Αποκοπές

Gustav Klimt: η Margarethe Gretl Stonborough - Wittgenstein (1905)
Gustav Klimt: η Margarethe Gretl Stonborough - Wittgenstein (1905)

Υπάρ­χει κά­τι που με τα­ρά­ζει κά­θε φο­ρά που βλέ­πω έναν ακρω­τη­ρια­σμέ­νο. Με­γά­λω­σα σε μια επο­χή που ακό­μα συ­να­ντού­σες στο δρό­μο βε­τε­ρά­νους του πο­λέ­μου, με πό­δια κομ­μέ­να στην Αλ­βα­νία από τα κρυο­πα­γή­μα­τα. Ο παπ­πούς ενός κα­λού μου φί­λου εί­χε χά­σει ένα πό­δι από δια­βή­τη. Και στο Πα­νε­πι­στή­μιο εί­χα έναν κα­θη­γη­τή που εί­χε χά­σει τον αντί­χει­ρά του σε ένα, ανε­ξι­χνί­α­στο για εμάς τους φοι­τη­τές του, ατύ­χη­μα. Θα ήταν ψέ­μα να πω ότι η όψη του κο­λο­βώ­μα­τος δεν μου προ­κα­λού­σε πά­ντο­τε ένα μίγ­μα συ­μπό­νιας και φρί­κης κι ότι αμέ­σως με­τά δεν θα έπρε­πε να συ­γκρα­τή­σω τον εαυ­τό μου για να μη ρω­τή­σω πε­ρισ­σό­τε­ρα για τις συν­θή­κες κά­τω από τις οποί­ες συ­νέ­βη το γε­γο­νός.

Πώς ζει κα­νείς χω­ρίς το χέ­ρι ή το πό­δι του; Πώς εί­ναι να θυ­μά­ται την ζωή του όταν ακό­μα ήταν αρ­τι­με­λής; Πό­σο συ­χνά ανα­κα­λεί στο μυα­λό του τις συν­θή­κες του ατυ­χή­μα­τος;

Αν ανα­τρέ­ξει κα­νείς στην ια­τρι­κή και ψυ­χια­τρι­κή βι­βλιο­γρα­φία θα βρει έναν με­γά­λο αριθ­μό από με­λέ­τες και μο­νο­γρα­φί­ες πά­νω στο θέ­μα του ακρω­τη­ρια­σμού, έρ­γα ο σκο­πός των οποί­ων εί­ναι να φω­τί­σουν τό­σο τις φυ­σιο­λο­γι­κές όσο, κυ­ρί­ως, τις ψυ­χο­λο­γι­κές πτυ­χές του. Ώστό­σο, ένα γε­γο­νός τό­σο βα­θιά τραυ­μα­τι­κό όπως εί­ναι η πο­σο­τι­κή, η σω­μα­τι­κή απο­μεί­ω­ση της ίδιας της ύπαρ­ξης δύ­σκο­λα συλ­λαμ­βά­νε­ται μέ­σα από ηλε­κτρο­ε­γκε­φα­λο­γρα­φή­μα­τα, ερω­τη­μα­το­λό­για και συ­νε­ντεύ­ξεις. Κι αντί να προ­σπα­θή­σει κα­νείς να εκ­μαιεύ­σει τα συ­ναι­σθή­μα­τα, τους φό­βους και τις αγω­νί­ες των ακρω­τη­ρια­σθέ­ντων, ίσως εί­ναι κα­λύ­τε­ρο να κοι­τά­ξει από μια από­στα­ση τη ζωή τους, πριν και με­τά το γε­γο­νός. Δεν εί­ναι εύ­κο­λο να το κά­νει για όλους, αλ­λά εί­ναι κά­πως ευ­κο­λό­τε­ρο για αυ­τούς που το τα­λέ­ντο και οι επι­λο­γές τους, τους έχουν φέ­ρει στο προ­σκή­νιο. Οι μου­σι­κοί εί­ναι μια τέ­τοια κα­τη­γο­ρία αν­θρώ­πων. Οι ακρω­τη­ρια­σμέ­νοι μου­σι­κοί.


Ανά­λο­γα με το χρο­νι­κό ση­μείο στο οποίο συμ­βαί­νει το κα­θο­ρι­στι­κό γε­γο­νός μπο­ρού­με να δια­κρί­νου­με με­τα­ξύ αυ­τών που εί­χαν την μου­σι­κή ιδιό­τη­τα από πριν και αυ­τών που την απέ­κτη­σαν αρ­γό­τε­ρα. Κά­ποιες φο­ρές, ού­τε αυ­τό εί­ναι εύ­κο­λα προσ­διο­ρί­σι­μο, σε βαθ­μό που εί­ναι δύ­σκο­λο να πού­με αν το συμ­βάν διέ­κο­ψε ή κα­θυ­στέ­ρη­σε την κα­ριέ­ρα τους ή αν, αντί­θε­τα, την επι­τά­χυ­νε. Αυ­τές οι τε­λευ­ταί­ες πε­ρι­πτώ­σεις εί­ναι οι πιο πο­λύ­πλο­κες και συ­νά­μα οι πιο εν­δια­φέ­ρου­σες. Το γε­γο­νός του ακρω­τη­ρια­σμού εδώ μοιά­ζει να λει­τουρ­γεί ως κα­τα­λύ­της, σαν το μέ­λος που χά­νε­ται, να θέ­τει σε κί­νη­ση, κα­θώς πέ­φτει, μια σει­ρά από κομ­μά­τια που βρί­σκο­νταν από και­ρό στη θέ­ση τους. Τα άτο­μα που φαι­νο­με­νι­κά και ου­σια­στι­κά υπο­φέ­ρουν από την απώ­λεια, βρί­σκουν μέ­σα σε αυ­τήν μια κρυμ­μέ­νη δύ­να­μη, αντι­με­τω­πί­ζουν την ανα­πη­ρία τους ως μια ευ­και­ρία να απε­λευ­θε­ρω­θούν από τα βά­ρη της μέ­χρι πρό­τι­νος αρ­τι­με­λούς ζω­ής τους.

Δεν θα ήταν υπερ­βο­λή να πού­με, ότι επα­νε­πι­νο­ούν τη ζωή τους, ότι γί­νο­νται κά­ποιος άλ­λος, κά­ποιος που ως εκεί­νη τη στιγ­μή δεν θα τολ­μού­σαν. Και πως ξε­κι­νούν με το πά­θος ενός Αχα­άβ για ένα τα­ξί­δι που θα εί­ναι υπο­χρε­ω­τι­κά το τε­λευ­ταίο τους.

Στις 5 Ια­νουα­ρί­ου του 1932, σε ένα από τα εφτά πιά­να της πο­λυ­τε­λούς έπαυ­λης των Βιτ­γκεν­στάιν στην Αρ­τζε­ντι­νιεν­στρά­σε της Βιέν­νης, ο Πά­ουλ Βιτ­γκεν­στάιν με­λε­τά­ει ξα­νά, για μια τε­λευ­ταία φο­ρά, τα πε­ρά­σμα­τα του τρί­του μέ­ρους του κον­τσέρ­του για πιά­νο για αρι­στε­ρό χέ­ρι, που ο Μoρίς Ρα­βέλ του έχει γρά­ψει κα­τά πα­ραγ­γε­λία. Η πα­γκό­σμια πρε­μιέ­ρα του έρ­γου εί­ναι προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη για το ίδιο βρά­δυ και ο Πά­ουλ, στα σα­ρά­ντα πέ­ντε του χρό­νια εί­ναι πια συ­νη­θι­σμέ­νος να αντι­με­τω­πί­ζει το δη­μιουρ­γι­κό άγ­χος που επι­βάλ­λει η πε­ρί­στα­ση.

Παί­ζει με­ρι­κές φο­ρές ακό­μα το αρ­γό μέ­ρος που του προ­ξε­νεί τη με­γα­λύ­τε­ρη δυ­σφο­ρία. Αυ­τά τα πια­νί­σι­μο του Ρα­βέλ τον κα­τα­πιέ­ζουν, κα­θώς αντη­χούν δύ­σθυ­μα και με­λαγ­χο­λι­κά στις άδειες σά­λες, που κά­πο­τε ήταν γε­μά­τες χο­ρούς και τρα­γού­δι. Ο ίδιος ο Μπραμς έπαι­ξε κά­πο­τε σε αυ­τό το πιά­νο για τα γε­νέ­θλια του αδερ­φού του τού Κουρτ. Ο Μά­λερ προ­τι­μού­σε να παί­ζει σε αυ­τό του πά­νω σα­λο­νιού, εκεί που ο Γκού­σταφ Κλιμτ ζω­γρά­φι­σε το γα­μή­λιο πορ­τρέ­το της αδερ­φής του της Γκρετλ. Όλα αυ­τά πριν τον θά­να­το του πα­τέ­ρα τους, πριν τον πό­λε­μο που ρο­κά­νι­σε στα δό­ντια του πλη­θω­ρι­σμού την πε­ριου­σία της οι­κο­γέ­νειας, τον πό­λε­μο που έστει­λε αυ­τόν και τον αδερ­φό του τον Λού­ντ­βιχ στο ρω­σι­κό μέ­τω­πο.

Ο Λού­ντ­βιχ, ο μι­κρό­τε­ρος από τα οχτώ παι­διά των Βίτ­γκεν­σταιν, ήταν πά­ντο­τε κα­λύ­τε­ρος. Κα­λύ­τε­ρος στο σχο­λείο, στα σπορ και τη μου­σι­κή. Τέ­λειο αυ­τί, αί­σθη­ση ρυθ­μού, ένα γνή­σιο μου­σι­κό τα­λέ­ντο. Αλ­λά κι ένας γεν­νη­μέ­νος κρι­τι­κός. Το ση­κω­μέ­νο του φρύ­δι σε κά­θε λά­θος νό­τα, το συ­γκα­τα­βα­τι­κό του μει­δί­α­μα σε κά­θε λά­θος συλ­λο­γι­σμό. Κά­θε φο­ρά που ο Πά­ουλ εξα­σκού­ταν σε κά­ποιο κομ­μά­τι του Μπαχ ή του Μέ­ντελ­σον, μπο­ρού­σε να νιώ­σει τον σκε­πτι­κι­σμό του Λού­ντ­βιχ να τρυ­πώ­νει κά­τω από την πόρ­τα.

Ο Λού­ντ­βιχ, κα­λύ­τε­ρος σε όλα. Γύ­ρι­σε από τον πό­λε­μο φορ­τω­μέ­νος πα­ρά­ση­μα και με σχε­δόν έτοι­μο το Τractatus. Ο Πά­ουλ γύ­ρι­σε χω­ρίς το δε­ξί του χέ­ρι. Ένα θραύ­σμα το τσά­κι­σε λί­γο πά­νω από τον αγκώ­να στη μά­χη του Λέ­μπεργκ. Πέ­ρα­σε τέσ­σε­ρις εβδο­μά­δες σε πα­ρα­λή­ρη­μα σε ένα στρα­τό­πε­δο αιχ­μα­λώ­των στο Ομσκ, αλ­λά όταν συ­νήλ­θε από τον πυ­ρε­τό και την οδύ­νη, ήταν ακό­μη σο­λίστ, έστω και μο­νό­χει­ρας. Επι­στρέ­φο­ντας στη Βιέν­νη ανέ­θε­σε στον Κορν­γκολντ να του γρά­ψει ένα κον­τσέρ­το μό­νο για αρι­στε­ρό χέ­ρι. Ακο­λού­θη­σαν ο Μπρί­τεν και ο Μπόρτ­κιε­βιτς, κα­θώς ο Πά­ουλ επι­νο­ού­σε τη δι­κή του τε­χνι­κή, μια βιρ­τουο­ζι­τέ για ακρω­τη­ρια­σμέ­νους που οι αρ­τι­με­λείς δεν μπο­ρού­σαν να κα­τα­λά­βουν. Δεν έπαι­ξε πο­τέ το 4ο κον­τσέρ­το που του έγρα­ψε ο Προ­κό­φιεφ επει­δή δεν του άρε­σε η εσω­τε­ρι­κή λο­γι­κή του. Με τον Χί­ντε­μιθ ήταν ακό­μα σκλη­ρό­τε­ρος. Έκρυ­ψε το Όπους 29 σε ένα συρ­τά­ρι, χω­ρίς να το πει σε κα­νέ­ναν. Οι παρ­τι­τού­ρες εί­ναι ακό­μα εκεί.

Ο Πά­ουλ κοι­τά­ζει το κε­νό που ξε­κι­νά από τον δε­ξί του ώμο και φτά­νει ως τα πλή­κτρα του πιά­νου. Νιώ­θει την απου­σία σε όλο το μή­κος του βρα­χί­ο­να, μέ­χρι τα δά­χτυ­λα που λα­χτα­ρούν να με­τρή­σουν το βύ­θι­σμα των πλή­κτρων, να νιώ­σουν τις τρι­βές, να παί­ξουν ένα αρ­πέ­τζιο. Σφίγ­γει τα χεί­λη και γυ­ρί­ζει το βλέμ­μα του στα αρι­στε­ρά, εκεί που βρί­σκε­ται το χέ­ρι στο οποίο έχουν πια συ­μπυ­κνω­θεί όλες οι ικα­νό­τη­τές του. Όλο το τα­λέ­ντο του συ­γκε­ντρω­μέ­νο στα πέ­ντε αρι­στε­ρά του δά­χτυ­λα, που ακό­μα και ο Λού­ντ­βιχ, αν ήταν εδώ, θα τα ζή­λευε. Ο Λού­ντ­βιχ έχει δύο χέ­ρια και κα­νείς δεν θα μά­θει πο­τέ τι θα μπο­ρού­σε να κά­νει αν εί­χε μό­νο ένα.

Με­λε­τά για μια τε­λευ­ταία φο­ρά το εναρ­κτή­ριο θέ­μα, τό­σο αρ­γό, τό­σο αφό­ρη­τα jazz, με έναν συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό που ο Πά­ουλ δεν μπο­ρεί πα­ρά να υπο­ψια­στεί ότι απευ­θύ­νε­ται στον ίδιο και την ανα­πη­ρία του. Πί­σω από τις νό­τες, βλέ­πει το κα­λο­συ­νά­το βλέμ­μα του Ρα­βέλ που τον προ­σκα­λεί να παί­ξει πια­νί­σι­μο, όχι επει­δή του αρέ­σει, αλ­λά επει­δή φο­βά­ται ότι δεν θα μπο­ρέ­σει να παί­ξει αλ­λιώς. Πί­σω από τις νό­τες δια­βά­ζει τη συ­γκα­τά­βα­ση του κοι­νού στην θέα ενός μο­νό­χει­ρα πια­νί­στα. Ενός ιδιόρ­ρυθ­μου κλη­ρο­νό­μου που μα­σκα­ρεύ­ει την ανα­πη­ρία του με έρ­γα γραμ­μέ­να κα­τά πα­ραγ­γε­λία. Πί­σω από τις νό­τες, ακού­ει το επι­κρι­τι­κό ξε­φύ­ση­μα του Λού­ντ­βιχ. Ορ­γι­σμέ­νος, χτυ­πά το μο­να­δι­κό του χέ­ρι πά­νω στο κλα­βιέ. Δεν χρειά­ζε­ται να εί­ναι έτσι.

“Οι ερ­μη­νευ­τές δεν χρειά­ζε­ται να εί­ναι σκλά­βοι”, σκέ­φτε­ται κα­θώς αρ­πά­ζει την παρ­τι­τού­ρα κι αρ­χί­ζει να κά­νει διορ­θώ­σεις, κο­νταί­νο­ντας μέ­τρα, με­γα­λώ­νο­ντας τις κα­ντέν­τσες, ανα­σαί­νο­ντας για πρώ­τη φο­ρά ελεύ­θε­ρος μέ­σα στην άδεια σά­λα.

Για πρώ­τη φο­ρά στο φως, αντί για τη σκιά του χα­ρι­σμα­τι­κού μι­κρού αδερ­φού του, ο Πά­ουλ θα ανέ­βει το ίδιο βρά­δυ στη σκη­νή για να παί­ξει στην πρε­μιέ­ρα ένα έρ­γο που θα εί­ναι και δι­κό του.


Τα παι­διά με­γα­λώ­νουν ευ­τυ­χι­σμέ­να όχι επει­δή εί­ναι νέα και υγιή, αλ­λά επει­δή τα­ξι­δεύ­ουν χω­ρίς τις απο­σκευ­ές που ανα­πό­φευ­κτα συλ­λέ­γου­με ενώ με­γα­λώ­νου­με.

Υπάρ­χουν φο­ρές που το μέ­λος χά­νε­ται νω­ρίς, σε μια ηλι­κία που ο ακρω­τη­ρια­σθείς με­τά βί­ας θυ­μά­ται το γε­γο­νός, που ού­τως ή άλ­λως έχει αρ­κε­τό χρό­νο για να απω­θη­θεί στα βά­θη του υπο­συ­νεί­δη­του. Ο χρό­νος λει­τουρ­γεί εδώ ως σύμ­μα­χος. Κι όσο κι αν ακού­γε­ται σκλη­ρό να λέ­με ότι ένας άν­θρω­πος μπο­ρεί να συ­νη­θί­σει τα πά­ντα, αυ­τό δεν παύ­ει να εί­ναι αλή­θεια. Η απώ­λεια ενός μέ­λους σε μι­κρή ηλι­κία δεν δια­κό­πτει βί­αια μια απο­στο­λή που έχει ήδη ξε­κι­νή­σει και η ζωή δεν απο­μειώ­νε­ται πα­ρά μό­νο σε επί­πε­δο πι­θα­νο­τή­των. Ο άτυ­χος νέ­ος ίσως να χρεια­στεί να πά­ψει να ονει­ρεύ­ε­ται μια κα­ριέ­ρα ως πι­λό­τος ή επαγ­γελ­μα­τί­ας χο­ρευ­τής, αλ­λά μια σει­ρά από θαυ­μα­στά επι­τεύγ­μα­τα εί­ναι ακό­μα μέ­σα στο εύ­ρος των δυ­να­το­τή­των του.

Σε κά­ποιες δε εξαι­ρε­τι­κές πε­ρι­πτώ­σεις, το ίδιο το γε­γο­νός του ακρω­τη­ρια­σμού εν­σω­μα­τώ­νε­ται με τρό­πο ευ­ερ­γε­τι­κό. Το άτο­μο βλέ­πει το χτύ­πη­μα της μοί­ρας σαν ένα ση­μά­δι που σχε­δόν εκ γε­νε­τής έχει έρ­θει όχι για να τον αλ­λά­ξει, να τον μειώ­σει ή να τον τραυ­μα­τί­σει, αλ­λά για να τον κα­θο­ρί­σει. Το μέ­λος που λεί­πει εί­ναι η υπο­γρα­φή του στον κό­σμο, η απου­σία γί­νε­ται μια μυ­στι­κή ιδιό­τη­τα κι εκεί που έχει κο­πεί ένα δά­χτυ­λο, φυ­τρώ­νει ένα όπλο.

Στις 31 Ια­νουα­ρί­ου του 1970, στο αστυ­νο­μι­κό τμή­μα της Γαλ­λι­κής Συ­νοι­κί­ας της Νέ­ας Ορ­λε­ά­νης, ένας αστυ­νο­μι­κός δί­νει στον Τζέ­ρι Γκαρ­σία να κρα­τή­σει μια πι­να­κί­δα με τον αριθ­μό 123-713 και τον φω­το­γρα­φί­ζει αν­φάς και προ­φίλ. Ο Τζέ­ρι την κρε­μά στο λαι­μό του και πο­ζά­ρει χα­μο­γε­λα­στός.

Συ­νέ­λα­βαν τον Τζέ­ρι μα­ζί με τα υπό­λοι­πα μέ­λη των Grateful Dead σε ένα μο­τέλ της Μπέρ­μπον Στριτ, λί­γο με­τά το τέ­λος της συ­ναυ­λί­ας που έδω­σαν με τους Φλίτ­γουντ Μακ στο Γου­έρ­χα­ους. Δεν ήταν η πρώ­τη φο­ρά, ού­τε θα εί­ναι η τε­λευ­ταία. Εί­ναι συ­νη­θι­σμέ­νοι σε τέ­τοιες “εφό­δους” από τους ντα­ή­δες που ο Νί­ξον έχει αμο­λή­σει στην επι­κρά­τεια στον “πό­λε­μο κα­τά των ναρ­κω­τι­κών”. Πα­ρό­τι δεν βρή­καν τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο από με­ρι­κές αμ­φε­τα­μί­νες, για τις οποί­ες οι Dead εί­χαν συ­ντα­γή, τους κρα­τούν στο τμή­μα ήδη εδώ και εφτά ώρες. Tώ­ρα, επι­τέ­λους κα­λούν τον Τζέ­ρι στο γρα­φείο του διοι­κη­τή για να υπο­γρά­ψει τα χαρ­τιά της εγ­γύ­η­σης. Εκεί­νος κρα­τά επι­δέ­ξια το στυ­λό με­τα­ξύ δεί­κτη και αντί­χει­ρα και μό­νο τό­τε ο αστυ­νό­μος πα­ρα­τη­ρεί ότι ο μέ­σος του δε­ξιού του χε­ριού εί­ναι κομ­μέ­νος κα­τά τα δύο τρί­τα.

Ο Τζέ­ρι ήταν πέ­ντε χρο­νών σε εκεί­νες τις δια­κο­πές με τους γο­νείς του στο Ρέ­ντ­γουντς Παρκ της Κα­λι­φόρ­νια. Εκεί­νοι εί­χαν πά­ει μια βόλ­τα στο δά­σος, όταν αυ­τός με τον αδερ­φό του τον Τιφ απο­φά­σι­σαν να κό­ψουν ξύ­λα. Ο Τζέ­ρι κρα­τού­σε τα κού­τσου­ρα και ο Τιφ το τσε­κού­ρι, όμως ο Τζέ­ρι ήταν πά­ντα παι­χνι­διά­ρης και το παι­χνί­δι που σκέ­φτη­κε να παί­ξει ήταν να τρα­βά­ει τα ξύ­λα την ώρα που ο Τιφ κα­τέ­βα­ζε το τσε­κού­ρι. Ένα χρό­νο με­τά, οι Γκαρ­σία πή­γαν πά­λι δια­κο­πές στην Αρ­κά­τα της Κα­λι­φόρ­νια κι αυ­τή τη φο­ρά ο Τζέ­ρι έχα­σε κά­τι πα­ρα­πά­νω από ένα δά­χτυ­λο, όταν ο πα­τέ­ρας του πνί­γη­κε ψα­ρεύ­ο­ντας στον πο­τα­μό Τρί­νι­τι.

Κά­πως έτσι, το φθι­νό­πω­ρο του 1948 ο Τζέ­ρι πη­γαί­νει για πρώ­τη φο­ρά σχο­λείο, ορ­φα­νός και λει­ψός. Πο­λύ πριν οι συμ­μα­θη­τές του κα­τα­λά­βουν ότι μπο­ρούν να τον πει­ρά­ξουν αυ­τός ανα­κα­λύ­πτει τη μυ­στι­κή δύ­να­μη του κομ­μέ­νου δά­χτυ­λου. Όταν οι ντα­ή­δες στο σχο­λείο τον πλη­σί­α­ζουν για να τον τρα­μπου­κί­σουν, εκεί­νος δεν έχει πα­ρά να τους ση­κώ­σει τη δε­ξιά του γρο­θιά με το μι­σό δά­χτυ­λο ση­κω­μέ­νο κι αυ­τό αρ­κεί για να τους κό­ψει τη φό­ρα. Την ώρα του μα­θή­μα­τος απλώ­νει το χέ­ρι του πά­νω σε λευ­κές κόλ­λες χαρ­τί και ζω­γρα­φί­ζει το πε­ρί­γραμ­μα. Ύστε­ρα ση­κώ­νει το χαρ­τί στο ύψος του στή­θους, σαν να κρα­τά μια πι­να­κί­δα σύλ­λη­ψης και πο­ζά­ρει στους δα­σκά­λους του χα­μο­γε­λώ­ντας. Οι κα­θη­γη­τές του τον αγα­πούν για το χα­μό­γε­λο του, οι συμ­μα­θη­τές του τον θαυ­μά­ζουν για το θάρ­ρος του, τα κο­ρί­τσια σα­γη­νεύ­ο­νται από αυ­τό το τό­σο ξε­χω­ρι­στό χέ­ρι. Ο Τζέ­ρι εί­ναι ση­μα­δε­μέ­νος ως εκλε­κτός, ένας πρί­γκι­πας που αντί για τρύ­πες στα πό­δια ή ένα μο­να­δι­κό σαν­δά­λι, έχει εν­νιά δά­χτυ­λα.

Με ένα κομ­μέ­νο δά­χτυ­λο και ένα χα­μό­γε­λο που δεν σβή­νει πο­τέ, ο Τζέ­ρι με­γα­λώ­νει στην Κα­λι­φόρ­νια του ροκ-εν-ρολ, της μα­ρι­χουά­να και των χί­πις. Όταν στα 15 του, η μη­τέ­ρα του του κά­νει δώ­ρο ένα ακορ­ντε­όν, αυ­τός θα της εξη­γή­σει ότι δεν μπο­ρεί να παί­ξει χω­ρίς το με­σαίο του δά­χτυ­λο και θα την πεί­σει να το ανταλ­λά­ξει με μια ηλε­κτρι­κή κι­θά­ρα. Σι­γά-σι­γά, θα απο­κτή­σει και μια ακου­στι­κή, ένα μπάν­τζο, ένα μα­ντο­λί­νο κι ένα γιου­κα­λί­λι. Δεν υπάρ­χει έγ­χορ­δο που να μην νιώ­θει άνε­τα στην αγκα­λιά αυ­τού του εν­νια­δά­χτυ­λου, πα­νούρ­γου τρε­λά­ρα. Τα σό­λο του στις συ­ναυ­λί­ες των Dead, άλ­λο­τε κο­φτά σαν τσε­κού­ρι κι άλ­λο­τε ορ­μη­τι­κά σαν τα νε­ρά του πο­τα­μού Τρί­νι­τι.

Έχου­με κι εδώ μια αντι­στρο­φή της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Φυ­σι­κά, το μέ­λος που λεί­πει δεν εί­ναι τό­σο απα­ραί­τη­το όσο ένα ολό­κλη­ρο χέ­ρι αλ­λά ακό­μα κι έτσι, ένας άν­δρας με εν­νιά δά­χτυ­λα έχει γί­νει κι­θα­ρί­στας και μά­λι­στα θρυ­λι­κός. Με έναν τρό­πο σχε­δόν εμ­μο­νι­κό, οι θαυ­μα­στές του Γκαρ­σία θα επα­νέρ­χο­νται σε αυ­τό το κομ­μέ­νο δά­χτυ­λο κά­θε φο­ρά που θα θαυ­μά­ζουν μια σύν­θε­σή του παιγ­μέ­νη με την άνε­ση και την αυ­το­κυ­ριαρ­χία ενός αρ­τι­με­λούς. Κι εκεί­νος, σαν να εί­ναι ακό­μα στο σχο­λείο, συ­νη­θί­ζει να υπο­γρά­φει άλ­μπουμ και αυ­τό­γρα­φα με το απο­τύ­πω­μα του χε­ριού του, αφού το έχει βου­τή­ξει σε με­λά­νι. Αυ­τό που λεί­πει γί­νε­ται το εστια­κό ση­μείο της ικα­νό­τη­τάς του.

Ο αστυ­νό­μος δεν μπο­ρεί να πά­ρει τα μά­τια του από το δε­ξί χέ­ρι του Τζέ­ρι, ενώ προ­σπα­θεί να τον τρα­μπου­κί­σει απει­λώ­ντας τον με μια επό­με­νη σύλ­λη­ψη.

Εκεί­νος σκα­ρώ­νει στο μυα­λό του ένα τε­τρά­στι­χο που πά­ει κά­πως έτσι:

Μπα­γλα­ρω­μέ­νοι στη Μπέρ­μπον Στριτ,
στη­μέ­νοι σαν κο­ρί­νες του μπό­ου­λινγκ,
θέ­λουν μό­νο να μας ξε­κά­νουν
απλά δεν μας αφή­νουν σε ησυ­χία.

Λί­γο πριν βγει από το γρα­φείο του διοι­κη­τή, γυ­ρί­ζει και του δεί­χνει, χα­μο­γε­λα­στός, την κλει­στή γρο­θιά του με ση­κω­μέ­νο το μυ­στι­κό του όπλο, την πρώ­τη φά­λαγ­γα από το με­σαίο του δά­χτυ­λο.


Στον αντί­πο­δα των μάλ­λον ευ­λο­γη­μέ­νων νε­α­ρών ακρω­τη­ρια­σθέ­ντων, υπάρ­χουν αυ­τοί για τους οποί­ους το γε­γο­νός εί­ναι ένα ρά­πι­σμα τό­σο βά­ναυ­σο, που η απο­κο­πή μοιά­ζει να εκτεί­νε­ται πέ­ρα από το μέ­λος που χά­νε­ται, να μη χω­ρί­ζει μό­νο ένα χέ­ρι από το σώ­μα, αλ­λά να κό­βει την ίδια τη ζωή του ατό­μου σε ένα πριν και ένα με­τά. Η έντα­ση με την οποία βιώ­νε­ται αυ­τή η θραύ­ση εί­ναι ακό­μα με­γα­λύ­τε­ρη, όταν το χα­μέ­νο μέ­λος εί­ναι το όπλο με το οποίο ο ήρω­ας μας έχει επι­λέ­ξει να δώ­σει τις μά­χες του. Ακό­μα χει­ρό­τε­ρα, όταν κά­ποιες μά­χες έχουν ήδη δο­θεί και κερ­δη­θεί, όταν ο ήρω­ας έχει ήδη στε­φα­νω­θεί με τις πρώ­τες δάφ­νες, τό­τε κα­λεί­ται να ζή­σει τον ακρω­τη­ρια­σμό σαν νέ­με­ση σε μια τρα­γω­δία, στην οποία συ­νει­δη­το­ποιεί ότι πρω­τα­γω­νι­στεί μό­νο εκ των υστέ­ρων.

Γρά­φου­με “ήρω­ας” για­τί αυ­τές οι πε­ρι­πτώ­σεις εί­ναι ακρι­βώς το υπό­στρω­μα για κά­ποιες από τις πιο θαυ­μα­στές ιστο­ρί­ες ανα­γέν­νη­σης. Ο ακρω­τη­ρια­σμός εδώ δεν εί­ναι μια ου­λή που φέ­ρουν εκ γε­νε­τής αλ­λά ένα μαρ­κά­ρι­σμα, ένα χά­ραγ­μα που η μοί­ρα σκα­λί­ζει πά­νω στο κορ­μί τους, το ση­μά­δι ενός κε­ραυ­νού. Απο­μέ­νει στον κε­ραυ­νό­πλη­κτο να δει τον εαυ­τό του, όχι σαν άθυρ­μα, αλ­λά σαν τον ήρωα που ση­μα­δεύ­τη­κε, τον Διό­νυ­σο που πρέ­πει να γεν­νη­θεί από την κοι­λιά της κε­ραυ­νο­βο­λη­μέ­νης Σε­μέ­λης. Στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση να ξά­να­γεν­νη­θεί για να πά­ρει τη θέ­ση του στον νέο, τραυ­μα­τι­σμέ­νο κό­σμο του.

Στις 16 Αυ­γού­στου 1986, στο κα­μα­ρί­νι του στα πα­ρα­σκή­νια του Monsters of Rock στο Κα­στλ Ντό­νιγ­κτον, ο Ρικ Άλεν παί­ζει νευ­ρι­κά με τις μπα­γκέ­τες των ηλε­κτρι­κών ντραμς του. Ο Όζι Όζ­μπορν μα­ζί με τον Κλά­ους Μάι­νε ήταν εδώ πριν λί­γο για να του ευ­χη­θούν κα­λή επι­τυ­χία. Σε λί­γο θα βγει στη σκη­νή με τους Def Leppard αλ­λά εί­ναι τό­σο αγ­χω­μέ­νος που στο μυα­λό του στρι­φο­γυ­ρί­ζει μό­νο τους στί­χους και τα ρι­φς του Stagefright. Στην Ιρ­λαν­δία, στις πρώ­τες δο­κι­μα­στι­κές ζω­ντα­νές εμ­φα­νί­σεις με­τά το ατύ­χη­μα, τα κα­τά­φε­ρε μια χα­ρά με αυ­τά τα και­νούρ­για πε­ντάλ. Όμως τώ­ρα θα πρέ­πει να κά­νει το ίδιο μπρο­στά σε πε­νή­ντα χι­λιά­δες θε­α­τές.

Την πρώ­τη φο­ρά που έπαι­ξε ντραμς ήταν σε ένα παι­δι­κό σετ. Ο Ρικ ήταν τό­τε εν­νιά χρο­νών. Αρ­τι­με­λής. Η μη­τέ­ρα του τον αγα­πού­σε τό­σο πο­λύ που απά­ντη­σε η ίδια σε μια αγ­γε­λία για ντρά­μερ από ένα ανορ­θό­γρα­φο συ­γκρό­τη­μα με τί­τλο «Λε­ο­πάρ­δα­λη ψά­χνει για και­νούρ­γιο δέρ­μα». Ο Ρικ ήταν τό­τε δε­κα­τεσ­σά­ρων. Το 1979, η ανορ­θό­γρα­φή μπά­ντα άνοι­γε την συ­ναυ­λία των AC/DC στο Χά­μερ­σμιθ και, στα δε­κα­έ­ξι του, ο Ρικ δεν ήταν πια ο Ρικ αλ­λά ο “Θε­ός των Κε­ραυ­νών”. Έτσι τον απο­κά­λε­σαν οι εκ­στα­σια­σμέ­νοι φανς και οι εντυ­πω­σια­σμέ­νοι κρι­τι­κοί. Λί­γο με­τά ο Ρικ πα­ρά­τη­σε το σχο­λείο για τη μου­σι­κή και δεν ξα­να­κοί­τα­ξε πο­τέ πί­σω.

Την πα­ρα­μο­νή της πρω­το­χρο­νιάς του 1985 δεν κοί­τα­ξε ού­τε μπρο­στά, κα­θώς επι­τά­χυ­νε στον αυ­το­κι­νη­τό­δρο­μο Α57, έξω από το Σέ­φιλντ, με την μαύ­ρη Κορ­βέτ C4. Κα­θώς προ­σπερ­νού­σε από δε­ξιά, δεν πρό­λα­βε την αρι­στε­ρή στρο­φή, η Κορ­βέτ βγή­κε από τον δρό­μο, πέ­ρα­σε πά­νω από έναν πέ­τρι­νο φρά­χτη κι ο Ρικ πε­τά­χτη­κε έξω από την ανοι­χτή ορο­φή. Το αρι­στε­ρό του χέ­ρι, κομ­μέ­νο από τη ζώ­νη ασφα­λεί­ας, έμει­νε μέ­σα στο αυ­το­κί­νη­το.

Στο νο­σο­κο­μείο του Σέ­φιλντ, ο Ρικ θα πρέ­πει να κοι­τά­ξει μπρο­στά, κοι­τώ­ντας πί­σω. Δεν υπάρ­χει τί­πο­τα άλ­λο που να ξέ­ρει να κά­νει εκτός από το να εί­ναι ο Θε­ός των Κε­ραυ­νών. Η μη­τέ­ρα του, ένα ρά­κος στα πό­δια του κρε­βα­τιού, δεν μπο­ρεί να κά­νει τί­πο­τα πια γι’ αυ­τόν. Θα πρέ­πει να μα­ζέ­ψει τα κομ­μά­τια του, όσα απο­μέ­νουν και να ση­κω­θεί μό­νος του. Ύστε­ρα θα πρέ­πει να κά­τσει ξα­νά σε μια κα­ρέ­κλα μπρο­στά στα ντραμς. Ση­κώ­νει ένα κου­τά­λι από το τρα­πε­ζά­κι που εί­ναι γε­μά­το παυ­σί­πο­να και παί­ζει έναν σκο­πό πά­νω στο σε­ντό­νι, τε­ντω­με­νο ανά­με­σα στα δυό του πό­δια. Όταν έρ­χε­ται ώρα να παί­ξει με το αρι­στε­ρό, σχε­δόν αντα­να­κλα­στι­κά χτυ­πά με τα πό­δια του το σί­δε­ρο του κρε­βα­τιού. Δεν υπάρ­χει τί­πο­τα άλ­λο που να ξέ­ρει να κά­νει.

Ο Ρικ ανή­κει σε αυ­τήν την κα­τη­γο­ρία των ακρω­τη­ρια­σμέ­νων ηρώ­ων. Ο ντρά­μερ που θα γί­νει θρύ­λος επει­δή έγρα­ψε και έπαι­ξε τα κα­λύ­τε­ρα έρ­γα του, ωρί­μα­σε και έγι­νε κα­λύ­τε­ρος ως μο­νό­χει­ρας. Πε­ρισ­σό­τε­ρο από “Θε­ός των Κε­ραυ­νών” θα γί­νει ένας Ορ­φέ­ας που γυ­ρί­ζει από τον Άδη, χω­ρίς το αρι­στε­ρό του χέ­ρι, αλ­λά με την αυ­τα­πάρ­νη­ση και την ορ­μή αυ­τού που ση­μα­δεύ­τη­κε για να πε­τύ­χει.

Όταν ο Φιλ και ο Τζο τον επι­σκέ­φθη­καν για πρώ­τη φο­ρά στην κλι­νι­κή ήταν τέρ­μα πιω­μέ­νοι. Δεν ήξε­ραν τι να του πουν. Όμως ο Ρικ εί­χε ήδη αρ­χί­σει να εξα­σκεί­ται παί­ζο­ντας με το πό­δι του σε ένα κομ­μά­τι φε­λι­ζόλ που οι νο­σο­κό­μες εί­χαν βά­λει κά­τω από τα σε­ντό­νια στο κρε­βά­τι του. Πε­ρί­με­ναν ότι θα χρεια­στεί έξι μή­νες απο­κα­τά­στα­σης, όμως τον Φλε­βά­ρη ο Ρικ εί­χε ήδη αρ­χί­σει πρό­βες με ένα ηλε­κτρι­κό σετ, στο οποίο έπαι­ζε το hi-hat, το tom, το snare και την “μπό­τα” με μια σει­ρά από τέσ­σε­ρα πε­ντάλ. Τα δύο του πό­δια ελέγ­χουν ρυθ­μούς και το­νι­κά ύψη, κα­θώς το δε­ξί του χέ­ρι πε­τά­ει πά­νω από τα τύ­μπα­να.

Ο Ρικ κοι­τά­ζει το ρο­λόι στον τοί­χο, την ώρα που ο Λέ­μι των Μό­τορ­χεντ περ­νά­ει την πόρ­τα με ένα δι­στα­κτι­κό χα­μό­γε­λο κά­τω από την τε­ρά­στια μύ­τη του. O Ρικ του χα­μο­γε­λά­ει κι αυ­τός.

— Μι­κρέ ακούω ότι ετοι­μά­ζε­τε και γα­μώ τα άλ­μπουμ!
— Να εί­σαι σί­γου­ρος!

Στον αυ­γου­στιά­τι­κο ου­ρα­νό των Μί­ντλαντς ακού­γε­ται μια μα­κρυ­νή βρο­ντή. Ο Ρικ Άλεν, κε­ραυ­νο­βο­λη­μέ­νος από τους θε­ούς, Κύ­ριος των κε­ραυ­νών, παίρ­νει τις μπα­γκέ­τες του και βγαί­νει στη σκη­νή.

Υπάρ­χουν οι επα­να­στά­τες, οι πα­λιά­τσοι και οι ήρω­ες. Κι ύστε­ρα υπάρ­χουν τα τρα­γι­κά θύ­μα­τα.

Αυ­τοί πού δεν κα­τα­φέρ­νουν, δεν θέ­λουν, δεν αντέ­χουν να κοι­τά­ξουν το κε­νό πά­νω στο σώ­μα τους. Το κο­λό­βω­μά τους εί­ναι πλη­γή χαί­νου­σα και το βά­ρος που έχουν χά­σει μα­ζί με το άκρο εί­ναι αρ­κε­τό για να τους συν­θλί­ψει. Κά­πως ει­ρω­νι­κά, οι άν­θρω­ποι αυ­τοί συ­χνά δεν εξαρ­τώ­νται επαγ­γελ­μα­τι­κά από το χα­μέ­νο μέ­λος, ού­τε έχουν βα­σί­σει σε αυ­τό την κα­ριέ­ρα τους. Εί­ναι όμως αυ­τοί για τους οποί­ους το σώ­μα εί­ναι ένας ιε­ρός να­ός που δεν ελατ­τώ­νε­ται χω­ρίς να βε­βη­λω­θεί. Αρ­κεί να χα­θεί ένα μέ­ρος του και ο να­ός κα­ταρ­ρέ­ει.

Στις 15 Μα­ΐ­ου του 1960, στο γε­μά­το ανα­μνη­στι­κά, βρα­βεία και εν­θύ­μια πα­λιό­τε­ρων, ομορ­φό­τε­ρων επο­χών, δια­μέ­ρι­σμά του στο Waldorf Astoria, ο Κό­ουλ Πόρ­τερ ακού­ει από το ρα­διό­φω­νο τη συ­ναυ­λία που δί­νε­ται προς τι­μή του στη Με­τρο­πό­λι­ταν Όπε­ρα της Νέ­ας Υόρ­κης. Μά­ταια προ­σπά­θη­σαν οι λί­γοι φί­λοι που ακό­μα έχουν το δι­καί­ω­μα να τον επι­σκέ­πτο­νται, να τον πεί­σουν να πα­ρευ­ρε­θεί. Έχει να βγει από αυ­τό το σπί­τι εδώ και δύο χρό­νια. Κα­μιά γιορ­τού­λα δεν θα τον πεί­σει να εμ­φα­νι­στεί στο κοι­νό που κα­τά βά­θος τον έχει ήδη ξε­γρά­ψει. Σί­γου­ρα όχι έτσι.

Τα τρα­γού­δια που ακού­γο­νται στην Μετ δεν εί­ναι πια δι­κά του. Τα έγρα­ψε ένας άλ­λος Κό­ουλ, ένας χα­ρού­με­νος, gay Κό­ουλ που δια­σκέ­δα­ζε σε πάρ­τι δί­πλα σε πα­νέ­μορ­φους άν­δρες και την λα­μπε­ρή, γε­μά­τη κα­τα­νό­η­ση γυ­ναί­κα του, τη Λί­ντα.

Θα εί­ναι σε ένα από αυ­τά τα πάρ­τι στο Λονγκ Άι­λαντ τον Οκτώ­βρη του 1937, που η ζωή του γυ­ρί­ζει ανά­πο­δα μα­ζί με το άλο­γο που πέ­φτει και τον πλα­κώ­νει, συ­ντρί­βο­ντάς τον από τη μέ­ση και κά­τω. Όταν οι για­τροί τον συμ­βου­λεύ­σουν ότι χρειά­ζε­ται να ακρω­τη­ριά­σουν το δε­ξί του πό­δι, ο Κό­ουλ πρώ­τα γί­νε­ται έξαλ­λος, ύστε­ρα βά­ζει τα κλά­μα­τα και στο τέ­λος τους εκλι­πα­ρεί να κά­νουν ό,τι μπο­ρούν για να το σώ­σουν. Εί­ναι ο Κό­ουλ Πόρ­τερ, ο συν­θέ­της του “Anything Goes” και του “Νight and Day”. Η ζωή του εί­ναι η μου­σι­κή, ο χο­ρός, οι πί­στες και τα θέ­α­τρα. Ο κό­σμος του, τους εξη­γεί, εί­ναι εκεί έξω, με μου­σι­κούς και ορ­χή­στρες, σταρ του Χό­λι­γουντ και άν­δρες σαν θε­ούς του Ολύ­μπου. Ένας κό­σμος όπου η αί­γλη και η ομορ­φιά δεν εί­ναι δώ­ρα, αλ­λά κα­θή­κο­ντα. Σε αυ­τόν τον κό­σμο, τους λέ­ει, ο ίδιος δεν μπο­ρεί να γί­νει ο Ήφαι­στος.

Αυ­τό που μπο­ρούν να κά­νουν οι για­τροί εί­ναι τριά­ντα τρία χει­ρουρ­γεία σε διά­στη­μα εί­κο­σι χρό­νων. Το μό­νο που μπο­ρεί να κά­νει ο Κό­ουλ εί­ναι να παίρ­νει τα φάρ­μα­κα με τις χού­φτες. Το τί­μη­μα για το πό­δι που του επι­τρέ­πει να εμ­φα­νί­ζε­ται ακέ­ραιος στα κλαμπ και τα κο­κτέιλ πάρ­τι εί­ναι μια αντα­να­κλα­στι­κή συ­μπα­θη­τι­κή δυ­στρο­φία. Πά­ει να πει μια ζωή με χλι­δή και αδιά­κο­πο, αφό­ρη­το πό­νο. Κά­θε πρωί περ­νά δύο ώρες χτε­νί­ζο­ντας τα μαλ­λιά του, μορ­φά­ζο­ντας μπρο­στά στον κα­θρέ­φτη.

Σαν ένας λευ­κός ρα­στα­φά­ριαν, ο Κό­ουλ θα αρ­νη­θεί το μοι­ραίο για εί­κο­σι ένα ολό­κλη­ρα χρό­νια. Αυ­τοί που τον αγα­πούν, αυ­τοί που τον θαυ­μά­ζουν, λα­χτα­ρούν να δια­βά­σουν και να ακού­σουν τις συν­θέ­σεις του, όμως αυ­τός έχει στη­ρί­ξει τη ζωή του πά­νω σε ένα αναι­μι­κό, σα­κα­τε­μέ­νο πό­δι. Η ει­κό­να που έχουν οι άλ­λοι για αυ­τόν, του μοιά­ζει ση­μα­ντι­κό­τε­ρη από την αλή­θεια.

Αλ­λά ο Σι­νά­τρα, ο Τζιν Κέ­λι, η Τζού­ντι Γκάρ­λαντ και η Έλα Φι­τζέ­ραλντ δεν του λέ­νε τί­πο­τα χω­ρίς την μη­τέ­ρα του και την αγα­πη­μέ­νη του Λί­ντα. Θα χά­σει την πρώ­τη από εμ­φύ­ση­μα το 1952 και τη δεύ­τε­ρη από εγκε­φα­λι­κό δύο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Στο τέ­λος, μια οστε­ο­μυ­ε­λί­τι­δα θα τον υπο­χρε­ώ­σει να απο­χω­ρι­στεί και το δε­ξί του πό­δι, που τον συ­ντρό­φευ­σε με φρι­χτούς πό­νους για δύο δε­κα­ε­τί­ες.

Ο Νό­ελ Κά­ουαρντ που τον επι­σκέ­πτε­ται στο Με­μό­ριαλ θα πει χα­ρού­με­νος: Οι γραμ­μές μιας αδιά­κο­πης, ει­κο­σά­χρο­νης οδύ­νης έχουν επι­τέ­λους σβη­στεί από το πρό­σω­πο του. Ήρ­θε η ώρα να χα­ρεί τη ζωή του και αυ­τό θα φα­νεί στη δου­λειά του.»

Όμως ο Κό­ουλ αρ­νεί­ται να φο­ρέ­σει προ­σθε­τι­κό μέ­λος. Εί­ναι τώ­ρα κά­ποιος άλ­λος, λι­γό­τε­ρος. Ορ­φα­νός από μη­τέ­ρα, σύ­ζυ­γο και δε­ξί κά­τω άκρο, θα κλει­στεί στον πύρ­γο του, πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νος από φω­το­γρα­φί­ες και μπι­μπε­λό. Αυ­το­ε­ξό­ρι­στος από τον λα­μπε­ρό κό­σμο που μά­ταια τον πε­ρι­μέ­νει να επι­στρέ­ψει, αλ­λά που ο ίδιος δεν αντέ­χει να αντι­κρύ­σει ως πα­ρί­ας, γέ­ρος και μι­σός. Ξα­πλω­μέ­νος στο τε­ρά­στιο κρε­βά­τι του, χαϊ­δεύ­ει φω­το­γρα­φί­ες και κορ­νι­ζα­ρι­σμέ­να πρω­το­σέ­λι­δα όπου αντί για τον σα­κά­τη Ήφαι­στο, εί­ναι ένας ακτι­νο­βό­λος Απόλ­λων.

Θα κα­τα­φύ­γει στο αλ­κο­όλ, τα ηρε­μι­στι­κά και τη μο­να­ξιά και θα πε­θά­νει έξι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα. Δεν θα ξα­να­γρά­ψει ού­τε μι­σή νό­τα.

Υπάρ­χουν οι επα­να­στά­τες, οι πα­λιά­τσοι και οι ήρω­ες. Και υπάρ­χουν και όλοι οι υπό­λοι­ποι.

Αυ­τοί που, χω­ρίς την άνε­ση του Κό­ουλ Πόρ­τερ να απο­τρα­βη­χτούν σαν ερη­μί­τες σε έναν γυά­λι­νο πύρ­γο, θα πρέ­πει να συ­νε­χί­σουν μια ζωή συ­νη­θι­σμέ­νη, με μια νέα συ­νή­θεια, αυ­τήν που επι­βάλ­λει το χα­μέ­νο μέ­λος. Αυ­τοί που θα πρέ­πει να αλ­λά­ξουν δου­λειά, κρε­βά­τι ίσως και σπί­τι, που μα­ζί με το χέ­ρι ή το πό­δι θα χά­σουν φί­λους ή έναν σύ­ντρο­φο. Αυ­τοί που, όπως ο Κό­ουλ Πόρ­τερ, θα χά­σουν την όρε­ξή τους για τη ζωή, χω­ρίς όμως ένα μαυ­σω­λείο με βρα­βεία και ανα­μνή­σεις για να κλει­στούν μέ­σα, αυ­τοί που θα πρέ­πει να ζή­σουν όπως πριν αλ­λά και δια­φο­ρε­τι­κά, σαν να μην άλ­λα­ξε τί­πο­τα κι ας έχουν αλ­λά­ξει σχε­δόν τα πά­ντα.

Για όλους αυ­τούς, δεν έχου­με βιο­γρα­φί­ες και μυ­θο­λο­γι­κά ανά­λο­γα. Θα πρέ­πει να τους δού­με όπως ακρι­βώς εί­ναι.

(Σεπτέμβρης 2022)




 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: