Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης στο Λάκκο

Έργο του Ν. Γ. Πεντζίκη
Έργο του Ν. Γ. Πεντζίκη



στον Γιάννη Κοτσιφό

Περνώ καθημερινά, τις εργάσιμες μέρες πηγαίνοντας για τη δουλειά, μπροστά από το κτήριο της τηλεόρασης. Μέχρι να βγω στη Λεωφόρο Στρατού, το φανάρι με πιάνει δυο και τρεις φορές κάποτε, ανάλογα με την κίνηση. Συχνά αφήνω το βλέμμα μου να πλανηθεί στα δεξιά μου λίγο πιο πάνω, στην άδεια συνήθως στάση του ΟΑΣΘ «Στρατοδικείο». Θυμούμαι, σαράντα χρόνια πριν, τον κόσμο να συρρέει όλος περιέργεια ή οργή μπροστά από το κτήριο του στρατοδικείου, τότε που δικαζόταν «ο ωραίος δόκιμος», ένας στυγερός δολοφόνος ανύποπτων γυναικών. Φέρνω επίσης στο νου μου την κατάθεση του καθηγητή της ψυχιατρικής που τον εξέτασε και δήλωσε ότι στον άνθρωπο εκείνον προκαλούσε ερωτική διέγερση ο ήχος των γυναικείων τακουνιών που χτυπούσαν στο πλακόστρωτο. Τότε, και για κάμποσα χρόνια, οι γυναίκες από μια ηλικία και πάνω, είχαν κοντύνει μερικούς πόντους και διάβαιναν στους δρόμους αθόρυβες σαν γάτες χάρη στις «ελβιέλες» και τα «σπορτέξ» που γίνονταν ανάρπαστα… Αυτά, μαζί με κάποιο συμβάν στο ιατρείο σήμερα, καθώς μια ασθενής μου με περασμένα τα εβδομήντα και με σοβαρά προβλήματα ισορροπίας ήρθε με την ελπίδα πως θα καταφέρω με κάποια θεραπεία «να την κάνω να φορέσει ξανά, έστω και για μια μέρα μονάχα, πέντε πόντους γόβα» και σφοδρά απογοητεύθηκε όταν η απάντησή που έλαβε δεν ήταν ή επιθυμητή, θα ήταν εκείνα που έφεραν το βράδυ ετούτο το αλλόκοτο όνειρο.

Είμαστε, στ’ όνειρο μου μέσα, οι δυο μας με τον Αλέξανδρο Κοσματόπουλο, ανακατωμένοι με κόσμο πολύ. Κάποια παρδαλή λαοσύναξη υπάρχει τριγύρω μας. Ο χρόνος που συμβαίνουν αυτά αρκετά θολός όμως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα έχει κάτι από τις φιέστες των κομματικών νεολαιών στα πάρκα και τις πλατείες κάποτε. Είναι κόσμος πολύς μαζεμένος εκεί μπροστά στην ΕΤ3, παραπλεύρως του Στρατοδικείου. Ο δρόμος έχει κλείσει και η τροχαία έχει διακόψει την κυκλοφορία στην Καυταντζόγλου. Επικρατεί πανζουρλισμός. Έχει στηθεί μια πρόχειρη ξύλινη εξέδρα και γύρω της υπάρχει πυκνό πλήθος κόσμου. Ένας μεσήλικας χοντρός με μαύρο κουστούμι, σκούρα γυαλιά, καβουράκι, ψαλιδισμένο μουστάκι, βαμμένο κορακάτο μαλλί, ολοφάνερα μεταμφιεσμένος, κάθεται στην εξέδρα με κρεμασμένα τα πόδια και μαζεμένα τα μπατζάκια μέχρι τα γόνατα. Κρατά κι ένα καλάμι με τρόπο σαν να ψαρεύει.

Περνούσε, σκέφτομαι, παλιά ο Λάκκος από εδώ προτού μπαζωθεί, χτιστεί και ασφαλτοστρωθεί το μέρος. Όταν έβρεχε για πολλές μέρες και το ρέμα έτρεχε φουσκωμένο παρασέρνοντας τα πάντα προς τη θάλασσα, μερικά δυνατά ψάρια από το Θερμαϊκό, ιδίως λούτσοι, οι θαλασσινές δηλαδή τούρνες με τα φρικαλέα δόντια, ανέβαιναν με άνεση αντίθετα στο ρέμα προσπαθώντας να φτάσουν σε ποθεινές λίμνες ή ποταμούς των δικών τους ονείρων. Όταν κόπαζαν οι βροχές και τα νερά μαζεύονταν, ορισμένοι πετύχαιναν κάποτε ψηλά στα Χίλια Δέντρα ψάρια να σπαρταρούν ακόμα κάτω από τα πεύκα. «Θα ψαρεύει τίποτα λούτσους περαστικούς από ένα παρελθόν που στέρεψε η πηγή του», είπα. Μοιάζει με χαφιέ αυτός με την τσίλικη κουστουμιά που ψαρεύει. Σαν εκείνους που ζωγράφιζε ο μακαρίτης ο Ράλλης Κοψίδης και για έναν από αυτούς είχε γράψει:

[…]
Καφάσια, τρίκυκλο και λαχαναγορά
Σάμαλι και καυγάς
στο Ροζικλαίρ
Της αρπακόλας υποθέσεις
στο μοναστηράκι.
Μοτοσυκλεταζής
Δολωματάς
Ζελατίνες για ταυτότητες
Λαχεία, δουλειές του ποδαριού.
Κεράκι σε πεθαμενατζήδικα
Ένα δεκάρικο οι τσατσάρες.
Αβανταδόρος, κράχτης,
Στην οδό Αθηνάς…
Δεν άντεξε.
Τώρα ο ίδιος δίνει
τις πληροφορίες…

Ένας λιμοκοντόρος δημοσιογράφος, φρέσκος φρέσκος με αστραφτερά δόντια και παπιγιόν, παίρνει σύντομες συνεντεύξεις από τον κόσμο σε απευθείας μετάδοση. Κρατά ένα μικρόφωνο κάποιου γνωστού καναλιού που όμως δεν μπορώ να διακρίνω. Όρθιος πάνω στην εξέδρα, ένα είδος Άλκη Στέα σε χυδαία εκδοχή, ρωτά διάφορες κοινοτοπίες και υποτίθεται πως περιμένει να πάρει απαντήσεις.

Ο Αλέξανδρος κι εγώ έχουμε αναγνωρίσει πως ο μεταμφιεσμένος είναι ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Ο δημοσιογράφος τον πλησιάζει και σκύβοντας τον ρωτάει «Τι έχετε να δηλώσετε;». «Λέγομαι Σταυράκιος Γκασμάς» του κάνει, «και ήρθα να δηλώσω την Ανάσταση και την ξεκωλιά του Κόσμου».

Θεωρώ αδιανόητο πως έχει ξεστομίσει αυτή την λέξη, μάλιστα δεν ξέρω καλά καλά αν υπάρχει καν μια τέτοια λέξη… Κοιταζόμαστε για λίγο με τον Αλέξανδρο κι ύστερα πέφτουμε κάτω και κυλιόμαστε από τα γέλια ανάσκελα πάνω στο χώμα. Ο Πεντζίκης στην εξέδρα πλέον έχει πάρει την κανονική του μορφή. Έχουν ασπρίσει τα μαλλιά του. Έχει και τη λευκή γενειάδα του, σαν λίγο καιρό προτού πεθάνει, και απευθύνει λίγες μόνο λέξεις στον δημοσιογράφο που στέκει αποσβολωμένος από πάνω του «Εσύ αντί να σκύβεις, σκάβε…». Κι αμέσως συνεχίζει «…ένδον!»

Καθώς διηγούμαι το όνειρο στον Αλέξανδρο, υποθέτοντας πως η λεπτομέρεια με το καλάμι του ψαρέματος στα χέρια του Πεντζίκη σήμαινε ίσως την ύπαρξη του ρέματος στο σημείο εκείνο, αυτός μου απαντά μειδιώντας: «Κοίτα να δεις, δεν χρειάζεται να υπάρχει πουθενά ρέμα ή νερό για να ψαρεύει ο Πεντζίκης. Επίσης μπορεί να τραβάει ψάρια με το καλάμι του ακόμα κι εκεί που αυτά λείπουν ολότελα…».

(Θεσσαλονίκη 13.6.21)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: