Η Θρέα Αλμοντάσερ είναι η Υεμενο-αμερικανή συγγραφέας της πολυβραβευμένης ποιητικής συλλογής Η άγρια αλεπού της Υεμένης (The Wild Fox of Yemen, Graywolf Press, 2021). Μεταξύ άλλων, είναι συνεκδότρια του περιοδικού ποίησης Σπιρτόκουτο (Tinderbox), ενώ γενικότερα προωθεί τις δημιουργικές τέχνες. Αυτή την περίοδο διδάσκει αγγλικά σε μετανάστες και πρόσφυγες. Όταν δεν αφηγείται ιστορίες ή δεν σκαρφίζεται θεωρίες συνωμοσίας, λέει πως «παρακολουθεί εκθέσεις κόμικ, εκπαιδεύει το κόι της να κάνει κόλπα και έχει τα μάτια της δεκατέσσερα για όμορφες πέτρες. Πιστεύει πως το γράψιμο δεν πρέπει μόνο να ψυχαγωγεί, αλλά να προκαλεί, ενώ συνήθως βρίσκεται σκυμμένη στο γραφείο της να σκέφτεται εμμονικά για το πού θα μπει κόμμα».
Ο πατέρας μου βρίσκει το σπίτι μέσω των πουλιών & άλλα ποιήματα
Ο πατέρας μου βρίσκει το σπίτι μέσω των πουλιών
Τα περιστέρια στο Μπρόντγουεϊ τον ακολουθούν σαν φτερωτοί φύλακες. Παζαρεύει με έναν σπίνο για να μας ραμφίζει
όταν βλαστημάμε. Τα ερωτοπούλια κάποιου ξεσάλωσαν
στη γειτονιά & ο πατέρας μου τα καλεί
μ’ ένα σφυριχτό τραγούδι, το απαλό χτύπημα της καρδιάς του. Στο σπασμένο από τα φύλλα φως, θαυμάζει τη μοναχική πτήση ενός γερακιού
μέσα στο κενό, το φτερωτό του στήθος
μία κίμπλα. Δεν μπορεί να βρει τα ίχνη του.
Θέλει ακόμα να ανήκει, ακόμα και μετά την φυγή.
Πώς μπορεί ένας Μπάμπα να ξέρει πότε να παραμείνει & πότε να ξεμπλέξει τη φωλιά;
Μεγάλωσε μέσα στο αρχαίο ζαϊτούν όλη του την παιδική ηλικία
& δες πώς χύνεται
το λάδι τους πάνω στα μπράτσα του
σαν χωροκατακτητικά είδη. Ραμφίζω για κάτι θυγατρικό,
κάτι που δεν θα θρυμματίσει
τα δόντια του, δεν θα αφήσει κουκούτσια
στα παπούτσια του. Ποθώ να κρεμάσω την πατρίδα μου
στον τοίχο, να τη φάω σαν ένα ράμφος που σφυρηλατεί έναν φλοιό, μια βίαιη πείνα. Κάποιον να με κατευθύνει σε ένα χάρτη, να σηκώσει το δάχτυλο
& να πει, εδώ είναι. Ο Ντάρβις έγραψε, οι λέξεις είναι μια πατρίδα. Οπότε φέρνω τον πατέρα μου να ακούσει ένα λευκό καθηγητή να περιγράφει
το χωριό από όπου έρχεται η οικογένειά του,
για να νιώσει λιγότερο μόνος. Είναι καταπληκτικό, λέξεις που θα τύλιγα
σε συσκευασία δώρου, που θα τοποθετούσα μπροστά στο χαλί όπου προσεύχεται η μητέρα του.
Όμως κάπου βουκολικά, ένας ξάδερφος σκάβει, με ρουμπινένιο λαιμό, ψάχνοντας
για το πόδι του. Η γειτόνισσα, χόρτα στο στόμα της, φτύνοντας ταΐζει το μωρό της. Ίσως είναι το πώς λέει ο άντρας χώμα, ο τρόπος που χρησιμοποιεί το άλικο
για να επικαλεστεί τα σπίτια μας χτισμένα από λασπότουβλα.
Ή μήπως το πώς συγκρίνει το φεγγάρι
που αντανακλάται στην ομίχλη του βουνού με τη φωτιά. Η Αμερική του πατέρα μου έχει πιο πυκνή ομίχλη
απ’ ό τι εκείνα τα υεμένικα δάση. Η Αμερική του πατέρα μου έχει ένα παράθυρο με τζάμια
όπου βλέπει κάποιον σαν αυτόν,
πετάει προς τα εμπρός πολύ γρήγορα, παθαίνοντας διάσειση
& έχοντας εγκλωβιστεί στον δυνατό άνεμο.
Δαγκώνω κουκούτσια ελιάς για να νιώσω το μισεμό του πατέρα μου.
Τα ρίχνω σε νερόλακκους
όπως ο Δίας ρίχνει τα αστροπελέκια του από ορχιδέες, λαμπαδίζοντας τον ουρανό.
Υπάρχει ένα αρπακτικό που μαζεύει γούνα αλεπούς στο ράμφος του κρατούμενο από τον ουρανό σαν μεγάλα, φασματικά
χέρια. Ποιος αποφασίζει να επεκταθεί
μέσα στο κωφό κενό, πέραν του πράγματος
που δίνεται ολοκληρωτικά; Υπάρχει μια υποταγή στο πέταγμα, στον άνεμο
που τον μαζεύει, απλωμένα φτερά
& ικετεύοντας τον ουρανό να παραχωρήσει
μόνο ένα όγδοο της φυλής του για να αποκαλέσει δική του.
[Σ.τ.Μ. Κίμπλα ονομάζεται η κατεύθυνση προς την Κάαμπα στη Μέκκα, ενώ Ζαϊτούν λέγεται γειτονιά στη Γάζα.]
Όταν λευκά αγόρια ζητάν να δούνε την κοτσίδα μου
Η κοτσίδα μου δεν δέχεται επισκέπτες αυτή τη στιγμή.
Η κοτσίδα μου χρησιμοποιήθηκε ως σημαία στο φεγγάρι.
Η κοτσίδα μου χορεύει χορό της κοιλιάς πάνω στο τραπέζι μιας θείας.
Η κοτσίδα μου έπεσε από μεγάλο ύψος στο όρος Έβερεστ προσπαθώντας να βγάλει μια σέλφι.
Η κοτσίδα μου τα χώνει σε ένα κλιμάκιο ελέγχου όταν μπούκαρε στο αγαπημένο της ντέλι, συλλαμβάνοντας τους γείτονές της.
Η κοτσίδα μου είναι δεύτερη ξαδέρφη της Μέδουσας, οι τούφες της έρποντας στον λαιμό σου. Απότρεψε το βλέμμα σου για το δικό σου καλό.
Η κοτσίδα μου αιχμαλωτίστηκε στην άγρια φύση του εξωτικού Μανού και μπήκε σε κλουβί σε ένα γεμάτο κόσμο τσίρκο.
Η κοτσίδα μου κρύβεται κάτω από ένα γραφείο, προσπαθώντας να θυμηθεί τις ασκήσεις, με σελίδες μαθηματικών να πέφτουν σε λευκή βροχή.
Η κοτσίδα μου δραπέτευσε από έναν προκανονισμένο γάμο για να σαλπάρει στην Ερυθρά Θάλασσα με ένα τσούρμο ευρύστερνων πειρατών. Είναι απασχολημένη πολεμώντας θαλασσινούς ληστές και προσπαθώντας να μη χαθεί.
Η κοτσίδα μου είναι υπό πολιορκία στην Υεμένη, το σπίτι της βομβαρδισμένο πρόσφατα, τα παιδιά της θαμμένα στα συντρίμμια. Δεν είμαι εντελώς σίγουρη ότι θα βγει ζωντανή.
Η κοτσίδα μου έχει απαχθεί από εξωγήινους. Φήμες λένε πως την υφάνανε σε αστέρι. Ίσως αυτή είναι εκεί, που σου κλείνει το μάτι.
Η κοτσίδα μου κατασπαράχθηκε σε ένα σαφάρι στην Τανζανία. Βρήκα κάποιες μπούκλες που απέμειναν σφηνωμένες στα δόντια ενός καρακάλ.
Η κοτσίδα μου εισχώρησε σε μια φυλή Βεδουίνων με βαθιές ρίζες. Χαίρεται να ταΐζει νομαδικές καμήλες από την παλάμη της, έγινε η τρίτη σύζυγος του σεΐχη και τραγουδά αρχαία ποίηση στις φωτιές των καταυλισμών. Είναι ευτυχισμένη. Δεν νομίζω ότι θα γυρίσει.
Και ξαφνικά, σκέφτεσαι τα σώματά τους
Σε ένα πάρτι σε ταράτσα, χορεύεις δίπλα σε κάθε άκρη.
Κάποιος ρίχνει ένα δαχτυλίδι στο ποτήρι, στο κεφάλι σου
ο ήχος μιας χρησιμοποιημένης σφαίρας, ακόμα καυτής, και ξαφνικά
η ταράτσα καλύπτεται από συρματοπλέγματα, τυφεκιοφόρους,
και σκέφτεσαι περί ανταρσίας, όπλα ΜΚ-47,
δυο πόλεις η καθεμία με τα νύχια στο γδαρμένο λαιμό της άλλης
ενώ αγόρια προσπαθούν να κρατήσουν τους γοφούς σου,
συνεχίζοντας να χορεύεις. Ο πόλεμος είναι στους γοφούς σου.
Στα χέρια σου. Τον φοράς παντού πάνω σου. Τυλίγεις
τα μαλλιά σου μέσα του. Τον μαδάς από τα φρύδια σου.
Η ταράτσα είναι μεγάλη και γεμάτη φροντίδα, πνιγμένη από βροχή
ή μερικές φορές αρωματισμένη, και ούτε μια φορά δεν
σκέφτεσαι να φοβηθείς τι θα μπορούσε να τοξεύσει ένα σύννεφο
και να το σκοτώσει. Τρως καυτερά σούσι, κατσικίσιο τυρί
με ροζ πιπέρι και ο πόλεμος διεισδύει μέσα σου. Ατενίζεις
τη Νεκρή Φύση με Άνθη και Καρπούς
και το ξέφωτο με τους ροδώνες ουρλιάζει
πόλεμο. Εδώ με ένα γιατρό και τη λεχώνα
θεία σου που δεν έχει μάθει αγγλικά ακόμα, μονάχα μιλάει
εν καιρώ πολέμου. Φίλοι στο Γκρίνσμπορο περνάνε αυτόφωρο
από βαριεστημένους αστυνομικούς, τρώνε ξύλο δίχως λόγο,
και αυτές οι γροθιές κουβαλάνε πόλεμο. Σε μια συνέντευξη για δουλειά,
σμιλεύεις τον εαυτό σου σε ένα γνωστό-σε-λευκούς σχήμα
και αυτή η μετονομασία είναι κάποιου είδους πόλεμος.
Βγάζεις φωτογραφία διαβατηρίου, σου λένε να χαμογελάς
χωρίς δόντια, το φλας ένας αστραφτερός πόλεμος.
Είσαι στην άλλη πλευρά του ελέους
με τα λιβάδια σου και χυμένο χνούδι,
με νύχτες κρεμώδεις από σωτήρες.
Εδώ όλοι ξεκουράζονται σε ταράτσες αποφοίτων
με τραγούδια, ατενίζοντας έναν ουρανό που δεν
θα τους ματώσει. Στην παραλία, είσαι θαμμένη
ώς τον λαιμό, ασκούμενη ως νεκρή, άνετη στον
επιλεγμένο σου τάφο, γλάροι φτερουγίζοντας παντού,
τα κύματα σκάζοντας πιο κοντά, και ξαφνικά σκέφτεσαι
ένα ρυπαρό κορίτσι της ερήμου που έβαζε μικρές πέτρες
στο μαντίλι της, κουνώντας το μπρος πίσω,
λέγοντας, Αυτός πρέπει να είναι ο ήχος της θάλασσας.