Από τη θέση οδηγού λεωφορείου
προήχθηκα σε δήμιο (καλύτερα λεφτά).
Έκανα τρεις δεκάδες εκτελέσεις
μονάχος μου κι υπερδιπλάσιες άλλες
ωσάν μαθητευόμενος βοηθός.
Είναι κι αυτό δουλειά. Ομολογώ
συνέβαλα μ’ επαγγελματισμό,
κύριος πάντα (παπιγιόν, γιλέκο),
στην ομαλή διεκπεραίωσή της.
Αυτά δεν θα τα γράψει η ιστορία,
ούτε πως κόχεψα εννιά στην Κύπρο φουρκισμένους
να έχουν το σκυλάκι τους στο πλάι
(επίτευγμα επιτύμβιας μαρμαροπλεκτικής
καθώς στον ίσκιο της θηλιάς τελούσα
επακριβή καταγραφή εκπνοής.
Τρία ποιήματα περί θανάτου
Ημερολόγιο εργασίας Βρετανού δήμιου με παπιγιόν
Το ποίημα αναφέρεται στον Χάρι Άλεν, Άγγλο δήμιο των εννέα αγωνιστών που απαγχονίστηκαν στις κεντρικές φυλακές Λευκωσίας στη διάρκεια του κυπριακού απελευθερωτικού αγώνα 1955-59. Όπως έλεγε ο ίδιος, ένιωθε άνετα με τη δουλειά του. Φορούσε πάντα κατά την εκτέλεση γιλέκο και παπιγιόν. Σε κατάλογο που κρατούσε κατέγραφε πόσα δευτερόλεπτα χρειάστηκε καθένας ήρωας μέχρι να ξεψυχήσει.
Στ. 12-13 το σκυλάκι τους… μαρμαροπλεκτικής: Δες επιτύμβια στήλη από τον Ορχομενό Βοιωτίας (εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών) που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Αλξήνωρ από τη Νάξο γύρω στο 500 π.Χ. Το περίτεχνο ανάγλυφο αποτελεί έναν ύμνο στη ζωή καθώς απεικονίζει τον νεκρό να παίζει με το σκυλί του.
Αλόγων θρήνος
Η γλωσσική συνείδησή τους δεν επέτρεπε,
στου Αχιλλέα τ’ άλογα, αισθήματα να εκθέτουν –
απέκρυβαν το δάκρυ ακόμα κι απ’ τα μάτια τους.
Το είδε όμως γέρων ποιητής
και το μαρτύρησε στους ραψωδούς του
που παρευθύς αδράξανε την ευκαιρία
και το σκορπίσανε στην Ολυμπία και πέρα.
Τέτοια κατάντημα! Να δακρυχέουν τα άλογα,
παράλογα να εκτίθεται η θεϊκή τους φύση!
Και τι να πεις, τι να πρωτοθρηνήσεις;
Καλπάζουσα και των τυφλών ποιητών εδώ η ευθύνη:
Καμιά δεν τους τρομάζει αθανασία﮲
όλα τα σφάζουν, όλα τα πουλούν
κι επί ματαίω πασκίζουν
ανθρώπινα τ’ αθάνατα να καταστήσουν.
*Δες Ιλιάδα, Ρ426-428, όπου ο θρήνος των αλόγων του Αχιλλέα για τον χαμό του Πατρόκλου από το χέρι του Έκτορα.
T’ Αϊ-Γιαννιού
T’ Άι-Γιαννιού ανήμερα, πήγα να δω τον φίλο μου τον Γιάννη.
Είχε πεθάνει πριν από δυο χρόνια, όμως εγώ πολύ τον
νοσταλγούσα για κείνες τις κουβέντες μας γύρω απ’ την
ποίηση κι άλλα πολλά ζωικά. Φτάνω στο κοιμητήριο και τονε
βλέπω να κάθεται στον τάφο του και να καπνίζει. «Τι κάνεις,
Γιάννη; Ακόμη και νεκρός δεν μπόρεσες να κόψεις το τσιγάρο;»
Εκείνος χαμογέλασε: «Κακή συνήθεια, φίλε, και τώρα πια ειν΄
αργά ν’ αλλάξουμε γραμμή. Δες και τον Περικλή και τον
Αλέξανδρο, ας μη αναφέρουμε τον Ευριπίδη και τον Έκτορα,
την Πηνελόπη και τον Θουκυδίδη, που η καύτρα του τσιγάρου
τους είναι παλιά ιστορία. Μα τι τα θες, ο βίος βραχύς – του
κόσμου οι καημοί δεν έχουν τελειωμό (Παπαδιαμάντης). Καλά
να είμαστε, καλά περνάμε κι έτσι, κάνει κακό στα στήθια να
παραπονιόμαστε. Κάτσε να σε κεράσω έναν καφέ, αν έχεις
χρόνο βέβαια…» «Σώπα, βρε Γιάννη, που έχεις και καφέ! Και μη
μου πεις πως είναι και καβουρδισμένος!» «Είναι! δεν σ’ το ’παν
τα πουλιά καθώς ερχόσουν; Και μην κοιτάς αυτά στα
κυπαρίσσια﮲ δεν φαίνονται αξιόπιστα, τρεκλίζουνε στο
πέταγμα. Κι αν θες την άποψή μου, η ποίηση είναι, καθώς το
λέει ο Άδης, εγερσίνεκρη – τσιγάρο δρόμος ώσμε την
ανάσταση. Η ποίηση, φίλε, θέλει καλοπέραση, τροφή πρώτης
γραμμής, γεύση θανάτου… Με συγχωρείς, ξεχάστηκα ο λωλός!
Με καρτερούν ο Δάντης κι ο Βεργίλιος έξω απ’ εδώ, πιο κείθε
απ’ τον μαντρότοιχο. Τρέχω, μη φύγεις, θα γυρίσω στο λεπτό».
Περνούν δυο χρόνια και δε γύρισε ο πανάθλιος.