Τα περιστέρια στο Μπρόντγουεϊ τον ακολουθούν σαν φτερωτοί φύλακες. Παζαρεύει με έναν σπίνο για να μας ραμφίζει
όταν βλαστημάμε. Τα ερωτοπούλια κάποιου ξεσάλωσαν
στη γειτονιά & ο πατέρας μου τα καλεί
μ’ ένα σφυριχτό τραγούδι, το απαλό χτύπημα της καρδιάς του. Στο σπασμένο από τα φύλλα φως, θαυμάζει τη μοναχική πτήση ενός γερακιού
μέσα στο κενό, το φτερωτό του στήθος
μία κίμπλα. Δεν μπορεί να βρει τα ίχνη του.
Θέλει ακόμα να ανήκει, ακόμα και μετά την φυγή.
Πώς μπορεί ένας Μπάμπα να ξέρει πότε να παραμείνει & πότε να ξεμπλέξει τη φωλιά;
Μεγάλωσε μέσα στο αρχαίο ζαϊτούν όλη του την παιδική ηλικία
& δες πώς χύνεται
το λάδι τους πάνω στα μπράτσα του
σαν χωροκατακτητικά είδη. Ραμφίζω για κάτι θυγατρικό,
κάτι που δεν θα θρυμματίσει
τα δόντια του, δεν θα αφήσει κουκούτσια
στα παπούτσια του. Ποθώ να κρεμάσω την πατρίδα μου
στον τοίχο, να τη φάω σαν ένα ράμφος που σφυρηλατεί έναν φλοιό, μια βίαιη πείνα. Κάποιον να με κατευθύνει σε ένα χάρτη, να σηκώσει το δάχτυλο
& να πει, εδώ είναι. Ο Ντάρβις έγραψε, οι λέξεις είναι μια πατρίδα. Οπότε φέρνω τον πατέρα μου να ακούσει ένα λευκό καθηγητή να περιγράφει
το χωριό από όπου έρχεται η οικογένειά του,
για να νιώσει λιγότερο μόνος. Είναι καταπληκτικό, λέξεις που θα τύλιγα
σε συσκευασία δώρου, που θα τοποθετούσα μπροστά στο χαλί όπου προσεύχεται η μητέρα του.
Όμως κάπου βουκολικά, ένας ξάδερφος σκάβει, με ρουμπινένιο λαιμό, ψάχνοντας
για το πόδι του. Η γειτόνισσα, χόρτα στο στόμα της, φτύνοντας ταΐζει το μωρό της. Ίσως είναι το πώς λέει ο άντρας χώμα, ο τρόπος που χρησιμοποιεί το άλικο
για να επικαλεστεί τα σπίτια μας χτισμένα από λασπότουβλα.
Ή μήπως το πώς συγκρίνει το φεγγάρι
που αντανακλάται στην ομίχλη του βουνού με τη φωτιά. Η Αμερική του πατέρα μου έχει πιο πυκνή ομίχλη
απ’ ό τι εκείνα τα υεμένικα δάση. Η Αμερική του πατέρα μου έχει ένα παράθυρο με τζάμια
όπου βλέπει κάποιον σαν αυτόν,
πετάει προς τα εμπρός πολύ γρήγορα, παθαίνοντας διάσειση
& έχοντας εγκλωβιστεί στον δυνατό άνεμο.
Δαγκώνω κουκούτσια ελιάς για να νιώσω το μισεμό του πατέρα μου.
Τα ρίχνω σε νερόλακκους
όπως ο Δίας ρίχνει τα αστροπελέκια του από ορχιδέες, λαμπαδίζοντας τον ουρανό.
Υπάρχει ένα αρπακτικό που μαζεύει γούνα αλεπούς στο ράμφος του κρατούμενο από τον ουρανό σαν μεγάλα, φασματικά
χέρια. Ποιος αποφασίζει να επεκταθεί
μέσα στο κωφό κενό, πέραν του πράγματος
που δίνεται ολοκληρωτικά; Υπάρχει μια υποταγή στο πέταγμα, στον άνεμο
που τον μαζεύει, απλωμένα φτερά
& ικετεύοντας τον ουρανό να παραχωρήσει
μόνο ένα όγδοο της φυλής του για να αποκαλέσει δική του.
[Σ.τ.Μ. Κίμπλα ονομάζεται η κατεύθυνση προς την Κάαμπα στη Μέκκα, ενώ Ζαϊτούν λέγεται γειτονιά στη Γάζα.]