Φιορούλα

Φιορούλα


Το σώ­μα ξέ­ρει, ξέ­ρει κα­λά αυ­τό κά­θε φο­ρά τι κά­νει κι εί­ναι φτιαγ­μέ­νο του να μην υπα­κού­ει σε κα­νέ­ναν αν­θρώ­πι­νο ή εξ απο­κα­λύ­ψε­ως κά­νο­να ή ηθι­κό νό­μο και φραγ­μό πα­ρέ μό­νο στα εδι­κά του, τα κα­τα­δι­κά του προ­στάγ­μα­τα, μα­θές σ’ εκεί­να που δεν εί­ναι άλ­λα από τις απαι­τή­σεις του σαρ­κί­ου και τις εντο­λές της σο­φί­ας οπού το εκα­τα­σκεύ­α­σε, το δια­κα­τέ­χει και το κυ­βερ­νά έτσι κι όχι αλ­λιώς. Αυ­τό άμα το εκα­τά­λα­βες έγκαι­ρα, θε­νά γλί­τω­νες από αχρεί­α­στα βά­σα­να κι άλ­λες τό­σες τύ­ψεις και σκο­τού­ρες – μό­νο που σπά­νια έρ­χε­ται αυ­τό το ευ­λοη­μέ­νο και λυ­τρω­τι­κό «έγκαι­ρα», τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές φτά­νει αρ­γά, όταν πια οι ενο­χές σε έχουν για τα κα­λά ρο­κα­νί­σει και τό­τε το «έγκαι­ρα», έγκαι­ρα πια δεν εί­ναι, αλ­λά κι έτσι ακό­μη, κα­λώς έχει, πρέ­πει να συ­γκα­τα­λε­χτείς στους τυ­χε­ρούς, και να δο­ξο­λο­γείς τον Ύψι­στο, αφού γλι­τώ­νεις, έστω κι αρ­γά, από αρ­κε­τά πι­κρά πο­τή­ρϊα.

Όλα τα πα­ρα­πά­νω βε­βαί­ως κου­βα­λούν μα­ζί τους και το ανά­λο­γο πο­σο­στό από­κλι­σης του σω­στού προς το λά­θος και του λά­θους προς το σω­στό, όπως συμ­βαί­νει με όλες τις αν­θρώ­πι­νες κα­τα­στά­σεις, οπού οι συ­χνές ανα­τρο­πές τους ξαφ­νιά­ζουν, μα και αρ­τύ­ζουν τη ζωή γε­μί­ζο­ντάς την με εν­δια­φέ­ρον μα­ζί με τον πό­νο τον πε­ρισ­σό. Αλ­λά τι να πεις, τι να κά­μεις για εκεί­νη τη δυ­στυ­χή, δυ­στυ­χέ­στα­τη πε­ρί­πτω­ση της Με­γά­λης Εμπλο­κής, όχι μό­νο στα ερω­τι­κά, αλ­λά σε όλα τα πά­ντα, όταν ο άν­θρω­πος μπλο­κά­ρει σώ­μα­τι και ψυ­χή και το μυα­λό γί­νε­ται κά­λος, ο χα­ρα­κτή­ρας του φελ­λός και το τσερ­βέ­λο κα­ζά­νι οπού μέ­σα του βρά­ζει πυ­κνός ο χυ­λός και χύ­νε­ται άτσα­λα έξω λε­ρώ­νο­ντας τον κό­σμο; Τό­τε εί­ναι που ο άν­θρω­πος αγκυ­ρώ­νε­ται τσου­ρου­φλι­σμέ­νος σ’ έναν βορ­βο­ρώ­δη βυ­θό απ’ όπου αδύ­να­το να ξε­κολ­λή­σει.


Εί­χες την τύ­χη καμ­μιά-δυο από αυ­τές τις αγα­πη­μέ­νες και τους αγα­πη­μέ­νους του Μα­νό­λη να μέ­νουν στη γει­το­νιά σας κι έτσι, εκεί κά­που στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του 1950, ήσα­σταν οι πρώ­τοι, οι φι­λε­νά­δες του, οι δια­λε­χτοί του κο­πε­λιά­ρη­δες κι η αφε­ντιά σου, που ακού­γα­τε τις και­νούρ­γιες επι­τυ­χί­ες των άγνω­στων ακό­μη τό­τε ρε­μπέ­τη­δων της επο­χής ευ­θύς μό­λις κυ­κλο­φο­ρού­νταν στους ασή­κω­τους κα­τά­μαυ­ρους δί­σκους των 78 στρο­φών ανά λε­πτό, τους λε­γό­με­νους και «πλά­κες», μ’ εκεί­νη τη χρω­μα­τι­στή, στρογ­γυ­λή ετι­κέ­τα στο κέ­ντρο, τον λο­γό­τυ­πο της εται­ρεί­ας, όπου ένας σκύ­λος έστη­νε τ’ αφτιά του κι άκου­γε με προ­σο­χή τη φω­νή του αφε­ντι­κού του να βγαί­νει μέ­σα από το χω­νί. Ήταν πο­λύ αρ­γό­τε­ρα που έμα­θες κα­τά­πλη­κτος, ότι αυ­τές οι πλά­κες δεν εκα­τα­σκευά­ζο­νταν μό­νο από διά­φο­ρες φυ­σι­κές και συν­θε­τι­κές ρη­τί­νες, αλ­λά και από πη­λούς, αλο­γό­τρι­χες, κό­κα­λα, φελ­λούς και άλ­λα υλι­κά οπού μυα­λό αν­θρώ­που δεν τα βά­ζει, όλα μα­ζί λιω­μέ­να σε τε­ρά­στιες χύ­τρες σαν εκεί­νες των μα­γισ­σών – και πώς αλ­λιώς με τέ­τοια μα­γεία που ανά­βλυ­ζε και χάι­δευε την ψυ­χή σου όταν έπαι­ζαν;

Αν τύ­χαι­νε κα­μιά φο­ρά η κα­ντά­δα να γί­νει πιο νω­ρίς και ήσουν ξυ­πνη­τός, ο Γα­μπρός σε άφη­νε να γυ­ρί­ζεις τη μα­νι­βέ­λα κουρ­δί­ζο­ντας τον φω­νό­γρα­φο. Με το πρώ­το σή­μα που σου έδι­νε κά­νο­ντας ένα κά­στα­νο με το δε­ξί του χέ­ρι κά­θε που το ευαί­σθη­το αφτί του έπια­νε την πα­ρα­μι­κρή αρ­γο­πο­ρία στον χρό­νο και στον παλ­μό της μου­σι­κής, έτρε­χες κι άρ­χι­ζες να γυ­ρί­ζεις εκεί­νο το χε­ρού­λι. Τό­τε δα ήταν που έπλε­ες σε πε­λά­γη ευ­τυ­χί­ας, σαν να ήσουν εσύ ο ίδιος που τα εί­χες σκα­ρώ­σει και τα τρα­γου­δού­σες εκεί­να τα τρα­γού­δια, που συ­ντά­ρα­ζαν τον κο­σμά­κη κι εσέ­να κά­νο­ντας τις όμορ­φες φι­λε­νά­δες του Μα­νό­λη του Γα­μπρού να μη βρί­σκουν ησυ­χία και να στρι­φο­γυ­ρί­ζουν όλη τη νύ­χτα σαν φί­δια στο κρε­βά­τι τους! Πό­τε πό­τε έβλε­πες για λί­γο μια χα­ρα­μά­δα, μια χα­ρα­μά­δα μό­νο ν’ ανοί­γει στο πα­ρά­θυ­ρό τους, αλ­λά πέ­ραν τού­του ου­δέν.

— Μω­ρέ, υπο­μο­νή που την έχει ο Πα­λα­βο­μα­νό­λης ο Γα­μπρός!, σκε­φτό­σου­να.

Αλ­λά μα­γε­μέ­νος από τη μου­ζι­κή και απορ­ρο­φη­μέ­νος από τη σο­βα­ρή απο­στο­λή που εκτε­λού­σες, άχνα δεν έβγα­ζες κι ού­τε έδι­νες ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία για όσα φλό­γι­ζαν κι έκαι­γαν τον Μα­νό­λη, άλ­λα ήταν εκεί­νη τη στιγ­μή που πυρ­πο­λού­σαν τη δι­κή σου καρ­διά. Πού να ’ξε­ρες ότι κά­ποια στιγ­μή θα βρι­σκό­σουν κι εσύ στη θέ­ση του ‒ «εκεί όπου εί­σαι ήμου­να κι εκεί που εί­μαι θα ’ρ­θεις», αυ­τό θα έλε­γε ο Μα­νό­λης, αν μπο­ρού­σε να δια­βά­σει τις σκέ­ψεις που έκα­νες… Αν και παι­δί, ένιω­θες ώς τα βά­θια σου τον συ­ντα­ραγ­μό που νιώ­θεις και τώ­ρα ακού­γο­ντας τη μου­ζι­κή, αλ­λά αδύ­να­τον τό­τε –και τώ­ρα– να τον εκ­φρά­σεις αυ­τόν τον συ­ντα­ραγ­μό με λό­για. Άλ­λω­στε, μή­πως αυ­τός δεν εί­ναι ο κύ­ριος λό­γος της ύπαρ­ξης της μου­σι­κής, να λέ­ει χω­ρίς να χρειά­ζο­νται λό­για όσα τα λό­για αδυ­να­τούν να πουν;

Μια ζωή πλέ­ον συ­ντρο­φια­στά κα­θη­μερ­νώς χε­ρα­γκα­λιά με τη μου­ζι­κή, ού­τε και τώ­ρα θα μπο­ρού­σες με λό­για να πεις τι ακρι­βώς γί­νε­ται μέ­σα σου όταν την ακούς. Μια γλυ­κιά έκ­στα­ση σε πεί­θει κά­θε φο­ρά ότι έχεις βγά­λει σαν άγ­γε­λος φτε­ρά κι εί­σαι χα­ζί­ρι να πε­τά­ξεις. Μια φω­νή όμως σου ψι­θυ­ρί­ζει στο αφτί για να σου θυ­μί­σει ότι ο άν­θρω­πος δεν εί­ναι άγ­γε­λος για να πε­τά πα­ρέ ένα πλά­σμα εφή­με­ρο του χω­μά­του, που μα­ζί μ’ ένα σω­ρό μά­ταια έρ­γα φτειά­χνει, ευ­τυ­χώς, και τη μου­ζι­κή για να ευ­φρά­νει και να πα­ρη­γο­ρή­σει τους άλ­λους, πρώ­τα πρώ­τα όμως τον ίδιο του τον εαυ­τό.

—Ο άν­θρω­πος εί­ναι ένας πε­ρα­στι­κός θνη­τός, συλ­λο­γί­ζε­σαι, μα η μου­ζι­κή του θα μέ­νει αθά­να­τη όσο υπάρ­χουν αν­θρώ­πι­να αφτιά να την απο­λαμ­βά­νουν. Ηγε­μο­νεύ­ει πα­ντού και πά­ντα επι­γής, ακό­μη και οι ου­ρά­νιες σφαί­ρες παί­ζουν την εδι­κή τους μου­ζι­κή κα­θώς γυ­ρί­ζουν στο στε­ρέ­ω­μα. Η θά­λασ­σα, ο αγέ­ρας, η βρο­χή και τα που­λιά, οι με­γά­λες και οι μι­κρές ορ­χή­στρες, οι φω­νές των γυ­ναι­κών, των αντρών και των παι­διών, οι λαϊ­κές κο­μπα­νί­ες, οι Νη­σιώ­τες με τους πη­δη­χτούς χο­ρούς και οι Ηπει­ρώ­τες με τα μοι­ρο­λό­για τους, οι Πό­ντιοι με τον κε­μεν­τζέ και οι Κρη­τι­κοί με τη δι­κιά τους λύ­ρα, οι Μαύ­ροι με τα μπλουζ, οι Ιτα­λοί με τις καν­τσο­νέ­τες τους και οι Ισπα­νοί με το φλα­μέν­γκο τους, οι Ρώ­σοι με τις μπα­λα­λάι­κές τους, οι Ιρ­λαν­δοί με τις μπα­λά­ντες τους και οι Τούρ­κοι με ους αμα­νέ­δες τους, κά­θε λα­ός με τα δι­κά του, η μάν­να σου με τον αγα­πη­μέ­νο αμα­νέ της που τον τρα­γου­δού­σε ανελ­λι­πώς κά­θε από­γευ­μα μπρο­στά στο βο­ρει­νό πα­ρα­θυ­ρά­κι — «Μά­τια σαν και τα δι­κά σου…». Κι ακό­μη η ζύ­’α των Κι­μη­λιών, πα­τέ­ρας και γυιος με το βιο­λί, το λα­ού­το τους και τον εδι­κό τους μπά­λο — «Μά­τια μου, μά­τια, μά­τια μου των εμ­μα­τιών μου μά­τια…». Τέ­λος, ο Μα­νό­λης με τον φω­νό­γρα­φό του, όλοι και όλα παί­ζου­νε μου­ζι­κή, όλοι και όλα υμνού­νε την κο­ρό­να του σώ­μα­τος του αν­θρώ­που, τα μά­τια.

Εκτός από το ντου­μπά­κι και τη σα­μπού­να, οπού ήταν αδύ­να­το τα παι­δι­κά αφτιά σου να αντέ­ξουν την αρ­χέ­γο­νη, τη βαρ­βά­τη έντα­σή τους, εκτός από κα­νέ­να κα­λα­μέ­νιο σου­βριά­λι κά­ποιου χω­ρια­νού, που έβγα­ζε πού και πού τον γλυ­κό και νο­σταλ­γι­κό ήχο του, κι εκτός από μια ζυ­γιά με όρ­γα­να που εναλ­λάσ­σο­νταν συ­να­με­τά­ξυ τους –βιο­λί, λα­ού­το, κλα­ρί­νο, σα­ντού­ρι, μπου­ζού­κι, αρ­γό­τε­ρα και το φα­φλα­τά­δι­κο ακορ­ντε­όν– άλ­λο τρό­πο να ακού­σει ένα παι­δί μου­ζι­κή στον τό­πο εκεί­να τα χρό­νια δεν εί­χε, κι αυ­τό δεν γι­νό­ταν συ­χνά, μό­νο σε γά­μους, σε ζέφ­κια και χοι­ρο­σφά­για, το πιο συ­χνά στα βρα­δι­νά κα­λο­και­ρι­νά πα­νη­γυ­ρά­κια που ήταν αμέ­τρη­τα λό­γω των χι­λί­ων και ενός ξωκ­κλη­σιών του μι­κρού νη­σιού και της διο­νυ­σια­κής ευ­σέ­βειας των κα­τοί­κων. Τα ρα­διό­φω­να ήταν τό­τε σπά­νια στον τό­πο, στο σπί­τι σας ήλ­θε ένα Φί­λι­πς όταν εσύ πια ήσουν έντε­κα χρο­νώ το 1956, ακό­μη το έχεις.

Γι’ αυ­τό ο φω­νό­γρα­φος του Μα­νό­λη, του Γα­μπρού, με τη χι­λιο­ζω­γρα­φι­σμέ­νη χω­νά­ρα του με λού­λου­δα της άνοι­ξης πά­νω σ’ ένα γα­λά­ζιο φό­ντο, ασυ­νή­θι­στο κι επι­βλη­τι­κό μη­χά­νη­μα όχι μό­νο για τα εδι­κά σου παι­δι­κά μά­τια και αφτιά, αλ­λά και για τα αφτιά και τα μά­τια των πε­ρισ­σό­τε­ρων από τους συ­ντο­πί­τες σου, ήταν μια απο­κά­λυ­ψη και μια μου­ζι­κή όα­ση. Ει­δι­κά, για τον εαυ­τό σου δεν θα εί­ναι υπερ­βο­λή αν πεις, ότι από τό­τε μ’ εκεί­νον τον φω­νό­γρα­φο κι έναν άλ­λο πιο μι­κρό, χω­ρίς χω­νί αυ­τόν, που οι πλά­κες του εί­χαν «ευ­ρω­παϊ­κή» μου­σι­κή, μα­ζί μ’ ένα ρα­διό­φω­νο μιας μο­δί­στρας της γει­το­νιάς, άρ­χι­σε να θε­με­λιώ­νε­ται μέ­σα σου σι­γά σι­γά κι ύστε­ρα να χτί­ζε­ται η πί­στη, που τό­τε αδύ­να­τον να την αρ­θρώ­σεις, ότι εί­ναι άλ­λο πράγ­μα να ακούς απλώς τη μου­σι­κή κι άλ­λο να την ακρο­ά­σαι κα­τά μό­νας και εν σιω­πή.

Ο φω­νό­γρα­φος ως μέ­σο και «δο­χείο» μου­σι­κής σε εί­χε εξ ίσου σα­γη­νεύ­σει με εκεί­νο το άλ­λο «δο­χείο», του Χρό­νου αυ­τό, που έχει συγ­γε­νι­κούς δε­σμούς με τη μου­ζι­κή, αλ­λά και με τον ύπνο, τον ξύ­πνο και τον θά­να­το της ζω­ής μας, εν­νοώ το ρο­λόι, επι­τρα­πέ­ζιο, επι­τοί­χιο ή της τσέ­πης, κουρ­δι­στό εξά­πα­ντος κι αυ­τό, και μυ­στη­ρια­κό, ωσάν τον φω­νό­γρα­φο. Έχεις ομο­λο­γή­σει και άλ­λο­τε την αδυ­να­μία σου για τα ρο­λό­για, όχι βέ­βαια τα αδιά­φο­ρα ηλε­κτρο­νι­κά της επο­χής μας, οπού εύ­κο­λα θυ­σιά­ζεις την εγ­γυ­η­μέ­νη «ακρί­βειά» τους μπρο­στά στο υπέ­ρο­χο μη­χα­νι­κό θαύ­μα των πα­λιών ρο­λο­γιών, αυ­τό που απο­κα­λύ­πτε­ται μό­λις ανοί­ξεις με έναν βι­δο­λόο το πί­σω κά­λυμ­μά τους. «Ακρί­βεια», τι πα­ρά­ται­ρη, τι πί­ζου­λη λέ­ξη κι αυ­τή, λες και κα­νείς πο­τέ μάς έχει εγ­γυ­η­θεί με την τζί­φρα του ότι σκο­πός του Χρό­νου εί­ναι σώ­νει και κα­λά η ακρί­βεια!

Πέ­ρα­σαν χρό­νοι κι άλ­λοι χρό­νοι ώσπου να εν­νο­ή­σεις ότι ακό­μη και τα «ωρο­λό­για ακρι­βεί­ας» πη­γαί­νουν άλ­λο­τε αρ­γά κι άλ­λο­τε γρή­γο­ρα, ανα­λό­γως με τα θλι­βε­ρά ή χα­ρού­με­να γε­γο­νό­τα, τα κι­νού­με­να ή ακί­νη­τα αντι­κεί­με­να και πρό­σω­πα που συ­να­πα­ντά­με στον βίο από τυ­χαιό­τη­τα ή από εδι­κή μας προ­αί­ρε­ση. Ο Χρό­νος, όπως όλα δεί­χνουν, παί­ζο­ντας μα­ζί μας σαν την γά­τα με το πο­ντί­κι, σκο­πό του έχει κα­τά την πε­ρί­στα­ση ‒τά­χα­τες, δή­θεν ή πε­ρι­γε­λα­στι­κά‒ να ψευ­το­α­βγα­ταί­νει γα­λί­φι­κα ή να λι­γο­στεύ­ει δο­λί­ως το με­ρί­διο που ανα­λο­γεί στον πα­σα­έ­να, μα­θές να αλέ­θει ανε­παι­σθή­τως αυ­τό που ονο­μά­ζο­με Ζωή. Κι έτσι όλα ομοιά­ζουν ωσάν (ψεύ­τι­κες) πα­ρη­γο­ριές ή (χαι­ρέ­κα­κοι) εμπαιγ­μοί, κα­τα­πώς ξε­χω­ρι­στά κι ολο­μό­να­χος τα αντι­με­τω­πί­ζει ο κα­θέ­νας σύμ­φω­να με τα μέ­τρα τ’ αν­θρώ­πι­να και τη σκευή που κου­βα­λά. Όμως η ζωή κι ο θά­να­τος, με άλ­λα λό­για ο Χρό­νος, αν και δεί­χνει αδιά­φο­ρος για εμάς και πλή­ρως απα­σχο­λη­μέ­νος με τον ίδιο τον εαυ­τό του, δεν παύ­ει στιγ­μή να ρο­κα­νί­ζει αυ­τό­μα­τα και ύπου­λα τους πά­ντες και τα πά­ντα, μα­ζί τη Φιο­ρού­λα την Κοι­νω­νού, τον υγυιό της Μα­νό­λη τον Γα­μπρό και τώ­ρα εσέ­να. Και εί­τε το γέ­λιο μάς ζώ­νει εί­τε ο λυγ­μός μάς πο­λιορ­κεί εκεί­νος κα­ρα­δο­κεί να βρει ρωγ­μή, για να τρυ­πώ­σει εντός μας και να μας κά­νει να κλά­ψο­με ‒ αδύ­να­το να γί­νει δια­φο­ρε­τι­κά, το εί­παν κι οι ποι­η­τές.

Ωστό­σο ακό­μη και τώ­ρα, που σε έχει πια ο Χρό­νος για τα κα­λά ρο­κα­νι­σμέ­νο, εσύ επι­μέ­νεις να ανοί­γεις συ­χνά με τον βι­δο­λόο τα αρα­δια­σμέ­να σ’ ένα ρά­φι ρο­λό­για σου, για να κά­νεις κά­θε φο­ρά το ίδιο σα­γη­νευ­τι­κό τα­ξί­δι. Σε με­ρι­κά από αυ­τά, τα πιο εντυ­πω­σια­κά, κά­ποιοι κα­τα­σκευα­στές εί­χαν την ιδέα να φτιά­ξουν το κέ­λυ­φος από γυα­λί, ώστε να κρυ­φο­κοι­τά­ζει κα­νείς ανέ­γκα­στα το εσω­τε­ρι­κό τους απ’ όλες του τις με­ριές χω­ρίς τη χρεία του βι­δο­λό­ου, όπως ακρι­βώς φαί­νο­νται τα εντό­σθια με­ρι­κών ζού­μπε­ρων που από κα­πρί­τσιο της φύ­σης έχουν το δέρ­μα διά­φα­νο. Αυ­τά τα γυά­λι­να ρο­λό­για ήταν και συ­νε­χί­ζουν να εί­ναι για σέ­να μι­σή χα­ρά. Εσύ δεν θέ­λεις φά­τσα κάρ­τα στην κά­θε αδιά­κρι­τη μα­τιά το θαύ­μα του κρυ­φού μη­χα­νι­σμού τους –γρα­νά­ζια, ελα­τή­ρια, τρο­χοί, λί­θοι, ανα­στο­λείς, εκ­κρου­στή­ρες και δευ­τε­ρό­λε­πτα. Τα προ­τι­μάς προ­στα­τε­μέ­να μέ­σα στο κέ­λυ­φός τους– ποιος πο­τέ θα ’παιρ­νε στα σο­βα­ρά έναν χει­ρουρ­γό χω­ρίς νυ­στέ­ρι, έναν μα­στρο­ρο­λο­γά χω­ρίς τον βι­δο­λόο του;

Εί­σαι τό­σο δε­μέ­νος μ’ εκεί­να τα πα­λιά ρο­λό­για των παι­δι­κών χρό­νων σου, που συ­χνά επι­νο­είς ευ­και­ρί­ες, για να μι­λή­σεις γι’ αυ­τά. Άλ­λω­στε, σε πολ­λές σε­λί­δες των βι­βλί­ων σου υπάρ­χει, κρυμ­μέ­νος ή φα­νε­ρός, ένας μι­κρός μα­στρο­ρο­λο­γάς- μα­στρο­χα­λα­στής, που περ­νά τις ώρες του με προ­ση­λω­μέ­να τα μά­τια σ’ έναν μη­χα­νι­σμό ρο­λο­γιού ανοιγ­μέ­νου με τον βι­δο­λόο της ρα­πτο­μη­χα­νής της μά­νας σου, έτοι­μος ανά πά­σα στιγ­μή να προ­χω­ρή­σει στη λε­πτή «εγ­χεί­ρη­ση» του Χρό­νου. Ο μι­κρός μα­στο­ρεύ­ει με προ­σο­χή και γεν­ναιό­τη­τα έχο­ντας πλή­ρη επί­γνω­ση του τι ακρι­βώς προ­σπα­θεί να κά­νει, αλ­λά και γνω­ρί­ζο­ντας τι τον πε­ρι­μέ­νει για την πρά­ξη του.

Τα κα­λο­και­ρι­νά με­ση­μέ­ρια της απέ­ρα­ντης μο­να­ξιάς, έγκλει­στος δε­σμώ­της στην κά­μα­ρη των γο­νιών σου κα­θη­λω­μέ­νος πά­νω στη συ­ζυ­γι­κή πα­στά­δα τους για το κα­θη­μερ­νό μαρ­τύ­ριο της σιέ­στας μες στην κο­ρύ­φω­ση του καύ­σω­νος και του οί­στρου της ζω­ής, που με θρά­σος και τσα­μπου­κά απαι­τούν πά­ντο­τε τα εδι­κά τους, προ­σποιεί­σαι τον κοι­μι­σμέ­νο, αλ­λά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα άγρυ­πνος, εγρή­γο­ρος και ανυ­πό­μο­νος, πε­ρι­μέ­νεις το ξυ­πνη­τή­ρι να χτυ­πή­σει, να ση­κω­θεί ο πα­τέ­ρας, να φύ­γει, για να πε­τα­χτείς επι­τέ­λους σαν ελα­τή­ριο από το κρε­βά­τι φω­νά­ζο­ντας δο­ξα­στι­κά, αλ­λά εν­δο­μύ­χως, το «φτου και ξε­λευ­τε­ρία!».

Αλί­μο­νο! Από όλα τού­τα δεν σου έχει απο­μεί­νει τώ­ρα πια πα­ρά να υπο­μο­νεύ­εις καρ­τε­ρώ­ντας μιαν γκα­ρα­ντί εξα­κρι­βω­μέ­νη πλέ­ον Συ­νά­ντη­ση κρα­τώ­ντας σαν κο­μπο­λόι ένα ηλε­κτρο­νι­κό ρο­λόι της χει­ρός με τους δεί­χτες του να κι­νού­νται πί­σω μπρος ασυ­ντό­νι­στα σαν τα άκρα πα­ρα­πλη­γι­κού. Όσο κα­τα­στρώ­νεις τους υπο­λο­γι­σμούς, τους απο­λο­γι­σμούς και τη σού­μα του βί­ου, δεν έχεις ρε­μέ­ντιο της ψυ­χής ή για­τρο­σό­φι του σώ­μα­τος, πλην της Μου­ζι­κής, για να απα­λύ­νεις την ανυ­πό­φερ­τη βε­βαιό­τη­τα αυ­τής της Συ­νά­ντη­σης. Απέ­να­ντι, στον άσπρο τοί­χο που αχνο­φέγ­γει κι­νού­νται σπα­σμω­δι­κά κά­τι σκιές σαν αν­θρω­πό­μορ­φα κα­ρα­γκιο­ζά­κια. Παίρ­νεις τον βι­δο­λόο που πε­ρι­μέ­νει απί­κου πά­ντα απά­νω στο κο­μο­δί­νο κι αρ­χί­ζεις να κά­νεις το μό­νο που έμα­θες κα­λά στη ζωή: Να ξε­βι­δώ­νεις και να ξε­κλει­δώ­νεις όσες λέ­ξεις από­μει­ναν ακό­μη φυ­λα­κι­σμέ­νες μες στα ρο­λό­για της ζω­ής σου αφή­νο­ντάς τες επι­τέ­λους αρ­μο­λάι να αλε­’ο­που­λα­ρί­ζουν στο άσπρο χαρ­τί μα­ζί με τις σκιές στον άσπρο τοί­χο…


[Απόσπασμα από την υπό έκδοση ομώνυμη νουβέλα]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: