Φιορούλα

Φιορούλα


Το σώμα ξέρει, ξέρει καλά αυτό κάθε φορά τι κάνει κι είναι φτιαγμένο του να μην υπακούει σε κανέναν ανθρώπινο ή εξ αποκαλύψεως κάνονα ή ηθικό νόμο και φραγμό παρέ μόνο στα εδικά του, τα καταδικά του προστάγματα, μαθές σ’ εκείνα που δεν είναι άλλα από τις απαιτήσεις του σαρκίου και τις εντολές της σοφίας οπού το εκατασκεύασε, το διακατέχει και το κυβερνά έτσι κι όχι αλλιώς. Αυτό άμα το εκατάλαβες έγκαιρα, θενά γλίτωνες από αχρείαστα βάσανα κι άλλες τόσες τύψεις και σκοτούρες – μόνο που σπάνια έρχεται αυτό το ευλοημένο και λυτρωτικό «έγκαιρα», τις περισσότερες φορές φτάνει αργά, όταν πια οι ενοχές σε έχουν για τα καλά ροκανίσει και τότε το «έγκαιρα», έγκαιρα πια δεν είναι, αλλά κι έτσι ακόμη, καλώς έχει, πρέπει να συγκαταλεχτείς στους τυχερούς, και να δοξολογείς τον Ύψιστο, αφού γλιτώνεις, έστω κι αργά, από αρκετά πικρά ποτήρϊα.

Όλα τα παραπάνω βεβαίως κουβαλούν μαζί τους και το ανάλογο ποσοστό απόκλισης του σωστού προς το λάθος και του λάθους προς το σωστό, όπως συμβαίνει με όλες τις ανθρώπινες καταστάσεις, οπού οι συχνές ανατροπές τους ξαφνιάζουν, μα και αρτύζουν τη ζωή γεμίζοντάς την με ενδιαφέρον μαζί με τον πόνο τον περισσό. Αλλά τι να πεις, τι να κάμεις για εκείνη τη δυστυχή, δυστυχέστατη περίπτωση της Μεγάλης Εμπλοκής, όχι μόνο στα ερωτικά, αλλά σε όλα τα πάντα, όταν ο άνθρωπος μπλοκάρει σώματι και ψυχή και το μυαλό γίνεται κάλος, ο χαρακτήρας του φελλός και το τσερβέλο καζάνι οπού μέσα του βράζει πυκνός ο χυλός και χύνεται άτσαλα έξω λερώνοντας τον κόσμο; Τότε είναι που ο άνθρωπος αγκυρώνεται τσουρουφλισμένος σ’ έναν βορβορώδη βυθό απ’ όπου αδύνατο να ξεκολλήσει.


Είχες την τύχη καμμιά-δυο από αυτές τις αγαπημένες και τους αγαπημένους του Μανόλη να μένουν στη γειτονιά σας κι έτσι, εκεί κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ήσασταν οι πρώτοι, οι φιλενάδες του, οι διαλεχτοί του κοπελιάρηδες κι η αφεντιά σου, που ακούγατε τις καινούργιες επιτυχίες των άγνωστων ακόμη τότε ρεμπέτηδων της εποχής ευθύς μόλις κυκλοφορούνταν στους ασήκωτους κατάμαυρους δίσκους των 78 στροφών ανά λεπτό, τους λεγόμενους και «πλάκες», μ’ εκείνη τη χρωματιστή, στρογγυλή ετικέτα στο κέντρο, τον λογότυπο της εταιρείας, όπου ένας σκύλος έστηνε τ’ αφτιά του κι άκουγε με προσοχή τη φωνή του αφεντικού του να βγαίνει μέσα από το χωνί. Ήταν πολύ αργότερα που έμαθες κατάπληκτος, ότι αυτές οι πλάκες δεν εκατασκευάζονταν μόνο από διάφορες φυσικές και συνθετικές ρητίνες, αλλά και από πηλούς, αλογότριχες, κόκαλα, φελλούς και άλλα υλικά οπού μυαλό ανθρώπου δεν τα βάζει, όλα μαζί λιωμένα σε τεράστιες χύτρες σαν εκείνες των μαγισσών – και πώς αλλιώς με τέτοια μαγεία που ανάβλυζε και χάιδευε την ψυχή σου όταν έπαιζαν;

Αν τύχαινε καμιά φορά η καντάδα να γίνει πιο νωρίς και ήσουν ξυπνητός, ο Γαμπρός σε άφηνε να γυρίζεις τη μανιβέλα κουρδίζοντας τον φωνόγραφο. Με το πρώτο σήμα που σου έδινε κάνοντας ένα κάστανο με το δεξί του χέρι κάθε που το ευαίσθητο αφτί του έπιανε την παραμικρή αργοπορία στον χρόνο και στον παλμό της μουσικής, έτρεχες κι άρχιζες να γυρίζεις εκείνο το χερούλι. Τότε δα ήταν που έπλεες σε πελάγη ευτυχίας, σαν να ήσουν εσύ ο ίδιος που τα είχες σκαρώσει και τα τραγουδούσες εκείνα τα τραγούδια, που συντάραζαν τον κοσμάκη κι εσένα κάνοντας τις όμορφες φιλενάδες του Μανόλη του Γαμπρού να μη βρίσκουν ησυχία και να στριφογυρίζουν όλη τη νύχτα σαν φίδια στο κρεβάτι τους! Πότε πότε έβλεπες για λίγο μια χαραμάδα, μια χαραμάδα μόνο ν’ ανοίγει στο παράθυρό τους, αλλά πέραν τούτου ουδέν.

— Μωρέ, υπομονή που την έχει ο Παλαβομανόλης ο Γαμπρός!, σκεφτόσουνα.

Αλλά μαγεμένος από τη μουζική και απορροφημένος από τη σοβαρή αποστολή που εκτελούσες, άχνα δεν έβγαζες κι ούτε έδινες ιδιαίτερη σημασία για όσα φλόγιζαν κι έκαιγαν τον Μανόλη, άλλα ήταν εκείνη τη στιγμή που πυρπολούσαν τη δική σου καρδιά. Πού να ’ξερες ότι κάποια στιγμή θα βρισκόσουν κι εσύ στη θέση του ‒ «εκεί όπου είσαι ήμουνα κι εκεί που είμαι θα ’ρθεις», αυτό θα έλεγε ο Μανόλης, αν μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις που έκανες… Αν και παιδί, ένιωθες ώς τα βάθια σου τον συνταραγμό που νιώθεις και τώρα ακούγοντας τη μουζική, αλλά αδύνατον τότε –και τώρα– να τον εκφράσεις αυτόν τον συνταραγμό με λόγια. Άλλωστε, μήπως αυτός δεν είναι ο κύριος λόγος της ύπαρξης της μουσικής, να λέει χωρίς να χρειάζονται λόγια όσα τα λόγια αδυνατούν να πουν;

Μια ζωή πλέον συντροφιαστά καθημερνώς χεραγκαλιά με τη μουζική, ούτε και τώρα θα μπορούσες με λόγια να πεις τι ακριβώς γίνεται μέσα σου όταν την ακούς. Μια γλυκιά έκσταση σε πείθει κάθε φορά ότι έχεις βγάλει σαν άγγελος φτερά κι είσαι χαζίρι να πετάξεις. Μια φωνή όμως σου ψιθυρίζει στο αφτί για να σου θυμίσει ότι ο άνθρωπος δεν είναι άγγελος για να πετά παρέ ένα πλάσμα εφήμερο του χωμάτου, που μαζί μ’ ένα σωρό μάταια έργα φτειάχνει, ευτυχώς, και τη μουζική για να ευφράνει και να παρηγορήσει τους άλλους, πρώτα πρώτα όμως τον ίδιο του τον εαυτό.

—Ο άνθρωπος είναι ένας περαστικός θνητός, συλλογίζεσαι, μα η μουζική του θα μένει αθάνατη όσο υπάρχουν ανθρώπινα αφτιά να την απολαμβάνουν. Ηγεμονεύει παντού και πάντα επιγής, ακόμη και οι ουράνιες σφαίρες παίζουν την εδική τους μουζική καθώς γυρίζουν στο στερέωμα. Η θάλασσα, ο αγέρας, η βροχή και τα πουλιά, οι μεγάλες και οι μικρές ορχήστρες, οι φωνές των γυναικών, των αντρών και των παιδιών, οι λαϊκές κομπανίες, οι Νησιώτες με τους πηδηχτούς χορούς και οι Ηπειρώτες με τα μοιρολόγια τους, οι Πόντιοι με τον κεμεντζέ και οι Κρητικοί με τη δικιά τους λύρα, οι Μαύροι με τα μπλουζ, οι Ιταλοί με τις καντσονέτες τους και οι Ισπανοί με το φλαμένγκο τους, οι Ρώσοι με τις μπαλαλάικές τους, οι Ιρλανδοί με τις μπαλάντες τους και οι Τούρκοι με ους αμανέδες τους, κάθε λαός με τα δικά του, η μάννα σου με τον αγαπημένο αμανέ της που τον τραγουδούσε ανελλιπώς κάθε απόγευμα μπροστά στο βορεινό παραθυράκι — «Μάτια σαν και τα δικά σου…». Κι ακόμη η ζύ’α των Κιμηλιών, πατέρας και γυιος με το βιολί, το λαούτο τους και τον εδικό τους μπάλο — «Μάτια μου, μάτια, μάτια μου των εμματιών μου μάτια…». Τέλος, ο Μανόλης με τον φωνόγραφό του, όλοι και όλα παίζουνε μουζική, όλοι και όλα υμνούνε την κορόνα του σώματος του ανθρώπου, τα μάτια.

Εκτός από το ντουμπάκι και τη σαμπούνα, οπού ήταν αδύνατο τα παιδικά αφτιά σου να αντέξουν την αρχέγονη, τη βαρβάτη έντασή τους, εκτός από κανένα καλαμένιο σουβριάλι κάποιου χωριανού, που έβγαζε πού και πού τον γλυκό και νοσταλγικό ήχο του, κι εκτός από μια ζυγιά με όργανα που εναλλάσσονταν συναμετάξυ τους –βιολί, λαούτο, κλαρίνο, σαντούρι, μπουζούκι, αργότερα και το φαφλατάδικο ακορντεόν– άλλο τρόπο να ακούσει ένα παιδί μουζική στον τόπο εκείνα τα χρόνια δεν είχε, κι αυτό δεν γινόταν συχνά, μόνο σε γάμους, σε ζέφκια και χοιροσφάγια, το πιο συχνά στα βραδινά καλοκαιρινά πανηγυράκια που ήταν αμέτρητα λόγω των χιλίων και ενός ξωκκλησιών του μικρού νησιού και της διονυσιακής ευσέβειας των κατοίκων. Τα ραδιόφωνα ήταν τότε σπάνια στον τόπο, στο σπίτι σας ήλθε ένα Φίλιπς όταν εσύ πια ήσουν έντεκα χρονώ το 1956, ακόμη το έχεις.

Γι’ αυτό ο φωνόγραφος του Μανόλη, του Γαμπρού, με τη χιλιοζωγραφισμένη χωνάρα του με λούλουδα της άνοιξης πάνω σ’ ένα γαλάζιο φόντο, ασυνήθιστο κι επιβλητικό μηχάνημα όχι μόνο για τα εδικά σου παιδικά μάτια και αφτιά, αλλά και για τα αφτιά και τα μάτια των περισσότερων από τους συντοπίτες σου, ήταν μια αποκάλυψη και μια μουζική όαση. Ειδικά, για τον εαυτό σου δεν θα είναι υπερβολή αν πεις, ότι από τότε μ’ εκείνον τον φωνόγραφο κι έναν άλλο πιο μικρό, χωρίς χωνί αυτόν, που οι πλάκες του είχαν «ευρωπαϊκή» μουσική, μαζί μ’ ένα ραδιόφωνο μιας μοδίστρας της γειτονιάς, άρχισε να θεμελιώνεται μέσα σου σιγά σιγά κι ύστερα να χτίζεται η πίστη, που τότε αδύνατον να την αρθρώσεις, ότι είναι άλλο πράγμα να ακούς απλώς τη μουσική κι άλλο να την ακροάσαι κατά μόνας και εν σιωπή.

Ο φωνόγραφος ως μέσο και «δοχείο» μουσικής σε είχε εξ ίσου σαγηνεύσει με εκείνο το άλλο «δοχείο», του Χρόνου αυτό, που έχει συγγενικούς δεσμούς με τη μουζική, αλλά και με τον ύπνο, τον ξύπνο και τον θάνατο της ζωής μας, εννοώ το ρολόι, επιτραπέζιο, επιτοίχιο ή της τσέπης, κουρδιστό εξάπαντος κι αυτό, και μυστηριακό, ωσάν τον φωνόγραφο. Έχεις ομολογήσει και άλλοτε την αδυναμία σου για τα ρολόγια, όχι βέβαια τα αδιάφορα ηλεκτρονικά της εποχής μας, οπού εύκολα θυσιάζεις την εγγυημένη «ακρίβειά» τους μπροστά στο υπέροχο μηχανικό θαύμα των παλιών ρολογιών, αυτό που αποκαλύπτεται μόλις ανοίξεις με έναν βιδολόο το πίσω κάλυμμά τους. «Ακρίβεια», τι παράταιρη, τι πίζουλη λέξη κι αυτή, λες και κανείς ποτέ μάς έχει εγγυηθεί με την τζίφρα του ότι σκοπός του Χρόνου είναι σώνει και καλά η ακρίβεια!

Πέρασαν χρόνοι κι άλλοι χρόνοι ώσπου να εννοήσεις ότι ακόμη και τα «ωρολόγια ακριβείας» πηγαίνουν άλλοτε αργά κι άλλοτε γρήγορα, αναλόγως με τα θλιβερά ή χαρούμενα γεγονότα, τα κινούμενα ή ακίνητα αντικείμενα και πρόσωπα που συναπαντάμε στον βίο από τυχαιότητα ή από εδική μας προαίρεση. Ο Χρόνος, όπως όλα δείχνουν, παίζοντας μαζί μας σαν την γάτα με το ποντίκι, σκοπό του έχει κατά την περίσταση ‒τάχατες, δήθεν ή περιγελαστικά‒ να ψευτοαβγαταίνει γαλίφικα ή να λιγοστεύει δολίως το μερίδιο που αναλογεί στον πασαένα, μαθές να αλέθει ανεπαισθήτως αυτό που ονομάζομε Ζωή. Κι έτσι όλα ομοιάζουν ωσάν (ψεύτικες) παρηγοριές ή (χαιρέκακοι) εμπαιγμοί, καταπώς ξεχωριστά κι ολομόναχος τα αντιμετωπίζει ο καθένας σύμφωνα με τα μέτρα τ’ ανθρώπινα και τη σκευή που κουβαλά. Όμως η ζωή κι ο θάνατος, με άλλα λόγια ο Χρόνος, αν και δείχνει αδιάφορος για εμάς και πλήρως απασχολημένος με τον ίδιο τον εαυτό του, δεν παύει στιγμή να ροκανίζει αυτόματα και ύπουλα τους πάντες και τα πάντα, μαζί τη Φιορούλα την Κοινωνού, τον υγυιό της Μανόλη τον Γαμπρό και τώρα εσένα. Και είτε το γέλιο μάς ζώνει είτε ο λυγμός μάς πολιορκεί εκείνος καραδοκεί να βρει ρωγμή, για να τρυπώσει εντός μας και να μας κάνει να κλάψομε ‒ αδύνατο να γίνει διαφορετικά, το είπαν κι οι ποιητές.

Ωστόσο ακόμη και τώρα, που σε έχει πια ο Χρόνος για τα καλά ροκανισμένο, εσύ επιμένεις να ανοίγεις συχνά με τον βιδολόο τα αραδιασμένα σ’ ένα ράφι ρολόγια σου, για να κάνεις κάθε φορά το ίδιο σαγηνευτικό ταξίδι. Σε μερικά από αυτά, τα πιο εντυπωσιακά, κάποιοι κατασκευαστές είχαν την ιδέα να φτιάξουν το κέλυφος από γυαλί, ώστε να κρυφοκοιτάζει κανείς ανέγκαστα το εσωτερικό τους απ’ όλες του τις μεριές χωρίς τη χρεία του βιδολόου, όπως ακριβώς φαίνονται τα εντόσθια μερικών ζούμπερων που από καπρίτσιο της φύσης έχουν το δέρμα διάφανο. Αυτά τα γυάλινα ρολόγια ήταν και συνεχίζουν να είναι για σένα μισή χαρά. Εσύ δεν θέλεις φάτσα κάρτα στην κάθε αδιάκριτη ματιά το θαύμα του κρυφού μηχανισμού τους –γρανάζια, ελατήρια, τροχοί, λίθοι, αναστολείς, εκκρουστήρες και δευτερόλεπτα. Τα προτιμάς προστατεμένα μέσα στο κέλυφός τους– ποιος ποτέ θα ’παιρνε στα σοβαρά έναν χειρουργό χωρίς νυστέρι, έναν μαστρορολογά χωρίς τον βιδολόο του;

Είσαι τόσο δεμένος μ’ εκείνα τα παλιά ρολόγια των παιδικών χρόνων σου, που συχνά επινοείς ευκαιρίες, για να μιλήσεις γι’ αυτά. Άλλωστε, σε πολλές σελίδες των βιβλίων σου υπάρχει, κρυμμένος ή φανερός, ένας μικρός μαστρορολογάς- μαστροχαλαστής, που περνά τις ώρες του με προσηλωμένα τα μάτια σ’ έναν μηχανισμό ρολογιού ανοιγμένου με τον βιδολόο της ραπτομηχανής της μάνας σου, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να προχωρήσει στη λεπτή «εγχείρηση» του Χρόνου. Ο μικρός μαστορεύει με προσοχή και γενναιότητα έχοντας πλήρη επίγνωση του τι ακριβώς προσπαθεί να κάνει, αλλά και γνωρίζοντας τι τον περιμένει για την πράξη του.

Τα καλοκαιρινά μεσημέρια της απέραντης μοναξιάς, έγκλειστος δεσμώτης στην κάμαρη των γονιών σου καθηλωμένος πάνω στη συζυγική παστάδα τους για το καθημερνό μαρτύριο της σιέστας μες στην κορύφωση του καύσωνος και του οίστρου της ζωής, που με θράσος και τσαμπουκά απαιτούν πάντοτε τα εδικά τους, προσποιείσαι τον κοιμισμένο, αλλά στην πραγματικότητα άγρυπνος, εγρήγορος και ανυπόμονος, περιμένεις το ξυπνητήρι να χτυπήσει, να σηκωθεί ο πατέρας, να φύγει, για να πεταχτείς επιτέλους σαν ελατήριο από το κρεβάτι φωνάζοντας δοξαστικά, αλλά ενδομύχως, το «φτου και ξελευτερία!».

Αλίμονο! Από όλα τούτα δεν σου έχει απομείνει τώρα πια παρά να υπομονεύεις καρτερώντας μιαν γκαραντί εξακριβωμένη πλέον Συνάντηση κρατώντας σαν κομπολόι ένα ηλεκτρονικό ρολόι της χειρός με τους δείχτες του να κινούνται πίσω μπρος ασυντόνιστα σαν τα άκρα παραπληγικού. Όσο καταστρώνεις τους υπολογισμούς, τους απολογισμούς και τη σούμα του βίου, δεν έχεις ρεμέντιο της ψυχής ή γιατροσόφι του σώματος, πλην της Μουζικής, για να απαλύνεις την ανυπόφερτη βεβαιότητα αυτής της Συνάντησης. Απέναντι, στον άσπρο τοίχο που αχνοφέγγει κινούνται σπασμωδικά κάτι σκιές σαν ανθρωπόμορφα καραγκιοζάκια. Παίρνεις τον βιδολόο που περιμένει απίκου πάντα απάνω στο κομοδίνο κι αρχίζεις να κάνεις το μόνο που έμαθες καλά στη ζωή: Να ξεβιδώνεις και να ξεκλειδώνεις όσες λέξεις απόμειναν ακόμη φυλακισμένες μες στα ρολόγια της ζωής σου αφήνοντάς τες επιτέλους αρμολάι να αλε’οπουλαρίζουν στο άσπρο χαρτί μαζί με τις σκιές στον άσπρο τοίχο…


[Απόσπασμα από την υπό έκδοση ομώνυμη νουβέλα]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: