Τη Λούλα Αναγνωστάκη τη γνώρισα τη δεκαετία του 90. Μόλις έβγαζα τα πρώτα μου πεζά. Ήμουν τριάντα και κάτι. Μαζί της γνώρισα και τον άντρα της, τον Γιώργο Χειμωνά. Η συνάντηση αυτή ήταν κάτι σαν ένα όνειρο για μένα. Οι δυο μου αγάπες ήταν ανέκαθεν η λογοτεχνία και το θέατρο. Και οι δυο αγαπημένοι μου εκπρόσωποι αυτών στην Ελλάδα ήταν ο Γιώργος Χειμωνάς και η Λούλα Αναγνωστάκη. Είχα δει τις περισσότερες παραστάσεις της Λούλας και είχα ξεκοκαλίσει τα βιβλία του Γιώργου.
Την πρώτη φορά βγήκαμε να φάμε οι τρεις μας μαζί με τη μάνα μου και τον άντρα της τον Βασίλη. Έπεσα από τα σύννεφα. Έχοντας τοποθετήσει τους ανθρώπους αυτούς εκεί που κάποιος (ο οποίος μάλιστα μόλις έχει βγει μέσα από μια σοβαρή αυτοκαταστροφική περιπέτεια) είχε τοποθετήσει, δεν περίμενα κάτι τέτοιο. Ο Γιώργος ήταν εκτυφλωτικός όπως τα πορτρέτα του, βαθύς όπως τα γραπτά του, αλλά απίθανα ανθρώπινος χαρακτήρας, με ένα σχεδόν ντροπαλό γέλιο, με φοβερή αίσθηση του χιούμορ. Ήταν δε και «μέσα και έξω», εκτός οποιασδήποτε τυπολατρίας (όταν ήρθε η ώρα του λογαριασμού ήταν μια απόλαυση το πώς μεταχειρίστηκε τα χαρτονομίσματα –σαν να ήταν κάποια ενοχλητικά ζωύφια από τα οποία έπρεπε να απαλλαγεί). Η δε Λούλα ήταν μια μεγαλειώδης, εύθραυστη grande dame όπως ακριβώς τη φανταζόμουν από τα γραπτά και τις φωτογραφίες της, αφάνταστα στιλάτη και εκκεντρικά απόμακρη (όπως τόνιζε το μαύρο γυαλί). Παρεμπιπτόντως, κάποτε είδα τα μάτια της, σε μια πλονζέ οπτική. Από τα ωραιότερα που έχω δει στη ζωή μου. Απορώ γιατί τα έκρυβε.
Στη συνέχεια, και μέσω της κοινής μας φίλης ηθοποιού Μαρίκας Τζιραλίδου, μπήκε στη ζωή μου και ο γιος τους Θανάσης Χειμωνάς. Πρωτογνωριστήκαμε σε ένα πάρτι της μακαρίτισσας Κάτιας Λεμπέση, εκδότριας του «Κέδρου», όπου είχα βγάλει τα δυο πρώτα μου βιβλία: Ο έβδομος Ελέφαντας και Μπαρ Φλωμπέρ. Ο Θανάσης ήταν τότε ένα αρκετά συνεσταλμένο άτομο, με εντελώς ιδιοσυγκρασιακό χιούμορ και μια πολύ ενδιαφέρουσα έκκεντρη οπτική των πραγμάτων. Γίναμε αμέσως φίλοι, μια όμορφη φιλία που διαρκεί πια σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια.
Η οικογένεια Χειμωνά έμενε στην πλατεία Κολωνακίου, πιο πλατεία δεν έχει. Στην πρώτη πολυκατοικία της Καψάλη. Ήταν ένα πολύ όμορφο διαμέρισμα, γεμάτο πίνακες που εικόνιζαν και τα τρία μέλη της οικογένειας. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ ιδιαίτερη, τα στόρια συνήθως κατεβασμένα και οι κουρτίνες, το ημίφως αλλά και τα έπιπλα εποχής ανέδιδαν μια αίσθηση μυστήριου. Εκεί, στο σαλόνι, στον καναπέ, μπροστά στην παλιά τηλεόραση, ήταν το βασίλειο της Λούλας. Μπροστά της είχε αραδιασμένα περιοδικά, κούπες καφέ και τσιγάρα. Το επισκέφτηκα αρκετές φορές αυτό το διαμέρισμα. Τις πρώτες πεντ’ έξι ζούσε και ο Γιώργος. Ήταν η εποχή που η υγεία του είχε κλονιστεί και αυτό με στεναχωρούσε πολύ.
Τέλη ‘99, ενώ ήξερα ότι είναι στο νοσοκομείο, με παίρνει στο τηλέφωνο η Λούλα και μου λέει ότι ο Γιώργος θέλει να μου μιλήσει. Θέλει να του πάρω μια συνέντευξη. Φτάνω τρέχοντας στο Αιγινήτειο, ο Γιώργος ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. «Απορώ πώς μπορούμε να προχωρήσουμε σε συνέντευξη», λέω στη Λούλα. «Μα το θέλει πολύ», απαντά εκείνη και μας αφήνει μόνους. Κι εκεί, αίφνης, ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος βρισκόταν πριν δυο λεπτά σε σχεδόν ληθαργική κατάσταση, «ξυπνάει» και μου λέει ορισμένες από τις πιο βαθιές σοφίες που έχω ακούσει για τη λογοτεχνία και τη ζωή. Ύστερα με παίρνει αγκαζέ και κάνουμε μια βόλτα στον διάδρομο. Λέμε δυο τρία αστεία και τον αφήνω πίσω στο δωμάτιο. Θα είναι η τελευταία φορά που θα τον έβλεπα. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή με κάτι καταπληκτικές φωτογραφίες του Σκοπελίτη. Η τελευταία της ζωής του.
Έκτοτε οι συναντήσεις μας με τη Λούλα ήταν αυστηρά διαπροσωπικές. Την έβλεπα κάθε δύο περίπου χρόνια, λέγαμε τα νέα μας, διατηρούσε εκείνο το φευγαλέο, εξωτερικά εύθραυστο αλλά εσωτερικά πολύ στερεό προφίλ. Μιλάγαμε για τα πάντα: από τα σίριαλ της τηλεόρασης, τα ριάλιτι, μέχρι τον Γιώργο, τον Θανάση και φυσικά το θέατρο. Είχαμε κάνει μια αναλυτική κουβέντα για το «Σε σας που με ακούτε», που τόσο όμορφα ανέβασε ο Λευτέρης Βογιατζής στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων. Κάποια στιγμή άρχισαν τα προβλήματα της υγείας της.
Από ένα σημείο και μετά μάθαινα από τον Θανάση πως τα πράγματα χειροτέρευαν. Σεβόμενος εκείνο που φανταζόμουν ότι θα ήταν η επιθυμία της, να μην ταλαιπωρείται από επισκέψεις σε αυτή τη φάση, απείχα. Μέχρι που έφτασε εκείνη η πολύ περίεργη Κυριακή. Για κάποιον πολύ παράξενο λόγο, ενώ είχα δουλειά στο σπίτι, κάτι με έσπρωχνε να βγω να πιω έναν καφέ. Και μάλιστα υπήρχε μια εσωτερική πίεση να πάω ειδικά στο Φίλιον. Παρατάω λοιπόν τη διόρθωση του μυθιστορήματος και φεύγω για Κολωνάκι. Εκεί μου έρχεται στο κινητό μια πληροφορία-φήμη ότι κάτι συμβαίνει με τη Λούλα. Παίρνω τηλέφωνο τον Μάνο Καρατζογιάννη, τον φύλακα-άγγελο της οικογένειας Χειμωνά, για να μην ανησυχήσω τον Θανάση. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Η Λούλα έχει «φύγει» αιφνιδιαστικά το πρωί, ο Μάνος είναι σπίτι της και ο Θανάσης είναι δίπλα του. Εγώ απέχω πέντε λεπτά με τα πόδια. Πληρώνω, και σε λίγο βρίσκομαι στο σπίτι εκείνο που έχω συνδυάσει με την παρουσία του εμβληματικού ζεύγους που δεν υπάρχει πια.
Ο Μάνος φεύγει και μένω μόνος με τον Θανάση και τη Βουλγάρα οικιακή βοηθό. Για κάποιον περίεργο λόγο μιλάμε για την εποχή του Ζίβκοφ. Μετά μικρή σιωπή και αβίαστη συνέχεια. Είναι από τις σπάνιες στιγμές που τόσα χρόνια φιλίας περνούν –να θα την πω την κλισαδούρα– σαν κινηματογραφική ταινία μπροστά σου. Φιλία με τον γιο, με τον πατέρα, με τη μάνα. Φιλία με τη Λούλα. Φιλία με τα θεατρικά της, με τους ήρωές της, τις παραστάσεις της. Και θαυμασμός. Για το παράστημά της. Το σθένος, την κομψότητα και την ανυπέρβλητη αλήθεια της.