Η «Σεροτονίνη του Ουελμπέκ» από τους Elephas tiliensis

Φωτ. Αναστασία Γιαννάκη
Φωτ. Αναστασία Γιαννάκη



Η πολυσημία του λόγου του Μισέλ Ουελμπέκ είναι δεδομένη και οι απόπειρες μεταφοράς του στο θεατρικό σανίδι σπάνια έχουν στευθεί από επιτυχία, εξού και λιγοστές. Στην Ελλάδα, λοιπόν, στις 3 Ιανουαρίου 2022 ανέβηκε σε παγκόσμια πρώτη το έργο Σεροτονίνη του Γάλλου συγγραφέα σε μία ελεύθερη μεταφορά από τους Elephas tiliensis στην Αθηναϊκή θεατρική σκηνή Κάμιρος, με την παράσταση να σημειώνει μεγάλη επιτυχία και να συνεχίζεται για δεύτερη σεζόν στο Bios. Η παρούσα μελέτη στόχο έχει να αναδείξει τη σχέση του κειμένου με την παράσταση, πώς ο λόγος του συγγραφέα και το νόημα του έργου του μεταφέρονται επί σκηνής.
Στην Υποταγή, το αμέσως προηγούμενο χρονολογικά μυθιστορηματικό του έργο, ο συγγραφέας ορίζει την ιδιαιτερότητα της λογοτεχνίας ως εξής:

Όπως και η λογοτεχνία, μπορεί και η μουσική να ορίσει μια αναστάτωση, μία συγκινησιακή ανατροπή, μία απόλυτη θλίψη ή έκσταση· όπως και η λογοτεχνία, μπορεί και η ζωγραφική να προκαλέσει θαυμασμό, μία νέαματιά για τον κόσμο. Όμως μόνο η λογοτεχνία μπορεί να μας δώσει αυτή την αίσθηση της επαφής μ’ ένα άλλο ανθρώπινο πνεύμα, με την ακεραιότητα αυτού του πνεύματος, τις αδυναμίες και το μεγαλείο του, τους περιορισμούς, τις μικρότητες, τις εμμονές του, τις πεποιθήσεις του. [Michel Houellebecq, Υποταγή (μετ. Λίνα Σιπητάνου), Εστία 2015, σ. 13].

Κι αν ακόμα υποθέσουμε ότι ο Ουελμπέκ συμπεριλαμβάνει στη λογοτεχνία τα θεατρικά έργα –όπου εκ της φύσεώς τους είναι γραμμένα για να ανεβούν στο σανίδι, με άμεσο επακόλουθο να αναδεικνύονται πληρέστερα εκεί–, σίγουρα το κείμενο της παράστασης των Elephas tiliensis δεν θρέφει φιλοδοξίες λογοτεχνικής αποδοχής. Οι συντελεστές της παράστασης έχουν πάρει κάποια στοιχεία από το έργο και χωρίς να αποστηθίζουν τα λόγια αυτοσχεδιάζουν ελεύθερα. Διερωτώμαι λοιπόν αν τελικά έχουμε να κάνουμε με ελεύθερη μεταφορά του έργου, όπως ευαγγελίζονται εκείνοι ή με μία παράσταση εμπνευσμένη από τη Σεροτονίνη. Περιδιαβαίνοντας τώρα τα σαράντα τρία κεφάλαια του έργου συναντάει κανείς μία δομική ποικιλομορφία. Το πρώτο με το τελευταίο κεφάλαιο ενώνονται διαμορφώνοντας μία κυκλική δομή. Ο Φλοράν-Κλωντ, ο κεντρικός ήρωας της Σεροτονίνης, μας συστήνεται στο πρώτο κεφάλαιο: είναι σαράντα έξι ετών, ζει με το αντικαταθλιπτικό χάπι Captorix, μανιώδης καπνιστής, μοναχικός και ανίκανος να πάρει τη ζωή του στα χέρια του [«αφέθηκα ν’ άγομαι και να φέρομαι απ’ τις περιστάσεις», βλ. Michel Houellebecq, Σεροτονίνη (μετ. Γιώργος Καράμπελας), Εστία 2019, σ. 9], και μας ορίζει το θέμα του έργου ως εξής:

Κι αν τελικά απέτυχα, αν η ζωή μου τελειώνει μες στη θλίψη και την οδύνη, δεν μπορώ να κατηγορήσω τους γονείς μου, αλλά μάλλον μια ατυχή αλληλουχία περιστάσεων στην οποία θα έχω την ευκαιρία να επανέλθω – για την ακρίβεια, είναι το ίδιο το αντικείμενο αυτού του βιβλίου. (Ό.π., σ. 8).

Αυτή την «ατυχή αλληλουχία περιστάσεων» θ’ αρχίσει να ξεδιπλώνει ο Ουελμπέκ απ’ το δεύτερο κεφάλαιο για να συμπεράνει στο τελευταίο, συμπληρώνοντας κατά μία έννοια τη θεματική του έργου:

Θα μπορούσα να ’χα κάνει μια γυναίκα ευτυχισμένη. Ή δύο· είπα ποιες.[1] Ήταν όλα φανερά, εντελώς φανερά, απ’ την αρχή· αλλά δεν τα λάβαμε υπόψη. Υποκύψαμε σε ψευδαισθήσεις ατομικής ελευθερίας, ζωής με ανοιχτούς ορίζοντες, με απεριόριστες δυνατότητες; Μπορεί, ήταν στο πνεύμα της εποχής αυτές οι ιδέες· δεν τις τυποποιήσαμε, δεν μας άρεσε αυτό· αρκεστήκαμε να συμμορφωθούμε, να τις αφήσουμε να μας καταστρέψουν· και μετά, για πολύ, πολύ καιρό, να μας κάνουν να υποφέρουμε (Σεροτονίνη, σ. 316).

Κατά βάσει, βέβαια, αυτή την προσωπική «ατυχή αλληλουχία περιστάσεων» του ήρωα με φόντο το καπιταλιστικό «πνεύμα της εποχής» του, σε μία Γαλλία, μία Δύσης που πεθαίνει και ‘‘σκοτώνει’’ το ανθρώπινο δυναμικό της, την ιστορία της ζωής του Φλοράν-Κλωντ δηλαδή, ο συγγραφέας θα την αναπτύξει μέσω μίας γραμμικής αφήγησης. Η πλοκή θα είναι, ως επί το πλείστον, κλιμακούμενη, διανθισμένη ωστόσο με αρκετά flash back από το παρελθόν του Φλοράν.

«Η ιστορία ξεκινά στην Ισπανία... Ήμασταν αρχές καλοκαιριού, μάλλον προς τα μέσα Ιουλίου, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 2010». Ο Φλοράν αναστατώνεται από την ομορφιά μίας πιτσιρίκας, της καστανόξανθης του Ελ Αλκιάν, όπως θα την αποκαλεί στο εξής. Εντωμεταξύ έχει ακόμα στύση την οποία και θα αντιμετωπίσει γυρίζοντας σπίτι του «με τον συνήθη τρόπο» (ό.π., σσ. 11-16). Αυτό το δεύτερο κεφάλαιο επικοινωνεί με το τεσσαρακοστό πρώτο ενισχύοντας αδιαμφισβήτητα την κυκλική δομή της αφήγησης. Λίγο πριν το τέλος –κυριολεκτικά και μεταφορικά, για το τέλος του έργου και του ήρωα αντίστοιχα– ο συγγραφέας προσφεύγει σε ομοτέχνους του για να υμνήσει τη δύναμη της νιότης και της ομορφιάς:

Ήταν καιρός που ήθελα να διαβάσω το Μαγικό βουνό του Τόμας Μαν... Το βαθύτερο νόημα του έργου ήταν τελικά ακριβώς το ίδιο μ’ εκείνο του Θανάτου στη Βενετία... Εξίσου όσο ο ήρωάς του, ο Άσενμπαχ... Ο Τόμας Μαν, ο ίδιος ο Τόμας Μαν, και ήταν πολύ σοβαρό αυτό, είχε σταθεί ανίκανος να ξεφύγει από τη σαγήνη της νιότης και της ομορφιάς, που τελικά τις έθετε πάνω από καθετί άλλο, πάνω απ’ όλες τις διανοητικές και ηθικές αρετές (ό.π., σσ. 303-304).

Μέχρι το τέλος του έκτου κεφαλαίου, όπου ο ήρωάς μας θα επιστρέψει στη μόνιμή του κατοικία, στο Παρίσι, θα συνεχίσει να μας διηγείται τις διακοπές του και τις σκέψεις του κατά την παραμονή του στο Ισπανικό θέρετρο. Αναπολώντας επανειλημμένα την Καμίγ –τον μεγάλο του έρωτα– αλλά και την καστανόξανθη του Ελ Αλκιάν, η οποία λειτουργεί κατά ένα τρόπο ως alter ego της, δυσφορεί με τον ερχομό της συντρόφου του Γιούζου που ενσαρκώνει ακριβώς το αντίθετό τους. «Μία σύντομη παρέκβαση για την πρόσφατη ιστορία της Ισπανίας δεν θα έβλαπτε εδώ», επιχειρηματολογεί ο Ουελμπέκ, και δεν θα βλάψει ούτε την παρούσα εργασία:

Με τον θάνατο του στρατηγού Φράνκο το 1975, η Ισπανία βρέθηκε αντιμέτωπη με δύο αντίρροπες τάσεις. Η πρώτη, άμεσο απότοκο της δεκαετίας του ’60, καταξίωνε τον ελεύθερο έρωτα, τον γυμνισμό, τη χειραφέτηση των εργατών και τέτοιου είδους πράγματα. Η δεύτερη, πουέμελλε να επικρατήσει οριστικά τη δεκαετία του ’80, προωθούσε αντιθέτως τον ανταγωνισμό, το σκληρό πορνό, τον κυνισμό και τις μετοχές (ό.π., σ. 18).

Την πρώτη και ηττημένη αντίρροπη τάση συμβολίζουν η Καμίγ και η καστανόξανθη του Ελ Αλκιάν, ενώ τη δεύτερη η Γιούζου. «Η δουλειά μου στο υπουργείο Γεωργίας μου προκαλούσε σχεδόν τόση αηδία όση και η Γιαπωνέζα σύντροφός μου» (ό.π., σ. 21), παραδέχεται εμφατικά ο Φλοράν την ώρα που η αφήγηση εμπλουτίζεται με περιγραφές που δεν έχουν άλλο στόχο από το να παρουσιάσουν το σύγχρονο καπιταλιστικό τρόπο ζωής, όπως το ακόλουθο παράδειγμα με τα «σικ μπαγκάζια» της Γιούζου:

Όπως όλες οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης, η Ισπανία, προσηλωμένη σε μια θανάσιμη διαδικασία αύξησης της παραγωγικότητας, είχε καταργήσει σιγά-σιγά όλους τους ανειδίκευτους εργάτες που βοηθούσαν άλλοτε στο να γίνει η ζωή κάπως λιγότερο δυσάρεστη, καταδικάζοντας διαμιάς το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της στη μαζική ανεργία. Τέτοιες βαλίτσες είτε τις λέγανε Ζαντίγκ και Βολταίρ είτε Πασκάλ και Μπλαιζ, είχαν νόημα μόνο σε μια κοινωνία όπου υπήρχε ακόμα η δουλειά του αχθοφόρου. Αυτό εμφανώς δεν συνέβαινε, αν και στην πραγματικότητα, ναι, συνέβαινε, σκέφτηκα βγάζοντας τη μια μετά την άλλη απ’ τον ιμάντα τις δύο αποσκευές της Γιούζου... ο αχθοφόρος ήμουν εγώ (ό.π., σ. 23).

Το εν λόγω απόσπασμα, αφενός συνιστά αντιπροσωπευτικό παράδειγμα υποδόριας ειρωνείας και αυτοσαρκασμού, παραγόντων που χαρακτηρίζουν εν γένει το έργο του Houellebecq (ανάλογο παράδειγμα, και το διασημότερο ίσως του βιβλίου, αποτελεί το ακόλουθο: «Οι συχνότερα παρατηρούμενες παρενέργειες του Captorix ήταν ναυτίες, εξαφάνιση της λίμπιντο, σεξουαλική ανικανότητα. Δεν υπέφερα ποτέ από ναυτίες» (ό.π., σ. 10), αφετέρου συμπυκνώνει μοναδικά αυτό που ονομάζει ο Λάκης Προγκίδης «μυθιστορηματικό γέλιο»,[2] κάτι που προσωπικά το διαχωρίζω από το λεπτό χιούμορ –όπου ενδεχομένως ο αναγνώστης δεν γελάει· μπορεί να μειδιά ή ακόμα και να χαμογελάει, πάντως σίγουρα δεν γελάει– ή την πλάκα, στην αντίπερα όχθη –που συναντά κανείς ενδεχομένως στην επιθεώρηση– και το αντιλαμβάνομαι ως «μία διακριτή περίπτωση γέλιου με σημασιολογικό βάθος το οποίο αναδύεται κατεξοχήν από τη μυθιστορηματική ανάγνωση», όπως σημειώνει ο Ευάγγελος Βαϊάννης,[3] ένα γέλιο που αξιώνει, σύμφωνα με τον ίδιο τον συγγραφέα, ένα είδος «κατορθώματος, μια πιρουέτα υπερήφανου δούλου μπροστά σε μία κατάσταση που κανονικά θα απαιτούσε απελπισία ή αγανάκτηση» (βλ. Michel Houellebecq, Bernard-Henri Lévy, Ennemis Publics, Flammarion-Grasset, Παρίσι 2008, σ. 241).

Στο ίδιο μήκος κύματος, η λεπτομερής εξιστόρηση της ζωής της Γιούζου που θα ακολουθήσει μετά την επιστροφή του ζευγαριού στο Παρίσι, προβάλει το σύγχρονο δυτικό-καπιταλιστικό τρόπο ζωής μίας προνομιούχας ελίτ που δεν μπορεί να αγαπήσει.

Σίγουρα οι απιστίες (για να το θέσω μετριοπαθώς) της Γιούζου με είχαν πληγώσει... Ωστόσο δεν ήταν αυτό που έκανε την αγάπη μου για εκείνηνα σβήσει οριστικά, αλλά... μια στιχομυθία... από τις διμηνιαίες τηλεφωνικές συνομιλίες της Γιούζου με τους γονείς της... είχε ήδη προγραμματίσει, σ’ ένα ιδεατό πλάνο ζωής, την επιστροφή της στην Ιαπωνία, αλλά αυτό θα γινόταν σε καμιά εικοσαριά χρόνια, μπορεί και τριάντα, για την ακρίβεια αμέσως μετά τον θάνατό μου... στην άνευ όρων αγάπη το αγαπημένο ον δεν μπορεί να πεθάνει, είναι εξορισμού αθάνατο, ο ρεαλισμός της Γιούζου ήταν συνώνυμος μιας απουσίας αγάπης. (Σεροτονίνη, σσ. 69-70).

Λίγο πριν εγκαταλείψει τη Γιούζου και την οικεία του ο Φλοράν, προκρίνοντας τη λύση του εκούσιου εξαφανισμού, και παραιτηθεί από τη δουλειά του θα κάνει ένα flash back για να μας μιλήσει για τους γονείς του οι οποίοι αποφάσισαν να αυτοκτονήσουν όταν βεβαιώθηκαν ότι ο πατέρας του έχει οριστικά νικηθεί από την επάρατο νόσο.

Δεν εννοώ με αυτό πως δεν μ’ αγαπούσαν, μ’ αγαπούσαν και με το παραπάνω, και ήταν από κάθε άποψη εξαιρετικοί γονείς, τρυφεροί,υποστηρικτικοί χωρίς υπερβολές, γενναιόδωροι όταν χρειαζόταν· δεν ήταν όμως η ίδια αγάπη, και ο μαγικός υπερφυσικός κύκλος που έφτιαχναν οι δυο τους... με άφηνε πάντα απ’ έξω. Δεν έκαναν άλλο παιδί, και θυμάμαι, τη χρονιά που τελείωσα το σχολείο και ετοιμαζόμουν να γραφτώ στο προπαρασκευαστικό έτος για τη Γεωπονική στο Λύκειο Ανρί Κατρ, πως άρχισα να τους εξηγώ ότι με τις χάλια συγκοινωνίες του Σανλίς θα ήταν πολύ πιο βολικό να πιάσω δωμάτιο στο Παρίσι, θυμάμαι καθαρά πως διέκρινα στη μητέρα μου, φευγαλέα αλλά αναμφισβήτητη, μια έκφραση ανακούφισης· το πρώτο που σκέφτηκε ήταν πως, επιτέλους, θα ήταν ξανά οι δυο τους. Όσο για τον πατέρα μου, με κόπο έκρυψε τη χαρά του, ανέλαβε αμέσως δράση και μια εβδομάδα αργότερα είχα μετακομίσει κιόλας σε μια ασκόπως πολυτελή γκαρσονιέρα (ό.π., σ. 76).

Θα βρεθεί τελικά για τον Φλοράν δωμάτιο καπνιστών με τη μόνη δυσκολία της ζωής στο ξενοδοχείο Mercure να είναι «ότι πρέπει να βγαίνεις καθημερινά απ’ το δωμάτιό σου... για να μπορέσει η καθαρίστρια να κάνει τη δουλειά της» (ό.π., σ. 82). Το ιδιαίτερο χιούμορ του Ουελμπέκ, όπως το ανέπτυξα προηγουμένως, είναι πανταχού παρόν, κυριολεκτικά σε κάθε σελίδα του έργου, ο αυτοσαρκασμός του Φλοράν θα παραμείνει σύντροφος πιστός στην καθημερινή καταθλιπτική του ρουτίνα:

Δεν άργησα να καταλήξω σε μια διαδρομή που άρχιζε απ’ το Ο’ Ζυλ... Όταν είχε καλό καιρό καθόμουν σ’ ένα απ’ τα παγκάκια ανάμεσα στα δέντρα, συνήθως ήμουν μόνος μου αλλά που και που εμφανιζόταν κανένας συνταξιούχος σε κάποιο παγκάκι, ενίοτε μαζί μ’ ένα σκυλάκι... δεν παρέλειπα ποτέ να κάνω μια στάση στο Carrefour City.[4] Αυτό το σουπερμάρκετ, το ’χα διαισθανθεί απ’ την πρώτη μου επίσκεψη, θα έπαιζε όχι ασήμαντο ρόλο στη νέα μου ζωή... Ήμουν τόσο δυστυχισμένος κατά βάθος; Αν κατά τύχη κάποιος απ’ τους ανθρώπους με τους οποίους ερχόμουν σ’ επαφή (η ρεσεψιονίστ του Mercure, οι σερβιτόροι του Ο’ Ζυλ, η ταμίας του Carrefour City) με είχε ρωτήσει για τη διάθεσή μου, μάλλον θα είχα απαντήσει πως ήμουν «θλιμμένος»... Δεν είχα πάει ποτέ σε ψυχίατρο, και κατά βάθος δεν πολυπίστευα στη χρησιμότητα του σιναφιού τους... Ανέκαθεν είχα την αίσθηση πως η δεκαετία του ’70 δεν είχε πεθάνει στη Γαλλία... Εκεί είχε και το γραφείο του ο δόκτωρ Λελιέβρ... Υπήρχε ένα αντικαταθλιπτικό νέα γενιάς... Το Captorix λειτουργούσε αυξάνοντας την έκκριση σεροτονίνης... μια ορμόνη συνδεδεμένη με την αυτοεκτίμηση... Στην περίπτωσή μου, έμοιαζε να λειτουργεί και με το παραπάνω, τέλος πάντων το ντους παρέμενε ακόμα πολύ ζόρικο, αλλά κατάφερα σιγά-σιγά να καθαρίζομαι στεγνά, μέχρι και να σαπουνίζομαι υποτυπωδώς. (Σεροτονίνη, σσ. 83-87).

Από τούδε και στο εξής ο Ουελμπέκ θα αυξήσει τα flash back από το παρελθόν του ήρωά του. Πίσω στα φοιτητικά του χρόνια μας συστήνει τη Δανέζα Κέιτ, τον τελευταίο από τους νεανικούς του έρωτες, πλέκοντάς της το εγκώμιο και εξομολογούμενος εμφατικά: «την πρόδωσα την αγάπη... Κι όλα αυτά για μια πρόστυχη Βραζιλιάνα που θα με ξέχναγε με το που θα πάταγε το πόδι της πίσω στο Σάο Πάολο» (ό.π., σσ. 90-94).

Με τη σειρά εμφανίσεως στη ζωή του Φλοράν, πρώτα η Κέιτ, μετά η Καμίγ, ο δεύτερος μεγάλος του έρωτας και τέλος η καστανόξανθη του Ελ Αλκιάν μέχρι ακόμα και η Ωντρέ, η ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου Mercure, όπως θα μας αποκαλυφθεί στο τέλος, όλες τους είναι ικανές να αγαπήσουν, και οι τέσσερις βρίσκονται στην αντίπερα όχθη της σημερινής επικρατούσας τάσης του ανταγωνισμού, του σκληρού πορνό, του κυνισμού και των μετοχών, της «γενιάς από αιώνια kids».[5] Ικανός να αγαπήσει είναι και ο Αιμερίκ, ο παιδικός φίλος του Φλοράν. Η Κλαιρ πάλι μάλλον όχι, όπως το ίδιο και η Σεσίλ, η σύζυγος του Αιμερίκ! Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να κάνω ένα άλμα, διαφωτιστικό ως προς την κεντρική αφετηρία της αφήγησης, φτάνοντας λίγο μετά τη μέση του βιβλίου, πριν επιστρέψω στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο για να ξαναπιάσω το νήμα από εκεί που το έχω αφήσει.

Γιατί ήθελα να ξαναδώ την Καμίγ; γιατί είχα νιώσει την ανάγκη να ξαναδώ την Κλαιρ; Οι περισσότεροι ετοιμοθάνατοι... διοργανώνουν ένα είδος τελετής γύρω απ’ τον θάνατό τους: θέλουν να ξαναδούν, μια τελευταία φορά, τους ανθρώπους που έπαιξαν κάποιο ρόλο στη ζωή τους... Μάλλον κι εγώ λοιπόν προσπαθούσα, σε κλίμακα πιο περιορισμένη... να διοργανώσω μια μίνι τελετή αποχαιρετισμού... του πούτσου μου, τώρα που μου έδειχνε ότι ετοιμαζόταν να τερματίσει τη θητεία του· ήθελα να ξαναδώ όλες τις γυναίκες που τον είχαν τιμήσει... Στην περίπτωσή μου, δεν θα υπήρχαν διπλές τελετές, οι αντρικές φιλίες ελάχιστο ρόλο είχαν παίξει στη ζωή μου, κατά βάθος μόνο τον Αιμερίκ είχα. (Σεροτονίνη, σσ. 171-173).

Στις επόμενες σελίδες η γραμμική αφήγηση με τα flash back θα παντρευτούν αριστοτεχνικά. Ο Φλοράν θα τηλεφωνήσει στην Κλαιρ, θα τη συναντήσει στο Μπιστρό του Παριζιάνου και στο τέλος θα αναρωτηθεί: «Έτσι όπως είχε εξελιχθεί η βραδιά, κανονικά θα ’πρεπε ν’ αρνηθώ να ‘‘πιούμε ένα τελευταίο’’ σπίτι της». Μας εξιστορεί λοιπόν την αποτυχημένη ζωή της πρώην του, ηθοποιού Κλαιρ, σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο:

Άλλοτε αφηγούμενος τα του τηλεφώνου τους:

Η Κλαιρ είχε περάσει ταραγμένα χρόνια, χωρίς στ’ αλήθεια να πλησιάσει την ευτυχία – αλλά και ποιος το μπορεί αυτό; Σκεφτόταν. Κανείς πια δεν θα ’ναι ευτυχισμένος στη Δύση, σκεφτόταν επίσης, ποτέ πια, πρέπει σήμερα να θεωρούμε την ευτυχία αρχαίο όνειρο, απλώς δεν υπάρχουν πια οι ιστορικές συνθήκες για την εμφάνισή της (ό.π., σ. 95).

Άλλοτε βυθιζόμενος στο παρελθόν τους περιγράφοντας τη ζωή τους, χωρίς να χάνει την ευκαιρία να παρουσιάζει με βιτριολικό χιούμορ διάφορα επαγγέλματα με τις επακόλουθες κοινωνικοπολιτικές πάντα προεκτάσεις:

Την είχα γνωρίσει το βράδυ του ρεβεγιόν της 31ης Δεκεμβρίου 1999... στο σπίτι ενός επικοινωνιολόγου κρίσεων τον οποίο είχα γνωρίσει στη δουλειά μου στη Monsanto... Η Κλαιρ είχε μόλις γνωρίσει τότε την πρώτη μεγάλη θεατρική επιτυχία της, που έμελλε άλλωστε ν’ αποδειχθεί και η τελευταία... Βρέθηκε κάτοχος της κληρονομιάς της μητέρας της, που την αποτελούσε κατά βάση ένα υπέροχο διαμέρισμα στην πάροδο Ρουισσώ-ντε-Μενιλμοντάν, στο 20ό... Ένας αρχιτέκτονας επιχειρήσεων... το είχε μετατρέψει σε λοφτ... οι άλλοι ιδιοκτήτες ήταν ακριβώς αυτό που θα ονομαζόταν εν συνεχεία χίπστερ... Για να πω την αλήθεια, αισθανόμουν κι εγώ ολοένα μεγαλύτερη δυσφορία στη δουλειά μου... Δεν ξέρουμε τίποτα για τις μακροχρόνιες συνέπειες των μεταλλαγμένων φυτών... Αυτή η... αγροτοβιομηχανία που βασιζόταν εξολοκλήρου στις εξαγωγές... ήταν στα μάτια μου το ακριβώς αντίθετο αυτού που έπρεπε να κάνουμε... έπρεπε να πριμοδοτήσουμε... την κατανάλωση και παραγωγή σε τοπικό επίπεδο... Η Monsanto άρχιζε να μου τη δίνει... Έπιασα να κοιτάζω στα σοβαρά τις μικρές αγγελίες... για να βρω μια όντως ενδιαφέρουσα προσφορά από την Περιφερειακή Διεύθυνση Γεωργίας και Δασοκομίας Κάτω Νορμανδίας... Ο διευθυντής... Η task force που οραματιζόταν να συστήσει θα είχε ως πρώτη αποστολή της να προωθήσει τους ‘‘άρχοντες της νορμανδικής τριλογίας’’: το καμαμπέρ, το πον-λ’ εβέκ και το λιβαρό... έψαχνε το επικεφαλής αυτής της task force μ’ ενδιέφερε η job; Μ’ ενδιέφερε (ό.π., σσ. 96-105).

Άλλοτε επιστρέφοντας στη γραμμική αφήγηση στο Μπιστρό του Παριζιάνου και στο σπίτι της Κλαιρ όπου και θα διανυκτερεύσουν, πάντα με την ίδια σκωπτική και λαογραφική διάθεση:

Με το που έδωσε την παραγγελία της η Κλαιρ άρχισε μια μακροσκελή αφήγηση η οποία στόχο είχε ούτε λίγο ούτε πολύ να συνοψίσει τα είκοσι χρόνια που είχαν κυλήσει από την τελευταία μας συνάντηση... μεταξύ 2002 και 2007 οι τιμές των ακινήτων στο Παρίσι διπλασιάστηκαν και στη γειτονιά της η αύξηση ήταν ακόμα πιο ραγδαία, η οδός Μενιλμοντάν γινόταν ολοένα πιο ‘‘χοτ’’ και κυκλοφορούσαν διαρκώς φήμες πως ο Βενσάν Κασέλ είχε μόλις μετακομίσει εκεί... να πίνεις καφέ στο ίδιο μαγαζί με τον Βενσάν Κασέλ ήταν σημαντικό προνόμιο... έπρεπε ν’ αντέξει πάση θυσία, να πουλήσει εκείνη τη στιγμή θα ’ταν καθαρή αυτοκτονία... κατέφυγε σε λύσεις απελπισίας όπως να ηχογραφήσει για λογαριασμό του France Culture μια σειρά από CD του Μ0ρίς Μπλανσό, έτρεμε ολοένα περισσότερο όσο μου τα διηγιόταν αυτά... Το χέλι σούπα την κάλμαρε λίγο, και συνέπεσε με μια πιο ήρεμη στιγμή της αφήγησής της. Αρχές του 2008, ανταποκρίθηκε σε μία αγγελία του ΟΑΕΔ: ο οργανισμός ήθελε να ξεκινήσει θεατρικά εργαστήρια για ανέργους... Για τα αισθηματικά της είχε λιγότερα να πει... οι δύο άντρες (αμφότεροι ηθοποιοί, με επιτυχίες αντάξιες των δικών της) που είχαν προσπαθήσει να μείνουν μαζί της δεν ήταν ερωτευμένοι τόσο με την ίδια όσο με το διαμέρισμά της. Κατά βάθος, ήμουν ίσως ο μόνος άντρας που την είχε αγαπήσει αληθινά, συμπέρανε μ’ ένα είδος έκπληξης. Απέφυγα να τη διαψεύσω... Είχα αρχίσει ν’ αναρωτιέμαι τι μπορεί να ’χα βρει σ’ αυτή την κοπέλα. Δεν πρέπει να ’ταν μόνο το σεξ, δεν μπορεί· ή πάλι όχι, ήταν φρικτή η σκέψη, μόνο το σεξ ήταν. Εν πάση περιπτώσει, οι δικές της προθέσεις ήταν σαφείς, και αφού μου πρόσφερε ένα ποτήρι κονιάκ με άρπαξε με την ευθύτητα που τη χαρακτήριζε. Καλοπροαίρετα εγώ, κατέβασα το παντελόνι μου... και μετά από δυο-τρία λεπτά που πιπίλαγε χωρίς αποτέλεσμα το αδρανές μου όργανο ένιωσα πως η κατάσταση κινδύνευε να εκφυλιστεί και της ομολόγησα πως ήμουν σε αγωγή με αντικαταθλιπτικά... γεγονός που, ατυχώς, μου είχε εξαφανίσει τη λίμπιντο... (ό.π., σσ. 111-120).

«Μετά τον χωρισμό μου με την Κλαιρ, η ζωή μου γλύκανε σημαντικά από την παρέα μου με τις νορμανδικές αγελάδες» και ο Ουελμπέκ εγκαταλείπει για λίγο τη γραμμική αφήγηση μεταφέροντάς μας στα χρόνια του Φλοράν στη Νορμανδία, πιο συγκεκριμένα όταν εκείνος επισκέφτηκε το αγρόκτημα του παλιού του φίλου Αιμερίκ και γνώρισε την επομένη το μεγαλύτερο έρωτα της ζωής του, την Καμίγ:

Ο Αιμερίκ είχε ξαναρχίσει να φοράει χοντρά καρό πουκάμισα, αλλά τώρα ήταν... ρούχα εργασίας... Αν τα βγάζουμε πέρα οικονομικά, είναι μόνο και μόνο χάρη στην ενοικίαση των χωραφιών, και κυρίως χάρη στην πώληση γης... σε ξένους επενδυτές... κυρίως Βέλγους και Ολλανδούς, και όλο συχνότερα Κινέζους... Οι ντόπιοι αγρότες δεν μπορούν να τους ανταγωνιστούν, ήδη δυσκολεύονται να ξοφλήσουν τα δικά τους δάνεια και να πληρώσουν τα νοίκια τους... (ό.π., σσ. 133-137).

Λίγο αργότερα όμως θα επανέλθει στη γραμμική αφήγηση: «πριν μιλήσουμε για τη γνωριμία μου με την Καμίγ, ας επιστρέψουμε σ’ έναν πολύ διαφορετικό Νοέμβρη, σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα». Πλησιάζει η περίοδος των γιορτών, ο Φλοράν ντρέπεται να παρατείνει τη διαμονή του στο ξενοδοχείο Mercure, ενώ αντιμετωπίζει κι ένα πρόβλημα ζωτικής σημασίας, πρέπει να ανανεώσει τη συνταγή για τα Captorix. Βγαίνοντας απ’ το ιατρείο του δόκτορα Αζότ:

Δεν είχα καμία όρεξη να ξαναδώ ψυχίατρο... έτσι ξανασκέφτηκα τον δόκτορα Αζότ... Αυτός ο γενικός παθολόγος... έμοιαζε περισσότερο με χεβιμεταλά μπασίστα παρά με γιατρό... «Δεν είναι να τις εμπιστεύεσαι τις γιορτές, για τους καταθλιπτικούς είναι συχνά μοιραίες, είχα πολλούς ασθενείς που τους θεωρούσα σταθεροποιημένους και νταν στις 31 του μήνα φλιπάρουν οι άνθρωποι, πάντα το βράδυ της παραμονής, αν περάσουν τα μεσάνυχτα δεν υπάρχει κίνδυνος... » (ό.π., σσ. 141-143).

Βγαίνοντας λοιπόν απ’ το ιατρείο, θα κάνει το λάθος να περπατήσει μέχρι το σταθμό Σαιν-Λαζάρ όπου τον περίμενε η Καμίγ «κάθε Παρασκευή βράδυ, για έναν χρόνο σχεδόν» όταν επέστρεφε απ’ την Καν. Στο σημείο αυτό θα επιστρέψει γι’ ακόμα μια φορά στο παρελθόν, και τη Νορμανδία, και θα μας περιγράψει τη γνωριμία τους και την καθημερινότητά τους:

Γνωριστήκαμε στην αποβάθρα C του σταθμού της Καν... ήταν αφύσικο να μου αναθέσουν την υποδοχή μιας ασκούμενης στον κτηνιατρικό τομέα... Η Καμίγ μου τηλεφώνησε... ήταν σε κατάσταση πανικού... είχε περάσει όλο το πρωί σ’ ένα βιομηχανικό ορνιθοτροφείο... Το ήξερα καλά αυτό το ορνιθοτροφείο... χιλιάδες κότες... ξεπουπουλιασμένες... ζούσαν ανάμεσα σε σάπια κουφάρια ομοειδών τους –ένας χρόνος το πολύ– κακαρίζοντας με τρόμο... αλλά η κοινή αδιαφορία που ήξερα να δείχνω όπως όλοι μου είχε επιτρέψει να το ξεχάσω... Η Καμίγ... Στο δρόμο αναρωτήθηκε: Πώς μπορούσαν να επιτρέπουν τέτοιο πράγμα οι ίδιοι οι κτηνίατροι, οι επιθεωρητές δημόσιας υγείας; Ομολογώ πως είχα αναρωτηθεί κι εγώ γι’ αυτό: μήπως τους πλήρωναν για να μη μιλάνε; ... Είχε επειγόντος ανάγκη να πιεί κάτι... Η γειτονιά είχε μόνο ένα ξενοδοχείο Mercure... Το μπαρ του πάντως αποδείχθηκε παραδόξως ευχάριστο... Η Καμίγ μόλις στο πέμπτο Μαρτίνι της άρχισε στ’ αλήθεια να χαλαρώνει. Ένιωθα κι εγώ... σαν παράλυτος... ήμουν ευλογημένος κι ευτυχισμένος. Κλείσαμε λοιπόν ένα δωμάτιο... εκεί περάσαμε την πρώτη μας νύχτα, και μάλλον θα τη θυμάμαι μέχρι την τελευταία μου ανάσα... Φυσικά το περίμενα ν’ αρέσει στην Καμίγ το σπίτι στο Κλεσύ... Η καθημερινότητά μου γνώρισε κι άλλες αλλαγές. Μέχρι τότε, ψώνιζα, πολύ μονότονα, στο σουπερμάρκετ του Τουρύ-Αρκούρ, που είχε το επιπλέον πλεονέκτημα ότι μου επέτρεπε να γεμίζω βενζίνη στην έξοδο... Με την Καμίγ γίναμε τακτικοί πελάτες του τοπικού χασάπικου όπως και του τοπικού φούρνου... Για μένα ήταν ένας καινούργιος τρόπος ζωής, δεν είχα φανταστεί ποτέ τη δυνατότητά του με την Κλαιρ... Η Καμίγ ήταν γεμάτη ιδέες για το πως να ζεις... (ό.π., σσ. 147-157).

Για να καταλήξει σήμερα στο πικρό συμπέρασμα:

Ήμουν ευτυχισμένος, δεν είχα υπάρξει ποτέ τόσο ευτυχισμένος, κι ούτε έμελλε να είμαι ποτέ ξανά τόσο... Η Καμίγ δεν ήταν παρά μια ασκούμενη στην ΠΔΓΔ, έπρεπε αναπόφευκτα να φύγει στα τέλη Γενάρη... Θα μπορούσα να της είχα προτείνει να σταματήσει τις σπουδές της, να γίνει νοικοκυρά, τέλος πάντων να γίνει γυναίκα μου... Όμως δεν το έκανα... ήμουν μοντέρνος, και για μένα όπως και για όλους τους σύγχρονούς μου η επαγγελματική σταδιοδρομία των γυναικών ήταν κάτι που έπρεπε πάση θυσία να το σεβόμαστε... γι’ άλλη μια φορά όμως δεν έκανα τίποτα... άφησα τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους, ενώ κατά βάθος δεν είχα καμιά εμπιστοσύνη σ’ αυτή την επιστροφή στο Παρίσι... Είχα καταλάβει ήδη από τότε ότι ο κοινωνικός κόσμος είναι μια μηχανή που καταστρέφει την αγάπη... Ας επιστρέψουμε στο θέμα μου που είμαι εγώ, όχι πως είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον αλλά είναι το θέμα μου. Όλα εκείνα τα χρόνια γνώρισα ορισμένες επαγγελματικές ικανοποιήσεις... ιδίως όταν ταξίδευα στις Βρυξέλλες είχα την αυταπάτη ότι ήμουν κανένας σπουδαίος... .Δεν άργησα να καταλάβω... ο αριθμός των αγροτών παραήταν μεγάλος... Οι Γάλλοι αγρότες ήταν καταδικασμένοι, κι έτσι αποστασιοποιήθηκα απ’ τη δουλειά μου... κατάλαβα πως ο κόσμος δεν ήταν μεταξύ των πραγμάτων που μπορούσα ν’ αλλάξω... Ήταν σ’ ένα απ’ τα ταξίδια μου στις Βρυξέλλες που μου ήρθε η ολέθρια ιδέα να πάω με την Ταμ... ήταν υπέροχη αυτή η μαυρούλα, ιδίως το κωλαράκι της... Η Ταμ ήταν μέλος της αγγλικής Αντιπροσωπείας (η Αγγλία τότε ήταν ακόμα στην Ευρώπη, ή τουλάχιστον έτσι παρίστανε)... Βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με την Καμίγ... «Δεν νιώθω τίποτα γι’ αυτή την κοπέλα, είχα πιεί»... Την άλλη μέρα συνέχισε να κλαίει μαζεύοντας τα πράγματά της, ενώ εγώ έσπαγα το κεφάλι μου να βρω κάτι σωστό να πω, βασικά πέρασα τα δύο ή τρία επόμενα χρόνια ψάχνοντας να βρω κάτι σωστό να πω, για την ακρίβεια δεν σταμάτησα ποτέ να ψάχνω (ό.π., σσ. 157-167).

Λίγο μετά τη μέση του μυθιστορήματος η γραμμική αφήγηση θα έχει την τιμητική της. Ο Φλοράν θα περάσει τα Χριστούγεννα σ’ ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Σπα του Μπερύλ, στις όχθες της λίμνης του Μπανιόλ-ντε-λ’ Ορν όπου βρίσκεται το πατρικό της Καμίγ και αναπόφευκτα θ’ αρχίσει να ανακαλεί μνήμες από μία παλιά Πρωτοχρονιά μαζί της όσο περιδιαβαίνει την περιοχή. Ευθύς αμέσως, θα προστεθεί στο έργο, με διαρκώς κλιμακούμενη ένταση, μία διάσταση αστυνομικής πλοκής μ’ εναρκτήριο λάκτισμα την επίσκεψη του Φλοράν κάτω από το διαμέρισμα των γονιών της παλιάς του αγαπημένης.



Φωτ. Αναστασία Γιαννάκη



Κάπου εδώ, βρίσκομαι αρκετά μετά τη μέση του βιβλίου, ήρθε η ώρα για να κάνει την εμφάνισή της στο κείμενό μου και η παράσταση της Σεροτονίνης, μιας και αγνοεί ή για την ακρίβεια υπερπηδά, στη συντριπτική τους πλειονότητα, όσα προσπάθησα με κόπο μέχρι τώρα να αλιεύσω ως τα πιο καίρια σημεία του ουελμπεκικού μυθιστορήματος, αλλά και για να συνεχίσω με μία συγκριτική μελέτη του υπόλοιπου μέρους του έργου με το σκηνικό κείμενο της παράστασης. Το εναπομείναν μέρος, λοιπόν, σε μεγάλο βαθμό θα παρασταθεί αλλοιωμένο να το πω; επεξεργασμένο; Αναμφίβολα με μία συγγραφική δημιουργική διάθεση εκ των συντελεστών που ξεπερνάει σε κάποια σημεία τον σκηνοθετικό τους ρόλο ως ερμηνευτών του έργου, εφόσον θέλουν, το επαναλαμβάνω, να ανεβάσουν, έστω σε ελεύθερη μεταφορά, τη Σεροτονίνη, και όχι κάτι εμπνευσμένο από εκείνη.

Η παράσταση ξεκινάει: Βλέπουμε μία παρουσιάστρια τηλεόρασης να μας υποδέχεται σ’ ένα τηλεοπτικό show συνεντεύξεων με μελλοθάνατους («όποιος θέλει να αυτοκτονήσει έρχεται και μας δίνει μία τελική συνέντευξη», μας ενημερώνει!) Κάτι τέτοιο φυσικά δεν υπάρχει στο έργο του Ουελμπέκ, η παρουσιάστρια όμως είναι η Κλαιρ, η παλιά ερωμένη του Φλοράν, η οποία, όπως και στο μυθιστόρημα, παραμένει μία αποτυχημένη ηθοποιός που καταλήγει να βιοπορίζεται με κάτι που δεν της αρέσει. Καλωσορίζει λοιπόν τον Φλοράν («δείχνεις πολύ χάλια», του λέει!) Δεν του παίρνει συνέντευξη ακριβώς, πιο πολύ μας τον συστήνει, άλλοτε απευθυνόμενη στο κοινό: «Εξαφανίστηκε και όλοι χάσανε τα ίχνη του», άλλοτε σ’ εκείνον, ενσαρκώνοντας υπό μία έννοια τη φωνή της συνείδησής του: «Είχες μεγάλο μισθό... Τη Γιούζου... Όλοι θα σε ζηλεύανε για τη Γιούζου». Εν συνεχεία, αφού μας ενημερώνει για τα όργια και την κτηνοβασία της Γιούζου («βρήκε βίντεο της Γιούζου... Πίπες με δεκαπέντε άντρες... »), θα έχει έναν σύντομο διάλογο με τον καλεσμένο της: «Φλοράν δεν σου σηκώνεται... Ποια είναι η διάγνωση του γιατρού σου;», για να δώσει στο τέλος μόνη της την απάντηση, μεταφέροντας αυτούσια από τη Σεροτονίνη του Μισέλ Ουελμπέκ –πράγμα εξαιρετικά σπάνιο στο όλο ανέβασμα– την ακόλουθη φράση από το τέλος του μυθιστορήματος, τη διάγνωση του δόκτορος Αζότ: «πεθαίνετε από λύπη» (ό.π., σ. 287).

Στα του πεζογραφήματος, έχω αφήσει τον Φλοράν, στη λίμνη του Μπανιόλ-ντε-λ’Ορν. Την επομένη των Χριστουγέννων θα επισκεφτεί τον Αιμερίκ:

Κατάλαβα όμως αμέσως, με το που άκουσα τη φωνή του, πως κάτι είχε αλλάξει... Η τραπεζαρία... μύριζε άσχημα, συσκευασίες από ζαμπόν και άδειες κονσέρβες από κανελόνια ήταν πεταμένες ολόγυρα... Την ώρα που έφτασα κατέβαζε ένα μπουκάλι βότκα... Ταυτόχρονα συναρμολογούσε τα κομμάτια ενός πυροβόλου όπλου... «Έχω είκοσι τέσσερα μπανγκαλόου σύνολο», είπε ο Αιμερίκ... Δεν πάει και τόσο άσχημα... Τον χειμώνα βέβαια είναι εντελώς άδεια... περιέργως τώρα που μιλάμε είναι νοικιασμένο ένα μπανγκαλόου, ένας τύπος μόνος του, ένας Γερμανός... «καλή σου νύχτα». Ξάπλωσα και άνοιξα την τηλεόραση... ήταν απλώς λιγάκι κρίμα που ήμουν μόνος... το πάνελ των προσκεκλημένων ήταν άψογο, όλοι αυτοί ήταν άνθρωποι που μετρούσαν ήμουν βέβαιος... Ξανάνοιξα την τηλεόραση στο αθόρυβο και αμέσως κατάλαβα πως είχα κάνει τη σωστή επιλογή, πόσο ωραία ήταν, η έξαψη στην εκπομπή παρέμενε ακέραια αλλά τα λόγια που δεν ακούγονταν κατά βάθος συνέβαλαν στο κέφι, ήταν σαν να ’βλεπες μικρές μιντιακές μαριονέτες ελαφρώς ανόητες αλλά ευχάριστες, σίγουρα θα βοηθούσαν να με πάρει ο ύπνος (ό.π., σσ. 178-182).

Ενδεχομένως από εδώ να εμπνεύστηκαν οι Elephas tiliensis το εύρημα της τηλεοπτικής εκπομπής, ίσως και όχι. Τη δημιουργική διάθεση πάνω στο εικοστό δεύτερο κεφάλαιο πάντως, μάλλον στο κίνημα του me too θα πρέπει να την αποδώσω! Έχοντας προηγηθεί, στο εικοστό πρώτο κεφάλαιο, ο Αιμερίκ να εξομολογείται στο Φλοράν το χρονικό του χωρισμού του με τη Σεσίλ, γεγονότα που εν περιλήψει θα παρασταθούν και επί σκηνής:

«Η Σεσίλ έφυγε πριν δυο χρόνια... Με μια έννοια είναι δικό μου το φταίξιμο, την έβαζα να δουλεύει υπερβολικά... Από τότε που ήρθαμε εδώ δεν είχαμε κάνει ούτε μία μέρα διακοπές. Οι γυναίκες, τις έχουν ανάγκη τις διακοπές... Και πρέπει να πω ακόμα ότι έφυγε μ’ έναν τύπο... Ήταν πιανίστας... Ήρθε εδώ για διακοπές... κι έφυγε με τη γυναίκα μου»... «Και οι κόρες σου;», τον ρώτησα... «Έχω κρατήσει την κηδεμονία φυσικά, αλλά στην πράξη είναι στο Λονδίνο, έχω δυο χρόνια να τις δω» (ό.π., σσ. 187-189),

ο Φλοράν θα διαπιστώσει στην αρχή του εικοστού δεύτερου κεφαλαίου:

Ήξερα πως δεν θα έβλεπα τον Αιμερίκ την άλλη μέρα, ούτε μάλλον τις επόμενες, θα μετάνιωνε για όσα μου ’χε εξομολογηθεί, θα ξαναγύριζε στις 31 γιατί όπως και να ’χει δεν γίνεται να μην κάνεις τίποτα στις 31 το βράδυ... Μου έμεναν τέσσερις μέρες μοναξιάς... Και τότε ξανασκέφτηκα τον Γερμανό... Δεν περίμενα τίποτα το συναρπαστικό απ’ τον Γερμανό ορνιθολόγο· έκανα λάθος... Κατά τις πέντε το απόγευμα, ένα κοριτσάκι χτύπησε την πόρτα του... μια μελαχρινή καμιά δεκαριά χρονών με παιδικό πρόσωπο, αλλά ψηλή για την ηλικία της... το κοριτσάκι ξαναβγήκε δυο ώρες αργότερα... Την επομένη ξαναήρθε την ίδια περίπου ώρα... Το ίδιο σενάριο και τη μεθεπόμενη... Ήταν στιγμή να δράσω... Η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη... Χρειάστηκε ν’ ανοίξω τον σβηστό υπολογιστή... δεν είχε βάλει password... Στον φάκελο του Δεκεμβρίου υπήρχε μόνο ένα βίντεο, με τίτλο «Ναταλί». Δεν είχα δει ποτέ παιδοφιλικό βίντεο... το βίντεο πλησίαζε στο τέλος του... όταν άκουσα τριξίματα από βήματα στα χαλίκια... «Δεν θα σας καταδώσω!» ούρλιαξα... συνέχισα να τρέχω στον δρόμο και σε λιγότερο από ένα λεπτό είχα κλειδωθεί στο μπανγκαλόου μου (ό.π., σσ. 193-199).

Πίσω στην παράσταση: Στους Elephas tiliensis δεν άρεσε, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η παθητικότητα του Φλοράν, γι’ αυτό και θα εμφανίσουν στη σκηνή τη μικρή Ναταλί. «Φλοράν σου θυμίζει κάτι;» θα τον ρωτήσει η παρουσιάστρια, η ορθότερα η Κλαιρ, θυμίζω ότι η πρώην του Φλοράν ενσαρκώνει την παρουσιάστρια και κατά ένα τρόπο παίρνει μια κάποια εκδίκηση, οριακά τον δικάζει κατά μία έννοια: «Δεν μπορεί να μη θυμάσαι... Φλοράν, παρότι ήξερες, δεν είπες τίποτα και δεν έκανες ποτέ τίποτα για να σώσεις το κοριτσάκι... » Οι αλλαγές ωστόσο δεν θα σταματήσουν εδώ, η Ναταλί θα μας μιλήσει για τη ζωή της, θα μας πει πως την προσέγγισε ο ορνιθολόγος, πως την παρέσυρε, κάνει ντοκιμαντέρ για τα πουλιά ο ορνιθολόγος, η Ναταλί είχε όνειρο να κάνει καριέρα στην τηλεόραση θα μας εκμυστηρευτεί, δεν ήταν καλή μαθήτρια, ήθελε να φύγει και από την επαρχία, ο ορνιθολόγος θα την εκβιάσει ότι θα την εκθέσει στους γονείς της και θα την βιάσει. Επίσης, στη Ναταλί θα προστεθούν τέσσερα χρόνια, από δέκα θα γίνει δέκα τέσσερα και κατά συνέπεια ο ορνιθολόγος από παιδόφιλος, εφηβόφιλος. Τέλος, η Κλαιρ θα δώσει την καραμπίνα στο Φλοράν προτρέποντάς τον να σκοτώσει το Γερμανό ορνιθολόγο. «Ο Φλοράν επιτέλους πυροβολεί τον ορνιθολόγο, φυσικά στα αρχίδια και αυτός ξεψυχά», μας πληροφορήσει η Κλαιρ. Βλέπουμε όμως τον ορνιθολόγο όρθιο, ακόμα ζωντανό, μέχρι ν’ αρχίσει να τον πυροβολεί η Κλαιρ και να σωριαστεί εκείνος κάτω. Ωστόσο, ο κύκλος του αίματος δεν θα σταματήσει εδώ, η Κλαιρ θα πυροβολήσει και τη Ναταλί, για να πέσει η τελευταία με τη σειρά της κι αυτή νεκρή. Τι φάση η Κλαιρ, θα έγραφα αλλά έχει αρκετή δόση προφορικότητας για το παρόν δοκίμιο!

Παραμένοντας τώρα πιστός στη χρονική ακολουθία των γεγονότων του μυθιστορήματος επιστρέφω στον Ουελμπεκικό Φλοράν: Γύρω στις επτά κατευθύνθηκα προς το κάστρο, ήταν ώρα να τελειώνουμε με τούτη τη χρονιά... «Θα πάρει διαζύγιο;» ρώτησα πολύ ήρεμα, με τόνο σχεδόν αδιάφορο. Κατέρρευσε κυριολεκτικά στον καναπέ... Η διαδικασία του διαζυγίου είναι ίσως ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος να βάλεις τέλος στην αγάπη... αν είχα παντρευτεί κι εγώ την Καμίγ πριν χωρίσουμε ίσως και να ’χα καταφέρει να σταματήσω να την αγαπάω... άφησα να κατακλύσει τη συνείδησή μου αυτή η οδυνηρή αλήθεια, πως αγαπούσα ακόμα την Καμίγ· το δίχως άλλο, το ρεβεγιόν δεν είχε ξεκινήσει καθόλου καλά... Μιλούσαμε για ώρες... και φαντάζομαι πλησίαζαν μεσάνυχτα όταν του πρότεινα να βάλουμε μουσική... μια ηχογράφηση του ‘‘Child in Time’’, πειρατική... Πρέπει να το παίξαμε ριάντα ή σαράντα φορές (ό.π., σσ. 201-207).

Το αστυνομικό στοιχείο σταδιακά όλο και εντείνεται. Ο Φλοράν ζητάει από τον Αιμερίκ να του μάθει να πυροβολεί. Ένα ολόκληρο κεφάλαιο (ό.π., σσ. 209-214) θα αφιερωθεί σ’ αυτό, όπως άλλωστε κι ένα ολόκληρο σκηνικό, της παράστασης των Elephas tiliensis, θα ντυθεί με όπλα!

Το νόημα των δύο επόμενων κεφαλαίων θα παρασταθεί πιστά. Η πολιτική διάσταση του έργου του Ουελμπέκ, η προφητική του πένα αναφορικά με το κίνημα των κίτρινων γιλέκων, το αστυνομικό κράτος, το άλγος των αγροτο-κτηνοτρόφων, ο ρομαντισμός, η επιστροφή στη φύση του Αιμερίκ και η προσπάθειά του να ζήσει ευτυχισμένος κοντά της, χωρίς να ζητάει δυτικές πολυτέλειες, τη γυναίκα του μόνο, τα παιδιά του και λίγα χρήματα να φέρει εις πέρας τη βιομέριμνά του, εν ολίγοις αυτό το ανθρώπινο και πάνω απ’ όλα ρομαντικό αίτημα:

Ο Αιμερίκ είχε θελήσει απλώς να είναι ευτυχισμένος, είχε ακολουθήσει το βουκολικό του όνειρο βασιζόμενος σε μια εύλογη και ποιοτική παραγωγή, βασιζόμενος επίσης στη Σεσίλ, αλλά η Σεσίλ είχε αποδειχθεί μια σκατοκαριόλα που της πήρε τα μυαλά η ζωή στο Λονδίνο μ’ έναν διάσημο πιανίστα, και η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε αποδειχθεί κι εκείνη μια σκατοκαριόλα, μ’ αυτή την ιστορία με τις ποσοστώσεις γάλακτος (ό.π., σ. 235), αυτό το ρομαντικό αίτημα θα περάσει στη σκηνή απολύτως πετυχημένα, μ’ έναν νεκραναστημένο Αιμερίκ να μας τα διηγείται περίφημα!

Μετά την αυτοκτονία του Αιμερίκ ο Φλοράν, με τα χίλια ζόρια, θα συνεχίσει το ‘‘ταξίδι’’ του. Αφού πρώτα περάσει από το κέντρο Leclerc της Κουτάνς, θα βρει και θα νοικιάσει ένα αγροτόσπιτο, απομονωμένο μες το δάσος:

Ήμουν τώρα λοιπόν στη γη, όπως γράφει ο Ρουσσώ, χωρίς να έχω πια αδελφό, συγγενή, φίλο, κοινωνία παρά μόνο τον εαυτό μου... Ήμουν στην καρδιά του χειμώνα, οι μέρες είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν αλλά η νύχτα ήταν ακόμα μακριά, και μέσα στα δάση θα ’ταν απόλυτη (ό.π., σσ. 251-252).

Οι αναμνήσεις της Καμίγ θα τον επισκέπτονται μέχρι και στον ύπνο του, «δεν είναι το μέλλον είναι το παρελθόν που σε σκοτώνει, που ξανάρχεται, που σε τρυπάει και σε σκάβει, και τελικά σε σκοτώνει» (ό.π., σ. 254), θ’ αναφωνήσει.

Κάπου εδώ, στο τριακοστό πρώτο κεφάλαιο, θ’ αρχίσει να παρακολουθεί την παλιά του αγαπημένη. Κάπου εδώ οι Elephas tiliensis θ’ αποφασίσουν ν’ αλλάξουν τελείως την ιστορία μετατρέποντας τον Φλοράν από παθητικό, από ρομαντικό, από καταθλιπτικό, από έρμαιο του δυτικού τρόπου ζωής, από ανδρείκελο, από... από... μετατρέποντάς τον, τέλος πάντων, σ’ έναν ανερμάτιστο ψυχοπαθολογικό εγκληματία και συγγραφέα παρακαλώ πολύ βιβλίων επιστημονικής φαντασίας! Από πού κι ως πού;



Φωτ. Αναστασία Γιαννάκη




Ο κακομοίρης ο Φλοράν, λοιπόν, θα βρει το κτηνιατρείο της Καμίγ, αλλά θα διστάσει να τη ζητήσει στη ρεσεψιόν και θα πάει να καθίσει στο απέναντι μπαρ, το Νορμανδό Δούκα:

Βρισκόμουν στην τρίτη μπίρα μου... όταν μπροστά στα μάτια μου εμφανίστηκε η Καμίγ... Ήταν είκοσι μέτρα μακριά μου... Την επομένη κρατούσε απ’ το χέρι ένα πολύ μικρό αγοράκι... Παιδί λοιπόν, είχε παιδί... Γύρω στις επτά βγήκε... Κάθισε στο τιμόνι του Νισάν Micra της. Είχα σχεδιάσει μέσες-άκρες να την ακολουθήσω... Ήμασταν μόνοι μας στον δρόμο προς Ραμποντάνζ... Πάρκαρα πίσω από ένα μπαρ-εστιατόριο στην κορυφή του υψώματος, ήταν κλειστά λόγω εποχής... Το αμάξι της Καμίγ περνούσε τη γέφυρα· έβγαλα τα Schmidt & Bender κιάλια μου... Πλέον δεν φοβόμουν μήπως τη χάσω, είχα ήδη μαντέψει πού πήγαινε: ήταν ένα μικρό ξύλινο σαλέ... (ό.π., σσ. 260-267).

Ο κακομοίρης ο Φλοράν, αφού παραβιάσει τη βοηθητική είσοδο του εστιατορίου και εγκατασταθεί μόνιμα για τρεις εβδομάδες καταβροχθίζοντας ό,τι υπάρχει στην κάβα και σε στερεά τροφή, θα έρθει αντιμέτωπος μ’ ένα δίλημμα:

Ήταν προφανές πια όχι μόνο πως η Καμίγ ζούσε μόνη, πως δεν είχε εραστές, αλλά και πως δεν είχε ούτε φίλους... Η Καμίγ ήταν τώρα σε μια βαθιά και αποκλειστική σχέση με τον γιο της, θα κρατούσε ακόμα δέκα τουλάχιστον χρόνια... μέχρι να της φύγει και να πάει να σπουδάσει... Θα ήταν ελεύθερη τότε... και μόνη, αλλά θα ’ταν κιόλας πενήντα... όσο για μένα ας μην το συζητήσουμε, ήδη με το ζόρι ζούσα... Μπορούσε κανείς να φανταστεί την Καμίγ να διακινδυνεύσει για τα μούτρα μου την τέλεια, τη συμβιωτική σχέση που είχε με τον γιο της; Και μπορούσε κανείς να φανταστεί εκείνον, το παιδί, να δέχεται να μοιραστεί την αγάπη της μάνας του μ’ έναν άλλον άντρα; Το συμπέρασμα αναπόδραστο: ή αυτός ή εγώ (ό.π., σσ. 270-272).

Ο κακομοίρης ο Φλοράν θα αμφιταλαντευτεί για ούτε πέντε σελίδες (ό.π., σσ. 272-276), στοιχεία μαύρης κωμωδίας θα έχουν κάνει την εμφάνισή τους στο μυθιστόρημα του Μισέλ Ουελμπέκ, δεν θα σκοτώσει όμως ποτέ το παιδί ο Φλοράν στις λογοτεχνικές σελίδες! Αλλά θα το κάνει στην παράσταση και μάλιστα θα ζήσει ευτυχισμένος μαζί με την Καμίγ! Θα αποκτήσουν μάλιστα και μία κόρη! Μέχρι που η Καμίγ μια μέρα θα μάθει ποιος είναι ο δολοφόνος του γιού της και θα πει μπράβο στο Φλοράν, γιατί μπροστά στον αγάπη, φίλες και φίλοι, όλα μπορούν να συγχωρεθούν!

«Όσο για μένα, τίποτα πια δεν έμοιαζε να μπορεί να σταματήσει την πορεία μου προς τον αφανισμό» (ό.π., σ. 277), παραδέχεται ο Φλοράν εγκαταλείποντας το εστιατόριο. Όσο για μένα, δεν ξεκινάω τυχαία με αυτή τη φράση την επιστροφή μου στο λογοτεχνικό έργο, οφείλω να αποκαταστήσω το έργο του Μισέλ Ουελμπέκ πριν επανέλθω στην παράσταση των Elephas tiliensis! Ο Φλοράν θα κάνει μία τελευταία ‘‘βόλτα’’ στη φύση, στη λίμνη του Ραμποντάνζ, πριν πει «το οριστικό αντίο» και επιστρέψει στο Παρίσι, στην πόλη –«σύστοιχο» της οποίας είναι «η μοναξιά... και μόνο το ζευγάρι μπορούσε να προσφέρει στ’ αλήθεια εναλλακτική» (ό.π., σ. 284) –, στο Παρίσι λοιπόν για ν’ αυξήσει τη δόση του Captorix στα 20 γρ. (Ξέχασα να αναφέρω ότι το Captorix είναι και ο χορηγός της εκπομπής στην παράστασή ‘‘μας’’!)
Τελευταίες του ισχνές απόπειρες κοινωνικοποίησης, ο δόκτορας Αζότ –ή ορθότερα κάποιος που θεωρητικά πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει φίλος του, μία νεκρανάσταση του Αιμερίκ για να το πω διαφορετικά και να είμαι ταυτόχρονα μέσα στο κλίμα της παράστασης– και η Ωντρέ φυσικά, η ρεσεψιονίστ του Mercure (όπου θα καταλύσει ο ήρωάς μας), η τελευταία ρομαντική, τίτλος που της αξίζει και με το παραπάνω! Αμφότεροι, σημειώνω, θα απουσιάσουν από τη σκηνή της Καμίρου!
Ο Φλοράν θα επανέλθει στην Παριζιάνικη ρουτίνα του διαπιστώνοντας ότι δεν νιώθει καμία επιθυμία, ούτε απλή έξαψη, στη θέα των μίνι φουστών και των κολάν των καθισμένων κοριτσιών όχι μακριά απ’ το τραπέζι του στο Ο’ Ζυλ. Ο δόκτορας Αζότ θα αποφανθεί ότι ο Φλοράν πεθαίνει από λύπη και σε μία ύστατη προσπάθεια θα του ετοιμάσει μία λίστα με πουτάνες! Ο Φλοράν όμως δεν θα κάνει τίποτα, παρά μόνο να βλέπει τηλεόραση:

Νωρίς το βράδυ, περίπου την ώρα των Ερωτήσεων για έναν πρωταθλητή, περνούσα οδυνηρές στιγμές αυτολύπησης. Ξανασκεφτόμουν τότε τον δόκτορα Αζότ... Όμως τα πράγματα είχαν αλλάξει, είχα γεράσει, δεν θα καλούσα τον δόκτορα Αζότ σπίτι μου για ν’ ακούσουμε δίσκους, δεν θ’ αναπτυσσόταν καμία φιλία ανάμεσά μας, ο καιρός των διαπροσωπικών σχέσεων είχε περάσει, για μένα τουλάχιστον. Βρισκόμουν λοιπόν σ’ αυτή τη σταθεροποιημένη πλην δύσθυμη κατάσταση... όταν η ρεσεψιονίστ με σταμάτησε μ’ ένα διακριτικό «Κύριε... » Ήθελε να με πληροφορήσει, έπρεπε να με πληροφορήσει, ήταν θλιβερό καθήκον της να με πληροφορήσει ότι το ξενοδοχείο θα γινόταν σύντομα 100% μη καπνιστών... Θ’ αγόραζα διαμέρισμα επειδή δεν μπορούσα να μείνω στο ξενοδοχείο, καλά άκουσε; Αυτό θα έκανα; Ε ναι, αυτό θα έκανα, τι άλλο μπορούσα να της πω; Είναι στιγμές που η ντροπή υποχωρεί, γιατί πολύ απλά δεν έχεις πια τρόπο να τηρήσεις τα προσχήματα (ό.π., σσ. 294-295).

Μετά τα μαντάτα από την Ωντρέ, την ‘‘τελευταία ρομαντική’’ ή αλλιώς τη ρεσεψιονίστ του Mercure, όπως το προτιμάει ο καθένας, ο ήρωας του Ουελμπέκ θα βρεθεί στο στάδιο «που το γηράσκον ζώο, ταλαιπωρημένο και με την αίσθηση πως έχει πληγωθεί θανάσιμα αναζητά καταφύγιο για να τελειώσει τη ζωή του»:

Βρέθηκα να βλέπω μια γκαρσονιέρα... σχεδόν φάτσα απέναντι απ’ το ξενοδοχείο Mercure. Την απέρριψα αμέσως μόλις συνειδητοποίησα πως, κάπου βαθιά μέσα μου, έτρεφα την ακαθόριστη ελπίδα να μείνω σ’επαφή με την Ωντρέ, Θεέ μου πόσο δύσκολα κατανικάς την ελπίδα, πόσο επίμονη και πανούργα είναι, όλοι οι άντρες έτσι είναι; Έπρεπε να κατέβω νοτιότερα ακόμα, ν’ αφήσω μακριά πίσω μου κάθε ελπίδα μιας πιθανής ζωής... Διάλεξα την πιο άδεια γκαρσονιέρα, την πιο ήσυχη... σ’ έναν απ’ τους πιο αδιάφορους πύργους... Υπήρχε χοάνη απορριμμάτων, πράγμα που με μάγεψε αμετάκλητα: χρησιμοποιώντας αυτόν από τη μια και από την άλλη τη νέα υπηρεσία κατ’ οίκον διανομής τροφίμων που είχε δημιουργήσει η Amazon μπορούσα να πετύχω σχεδόν πλήρη αυτονομία... Η αναχώρησή μου απ’ το ξενοδοχείο ήταν περιέργως μια στιγμή δύσκολη, κυρίως λόγω της μικρής Ωντρέ, είχε δάκρυα στα μάτια. Απ’ το πουθενά της έσκασα ένα φιλάκι στο μάγουλο, μετά δύο, μετά τέσσερα, αφηνόταν ψυχή τε και σώματι στα φιλάκια μου... Και μετά τέλος, το ταξί μου είχε φτάσει στην πόρτα του ξενοδοχείου (ό.π., σσ. 298-301).

Έχουν μείνει τα τρία τελευταία κεφάλαια, μικρά σε έκταση, ούτε δεκαπέντε σελίδες, μέρος των οποίων ανέφερα στην αρχή της μελέτης μου όταν αναφέρθηκα στο στοιχείο της κυκλικής δομής του έργου. Εκεί λοιπόν, στην τελευταία του κατοικία, σε μία γκαρσονιέρα –ο ‘‘νέος φοιτητής’’ με τον ετοιμοθάνατο γέρο καταλήγουν στο ‘‘ίδιος μέρος’’–, ο Φλοράν θα μιλήσει για τη «σαγήνη της νιότης και της ομορφιάς» που υπερνικά τα πάντα. Εκεί λοιπόν, θα κολλήσει στον τοίχο φωτογραφίες μιας ζωής και θα περιμένει να τον βρει ο θάνατος. Δεν θα τον δούμε όμως ποτέ να αυτοκτονεί. Για το μόνο που είμαστε σίγουροι είναι ότι μια μέρα θα πεθάνει, όπως όλοι μας άλλωστε, ίσως αυτός πεθάνει πιο γρήγορα, όλα σε αυτό συνηγορούν, γιατί είναι και κάτι που το επιθυμεί και το εκφράζει επανειλημμένα από την αρχή του έργου, αλλά και επειδή μια μέρα θέλοντας και μη θα τελειώσουν τα χρήματά του [«η μόνη λύση για να μειώσω το τραπεζικό μου υπόλοιπο ήταν να συνεχίσω να τρώω» (ό.π., σ. 313)]. Αδυνατεί όμως να αυτοκτονήσει προς το παρόν.

Κλείνοντας, πριν περάσω στα συμπεράσματα, έχω παραλείψει ν’ αναφέρω την εμφάνιση των γονιών του Φλοράν σε κάποιο σημείο της παράστασης, μικρή σημασία έχει σε ποιο, κάποια στιγμή τέλος πάντων οι Elephas tiliensis είχαν την ευγενή καλοσύνη να διεισδύσουν στα άδυτα του ψυχισμού του Φλοράν, κι αφού πήραν ως δεδομένο ότι ο ήρωας αποτελεί κάτι παραπάνω από alter ego του Μισέλ Ουελμπέκ, χρήσανε και τον Φλοράν συγγραφέα μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας να θυμίσω, υποθέτω λοιπόν, θέλω να πιστεύω αν μη τι άλλο ότι διαβάσανε το «Mourir. 20 Août 2005. 3 heures du matin» όπου ο Ουελμπέκ μας εξομολογείται: «Όταν ήμουν μωρό η μητέρα μου δεν με είχε επαρκώς νανουρίσει, χαϊδέψει, αγκαλιάσει... Αυτό εξηγεί σχεδόν όλη μου την προσωπικότητα... ».[6] Διαφορετικά πώς βγάλανε το πόρισμα ότι το μεγάλο τραύμα του Φλοράν που τον έχει οδηγήσει στην κατάρρευση εντοπίζεται στην αδιαφορία των γονιών του; Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει πουθενά από το κείμενο, ίσα-ίσα που ο ήρωας ευαγγελίζεται το ακριβώς αντίθετο, δηλώνοντας απερίφραστα ευγνώμων για όσα εκείνοι του προσέφεραν. Η απλή αναφορά μικρών παραπόνων εκ μέρους του Φλοράν δεν δικαιολογεί μια τέτοια ερμηνεία ούτε κατά διάνοια.

Τα συμπεράσματα δικά σας, θα έγραφα αν το παρόν είχε τη μορφή μυθιστορήματος, είναι δοκίμιο όμως για τη μεταφορά της Σεροτονίνης του Μισέλ Ουελμπέκ στο θέατρο. Όπως και να έχει, η Σεροτονίνη έχει έναν κεντρικό ήρωα, τον Φλοράν, μας συστήνεται λίγο πριν χάσει τη στύση του και μας παρουσιάζει πρόσωπα της ζωής του που έπαιξαν σημαντικό ρόλο, θετικό και αρνητικό, ενόσω μας εκθέτει την ματιά του για το σύγχρονο δυτικό τρόπο ζωής. Παρότι έχει κατάθλιψη και βρίσκεται ένα βήμα πριν αυτοκτονήσει, όσο κι αν φαντάζει παράδοξο, το μυθιστόρημα αυτό είναι το πιο αισιόδοξο του Ουελμπέκ, αφήνοντας στο τέλος μία χαραμάδα ανοικτή. Υπάρχει μία μικρή πιθανότητα να μην αυτοκτονήσει. Το ανέβασμα των Elephas tiliensis την αγνοεί, αυτό συνιστά και μία ερμηνεία βέβαια, αυτοκτονεί, δεκτό, το πρόβλημα δεν το εντοπίζω όμως εδώ, αλλά στο γεγονός ότι στην παράστασή τους δεν αποτυπώνεται η πορεία του Φλοράν προς το ‘‘τέλος’’, και ακόμα χειρότερα, γίνεται μία προσπάθεια να ερμηνευθεί γιατί έφτασε στο ‘‘τέλος’’ και μέσω της αλλοίωσης καίριων σημείων της πλοκής να δούμε τι θα έπρεπε να κάνει που δεν έκανε. Επομένως, αναρωτιέμαι, μετατρέπουν έναν χαρακτήρα που δεν δρα σε κάποιον που δρα; Σκοτώνει ο Φλοράν τον παιδόφιλο βιαστή, μετά το γιό της Καμίγ και στο τέλος αυτοκτονεί επειδή έδρασε εκεί που δεν έπρεπε να δράσει σκοτώνοντας το γιό της αγαπημένης του;

Εν ολίγοις, στην παράσταση των Elephas tiliensis η ατμόσφαιρα του έργου αναδεικνύεται, το «μυθιστορηματικό γέλιο» χάνεται δεδομένης της μη μεταφοράς αυτούσιων διαλόγων της Σεροτονίνης και το βασικότερο όλων: πρωταγωνιστής καταλήγει να μην είναι ο Φλοράν αλλά η κοινωνικο-πολιτική διάσταση του έργου, διάσταση που σαφώς υπάρχει στη Σεροτονίνη, υπάρχει όμως μέσα από τα μάτια του Φλοράν, ενός ανθρώπου που δεν έδρασε, ή ορθότερα δεν αντέδρασε, δεν έκανε δηλαδή την επανάστασή του όταν έπρεπε, δεν κατάφερε να αντισταθεί στις καπιταλιστικές ηδονές τότε που ήταν νέος και ίσως γι’ αυτό εντέλει φτάνει –αν το κάνει τελικά– να αυτοκτονήσει, έχοντας σιχαθεί τον εαυτό του που ακόμα και την ύστατη ώρα είναι ανίκανος να δράσει διεκδικώντας την ευτυχία του.

Ωστόσο, επειδή η επιλογή της δυστυχίας του, είναι κατά μία έννοια δράση –διότι αν σκότωνε τον γιο της Καμίγ θα υπέκυπτε σε μία ακόμα «ψευδαίσθηση ατομικής ελευθερίας». Δεν θα είχε αλλάξει, δεν θα είχε αποδιώξει το αδηφάγο καπιταλιστικό ένστικτο που καταβροχθίζει τα πάντα στο διάβα του–, γι’ αυτό και μόνο, αν προλάβει να το συνειδητοποιήσει μέσα στη γκαρσονιέρα του, ίσως και να μην ακολουθήσει το δρόμο του Χριστού.



____________________

Σεροτονίνη

Δραματουργία | Σκηνοθεσία: Δημήτρης Αγαρτζίδης και Δέσποινα Αναστάσογλου | Elephas tiliensis • Σκηνικά | Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού• Μουσική | Video, μουσικός επί σκηνής: Θωμάς Μπέλτσιος • Σχεδιασμός φωτισμών: Ναυσικά Χριστοδουλάκου • Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Μαυραγάνη • Βοηθός σκηνοθετών: Μαρία Γκιώνη· Παίζουν: Δημήτρης Αγαρτζίδης, Μαρία Γκιώνη, Μαρία Κωνσταντάκη, Άρης Λάσκος, Θεοδώρα Τζήμου. Ενίοτε Special guest: Δήμητρα Βλαγκοπούλου



1. Η πρώτη είναι η Καμίγ, η δεύτερη η Κέιτ. Αναφέρονται αμφότερες ήδη απ’ το πρώτο κεφάλαιο.
2. Λάκης Προγκίδης, Τα μυστήρια του μυθιστορήματος: Από τον Κούντερα στον Ραμπελαί, Εστία 2020, σ. 32.
3. Ευάγγελος Βαϊάννης, Εγγύτερα στην αβεβαιότητα: Οι κοινωνικοί όροι της υποδοχής του έργου του Μισέλ Ουελμπέκ στην Ελλάδα από κριτικούς και αναγνωστικό κοινό, πτυχιακή εργασία 2021, σ. 10.
4. Για το ρόλο του σουπερμάρκετ στο έργο του Ουελμπέκ βλ. Γιώργος Καράμπελας, «Στο σουπερμάρκετ», Γιάννης Κτένας και Στέφανος Μπατσής (επιμ.), Αρνητικό φορτίο: δεκατρία κείμενα για τον Μισέλ Ουελμπέκ, Αντίποδες 2022, σ. 296 επ.
5. Michel Houellebecq, Η δυνατότητα ενός νησιού (μετ. Λίνα Σιπητάνου), Εστία 2007, σ. 35. σσ. 171-173.
6. Βλ. Michel Houellebecq, «Mourir. 20 Août 2005. 3 heures du matin», L’Herne-Houellebecq, éditions de l’Herne, Παρίσι 2017, σ. 275.