«Έχω εκφράσεις διπλές»: Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου, Λένα Καλλέργη, Νίκος Ερηνάκης

Επι­μέ­λεια: Παυ­λί­να Μάρ­βιν
————
Συ­νο­μι­λη­τής: Βα­σί­λης Λα­μπρό­που­λος


¤¦Με τί­τλο μια φρά­ση της Ζω­ής Κα­ρέλ­λη («Πορ­τραί­το», 1952) η πα­ρού­σα σει­ρά σύ­ντο­μων δο­κι­μια­κών κει­μέ­νων επι­χει­ρεί να στρέ­ψει την προ­σο­χή στο πολ­λα­πλό ερευ­νη­τι­κό βλέμ­μα σύγ­χρο­νων ποι­η­τριών και ποι­η­τών από την Ελ­λά­δα που κα­τα­πιά­νο­νται επί μα­κρόν όχι μό­νο με το λο­γο­τε­χνι­κό τους έρ­γο αλ­λά ταυ­τό­χρο­να με επι­στή­μες και άλ­λες τέ­χνες. Συ­γκε­κρι­μέ­να, πολ­λά από τα βι­βλία ποί­η­σης που κυ­κλο­φό­ρη­σαν ήδη από τις αρ­χές του 21ου αιώ­να εί­ναι γραμ­μέ­να από συγ­γρα­φείς που έχουν πραγ­μα­το­ποι­ή­σει συ­στη­μα­τι­κές σπου­δές με­γά­λης ποι­κι­λί­ας, σε όλο το φά­σμα των επι­στη­μών και των τε­χνών. Στα κεί­με­να που ακο­λου­θούν (στο πα­ρόν και σε επό­με­να τεύ­χη), εί­κο­σι ποι­ή­τριες και ποι­η­τές μι­λούν για την σχέ­ση της επι­στη­μο­νι­κής τους πο­ρεί­ας με το λο­γο­τε­χνι­κό τους έρ­γο και την δια­μόρ­φω­ση της ποι­η­τι­κής τους πο­ρεί­ας.

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ :

Γιάν­νης Δού­κας, Λέ­νια Ζα­φει­ρο­πού­λου, Πα­να­γιώ­της Ιω­αν­νί­δης,
Χά­ρης Ψαρ­ράς, Πα­τρί­τσια Κο­λαϊ­τη, Ιω­άν­να Λιού­τσια,
Τώ­νια Τζι­ρί­τα Ζα­χα­ρά­του, Λέ­να Καλ­λέρ­γη, Νί­κος Ερη­νά­κης
,
Ελέ­νη Τζα­τζι­μά­κη, Πέ­τρος Γκο­λί­τσης, Φοί­βη Γιαν­νί­ση, Ορ­φέ­ας Απέρ­γης, Κων­στα­ντί­νος Πα­πα­χα­ρά­λα­μπος, Να­τα­λία Κα­τσού, Όλ­γα Πα­πα­κώ­στα, Θο­δω­ρής Χιώ­της, Πα­να­γιώ­της Αρ­βα­νί­της, Άν­να Γρί­βα

«Έχω εκφράσεις διπλές»: Χάρης Ψαρράς, Πατρίτσια Κολαΐτη, Ιωάννα Λιούτσια

Μια ακόμα περιπέτεια της γραφής

_____________

Κάθε φο­ρά που ξε­κι­νώ να γρά­ψω, βρί­σκω έναν απρό­σκλη­το ευ­πρόσ­δε­κτο επι­σκέ­πτη, που έχει τα δι­κά του κλει­διά, να εί­ναι ήδη εγκα­τε­στη­μέ­νος κα­τα­με­σής της δη­μιουρ­γι­κής διερ­γα­σί­ας. Πρό­κει­ται για μια υπό­κω­φη με­τα­γλώσ­σα που ξε­πη­δά αυ­θόρ­μη­τα και παίρ­νει τη μορ­φή ενός σού­σου­ρου που μου ψι­θυ­ρί­ζει αδιά­κο­πα στο αυ­τί απαι­τώ­ντας να αι­τιο­λο­γή­σω την κά­θε μου επι­λο­γή, υπο­δει­κνύ­ο­ντας συ­νά­φειες και προ­βλη­μα­τι­κές. Στα πα­ρα­σκή­νια της γρα­φής η θε­ω­ρη­τι­κή σκευή στη με­λέ­τη της λο­γο­τε­χνί­ας βρί­σκε­ται πρό­χει­ρα ακου­μπι­σμέ­νη σαν ένα συ­νον­θύ­λευ­μα από σκη­νι­κά και κου­στού­μια· σαν βοη­θός σκη­νής που πα­ρεμ­βαί­νει αυ­τό­κλη­τα στη σκη­νι­κή δρά­ση για να μου υπεν­θυ­μί­σει την κα­τα­σκευα­στι­κή πτυ­χή της ποί­η­σης και ν’ ανα­κα­λέ­σει την ιστο­ρι­κό­τη­τά της με­σ’ απ’ τη φα­νέ­ρω­ση εν­δε­χό­με­νων γε­νε­α­λο­γιών και πα­ρα­δειγ­μά­των. Κά­ποιες φο­ρές υπο­ψιά­ζο­μαι πως αυ­τός ο βοη­θός εί­ναι όπως ακρι­βώς οι βοη­θοί του καφ­κι­κού το­πο­γρά­φου στον Πύρ­γο: κα­τα­φθά­νει δί­χως ερ­γα­λεία και δί­χως ορι­σμέ­νο σκο­πό· κι όμως κά­τι τέ­τοιο δεν του στε­ρεί στο ελά­χι­στο την ιδιό­τη­τα του βοη­θού.
Πε­ριέ­γρα­ψα ως εδώ ελα­φρώς αφη­ρη­μέ­να πώς η δυ­να­τό­τη­τα επί­γνω­σης που μου πα­ρέ­χει η ερευ­νη­τι­κή ενα­σχό­λη­ση με τη λο­γο­τε­χνία γί­νε­ται ου­σιώ­δες συ­στα­τι­κό της συγ­γρα­φής. Έτσι, μι­λώ­ντας πιο πρα­κτι­κά, η κά­θε λέ­ξη που χα­ράσ­σε­ται πε­ρι­βάλ­λε­ται από μια σει­ρά κρυ­φών υπο­ση­μειώ­σε­ων και ση­μειώ­σε­ων πε­ρι­θω­ρί­ου, μια συ­νε­χής από­πει­ρα συ­μπλή­ρω­σης και διόρ­θω­σης που δια­τη­ρεί­ται στο εντα­τι­κό πε­δίο ενός χώ­ρου εντός/εκτός κει­μέ­νου. Τα προ­βλή­μα­τα αυ­τής της δι­πλής δρα­στη­ριό­τη­τας, ή αλ­λιώς της κρι­τι­κής ενός ποι­ή­μα­τος κα­τά την πα­ρα­γω­γή του, εί­ναι αρ­κε­τά. Εν­δει­κτι­κά, ας ανα­λο­γι­στού­με τη δυ­σκο­λία που πα­ρου­σιά­ζει το να δια­φυ­λά­ξεις πως ο ανα­στο­χα­σμός δεν θα εξε­λι­χθεί σ’ εμ­μο­νή για εξο­νυ­χι­στι­κό έλεγ­χο ικα­νή να οδη­γή­σει στην κα­θή­λω­ση ή τον κίν­δυ­νο να πα­ρα­συρ­θείς σε μια ψευ­δαί­σθη­ση που να πα­ρα­γνω­ρί­ζει πως η γρα­φή συ­νι­στά εξί­σου έναν χώ­ρο μυ­στι­κών κι αι­νιγ­μά­των. Ανά­με­σα σε τέ­τοιες κα­κο­το­πιές, αλ­λά και με την ευ­θυ­μία που προ­κα­λεί ένα παι­χνί­δι με πολ­λα­πλές διό­δους, παί­ζω σο­βα­ρά την ποί­η­ση μου.
Πρό­κει­ται για μια δια­δρο­μή που επέ­λε­ξα και μ’ επέ­λε­ξε, κα­θώς εντο­πί­ζω μια ακο­λου­θία γε­γο­νό­των η οποία απο­δει­κνύ­ε­ται κα­θο­ρι­στι­κή. Σχη­μα­τι­κά, με όρους χρο­νι­κής προ­τε­ραιό­τη­τας, μου εί­ναι δυ­να­τό να ανα­συ­στή­σω την εξής πο­ρεία. Αρ­χι­κά, αφιε­ρώ­θη­κα στη συ­στη­μα­τι­κή με­λέ­τη της κα­βα­φι­κής ποί­η­σης· στα­δια­κά η ανά­γνω­ση της ποί­η­σης εν γέ­νει άρ­χι­σε να με απα­σχο­λεί πο­λύ πιο σο­βα­ρά απ’ ότι στο πα­ρελ­θόν, να πα­ρου­σιά­ζε­ται ως πρό­βλη­μα ένα­ντι στο οποίο κα­λού­μουν να το­πο­θε­τη­θώ. Τό­τε ακο­λού­θη­σα ασύ­νει­δα τη συμ­βου­λή της Βιρ­τζί­νια Γουλφ, πως εί­ναι η γρα­φή –κι όχι η ανά­γνω­ση– ο κα­λύ­τε­ρος τρό­πος για να κα­τα­νο­ή­σει κά­ποια τα μέ­σα ενός συγ­γρα­φέα, κι έτσι άρ­χι­σα να γρά­φω ποί­η­ση.
Έκτο­τε αυ­τή η ακο­λου­θία μπερ­δεύ­ε­ται, χά­νει την όποια γραμ­μι­κό­τη­τα μπό­ρε­σα να ανα­συ­γκρο­τή­σω για τις ανά­γκες αυ­τού του δο­κι­μί­ου. Κα­θώς τα όρια θο­λώ­νουν, η μια δρα­στη­ριό­τη­τα εκ­βάλ­λει εντός της άλ­λης συ­στή­νο­ντας ένα ευ­ρύ πε­δίο λο­γο­τε­χνι­κής πρα­κτι­κής. Κι αν τε­λι­κά όλα αυ­τά δεν εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά μια ακό­μα πε­ρι­πέ­τεια της γρα­φής στην επι­κρά­τεια της ανά­γνω­σης, εί­ναι αρ­κε­τό και, πά­νω απ’ όλα, τό­σο απο­λαυ­στι­κό.

Τώ­νια Τζι­ρί­τα Ζα­χα­ρά­του


«Έχω εκφράσεις διπλές»: Χάρης Ψαρράς, Πατρίτσια Κολαΐτη, Ιωάννα Λιούτσια
Επιστήμες και τέχνη σε διαρκή αλληλεπίδραση

_____________


Ό,τι γρά­φω δο­μεί­ται και εμπλου­τί­ζε­ται από το σύ­νο­λο των εμπει­ριών και βιω­μά­των μου. Έχο­ντας σπου­δά­σει δια­φο­ρε­τι­κά γνω­στι­κά αντι­κεί­με­να, και ως αχόρ­τα­γη ανα­γνώ­στρια δια­φο­ρε­τι­κού εί­δους βι­βλί­ων, πά­ντα με εν­διέ­φε­ρε ο με­τα­σχη­μα­τι­σμός των επι­στη­μο­νι­κών γνώ­σε­ων αλ­λά και των κοι­νω­νιο­λο­γι­κών, αν­θρω­πο­λο­γι­κών και όποιων άλ­λων συ­νά­ντη­σα στον δρό­μο μου σε λο­γο­τε­χνία.
Το εν­δια­φέ­ρον μου για τον φυ­σι­κό κό­σμο, για τα ζώα και τα φυ­τά, με οδή­γη­σε στις αρ­χι­κές μου σπου­δές βιο­λο­γί­ας. Στη σχο­λή αυ­τή ανα­κά­λυ­ψα ότι, όπως αμεί­ω­το πα­ρέ­με­νε το εν­δια­φέ­ρον μου για τα ζώα, τα φυ­τά και τις δο­μές τους, κά­τι που εμπλου­τί­ζει τη ζωή και τη γρα­φή μου μέ­χρι σή­με­ρα, πε­ρισ­σό­τε­ρο από όλα με εν­διέ­φε­ρε η ηθο­λο­γία (η συ­μπε­ρι­φο­ρά των ζώ­ων) και η αι­σθη­τι­κή της ονο­μα­το­λο­γί­ας των ει­δών. Μου φαι­νό­ταν ότι με­τα­σχη­μα­τί­ζο­νται σε ποί­η­μα· άλ­λω­στε, η ονο­μα­σία και η κα­τά­τα­ξη των ει­δών εί­ναι από μό­νη της λο­γο­τε­χνία. Συ­νέ­χι­σα λοι­πόν με σπου­δές λο­γο­τε­χνί­ας αλ­λά κυ­ρί­ως γλωσ­σο­λο­γί­ας, στις οποί­ες αφο­σιώ­θη­κα για πε­ρί­που επτά χρό­νια (με σύ­ντο­μες εμ­βό­λι­μες πε­ριό­δους με­λέ­της φι­λο­σο­φί­ας και ψυ­χο­λο­γί­ας). Η αγά­πη μου για τις γλώσ­σες αλ­λά κυ­ρί­ως η επι­θυ­μία μου να κα­τα­νο­ή­σω σε βά­θος το φαι­νό­με­νο της γλώσ­σας των αν­θρώ­πων με οδή­γη­σαν σ’ αυ­τή την επι­λο­γή. Και ήθε­λα να ξέ­ρω κα­λά τι συμ­βαί­νει με τη γλώσ­σα, για­τί αυ­τή εί­ναι το βα­σι­κό μου ερ­γα­λείο.
Με τη γλωσ­σο­λο­γία, μια ευ­ρύ­τα­τη κοι­νω­νι­κή επι­στή­μη που πε­ρι­λαμ­βά­νει ποι­κι­λία δια­φο­ρε­τι­κών κλά­δων, έμα­θα να δια­κρί­νω, να πα­ρα­τη­ρώ και να κα­τα­νοώ τους δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους με τους οποί­ους εκ­φρά­ζο­νται οι άν­θρω­ποι και τα γρα­πτά τους σε δια­φο­ρε­τι­κούς το­μείς της ζω­ής και της γνώ­σης. Εί­δα επί­σης, για ακό­μα μια φο­ρά, πως όταν έχω μια ιδέα ή κά­νω μια εν­δια­φέ­ρου­σα σύν­δε­ση που αξί­ζει να τη μοι­ρα­στώ, αυ­θόρ­μη­τα γεν­νιέ­ται η αρ­χή ενός ποι­ή­μα­τος ή λο­γο­τε­χνι­κού κει­μέ­νου, πα­ρά ενός επι­στη­μο­νι­κού άρ­θρου. Εί­μαι λοι­πόν ο άν­θρω­πος που εξε­ρευ­νά δια­φο­ρε­τι­κά γνω­στι­κά αντι­κεί­με­να για­τί έχει πε­ριέρ­γεια για τον κό­σμο, και τα απο­τε­λέ­σμα­τα αυ­τής της εξε­ρεύ­νη­σης τα το­πο­θε­τεί στη λο­γο­τε­χνία που γρά­φει. Εί­ναι όμως και τα γρα­πτά μου, και η δια­δι­κα­σία της δη­μιουρ­γί­ας τους, άλ­λος ένας τρό­πος να εξε­ρευ­νώ και να κα­τα­νοώ τον κό­σμο, τους αν­θρώ­πους του, όλα τα πλά­σμα­τα, και τον τρό­πο που συ­μπε­ρι­φέ­ρο­νται και επι­κοι­νω­νούν.
Από αυ­τή τη διαρ­κή άσκη­ση στη με­τα­μόρ­φω­ση νο­μί­ζω προ­έ­κυ­ψε και η επαγ­γελ­μα­τι­κή μου ενα­σχό­λη­ση με τη διερ­μη­νεία και με­τά­φρα­ση τό­σο λο­γο­τε­χνι­κών όσο και επι­στη­μο­νι­κών κει­μέ­νων. Η ενα­σχό­λη­ση με τον λό­γο εί­ναι ένα διαρ­κές τα­ξί­δι. Οτι­δή­πο­τε μπο­ρεί να συμ­βεί. Η με­τά­φρα­ση δια­φο­ρε­τι­κών κει­μέ­νων μπο­ρεί να σε οδη­γή­σει οπου­δή­πο­τε. Αυ­τή η συ­νε­χής αλ­λα­γή, η φυ­γή, η επι­στρο­φή, η επι­θυ­μία για στά­ση, βρί­σκε­ται σε όσα γρά­φω, σ’ αυ­τή την υπό εξε­ρεύ­νη­ση και δια­μόρ­φω­ση ταυ­τό­τη­τά μου ως δη­μιουρ­γού.

Λέ­να Καλ­λέρ­γη


«Έχω εκφράσεις διπλές»: Χάρης Ψαρράς, Πατρίτσια Κολαΐτη, Ιωάννα Λιούτσια

Στοχασμός-Ποιητική-Αισθητική-Επιστήμη

_____________


Στη συγ­χρο­νία μας βιώ­νου­με μια πρω­το­φα­νή πολ­λα­πλό­τη­τα της κρι­σια­κής συν­θή­κης, αλ­λε­πάλ­λη­λες κρί­σεις που επι­μέ­νουν σε διάρ­κεια (κοι­νω­νι­κο-οι­κο­νο­μι­κή, πο­λι­τι­σμι­κή, πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κή, παν­δη­μι­κή, ενερ­γεια­κή, προ­σφυ­γι­κή/με­τα­να­στευ­τι­κή, και βέ­βαια ο πό­λε­μος στην Ου­κρα­νία) και μά­λι­στα εν μέ­σω της 4ης βιο­μη­χα­νι­κής επα­νά­στα­σης που φέρ­νει τη ψη­φια­κή υπερ-πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στο επί­κε­ντρο της ζω­ής μας. Σε αυ­τό το πλαί­σιο, όπου η κρι­σια­κή συν­θή­κη πλέ­ον έχει λά­βει οντο­λο­γι­κές δια­στά­σεις τό­σο για τη γε­νιά μας όσο βέ­βαια και ευ­ρύ­τε­ρα για την κοι­νω­νία, όχι μό­νο η διε­πι­στη­μο­νι­κό­τη­τα και η δια­καλ­λι­τε­χνι­κό­τη­τα, αλ­λά και ο συν­δυα­σμός δια­φο­ρε­τι­κών επι­στη­μών με δια­φο­ρε­τι­κές μορ­φές τέ­χνης, απο­τε­λούν μο­νό­δρο­μο αν θέ­λου­με πρώ­τον να κα­τα­νο­ή­σου­με και να πε­ρι­γρά­ψου­με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μας και δεύ­τε­ρον να τη με­τα­σχη­μα­τί­σου­με προς το κα­λύ­τε­ρο.
Προ­σω­πι­κά, με γο­ή­τευ­σε από νω­ρίς η επί­δρα­ση του φι­λο­σο­φι­κού στο­χα­σμού και της επι­στη­μο­νι­κής σκέ­ψης στην ποι­η­τι­κή και καλ­λι­τε­χνι­κή πρα­κτι­κή και αντι­στρό­φως. Η πο­λυ­ε­πι­́π­εδη συ­σχε­́τ­ιση στο­χα­στι­κού και ποι­η­τι­κού λο­́γου ως σύ­ζευ­ξη ενο­ποι­η­μέ­νου δη­μιουρ­γι­κού λό­γου που όχι μό­νο φα­νε­ρώ­νε­ται αλ­λά και δύ­να­ται να με­τα­σχη­μα­τί­ζει το πε­δίο συν­δυα­σμού της υλι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και της ψη­φια­κής υπερ-πραγ­μα­τι­κό­τη­τας στο σύ­γχρ­ονο πλαι­́σιο της ύστ­ερης νε­ω­τε­ρι­κο­́τ­ητας.
Όσον αφο­ρά στην ύπα­ρξη ή απου­σι­́α ορι­́ων ανα­́μ­εσα στη σύ­γχρ­ονη επι­στη­́μη και την τε­́χνη, ανά­με­σα στην πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση του αι­σθη­τι­κού και την αι­σθη­τι­κο­ποί­η­ση του πο­λι­τι­κού, όπως και ανά­με­σα στη βιο­λο­γι­κο­ποί­η­ση του αι­σθη­τι­κού και στην αι­σθη­τι­κο­ποί­η­ση του βιο­λο­γι­κού, στό­χος μου υπήρ­ξε μέ­σα από κρι­τι­κές προ­σεγ­γι­́σεις, που ενέ­χουν κυ­ρί­ως πο­λι­τι­σμι­κές και κοι­νω­νι­κο-πο­λι­τι­κές δια­στα­́σεις, να εντο­πι­στούν γό­νι­μες συ­γκλί­σεις, αλ­λά και εντά­σεις ανά­με­σά τους, ανα­ζη­τώ­ντας την πο­λυ­πό­θη­τη σύ­ζευ­ξη.
Ξε­κι­νώ­ντας τις σπου­δές και το ερευ­νη­τι­κό μου έρ­γο από την οι­κο­νο­μι­κή επι­στή­μη με­τά στην ηπει­ρω­τι­κή φι­λο­σο­φία και τη συ­γκρι­τι­κή λο­γο­τε­χνία και συ­νε­χί­ζο­ντας προς την ανα­λυ­τι­κή φι­λο­σο­φία των κοι­νω­νι­κών επι­στη­μών και του πο­λι­τι­σμού, οι αντι­φά­σεις ήταν πολ­λα­πλές και διαρ­κείς. Ωστό­σο, κα­θό­τι ο με­τε­ω­ρι­σμός όταν λει­τουρ­γεί συ­γκρο­τη­τι­κά, και όχι πα­ρα­λυ­τι­κά, οδη­γεί προς μια οιο­νεί πη­γαία συν­θή­κη δη­μιουρ­γι­κό­τη­τας, εί­ναι αυ­τές οι, μο­νά­χα φαι­νο­με­νι­κές, αντι­φά­σεις που ενη­μέ­ρω­σαν τις δια­φο­ρε­τι­κές δια­στά­σεις της ποί­η­σης μέ­σα μου, όπως αντι­στοί­χως και η ποί­η­ση αυ­τές.
Με απα­σχό­λη­σαν ερω­τή­μα­τα σχε­τι­κά με τη φύ­ση και τον ρό­λο της φι­λο­σο­φι­κής σκέ­ψης και της ποι­η­τι­κής πρά­ξης, με ποιον τρό­πο και σε ποιον βαθ­μό οι σχέ­σεις ανά­με­σα στην ποι­η­τι­κή και την επι­στή­μη συμ­βάλ­λουν στην ανα­τρο­πή της μάλ­λον πα­ρω­χη­μέ­νης μα­νι­χαϊ­στι­κής άπο­ψης ότι «η τέ­χνη εφευ­ρί­σκει και η επι­στή­μη ανα­κα­λύ­πτει», δια­τη­ρώ­ντας μέ­σα μου την ελ­πί­δα να ανα­κα­λυ­φθούν αλ­λά και δια­μορ­φω­θούν νέ­οι τρό­ποι σκέ­ψης για τη σχέ­ση ανά­με­σα στην ποί­η­ση και στον στο­χα­σμό, ανά­με­σα στην τέ­χνη και την επι­στή­μη στις δια­φο­ρε­τι­κές πτυ­χές της σύγ­χρο­νης κοι­νω­νί­ας.
Πι­στεύω λοι­πόν στην ανά­γκη διε­ρεύ­νη­σης της διαρ­κούς δια­λε­κτι­κής σχέ­σης ανά­με­σα στον στο­χα­σμό και στην ποί­η­ση από την αρ­χαιό­τη­τα μέ­χρι σή­με­ρα— από τους Προ­σω­κρα­τι­κούς μέ­χρι το metaverse. Κα­θώς αυ­τή η με­τα­ξύ τους συ­σχέ­τι­ση απο­τε­λεί ένα από τα πλέ­ον κα­θο­ρι­στι­κά στοι­χεία του πο­λι­τι­σμού μας, το πρό­ταγ­μα ενο­ποί­η­σής τους, το οποίο πα­ρα­μέ­νει ανοι­κτό ανά­με­σα σε φα­νε­ρώ­σεις και απο­κρύ­ψεις, μπο­ρεί να ενέ­χει πο­λύ­τι­μες απα­ντή­σεις. Κα­τά την άπο­ψή μου, κύ­ριους άξο­νες διε­ρεύ­νη­σης των δια­φο­ρε­τι­κών μορ­φών της σχέ­σης στο­χα­στι­κού και ποι­η­τι­κού λό­γου δεν μπο­ρούν πα­ρά να απο­τε­λούν οι έν­νοιες της δη­μιουρ­γι­κό­τη­τας και της αυ­θε­ντι­κό­τη­τας, της ελευ­θε­ρί­ας και της ισο-αυ­το­νο­μί­ας, της αι­σθη­τι­κής εμπει­ρί­ας και κρί­σης, των δια­φο­ρε­τι­κών μορ­φών αλή­θειας και ηδο­νής, του δέ­ους και της έκ­πλη­ξης. Βρι­σκό­μα­στε σε μια κα­θο­ρι­στι­κή το­μή αλ­λα­γής επο­χής, χρεια­ζό­μα­στε νέα ποι­η­τι­κή και στο­χα­στι­κή γλώσ­σα για να εκ­φρά­σου­με τις νέ­ες ανά­γκες και να οι­κο­δο­μή­σου­με νέ­ες προ­τά­σεις στις πολ­λα­πλές προ­κλή­σεις — κοι­νώς, με­τά την πλα­δα­ρό­τη­τα και την άνο­δο της αση­μα­ντό­τη­τας των προη­γού­με­νων δε­κα­ε­τιών, εί­ναι ξα­νά η στιγ­μή της πρω­το­πο­ρί­ας. Πι­στεύω λοι­πόν ότι ίσως να μπο­ρού­σαν να φα­νε­ρω­θούν δια­δρο­μές και να οι­κο­δο­μη­θούν προ­τά­σεις, αν επι­τύ­χου­με, του­λά­χι­στον εν μέ­ρει, την ταύ­τι­ση της ποι­η­τι­κής σκέ­ψης με τη στο­χα­στι­κή ποί­η­ση· τη σύ­ζευ­ξη, δη­λα­δή, φι­λο­σο­φί­ας και ποί­η­σης.

Νί­κος Ερη­νά­κης

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: