Η κορφή της Κρήτης μοιάζει πολύ με τη Λατινική Αμερική. Πράσινο λειβάδι και στη μέση, ανυπεράσπιστη, η Μονή Αρκαδίου, παραμονές Χριστουγέννων. Το λεωφορείο σταματά μπροστά στην πύλη, ο οδηγός δίνει ραντεβού σε μια ώρα και τα παιδιά του Μουσικού Σχολείου βγαίνουν με τα κινητά στο χέρι. Περνούν τη μεγάλη πύλη της μονής. Στο προαύλιο ησυχία. Ένα δέντρο μόνο, κορμός και κλαδιά χωρίς φύλλα. Τα παιδιά κοιτάζουν ολόγυρα, κάνουν να ξεχυθούν, μετά η ορμή τους κόβεται, το σούσουρο σταματά, μπαίνουν με κατάνυξη. Κάτι τρομερό έχει γίνει εδώ.
Νοέμβριος 1866. Ο Μουσταφά Πασάς με χίλιους πεντακόσιους Τούρκους, Αλβανούς και Αιγύπτιους έχει στρατοπεδεύσει έξω από το μοναστήρι. Τους φωνάζει με τη ντουντούκα να παραδοθούν και αυτοί αρνιούνται. Το ίδιο βράδυ καταφθάνει ένα κανόνι από το Ρέθυμνο. Από τους πολιορκημένους, μόνο διακόσιοι τόσοι άνθρωποι είναι ικανοί να πιάσουν όπλο. Οι άλλοι είναι γυναικόπαιδα και άμαχοι που έχουν καταφύγει εκεί.
Τα σύγχρονα παιδιά μπαίνουν στα δυσάρεστα κελιά των μοναχών, μετά περνούν στην τραπεζαρία του μοναστηριού. Εκεί, πάνω στα τραπέζια του δείπνου, είχαν ξαπλώσει όσους νέους έπιασαν και τους έκοψαν το λαρύγγι. Τα σύγχρονα παιδιά του σχολείου ανατριχιάζουν, ο δάσκαλος ανατριχιάζει. Δεν μπορούν καν να τη διανοηθούν τόση κακουργία, τόση βία. Προχωρούν πιο βαθιά στον διάδρομο, φτάνουν στη γκρεμισμένη μπαρουταποθήκη. Με επιφύλαξη. Ιδίως ο δάσκαλος. Κι ύστερα μπαίνουν στο μικρό δωμάτιο που χρησιμεύει ως μουσείο. Περιεργάζονται τα όπλα, τις εικόνες που διασώθηκαν, τα ιερά κειμήλια μέσα στη βιτρίνα. Τα αγόρια στέκονται κάπως πιο πίσω. Και ο δάσκαλος, που τον ζώνουν οι σκιές και δεν θέλει να συμμετάσχει, αλλά πρέπει.
Πρώτη πλησιάζει τη βιτρίνα η Ηρώ. Ρίχνει μια φευγαλέα ματιά χαμηλά. Στο μυαλό της έρχεται το μοναδικό παγωτό χωνάκι που την είχε κεράσει ο πατέρας της έναν χρόνο πριν, στον άδηλο, παραγεγραμμένο χρόνο που είχε μεσολαβήσει ανάμεσα σε δυο μεγάλες περιόδους μελέτης για τις Πανελλήνιες. Πρέπει να περάσω! –το έλεγε και το ξαναέλεγε με τέτοια πεισματική επαναληπτικότητα που ίδρωνε το φανελάκι της. Δεν έπρεπε να επιτρέπει στον εαυτό της σκέψεις αποτυχίας, δεν ήταν δυνατόν, καθώς βεβαίως κάτι τέτοιες σκέψεις είναι επιεικώς ανεπίτρεπτες. Κι έπειτα, οι υποσχέσεις της μητέρας πως ναι, αν περάσει όλα θα γίνουν καλύτερα. Η μητέρα την έβρισκε πάντα λίγο χλωμή και τη ρωτούσε όλο ανησυχία τι κάνει η ψυχούλα μου και τέτοια. Και δώστου κηρύγματα περί υγιούς άμιλλας και φροντίδας που πρέπει να έχει ένας νέος για το μέλλον.
Η Ηρώ περνά τη γλώσσα στο πάνω χείλι της, διψάει, το πρόσωπό της είναι πολύ χλωμό. Υποβάλλεται στην ιδέα και στιγμιαία αδυναμία τής λύνει τα γόνατα. Οι συμμαθητές της κάνουν μικρά σχόλια για την ξενάγηση, κάνουν θόρυβο κι απότομα σιωπούν, υπάρχει γενική παγωμάρα, το περιβάλλον της μονής είναι πολύ υποβλητικό. Οι άνθρωποι πόνεσαν πολύ εκεί μέσα. Κι όχι μόνο πόνεσαν, αλλά και φοβήθηκαν, φοβήθηκαν πολύ. Τα παιδιά νιώθουν τον φόβο, τον οσμίζονται. Είναι σκοτεινά. Και τα πατριωτικά τους συναισθήματα είναι συγκεχυμένα, οι εποχές, όλα είναι συγκεχυμένα. Όμως είναι ξεκάθαρος ο φόβος, και μεταδοτικός.
Γυναίκες μιας άλλης εποχής, κρατώντας μωρά στην αγκαλιά τους, μαζεύονται γύρω από τον ηγούμενο. Ο ηγούμενος προσπαθεί να τους δώσει θάρρος για δύο ολόκληρες μέρες. Τα μωρά θα πρέπει να πεινούσαν και να έκλαιγαν. Και σε μια στιγμή το πυροβόλο γκρεμίζει τη δυτική πλευρά του τείχους. Ακούγονται δυνατότερα τα κλάματα, κάποιες γυναίκες θα πρέπει να ούρλιαζαν. Κάποιοι θα έψελναν στην εκκλησία. Ένας άντρας υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό, ανάβει έναν πυρσό και τον κατευθύνει στα βαρέλια με τη μπαρούτη. Ακούγεται ένα τεράστιο μπαμ! Τα παιδιά σαν να το ακούν αυτό το ‘μπαμ’ και σαν να τους αναταράσσει τα σωθικά.
Ξαφνικά, σε μια μικρή βιτρίνα με λεζάντα από κάτω η Ηρώ βλέπει, καδρωμένη, σαν απολιθωμένη, μα ωστόσο αρκετά ζωντανή, μια μπούκλα κοριτσίστικη. Η λεζάντα γράφει πως αυτή η μπούκλα βρέθηκε μετά την έκρηξη, ανάμεσα στα ακρωτηριασμένα πτώματα. Η Ηρώ στρέφεται στη Μαρία. Με ταχύτητα σκοτοδίνης έρχονται στο μυαλό τους οι εικόνες από τους βομβαρδισμούς στην Ουκρανία. Μετά γιγαντώνονται στο δέρμα τους οι χερούκλες των Τούρκων, τα γιαταγάνια τους, και το άγγιγμα είναι παγερό, αυτό του μετάλλου. Όμως δεν είναι η αφή, ούτε η μυρωδιά από το αίμα που τώρα γίνεται ζωντανή, όσο μια προεκτεινόμενη στο βάθος γραμμή από αγγίγματα, μικρές παραβιάσεις και εισβολές και μεγαλύτερες, ακόμα, καταπατήσεις. Η Ηρώ νιώθει, τότε, μια μεγάλη τρύπα στο στήθος της, δεν ακούει παρακάλια και ουρλιαχτά, μόνο βλέπει μισάνοιχτα χείλη και ακούει ρουθουνίσματα που την λογχίζουν πέρα ως πέρα, σε κάποια μικρή, ασύλληπτη στιγμή νιώθει την τεράστια, τεράστια προσβολή που την κηλιδώνει, τη μαγαρίζει, την ακινητοποιεί, την κοκκαλώνει. Μια ευθεία γραμμή με προοπτική παραμόρφωση που χάνεται στο βάθος, γεμάτη τεστοστερόνη και ντροπή.
Το κορίτσι τρέμει. Το παντελόνι κολλάει στα πόδια της, το μπουφάν της γυαλίζει, οι κόρες των ματιών της γυαλίζουν κι αυτές. Ένας λυγμός τής κόβει την ανάσα. Στρέφεται στον δάσκαλό της, που ακούει τον λυγμό.
«Είναι σαν τα μαλλιά μου κύριε....είναι σαν μπούκλα απ’ τα μαλλιά μου!»
Αυτό δεν είναι ομολογία, μόνο είναι διαμαρτυρία και παράπονο. Ο λυγμός της Ηρώς είναι μεταδοτικός, ακολουθεί ένας βαθύς λυγμός της Μαρίας, και μετά της Ελένης, και μετά της Βάσως. Την επόμενη στιγμή όλα τα κορίτσια μαζί, με αφρισμένα κάτασπρα στόματα στεγνά αρχίζουν να βουρκώνουν. Αμέσως μετά, αρχίζουν να δακρύζουν και τ’αγόρια.
Ο δάσκαλος δεν έχει έντονα εθνικά συναισθήματα, μάλιστα φημίζεται για την ψυχραιμία του απέναντι στις εθνικές επετείους, στις παράτες, για την κακή του σχέση με την Εκκλησία, τη μαρξιστική του προσέγγιση, τον διεθνικό χαρακτήρα του μαθήματός του της Ιστορίας. Χρόνια τώρα προπαγανδίζει τη φιλία ανάμεσα στους λαούς. Χρόνια τώρα παλεύει μέσα του αντικρουόμενα συναισθήματα ανάμεσα στην ανάγκη του να είναι επιστημονικά ψυχρός και στο συναίσθημα που του γεννούν κάτι τέτοιες στιγμές. Όμως, το πράγμα επείγει. Ο δάσκαλος στρέφεται σε μιαν εικόνα της Παναγίας που κρατά το βρέφος Χριστό στην αγκαλιά της, ἀστέρα ἐμφαίνοντα τὸν ἥλιον, μουρμουρίζει ο δάσκαλος μέσ’ από τα δόντια του. Και τότε η μεγάλη φιγούρα της Γλυκοφιλούσας ανοίγει να! μιαν αγκαλιά να χωρέσει τα παιδιά, να τα σφίξει όλα τρυφερά. Μπαίνει μια λωρίδα χλομό φως από το παράθυρο και φωτίζει τα υγρά τους μάτια. Τα παιδιά μπαίνουν στο εκκλησάκι, βουρκωμένα. Μαζεύονται αυτόματα γύρω από το στασίδι του δεξιού ψάλτη και τα αγόρια μουρμουρίζουν μια μόνη νότα, αρχίζοντας το ισοκράτημα. Η Ηρώ ανοίγει με τη φωνή της το Τῇ ὑπερμάχῳ. Τα άλλα κορίτσια ακολουθούν και τ’αγόρια συνεχίζουν το ισοκράτημα.
Κάτω απ’ το χλομό βροχερό φως της μέρας εξαφανίζεται όλη η βαθιά, χαμένη στον ορίζοντα γραμμή με τις φιγούρες των Τούρκων και τα γιαταγάνια. Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε. Η εικόνα της σφαγής σβήνει, ο ήχος της παράκλησης σβήνει κι αυτός. Και, μαζί, και το ιδεώδες του υγιώς αμιλλάσθαι αφανίζεται πίσω από μια μαντινάδα. Ο δάσκαλος ξέρει πως η στιγμή είναι καθοριστική για τα παιδιά του. Και τα αγαπά πολύ τα παιδιά αυτά, γιατί λύνουν τα διλήμματά του, βάζουν σε νέα τάξη την ασάφεια των δεδομένων του, τον φέρνουν αντιμέτωπο με τους βαθύτερους φόβους του και λύνουν τις απορίες του στη στιγμή. Διαλύουν τις σκιές. Τις σκιές που τον βασανίζουν. Τα παιδιά αυτής της χορωδίας του εικοστού πρώτου αιώνα είναι ίδια με τα παιδιά αυτής της άλλης εποχής, ίδια με τα παιδιά όλου του κόσμου, έτσι δεν είναι;
Σε λίγο θα βγουν έξω, θα μαζευτούν με φασαρία στο πούλμαν. Και μόλις τελειώσει η ξενάγηση θα μπουν τα πάντα σε τάξη, θα υψωθούν οι φραγμοί, θ’ αναπτυχθεί η σύγχρονη αισιοδοξία, η σύγχρονη ματαιοδοξία των Χριστουγέννων, θα ξεχαστεί η φρίκη και θα πυκνώσουν και πάλι οι σκιές οι σκιές οι σκιές...