( Α΄ Μ Ε Ρ Ο Σ )
________________
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Τσάκος
Αν η καρδιά μιας γυναίκας είναι βράχος, τότε μόνον ο υπομονετικός και παθιασμένος άντρας – όπως κάποτε ο Μωυσής – ξέρει να κάνει με τα δάχτυλά του να αναβλύσει η διαύγεια μιας πηγής.
ΧΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΣ
Τυλιγμένες οι περισσότερες στα μαύρα. Από πάνω ως κάτω. Οι υπόλοιπες επιλέγουν παραλλαγές του πράσινου, του κυανού, του μοβ. Έγχρωμα όντα. Ρυθμίζουν τα βήματά τους στον κρότο, στις επιταγές της πίστης. Να σκεπάζονται ει δυνατόν και τα παπούτσια. Σέρνονται στο δρόμο τα ρούχα - κελιά. Πολλές φορούν ως και μαύρα γάντια, να προστατευθούν τελείως από τα βλέμματα των γύρω. Σαν να μαθαίνουν κίνηση και χώρο, βαδίζουν πότε αργά, άλλοτε πιο γρήγορα να προλάβουν τα φανάρια της κυκλοφορίας, να περάσουν απέναντι, σε μιαν άλλη διάσταση του χώρου, όπου ενδέχεται να πνέει περισσότερη ελευθερία.
Όπως θα έβγαιναν για πρώτη φορά έξω από το σπίτι τους, να δουν την πόλη, για την οποία έχουν ακούσει τόσα πολλά, έγκλειστες για καιρό στα ενδότερα της γονικής ασφάλειας. Αλλά δεν ξεθαρρεύουν. Φόβος; Λύπη; Το παράπονο του περίκλειστου σώματος. Μπορεί. Πάντως κάτι είναι εκεί, αγκυλωμένο στα μαντιλωμένα πρόσωπα. Καρφιτσωμένη έκφραση. Με τα μάτια θέλουν να μιλήσουν. Να μού αφηγηθούν τα πάντα μέσα στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που έχουν στη διάθεσή τους. Ειδήσεις από έναν άλλο κόσμο. Επίμονα σινιάλα ναυαγών, σκηνές έρωτα, απαγορευμένου πάντα, συμπυκνωμένα κείμενα, υπονοούμενα ερήμου. Λοξά δεδομένα. Το βλέμμα, ασφαλής κιβωτός των σημείων.
Τα μάτια παραμένουν για την ώρα ακάλυπτα: μάλλον είναι αυτάρκεις τελικά. Σε άλλα μέρη του Σουδάν, όπου επικρατούν ακόμη πιο αυστηρά ήθη, είναι κι αυτά κρυμμένα. Θαμμένα τιμαλφή, διαμάντια που δεν πρέπει να τ’ αντικρίσει το φως του άντρα. Η κάψα της μοίρας. Στη ρουτίνα του δειλινού, οι γυναίκες, σκεύη έμπιστα της ορθοδοξίας που την διδάχτηκαν από μάνα και πατέρα, επιμένουν να δηλώνουν το κρίμα, το πάθος μιας άλλης επαφής. Αμφιταλαντεύονται ακόμη μια φορά. Μπορεί όμως και να είναι βέβαιες ότι συγκράτησα ήδη το μήνυμά τους. Το γεμάτο μυστικά βλέμμα ας θεωρηθεί κειμήλιο άφατων εκμυστηρεύσεων, ένα φυλαχτό για τις υπόλοιπες, τις αμέτρητες μέρες που ξέρω από τώρα ότι με περιμένουν στο Χαρτούμ, στις αλληγορίες του δεμένος. Αλλά με τη θέλησή μου. Δεν ισχύει άλλωστε ότι «Μόνο η σύγχρονη πόλη προσφέρει στο πνεύμα το πεδίο της αυτογνωσίας του»: είναι μια από τις λίγες φορές που ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ φαίνεται να έχει τόσο δίκιο.
Σημασίες του φρυδιού, συνωμοτικό τραγούδι των βλεφάρων. Τα ακούω όλα καθαρότερα. Τώρα. Κραυγή. Βλέμματα όπως έπη. Ξαφνικά πιο τολμηρά από ποτέ, καθηλώνουν, αθωώνουν, στέργουν όλες όσες αδικήθηκαν μέσα σε τόσους περιορισμούς. Θέλουν δικό τους ό,τι βλέπουν. Το ξέρω, με διεκδικούν, θέλουν να με φυλακίσουν κι εμένα — να τολμήσω να προσθέσω τις τέσσερις λέξεις: «μέσα τους για πάντα». Απαιτούν με τον τρόπο τους να γίνω οφθαλμός κι εγώ. Ένα κυριολεκτικό μάτι. Δεν υπερβάλλω — αλλά ένας αμετανόητος ψίθυρος που βλέπεται πρωτίστως. Μετά φωνή και ίσως δάκρυ. Ξέσπασμα πιο δυνατό όμως κι από το κλάμα του μωρού που πόνεσε πολύ, πέφτοντας απότομα από την κούνια του. Κραυγές. Αθετώντας αυστηρές απαγορεύσεις και όποιες κυρώσεις συνεπάγονται, η άηχη, η οπτική, μα πανίσχυρη γλώσσα επιβάλλει κανόνες και αξίες. Για την ώρα, το σύστημά της, τόσο συνωμοτικό, όσο και ταυτόχρονα λυτρωτικό, λειτουργεί άψογα. Τα πέπλα, οι φαιές, αλλά και οι τολμηρότερες, οι πράσινες ή οι κίτρινες μαντίλες, η θέα που επιφυλάσσεται, που αίρεται συνεχώς χωρίς να διαμαρτύρεται κανείς, που είναι έτοιμη να αποκαλυφθεί κάτω από άλλες περιστάσεις, κάτω από άλλες συνθήκες, σε έναν άλλο κόσμο, μακριά από την πόλη αυτή, μακριά από μένα...
Τελικά, όλη αυτή η ενδυματολογική τάξη, την οποία έχει το προνόμιο να υπαγορεύει ο πλέον άκαμπτος από τους ιερούς νόμους, αφήνει κάποια στιγμή να φανεί το πολύτιμο ξέφωτο: το γρασίδι, οι λιμνούλες, η παραμυθία των οφθαλμών. Η αυστηρή ευπρέπεια του Ιερού Νόμου, της σαρία επιτρέπει τελικά την υπέρβαση. Μια μικρή δοκιμασία ― το πέρασμα για το άλλο νόημα παραμένει ανοικτό.
Έστω για λίγο.
Αναζήτησα την αλήθεια, η οποία απορρέει από τη σύγκριση των γυναικών του παρελθόντος με τα κορίτσια των καιρών μας, όπως τη διατυπώνει ο Ναγκίμπ Μαχφούζ, ο νομπελίστας από τη γειτονική Αίγυπτο, στο μυθιστόρημά του Ο δρόμος κοντά στο παλάτι, με το οποίο ανοίγει η «Τριλογία του Καΐρου»: «Τα κορίτσια του σήμερα δεν μπορούν να είναι φιλικά με τους ανθρώπους... Πού είναι οι κυρίες του χθες;». Τα μάτια των δικών μου κοριτσιών, εδώ στην αεικίνητη σκηνή, φωνάζουν πάντως την δίψα τους για επαφή, για μιαν επικοινωνία, έστω και στιγμιαία.
Εννοείται ότι δεν είμαι πάντα σίγουρος για ό, τι νομίζω ότι βλέπω, δεν ξέρω δηλαδή αν πράγματι μπορώ να ξεχωρίσω με βεβαιότητα ανάμεσα από τα πρόσωπα που παρατηρώ ποια ανήκουν άραγε σε κορίτσια και ποια σε αρκετά μεγαλύτερες γυναίκες. Οι προσδιορισμοί της ταυτότητας κατά μικρή ή μεγάλη προσέγγιση, μέσα από αυτή την οργανωμένη συσκότιση, το ανελαστικό στρίμωγμα του είναι από το ένδυμα, είναι εξαιρετικά δύσκολος για όλους σχεδόν τους Δυτικούς που παρεπιδημούν στην πρωτεύουσα του Σουδάν. Ένα είδος τυχερού παιχνιδιού: να διακρίνεις την ποιότητα και την ποσότητα που υποκρύπτουν τα υφαντά, τα βαμβακερά και τα μεταξωτά επίθετα.
Η ηλικία πίσω, μέσα, γύρω από το πρόσωπο είναι σχεδόν πάντα υπόθεση χρησμού. Οι επικαλύψεις των προσωπείων, οι συστολές της εικόνας και οι μεταμορφώσεις ανήκουν στους σημαντικότερους κοινωνικούς παράγοντες, οι οποίοι διαμορφώνουν εδώ ήθη και πραγματικότητες. Το κυριολεκτικό περιτύλιγμα, η μόνιμη ή παροδική απόκρυψη των ατομικών χαρακτηριστικών κάνει το παιχνίδι των ορισμών, των επιλογών και των διαφορών ακόμη πιο συναρπαστικό. Θα τα ζήλευε, υποθέτω, κι ο Σαίξπηρ όλα αυτά τα σκηνοθετικά τερτίπια, τις συνειδητές προσομοιώσεις και τις ανατροπές των δεδομένων σε κάθε σχεδόν σημείο των κατασκονισμένων δρόμων.
Τον έπαινο για το λεπτό, αλλά ακαταμάχητο παραπέτασμα, το απόλυτα συνυφασμένο με τη γυναικεία ύπαρξη που απαντά σ΄ αυτά τα μέρη, τον έψαλε πολλούς αιώνες πριν ο Ντουλ- Ρούμα: «Από όλα τα στολίσματα / Ο Θεός ευλόγησε το πέπλο./ Καλύπτει την ομορφιά / και διεγείρει τους νέους./ Την ασχήμια κρύβει / και μας παρακινά./ Ο Θεός ευλόγησε το πέπλο.» Το εγκώμιο με τα κομψά ελληνικά του ποιητή Αντώνη Μακρυδημήτρη που παρέθεσα ανήκει στα διασημότερα του είδους, ίσως διότι εξηγεί αυτό, το οποίο κατά βάθος περιμένουμε να ακούσουμε. Η έλξη του αυτονόητου: η ηδονή έγκειται κυρίως σε ό, τι την προετοιμάζει, την προλέγει ή αντίστοιχα την επισκιάζει. Σε ό, τι είναι έτοιμο να την πάρει μέσα από τα χέρια μας και τα πόδια μας, μέσα από το ίδιο μας το πνεύμα, ή το ανυπεράσπιστο σώμα, αντιστεκόμαστε με όση δύναμη διαθέτουμε. Τότε παράγεται κατά κανόνα η αυξημένη ηδονή.
Η ειδική αυτή αποστροφή δεν μάς είναι παντελώς άγνωστη. Το ακάλυπτο κεφάλι της γυναίκας συνιστούσε για πολλούς λαούς τουλάχιστον ατιμία στην ευρύτερη Εγγύς Ανατολή. Ο Απόστολος Παύλος δεν αφήνει περιθώρια διασταλτικής ερμηνείας της παλαιάς απαγόρευσης. Ο συλλογισμός του είναι ενδεικτικός της προσπάθειάς του να μην διασαλεύσει τα ήθη του πέπλου, που ξεκινάει το περιτύλιγμα πάντα από το κεφάλι: «πάσα δε γυνή προσευχομένη ή προφητεύουσα ακατακαλύπτω τη κεφαλή καταισχύνει την κεφαλήν εαυτής·[…] πρέπον εστί γυναίκα ακατακάλυπτον τω Θεώ προσεύχεσθαι; ή ουδέ αυτή η φύσις διδάσκει υμάς ότι ανήρ μεν εάν κομά, ατιμία αυτώ εστί, γυνή δε εάν κομά, δόξα αυτή εστίν; ότι η κόμη αντι περιβολαίου δέδοται αυτή». Το πέπλο, η απαραίτητη εποπτεία. Κηπουρός και φράκτης ταυτόχρονα της ύπαρξης.
Συγκρατώ ότι στην έβδομη παράγραφο της «Αγελάδας», της δεύτερης δηλαδή σούρα του Ιερού Κορανίου, το πέπλο καθίσταται μια δεινότατη γνωσιολογική τάφρος, μια μεθόριος όπου παίζεται το παιχνίδι της Γνώσης και της μη γνώσης: «Ο Αλλάχ σφράγισε τις καρδιές τους και την ακοή τους, και στα μάτια τους υπάρχει πέπλο».
Το πέπλο προστατεύει το ίδιο το Αγαθό από τους αδαείς ή τους επιπόλαιους σαν να ήταν το οχυρό του θεϊκής δύναμης.
Σε μιαν πιθανή επανεμφάνισή της, η Λαίδη Μουρασάκι, την οποία ευγνωμονούν όλοι όσοι διάβασαν το πολύκλωνο έργο της The Tale of Genji, αυτή η ειδήμων των απλών ή πολυτελών ενδυματολογικών εφαρμογών, δεν θα μπορούσε άραγε να διδάξει και τις κοπέλες του Χαρτούμ πώς να συμφιλιωθούν ακόμη περισσότερο με τα ρούχα τους και να λάμπουν μέσα από αυτά; Μήπως η ιαπωνική πλήρης εξάρτυση μιας τυπικής κυρίας επί των τιμών, όπως ήταν η ίδια η Λαίδη Μουρασάκι, που έζησε δέκα αιώνες πριν στην Ιαπωνία, στην πόλη που αντιστοιχεί στο σημερινό Κιότο, δεν ήταν όντως μια παραλλαγή φυλακής από ύφασμα, από όπου όμως η θηλυκότητα ανάβλυζε με τον δικό της, εξαίσιο τρόπο; Απαριθμώ από μέσα προς τα έξω τα φύλλα του γιγάντιου εκείνου κρεμμυδιού: nagabakama, η φαρδιά, κομμένη στα δύο φούστα, που παίρνει το σχήμα παντελονιού, hitoe, το ριχτό, εσώρουχο, itsutsuginu, η μακριά ρόμπα από λινό ύφασμα, uchiginu, το κυρίως φόρεμα, uwagi, ο μανδύας, mo, η ουρά, την οποία η αγγλική γλώσσα αποδίδει με χαρακτηριστική αφέλεια ως «train» και το επιστέγασμα karaginu, το εντυπωσιακό μέσα στη σοβαρότητά του πανωφόρι.
Επτά διαδοχικά παραπετάσματα, επτά στρώματα αναβολών και υπεκφυγών. Άλλα βαριά κι άλλα λεπτεπίλεπτα, επέβαλαν στο σώμα μιαν αυστηρότατη τάξη. Οι «δανεικές μήτρες», όπως θεωρούσαν τότε τα θήλεα στην Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, άφηναν παραδόξως ακάλυπτα μόνο τα πρόσωπα και τα χέρια τους, ενώ αντιθέτως οι γυναίκες του Χαρτούμ καταφεύγουν έως σήμερα στα μαντίλια όλων των ειδών και στα συνοδευτικά αμυντικά τους γάντια, για να προστατεύσουν τα τρία τελευταία οχυρά της ματαιοδοξίας. Η σχεδόν βλάσφημη πρόκληση του προσώπου, αυτής της επιφάνειας των σημαινομένων της αμαρτίας, κολάζεται πίσω από το μεταξωτό, βαμβακερό ή φτηνό, πολυσυνθετικό κάλυμμα. Λίγο πιο κάτω θάβονται αποφασιστικά τα δυνητικά χάδια – χέρια, σε πείσμα όλων των περισπασμών της ζωής, μουσουλμανικής ή μη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ
Ιερό Κοράνιο, Αραβικό κείμενο, απόδοση στη Νέα Ελληνική: Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές εκδοχές της κλασικής μετάφρασης του Κ. Ι. Πεντάκη, εκδ. Κάκτος 2002.
Ναγκίμπ Μαχφούζ, Ο δρόμος κοντά στο παλάτι, μτφρ.: Μαρία Χωρεάνθη και Μερόπη Σταυρίδου, Ψυχογιός 2016.
Απόστολος Παύλος, Επιστολή προς Κορινθίους Α΄, ια΄, 5-15.
Ντουλ- Ρούμα, βλ. Omar Pound, Arabic and Persian poems, Λονδίνο, Fulcrum Press 1970, μτφρ.: Αντώνης Μακρυδημήτρης, περ. Ακτή, τχ 13, 1992.
Χέγκελ, βλ. Albert Camus, Η εξορία της Ελένης, Φυλλάδιο 8ο, μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης, Άγρα 1983.
Χίλιες και μία νύχτες, βλ. Sinoué Gilbert, Η Σοφία της Ανατολής, πρόλογος: Στέφανος Ροζάνης, μτφρ.: Ρεβέκκα Πέσαχ, Ψυχογιός 2007.