζάκου και της Τζένης Καρέζη, με το Διαμάντια και μπλουζ (1990, σε σκηνοθεσία του Βασίλη Παπαβασιλείου), το 1995 ο Μίμης Κουγιουμτζής θα σκηνοθετήσει το Ταξίδι μακριά (Θέατρο Τέχνης, 1995), ενώ τα δύο τελευταία γνωστά έργα της, Ο ουρανός κατακόκκινος και Σ’ εσάς που με ακούτε θα ανεβούν το 1998 και το 2003 από το Εθνικό Θέατρο και τη Νέα Σκηνή σε σκηνοθεσία Βίκτορα Αρδίττη και Λευτέρη Βογιατζή αντίστοιχα.[5]

Η Κασέτα βρίσκεται στη μέση περίπου της συγγραφικής της σταδιοδρομίας, στη δεύτερη ενότητα έργων της (μαζί με τη Νίκη και τον Ήχο του όπλου) τα οποία ανανεώνουν τη θεματολογία και την υφολογία της δραματουργίας της σε σχέση με την πρώτη της συγγραφική φάση, έχοντας ως κύριο θεματικό τους πυρήνα την ιδιομορφία της ελληνικής οικογένειας, όπως αυτή διαμορφώνεται στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια.[6] Δεν λείπουν ωστόσο και από αυτή τη δραματουργική σοδειά οι αναφορές στα τραύματα του παρελθόντος και στις ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνουν το «σήμερα» και μεγεθύνουν το χάσμα με το χτες.[7] Συνδέοντας την ποίηση με την πραγματικότητα, τον συμβολισμό με τον ρεαλισμό, η Αναγνωστάκη κάνει εκτεταμένη χρήση της επικαιρότητας στο έργο της και μάλιστα με πολύ συγκεκριμένες αναφορές στο 1981, μια χρονιά που στιγματίστηκε από πολύ σημαντικά ιστορικά και πολιτικά γεγονότα για την Ελλάδα, τα οποία σηματοδότησαν το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης.

Κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο Παύλος, ένας νεαρός 23-24 χρονών, ο οποίος προσπαθεί να ξεφύγει από τη δύσκολη καθημερινότητα της οικογενειακής ζωής, μέσα από τις κρυφές, προσωπικές του φαντασιώσεις, τις οποίες μαγνητοφωνεί σε κασέτες και ακούει μόνος του στο δωμάτιό του κρυφά από όλους τους άλλους. Οι φαντασιώσεις του αυτές περιλαμβάνουν την πραγματοποίηση μιας «Μεγάλης Πράξης» που θα τον βγάλει από την αφάνεια και τη δυστυχία του και θα τον τοποθετήσει στο επίκεντρο της ανθρωπότητας.[8] Μια τέτοια πράξη, παρόμοια με αυτή που αναζητά, αφηγείται ξανά και ξανά στο μαγνητόφωνό του. Είναι η απόπειρα δολοφονίας του Πάπα Ιωάννη Παύλου ΙΙ στη Ρώμη μπροστά στο πλήθος, από τον Tούρκο Μεχμέτ Αλί Αγκτσά, τον οποίο ο Παύλος ταυτίζει ψευδαισθητικά με τον μουσουλμάνο παιδικό του φίλο από την Ξάνθη. Η φαντασίωση αυτή, που παραπέμπει στα όρια μιας αναρχικής πράξης και που έχει ως αντικείμενό της τον θάνατο ενός ανθρώπου-συμβόλου,[9] είναι ο φανταστικός τρόπος φυγής του Παύλου από τον ασφυκτικό κλοιό της κάθε είδους καταπίεσης που τον περιβάλλει: των ανθρώπων του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος, των φίλων του, της πόλης και των εκκωφαντικών της θορύβων που εισβάλλουν βίαια από τον δημόσιο στον ιδιωτικό χώρο.[10]

Η οικογένεια του Παύλου (αλλά και κάθε οικογένεια), υπόκωφος δυνάστης της ατομικής βούλησης και ελευθερίας, οδηγεί τον ήρωα με τις καταπιεσμένες του επιθυμίες στην αδράνεια, στην απομόνωση και τη σιωπηλή φυγή. Ο Παύλος είναι σε μεγάλο βαθμό απών σωματικά, απομονώνεται εκούσια από το καταπιεστικό περιβάλλον: αποφεύγει τις οικογενειακές συγκεντρώσεις, προτιμά να κλείνεται στο δωμάτιό του ή να φεύγει αναζητώντας τη μοναχικότητά του. Οι φωνές και τα γέλια των οικογενειακών στιγμών, τα σχέδια και οι τριβές ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας τού προκαλούν δυσφορία όπως οι θόρυβοι του αστικού ηχοτοπίου. Η οικογένεια τον περικυκλώνει κι εκείνος άλλοτε ξεγλιστρά διακριτικά και άλλοτε υποκύπτει στις πιέσεις. Η μητριά του, Μαρίτσα, προσπαθεί να τον χειραγωγήσει στο να κάνει μια δουλειά που εκείνος δεν θέλει, η ανιψιά της και κόρη της αδελφής της Βαγγελιώς, Κατερίνα, είναι έγκυος στο παιδί του, ο φίλος του Σπύρος του υπενθυμίζει διαρκώς το παρελθόν του πατέρα του (ο οποίος σκότωνε αντάρτες στη διάρκεια του Εμφύλιου). Όλα γύρω του γίνονται ενοχλητικά και φορτικά, εκτός από τον μικρό του αδερφό, τον οποίο ο Παύλος υπεραγαπά.

Το κάθε πρόσωπο έχει τη δική του βεβαρημένη βιογραφία. Ο πατέρας του Παύλου, μπαρμπα-Τάσος, μετά τον θάνατο της γυναίκας του, όταν ο Παύλος ήταν οχτώ χρονών και μόλις είχε γεννηθεί ο μικρός του γιος, Γιωργάκης, έφυγε από την Ξάνθη και εγκαταστάθηκε με τα παιδιά του στην Αθήνα. Σχεδόν ανήμπορος τώρα πια, μετά από ένα εγκεφαλικό, διαβάζει την ειδησεογραφία από τις εφημερίδες κατακρίνοντας την κουλτούρα της νέας γενιάς που ξοδεύει τον χρόνο της σε «μπάλα, γκομενιλίκια και χασίσια», τις συνήθειες και τον τρόπο διασκέδασης και εκτόνωσης των νέων (ντισκοτέκ, ναρκωτικά, μοτοσικλέτα, ποδόσφαιρο, οπαδισμός, διαδηλώσεις, τηλεόραση…). Η δεύτερη γυναίκα του, Μαρίτσα, έχει περίπτερο, θέλει όμως να ξεφύγει και να εξελιχθεί κοινωνικά, κάτι που καταφέρνει ανοίγοντας στο τέλος ταβέρνα. Η αδελφή της Βαγγελιώ, σκυθρωπή και δυστυχισμένη, μένει με την κόρη της, Κατερίνα, στο σπίτι της Μαρίτσας. Έχει χάσει τον άντρα της, ο οποίος ήταν αλκοολικός και την κακοποιούσε μπροστά στα μάτια της κόρης της. Η Κατερίνα, έγκυος στο παιδί του Παύλου και νευρωτική, κατηγορεί τη μητέρα της για τον θάνατο του πατέρα της, ο οποίος κάηκε ζωντανός. Είναι έγκυος στο παιδί του Παύλου, αλλά αβέβαιη για την τύχη του μωρού, καθώς ο Παύλος δεν το θέλει ενώ η μητέρα της την προτρέπει να κάνει άμβλωση ή να το δώσει για υιοθεσία. Η οικογένεια αυτή, που προσπαθεί να επιβιώσει παρά τις σκοτεινές πτυχές της, τα μυστικά και τις ενοχές της, εκπροσωπεί κάθε οικογένεια που εισέρχεται στη νέα, μεταπολιτευτική εποχή κουβαλώντας τα βάρη της ατομικής και συλλογικής της ιστορίας.

Μέσω του βιωμένου παρελθόντος των προσώπων της οικογένειας αυτής η Αναγνωστάκη αναμοχλεύει την ιστορία και την πολιτική, ξαναφέρνει στην επιφάνεια θύματα και θύτες, κυνηγούς και κυνηγημένους, εξόριστους και επαναπατρισμένους. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το επίμαχο έτος 1981, έχουν συμβεί πολλά. Η Κασέτα γράφεται στο μεταίχμιο μιας νέας πολιτικής, ιστορικής και κοινωνικής εποχής όπου το χάσμα με το παρελθόν διογκώνεται, καθώς σιγά σιγά τα μεταπολεμικά τραύματα γίνονται Ιστορία. Μέσω του μπαρμπα-Τάσου, μεταξύ λογικής και παραφροσύνης, έρχονται στην επιφάνεια η Κατοχή και ο Εμφύλιος, σε μια προσπάθεια να επουλωθούν οι πληγές και να γεφυρωθεί η σύγκρουση με το παρελθόν. Ο Τάσος αναπολεί τις μέρες που σκότωνε «εχθρούς της πατρίδος», «αντάρτες» και «συμμορίτες».[11] Ωστόσο η συγγραφέας δεν ασκεί κριτική∙ οι απόψεις του Τάσου αφενός αποδίδονται στο εγκεφαλικό που έχει υποστεί πρόσφατα,[12] αφετέρου τίθενται υπό συζήτηση από δύο εκπροσώπους της νέας γενιάς, τον Σπύρο (φίλο του Παύλου) και την αρραβωνιαστικιά του Καίτη.[13] Ο Σπύρος διαφωνεί με τον Τάσο (τόσο ο ίδιος όσο και ο αδελφός του είναι αριστεροί), όπως και η Καίτη, η οποία όμως θέτει σε μια άλλη βάση τον διχασμό του εμφυλίου προσπαθώντας να δικαιολογήσει την «άλλη» πλευρά, αυτή που εκπροσωπεί ο Τάσος. Απευθύνοντας τον λόγο στον Σπύρο, αναφέρει: «σε ρωτάω, ταγματασφαλίτης ήταν ο μπαρμπα-Τάσος; Έκαμε ποτέ σε τάγματα ασφαλείας; Ένας χωριάτης ήταν επιστρατευμένος από το κράτος. Εκεί βρέθηκε, αυτό έμαθε. […] Κι ο πατέρας σου κι ο πατέρας μου μπορούσαν να είναι στη θέση του. Αγράμματοι χωριάτες ήταν όλοι τους — τι θαρρείς;».[14] Μέσω της Καίτης ωστόσο δημιουργείται ένας άλλος διαχωρισμός, εκείνος ανάμεσα στους μορφωμένους, διανοούμενους αριστερούς και σε εκείνους που συμμετείχαν στον αγώνα. Η αντίθεση αυτή αναδύεται στην αδυναμία συνύπαρξης μεταξύ του αδελφού του Σπύρου —φοιτητή του Πολυτεχνείου, που δουλεύει ως οικοδόμος για να βγάλει λεφτά, ώστε να μετακινηθεί κοινωνικά— και στην ίδια την Καίτη. Η τελευταία, ορφανή από τα δεκαπέντε της χρόνια καθώς ο πατέρας της πέθανε νέος πολεμώντας στον ΕΛΑΣ, ταυτίζει την αριστερά με τον τρόπο ζωής που επέδειξε κατά την επιβίωσή της, παρά με μια θεωρητική ιδεολογία που εκπροσωπεί ο αδελφός του Σπύρου και η κοπέλα του. Όπως αναφέρει η Καίτη, «εγώ, βρε, είμαι πιο αριστερή απ’ αυτούς. Γιατί εγώ βγήκα στη βιοπάλη από δεκαπέντε χρονών κι ό,τι έφτιαξα, μόνη μου το ’φτιαξα. Εγώ ούτε γυμνάσιο δεν έβγαλα, γιατί δούλευα οχτάωρο και υπερωρίες. Από δεκαπέντε χρονών. Και με κυνηγούσαν και μου ζητούσαν φρονήματα».[15]

Η ιστορία και η πολιτική, ιδωμένη από την Αναγνωστάκη στις αρχές της δεκαετίας του ’80, είναι ένα νόμισμα με δύο πλευρές. Είναι η εποχή κατά την οποία εκλέγεται πρωθυπουργός ο Ανδρέας Παπανδρέου (1981) και μία από τις πρώτες συζητήσεις που απασχολούν τη νέα μεταπολιτευτική εποχή είναι η «εθνική συμφιλίωση», η οποία περιλαμβάνει την κατάργηση των πιστοποιητικών πολιτικών φρονημάτων και την απόσυρση των επίμαχων φακέλων.[16] Στο ιστορικοπολιτικό πεδίο η έννοια της αλλαγής και της μετάβασης που φέρνει η νέα πολιτική κατάσταση αναφαίνεται και στις διαφωνίες του Σπύρου με τον μπαρμπα-Τάσο, ως απόρροια της σύγχρονης πολιτικής συνθήκης και των αποκαταστάσεων του τραυματικού παρελθόντος. Στη συζήτηση των δύο μία ακόμα πτυχή της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας περνάει από τις χαραμάδες: το ζήτημα της εξορίας των πολιτικών προσφύγων, με αναφορά στους πολιτικούς πρόσφυγες της Τασκένδης, οι οποίοι έχουν αρχίσει πλέον να επαναπατρίζονται μετά τη δικτατορία. Ο Τάσος είναι αντίθετος με την πολιτική του επαναπατρισμού και της επανάκτησης των δικαιωμάτων τους, διαδικασίες που έχουν εντατικοποιηθεί ύστερα από την αλλαγή του πολιτεύματος. Τέλος, μέσα από τον χαρακτήρα του Σπύρου αλλά και της οικογένειας του Παύλου αναδεικνύεται και το ζήτημα των εσωτερικών και εξωτερικών μεταναστών. Ο Σπύρος εκπροσωπεί την ομάδα των οικονομικών μεταναστών (ίσως και πολιτικών) που επιστρέφουν στην πατρίδα. Ο ίδιος υπήρξε μετανάστης στη Γερμανία, τη Γαλλία και το Βέλγιο, φαίνεται όμως ότι η προσπάθειά του δεν έπιασε τόπο καθώς σπατάλησε τα χρήματά του στο εξωτερικό χωρίς να καταφέρει να εξασφαλίσει το μέλλον του. Η οικογένεια του Παύλου αντίστοιχα, έχει μετακομίσει από τη βόρεια Ελλάδα στην Αθήνα, κατά το κύμα αστυφιλίας των προηγούμενων δεκαετιών, ενώ και η μητριά του και η αδελφή της έχουν φύγει από το χωριό για να ζήσουν στην πρωτεύουσα.[17]

Το φορτίο της ιστορίας και του παρελθόντος της παλιάς γενιάς βαραίνει τους εκπροσώπους της νεότερης, η οποία στη σκιά των προγόνων της αναζητά τους δικούς της τρόπους απελευθέρωσης και διεκδίκησης του παρόντος και του μέλλοντος. Το χάσμα ανάμεσα στις δύο γενιές παρουσιάζεται αναπόφευκτο με τις κοινωνικές εξελίξεις της νέας δεκαετίας και τις αποστάσεις που αυτή η καινούρια εποχή φαίνεται να δημιουργεί με το παρελθόν. Η ίδια η επικαιρότητα είναι καταιγιστική και η επιτάχυνση της καθημερινότητας και της ζωής δημιουργεί ασύγχρονες συνθήκες ανάμεσα στα μεγαλύτερα και τα νεότερα μέλη της ίδιας οικογένειας ή στους εκπροσώπους δύο διαφορετικών γενεών. Το απόλυτα ζωντανό παρόν του έργου πάλλεται στα στοιχεία εκείνα που εισβάλλουν από τον κόσμο της πραγματικής ζωής, φέρνοντας στη σκηνή τη σύγχρονη πραγματικότητα. Όπως θα πει η Λούλα Αναγνωστάκη, «ένα καλό έργο […], πρέπει να έχει πάντα κάτι που να το κάνει επίκαιρο».[18] Η επικαιρότητα όπως βιώνεται από τη συγγραφέα και όπως μοιάζει να ανα-βιώνεται από τα διαρκώς αναπτυσσόμενα μέσα επικοινωνίας —τον Τύπο, το ραδιόφωνο και κυρίως την τηλεόραση που με τους εκκωφαντικούς της ήχους διαπερνά τους τοίχους και τα όρια του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου— εντείνει το χάσμα ανάμεσα στις δύο γενιές, οξύνει τις αντιθέσεις και διογκώνει τις διαφορές. Η έννοια και η ιδέα της αλλαγής αποκαλύπτεται σε όλα τα επίπεδα: πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά. Η αστική ανάπτυξη φαίνεται να εκτοξεύεται, η πόλη εισβάλλει βίαια μέσα στα σπίτια των ανθρώπων, μέσα από τους εκκωφαντικούς της θορύβους, με τις μηχανές και τα μαρσαρίσματα των αυτοκινήτων, τις φωνές των διαδηλωτών και των ποδοσφαιρόφιλων οπαδών των συνοικιών, τις σειρήνες και τις τηλεοράσεις στη διαπασών.

Η ανάδυση αυτού του νέου κόσμου καταγράφεται στην Κασέτα, όπου αντανακλάται ζωντανά η ατμόσφαιρα της αλλαγής. Το 1981 η Ελλάδα εισέρχεται στην ΕΟΚ και ανέρχεται στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ, γεγονότα που δημιουργούν μια προοπτική ανάπτυξης και προόδου, σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο.[19] Στα πρόσωπα της Αναγνωστάκη, το κλίμα της αρχής μιας νέας εποχής το βλέπουμε στη διάχυση της τεχνολογίας (αυτοκίνητα, μηχανές, τηλέφωνα, νέα επαγγέλματα) αλλά και στην επιθυμία και την αισιοδοξία των ανθρώπων να αλλάξουν ζωή, όπως στο πρόσωπο της Μαρίτσας που αφήνει το περίπτερο για να ανοίξει ταβέρνα, στον αριστερό ιδεολόγο αδερφό του Σπύρου που δουλεύει σαν οικοδόμος και σπουδάζει στο Πολυτεχνείο για να ανέλθει κοινωνικά. Ζητήματα σύγχρονα της εποχής, όπως οι αντιπαροχές και το χτίσιμο πολυκατοικιών, η επαφή με τον έξω κόσμο μέσω της ανάπτυξης των τηλεπικοινωνιών και του Τύπου, η νέα θέση της μικρής Ελλάδας ανάμεσα στα προηγμένα ευρωπαϊκά κράτη. Το επίκαιρο δίνει στο έργο το ιδιαίτερο στίγμα του: συγκεκριμένα γεγονότα από το 1981, η σπαρταριστή ειδησεογραφία της τηλεόρασης και των εφημερίδων τοποθετούν το έργο της Αναγνωστάκη στην όχθη του ρεαλισμού, ενός σχεδόν πιστού ρεαλισμού που επιζητά να απαθανατίσει τη στιγμή σαν μια φωτογραφία, σαν μια εγγραφή σε μια κασέτα για να διατηρηθεί ζωντανή στον χρόνο. Η σχέση του θεάτρου με το σήμερα εδραιώνεται για την Αναγνωστάκη μέσα από τη γεγονοτολογική επικαιρότητα της πολύ συγκεκριμένης στιγμής και διαπλέκεται με τα πρόσωπα διαμορφώνοντας την ψυχολογία και την τύχη τους στο εκεί και στο τότε. Η απόπειρα δολοφονίας του Πάπα Ιωάννη Παύλου στη Ρώμη τον Μάιο του 1981, ο απόηχος των γεγονότων της Θύρας 7 και ο τελικός μεταξύ των ποδοσφαιρικών ομάδων ΠΑΟΚ και Ολυμπιακού τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, ο επαναπατρισμός πολιτικών προσφύγων από την Τασκένδη, η επιστροφή οικονομικών προσφύγων από το εξωτερικό (Σπύρος) ο φανατικός οπαδισμός, η επέλαση και η κυριαρχία της τηλεόρασης, οι μόδες της εποχής, τα κέντρα, οι ντισκοτέκ, τα ναρκωτικά, η νεανική εγκληματικότητα…[20]

Ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, τα νεότερα μέλη της οικογένειας συνθλίβονται. Είναι η εποχή της ανάπτυξης της ατομικής ψυχολογίας, της ανάγκης του ατόμου να ορίσει την προσωπικότητά του και να απελευθερώσει τις δυνατότητές του έξω από τις ευθύνες και τα βαρίδια του οικογενειακού κλοιού, που βιώνεται ως ένας ασφυκτικά περιοριστικός χώρος του οποίου η πρωταρχικότητα αρχίζει να αμφισβητείται. Τόσο ο Παύλος όσο και o μικρός αδελφός του Γιωργάκης επιζητούν τη φυγή από τις αλυσίδες της οικογένειας που τους κρατούν αιχμάλωτους στα δεσμά της, στο παρελθόν της, στην ανάγκη της συνέχισής της. Η αμφισβήτηση του γάμου και της οικογενειοκρατίας, της πατριαρχίας και της καταπίεσης του οικογενειακού περιβάλλοντος τίθεται έντονα από τον Σπύρο που δεν θέλει να παντρευτεί, αν και είναι χρόνια αρραβωνιασμένος με την περασμένη σε ηλικία Καίτη. Ο φόβος αναπαραγωγής του οικογενειακού μοντέλου, η άρνηση προσαρμογής στις παγιωμένες κοινωνικές συμβάσεις που οδηγούν στη δυστυχία, για μια γενιά που αναζητά την ελευθερία από τις οικογενειακές δεσμεύσεις, μεγεθύνει το χάσμα με τη γενιά των προγόνων. Αν και ο Παύλος υποτάσσεται αρχικά και παντρεύεται την Κατερίνα, αναμένοντας μάλιστα και ένα δεύτερο παιδί, ενώ ταυτόχρονα υποκύπτει στη χειραγώγηση της μητριάς του να αναλάβει τη δουλειά του οδηγού ταξί, γρήγορα θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Η φυγή από την καταπιεστική δομή του ανελεύθερου οικογενειακού περιβάλλοντος θα συντελεστεί για τα περισσότερα μέλη της οικογένειας, ο χώρος του σπιτιού θα αδειάσει με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους: ο Τάσος και η Μαρίτσα θα φύγουν για να ζήσουν σε ένα δωμάτιο κοντά στην ταβέρνα της Μαρίτσας, ενώ τα όνειρα της νέας γενιάς θα συντριβούν χωρίς δυνατότητα επιστροφής. Ο Γιωργάκης θα πεθάνει σε αυτοκινητιστικό με τη μηχανή του αδελφού του ενώ ο Παύλος θα εκτελέσει τη Μεγάλη του Πράξη για να απελευθερωθεί, αυτοκτονώντας με την καραμπίνα και φορώντας, όπως και ο Πάπας της Ρώμης, τα «λευκά άσπιλα ενδύματά του» που στο τέλος του έργου θα γεμίσουν με αίμα…



Οι φωτογραφίες είναι του Μιχάλη Βιρβιδάκη από την πρόσφατη παρασταση της Κασέτας (Εταιρεία Θεάτρου «Μνήμη» , 17/3 -9/4 στο θέατρο Κυδωνία των Χανίων). Σκηνοθεσία, φωτογραφίες και αισθητική της παράστασης: Μιχάλης Βιρβιδάκης ≈ Συνθέσεις ήχων: Δημήτρης Ιατρόπουλος ≈ Βοηθός σκηνοθέτη: Αιμίλιος Καλογερής ≈ Φώτα και ήχοι παράστασης: Ευγενία Αναστασοπούλου ≈ Ηθοποιοί: Νίκος Χαριτάκης, Λένα Τάκη, Πάρης Χαμουρίκος, Μιχάλης Ναξάκης, Χρυσούλα Ψυλλάκη, Ρίτα Μαρτσάκη, Φώτης Κοτρώτσος, Στελλίνα Ιωαννίδου

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: