Το ψάρι γυναίκα

Το ψάρι γυναίκα


Γιο­μά­τη φύ­κια και ρο­δάν­θη, αμ­φί­βια Μοί­ρα.
Κα­βά­λα­γες ασέ­λω­το με δί­χως χα­λι­νά­ρι,
πρώ­τη φο­ρά, σε μια σπη­λιά, στην Αλ­τα­μί­ρα.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ


Στις θά­λασ­σες της ανα­το­λής, εκεί που ήλιος αφή­νει στων κα­ρα­βιών την πλώ­ρη τη σκιά του ανα­πά­ντε­χου, ζού­σαν ψά­ρια αν­θρω­πό­μορ­φα, με κορ­μί δί­χως λέ­πια, απα­λό, με χνού­δι βε­λού­δι­νο και γεν­νη­τι­κά όρ­γα­να γυ­ναί­κας! Κά­ποιες νύ­χτες που o αγέ­ρας κα­τα­λά­για­ζε και το κύ­μα έχα­νε την ορ­μή του, τα αν­θρω­πό­μορ­φα πλά­σμα­τα πλεύ­ρι­ζαν τα κα­ρά­βια, οι ναυ­τι­κοί βου­τού­σαν στη θά­λασ­σα και μα­ζί τους κο­λυ­μπού­σαν δί­πλα δί­πλα κι έβγαι­ναν μέ­χρι τα ρη­χά και ήταν δύ­σκο­λο να ξε­χω­ρί­σεις μέ­σα στο σκο­τά­δι το ψά­ρι από τον άν­θρω­πο. Με το πρώ­το φως της αυ­γής τα εξω­τι­κά πλά­σμα­τα χά­νο­νταν στα βά­θη των θα­λασ­σών.

Καρτ πο­στάλ από το Άντεν της Υε­μέ­νης


Μα­θεύ­τη­κε από τους στε­ρια­νούς αυ­τή των ναυ­τι­κών η πα­ρά­ξε­νη συ­ντρο­φιά κι όταν γυ­ρί­σα­νε πί­σω με­τά από τα­ξί­δια μα­κρι­νά, τό­πο δεν βρή­καν φι­λό­ξε­νο, τα σπί­τια τους πυρ­πο­λη­μέ­να βρή­καν κι όσοι εί­χαν παι­διά πο­τέ δεν τα συ­νά­ντη­σαν και όσοι γυ­ναί­κες εί­χαν κι αυ­τές άφα­ντες έγι­ναν, μιά­σμα­τα τους θω­ρού­σαν οι στε­ρια­νοί κι έναν έναν τους έσυ­ραν βί­αια στη φω­τιά, μα την ίδια μέ­ρα αρ­γά το από­γευ­μα, λί­γο πριν ο ήλιος δύ­σει, εί­δαν τα αν­θρω­πό­μορ­φα ψά­ρια που τους ναυ­τι­κούς συ­ντρό­φευαν να προ­σα­ρά­ζουν στην ακτή. Όρ­μη­σαν να τα κομ­μα­τιά­σουν και κά­ποια από αυ­τά τα έντυ­σαν με ρού­χα γυ­ναι­κεία και φω­το­γρα­φή­θη­καν μα­ζί τους χα­χα­νί­ζο­ντας. Την επο­μέ­νη όμως το πρωί όλα τα υδρό­βια, όστρα­κα, εχι­νό­δερ­μα, αρ­θρό­πο­δα, μα­λά­κια, ψά­ρια με­γά­λα και μι­κρά, κο­πα­δια­στά έφυ­γαν και η Ερυ­θρά και η Αρα­βι­κή θά­λασ­σα, από την Αί­γυ­πτο μέ­χρι τη Σρι Λάν­κα άδεια­σε. Για δέ­κα χρό­νια ού­τε λέ­πι δεν έπια­σαν στα δί­χτυα οι ψα­ρά­δες και πολ­λοί από τους στε­ρια­νούς, φο­βι­σμέ­νοι για όσα έπρα­ξαν έφυ­γαν σε άλ­λους τό­πους κι εκεί πέ­θα­ναν μα­κριά από τη θά­λασ­σα που τους εκ­δι­κή­θη­κε.
Αυ­τά έγρα­ψε ο φη­μι­σμέ­νος αλ­χη­μι­στής Άμπου Ζα­κα­ρί­για πε­ρί­που το 1300, και λί­γο αρ­γό­τε­ρα, τα ίδια πε­ρί­που ανα­φέ­ρει στα κεί­με­να του και ο συγ­γρα­φέ­ας Αλ-Νά­σι­ρι από την Υε­μέ­νη.

René Magritte, «Song of Love» (1948)


 Από την ιστο­ρία των αν­θρω­πό­μορ­φων ψα­ριών που συ­ντρό­φευαν τους ναυ­τι­κούς εμπνεύ­στη­καν πολ­λοί καλ­λι­τέ­χνες ένας από αυ­τούς και René Magritte, έφτια­ξε το έρ­γο του «Song of Love» που δεί­χνει δύο ερα­στές να κά­θο­νται πά­νω σε μία πέ­τρα, δί­πλα στον ωκε­α­νό. Οι ερα­στές εί­ναι σμι­λευ­μέ­νοι πά­νω στην πέ­τρα και το πά­νω μέ­ρος του σώ­μα­τος του εί­ναι ψά­ρι, ενώ το κά­τω άν­θρω­πος. Ενώ ο Μαλ­ντο­ρόρ ο ήρω­ας του Λο­τρε­α­μόν συ­να­ντά ζώα και φυ­τά με αν­θρω­πό­μορ­φες δια­θέ­σεις, «σε ζευ­γά­ρω­μα αρ­γό, αγνό κι ει­δε­χθές». Το ψά­ρι-γυ­ναί­κα βέ­βαια ήταν γνω­στό από τον 2ο π.Χ. αιώ­να όπως απει­κο­νί­ζε­ται σε αγ­γείο των Με­γά­ρων που βρί­σκε­ται Εθνι­κό Αρ­χαιο­λο­γι­κό Μου­σείο, αλ­λά τό­τε οι άν­θρω­ποι ίσως εί­χαν άλ­λες ιδέ­ες και αλ­λιώς να έβλε­παν τα πράγ­μα­τα.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Οι Ιχθύ­ες, όσο σύμ­βο­λο και τε­χνούρ­γη­μα: από­πει­ρες ερ­μη­νεί­ας, Ευαγ­γε­λία Γκού­βα, Γιάν­νης Πά­σχος, Μαί­ρη Γκού­βα, εκ­δό­σεις της Ιν­δί­κτου, 2010
2. Γορ­γό­νες, θα­λασ­σάν­θρω­ποι και άλ­λα πα­ρά­ξε­να πλά­σμα­τα στα ρευ­στά όρια με­τα­ξύ στε­ρια­νής και θα­λάσ­σιας ζω­ής, Δή­μη­τρα Μυ­λω­νά και Ρω­ξά­νη Μαρ­γα­ρί­τη, archivesofthesea, 2021
3. Κω­στού­λα Μά­κη, «Πε­ρι­πλα­νή­σεις ψα­ριών στην ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση», Νέο Πλα­νό­διον, 2022

Ευ­χα­ρι­στώ την συγ­γρα­φέα Τα­σία Βε­νέ­τη που μου εμπι­στεύ­θη­κε το αδη­μο­σί­ευ­το κεί­με­νο της με τί­τλο «Γυα­λο­πλού η άγνω­στη των ωκε­α­νών»

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: