Ο τρελός
Ένας υπαίθριος φωτογράφος στην πληβεία ζωή,
τώρα ποιητής, βασιλιάς, Παρνασσιστής αυτοκράτορας
(εδώ και κάμποσο καιρό κλεισμένος μέσα)
τοιουτοτρόπως μίλησε:
Δεν επεδίωξα να σκύψω εγώ
στη Φήμη: εκείνη όρμησε αυτοβούλως.
Έχω ξεχάσει πια πού φοίτησε η Μούσα μου.
Ήταν ευθύ, μοναχικό το μονοπάτι της. Δεν έμαθα ποτέ
να κάνω φίλους για να τους χρησιμοποιώ, ούτε να βγάζω αγκάθια
απ' τις πατούσες των λεόντων. Άρχισε ξαφνικά
το χιόνι· έκπληξη! Χιόνιζε τριαντάφυλλα.
Μοίρα μαγική! Πόσο εκτιμώ
το άψυχο μισo-χαμόγελο ενός Εχθρού. Μ' αρέσει
να πολλαπλασιάζω τα οδυνηρά του όνειρα για μένα
να βάζω τρικλοποδιές στην Ήττα και να εξετάζω
τον σκελετό του Φθόνου, σκιαγραφημένο
και διάφανο, κόντρα στο φως.
Όταν εγώ με μπαλάντες κολακεύω το φεγγάρι
πέρα απ' την πύλη τα δέντρα δυσανασχετούν
καθώς διαγκωνίζονται ποιο να πρωτομπεί
στο στίχο μου. Έχω το προνόμιο να διευθύνω
τον κόσμο ολόκληρο (που δεν πειθαρχεί στον Γείτονά μου),
και η ευτυχία τόσο ανάερα διαστέλλεται,
γεμίζει το κεφάλι μου τέτοια φωταύγεια,
και λέξεις τέτοιας ασυναγώνιστης τελειότητας
ανταμώνουν τη Σκέψη για να πετάξουν μαζί της
που τολμώ να μη γράψω ούτε λέξη.
Όμως κάποιες φορές —Α! Να είσαι άλλος! Γρήγορα!
Άλλος! Ράφτης, ξυλοκόπος— ή για παράδειγμα
πλανόδιος φωτογράφος: να ζεις
όπως σε μια παλιά ιστορία, να συχνάζεις σε επαύλεις, να τραβάς
φωτογραφίες παιδιών σε αιώρα με τις παρδαλάδες τους από τον ήλιο,
και του σκύλου τους και των σκιών στην άμμο.
Κύβοι
Ας μαζέψουμε τα φτερά των οραμάτων μας
Είναι νύχτα. Κτίρια, όλο γωνίες, το ένα πάνω στ' άλλο
πέφτουν. Οι σκιές είναι κομμάτια.
Η λάμπα του δρόμου είναι μια σπασμένη φλόγα.
Στο δωμάτιο ένας ξύλινος άνεμος ρέπει
στα έπιπλα. Δύσκολο να συγκρατήσει ο καθρέφτης
το τραπέζι, και τον δίσκο με τα πορτοκάλια.
Και το πρόσωπό μου είναι σμαραγδί.
Εσύ είσαι ένα πέταγμα, ένα ποίημα, με το μαύρο φόρεμά σου
από μαύρες γωνίες σ' αυτόν τον ετερόκλητο κόσμο.
Εσύ νεκρικό θεώρημα, εσύ πιέζεις
το αιχμηρό σου γόνατο στο ταβάνι
Καλέ μου Θεέ σε αυτόν τον υπερφυσικό κι ανοίκειο κόσμο
γράμματα ζωής, και γραμμές ολόκληρες,
έχουν αλλάξει θέση απ' τους στοιχειοθέτες. Ας μαζέψουμε
τα φτερά μας, ανυψωμένε άγγελέ μου.
Από ευτυχία ο ερωτευμένος δεν έχει ύπνο
Από ευτυχία ο ερωτευμένος δεν έχει ύπνο·
τικ-τακ το ρολόι· ο γκριζομάλλης έμπορος λιμπίζεται
στον χαλκορόδινο ουρανό τη σιλουέτα ενός γερανού,
αργά μέσα σε αμπάρι το φορτίο του βυθίζεται.
Στους σκυθρωπούς εξόριστους εμφανίζεται τότε το φάσμα
μιας αχλής, που η νιότη με τη χροιά της έχει βάψει.
Ανάμεσα στην τύρβη και την ομορφιά
της καθημερινής ζωής, μια εικόνα παντού
με στοιχειώνει ασταμάτητα, με βασανίζει και με διεκδικεί:
Πάνω στο καλοφωτισμένο νησί του γραφείου
οι μελαγχολικές όψεις του ανοιχτού μελανοδοχείου
και μια λευκή κόλα χαρτί, και της λάμπας
το άσβεστο φως κάτω απ' τον πράσινο γυάλινο θόλο της.
Και αφημένη πλαγίως η μισοάδεια ακόμη σελίδα,
η πένα μου σαν μαύρο βέλος, και η λέξη
που δεν ολοκλήρωσα.
Revolution
Βρήκα μια λέξη μεγάλη με κατάληξη μη-Ρωσική,
τυχαία, σε βιβλίο με ιστορίες για παιδιά,
κι αμέσως τράβηξα τα μάτια με κάτι αλλόκοτο σαν
ανατριχίλα.
Αυτή η λέξη περιείχε τον σπασμό των μυστήριων παθών:
τα μουγκρητά, τα ουρλιαχτά, τους συριγμούς και τα παράλογα οράματα,
των δολοφονημένων αλόγων τα υαλώδη μάτια,
τους φιδίσιους δρόμους, τις κατασκευές που φέρνουν το κακό,
έναν άντρα, αιματοβαμμένο, ριγμένο με την πλάτη κάτω,
τις κτηνώδεις κινήσεις των μανιακών χεριών ενός κάποιου!
Και, μια φορά κι έναν καιρό, πόσο γλυκό το έβρισκα
να διαβάζω για αστείους λαγούς που θα 'πιαναν χορό την άνοιξη
παρέα με ινδικά χοιρίδια στα ακρωτηριασμένα δέντρα υπό το σεληνόφως!
Όμως τώρα η μοιραία λέξη πάνω από τα παιδικά μου παραμύθια,
σαν θύελλα, έχει ορμήσει! Πάει η παλιά τους απλότητα·
μες στις καταραμένες νύχτες, σκέψεις τρομακτικές
κροταλίζουν τώρα σαν γκρίζα φύλλα εφημερίδας!
Lunar Lines
Πείτε «νύχτα». Πείτε «βότσαλα». Βότσαλα στη Νύχτα
Δείτε απ' τις χαραμάδες, κοτοπουλάκια σε καφάσια
απάνω στον μοναχικό σταθμό! Αυτό
Είναι τώρα η αλφαβήτα της αβύσσου,
Η Desperanto που πρέπει να μάθουμε να γράφουμε.
Από τα Selected Poems, εκδ. Alfred Knopf, Νέα Υόρκη 2012