Όταν, μετά από τόσα χρόνια, στάθηκα μπροστά στο ερειπωμένο σπίτι του θείου Mατέι, οδός Zορζ Ενέσκου, κοντά στον φούρνο του Λοτρεάνου, η λυσίκομος κόρη του συχωρεμένου φούρναρη με πληροφόρησε πως ο θείος ήταν στο νοσοκομείο, μπορεί να τον προλάβαινα αν δεν επέμενα να πάω με τα πόδια, όπως με συμβούλευε τότε ο πατέρας της και εκείνη ήταν παιδούλα. Τον πρόλαβα τον θείο στον μεγάλο θάλαμο των ετοιμοθάνατων. Κάθισα σε ένα σκαμνί κοντά στο προσκέφαλό του και τον ρώτησα: “Με βλέπεις, θείε;” Μου έσφιξε το χέρι, χαμογελούσε, πολύ θα ήθελε να καπνίσει, αλλά είχε το κουράγιο να μου πει, χωρίς τσιγάρο στο χέρι, εκείνα που δεν μου είχε πει νωρίτερα, επειδή περίμενε να μεγαλώσω, να ασπρίσουν μια στάλα τα μαλλιά μου, τα δικά του είχαν μακρύνει τόσον καιρό κατάκοιτος. Ανασηκώθηκε λίγο, μου έκανε νόημα να σκύψω, τώρα είναι η ώρα, μουρμούρισε, να σου πω ποιος ήταν ο ψηλός μπροστά μου εκεί που είχε έρθει ο Μέγας Ναπολέων στο Ιάσιο. Εκείνος ο ψηλός λοιπόν ήταν ο Στάλιν. Τότε, δεν μου είχε αποκαλύψει την ταυτότητά του, αλλά μια μέρα με πήρε στο τηλέφωνο. “Σύντροφος Στάλιν εδώ”, μου είπε. Εγώ έπινα τον καφέ μου εκείνη τη στιγμή, είχα ανάψει το τσιγάρο μου, έρριξα μια ματιά στο ρολόι του σπιτιού, ήταν πρωί ακόμα. Καλημέρα, σύντροφε Στάλιν, απάντησα, από την κουβέντα κατάλαβα πως ήθελε να συναντηθούμε, κάτι ήθελε να μου πει για την προκοπή της επανάστασης, όπως το είχαμε συμφωνήσει τότε στο Ιάσιο, δεν γινόταν να μου το πει στο τηλέφωνο. Έσβησα το τσιγάρο μου και του είπα πως θα πήγαινα στο ξενοδοχείο του, ήξερα πως ταξίδευε με ελληνικό διαβατήριο και με όνομα Παπαδόπουλος, καλό θα ήταν να καθόταν στο σαλονάκι του ισογείου και να κοιτάζει στο δρόμο, εγώ θα περνούσα και θα του έκανα νόημα να βγει. Αυτό συμφωνήσαμε. Ήξερα ποιο ήταν το ζήτημα: ο Ναπολέων δεν είχε πέραση πια, είχε προσκυνήσει τον καπιταλισμό και την εκμετάλλευση, ήταν ένας οπορτουνιστής που δεν επρόκειτο να κάνει την αυτοκριτική του και να ενταχθεί στην επανάσταση. Καταλαβαίνεις πως εγώ ήμουν διαβασμένος σε τέτοια, ήμουν όλη μου τη ζωή με την επανάσταση. Θα μου τηλεφωνούσε λοιπόν ο σύντροφος Στάλιν για τις λεπτομέρειες της συνάντησής μας, δεν υπήρχε λόγος για μεταμφίεση. Ποιος τον ήξερε εξάλλου μετά από τόσα χρόνια για να τον αναγνωρίσει; Ίσως να ξύριζε το μουστάκι του για καλό και για κακό. Ίσως να περπατούσε σκυφτός για να μη φαινόταν τόσο ψηλός.
Για σκέψου όμως. Για σκέψου τι έγινε. Δεν είχε προλάβει να ξημερώσει, δεν είχα προλάβει να ανάψω τσιγάρο και η είδηση κυκλοφόρησε πως ο σύντροφος Στάλιν είχε πεθάνει. Για σκέψου: χτες ήταν καλά και σήμερα είχε πεθάνει. Και να ξέρεις πως δεν έπασχε από τίποτα. Ένα κομμάτι ατσάλι ήταν ολάκερος, αλλά και το ατσάλι έρχεται η ώρα του που σπάει. Και όταν σπάσει το ατσάλι δεν κολλάει πια. Το πραγματικό ατσάλι μπορείς να το ξαναχύσεις και να το ξαναπλάσεις, αλλά το ατσάλι του ανθρώπου δεν ξαναχύνεται και δεν ξαναπλάθεται. Ένας ήταν ο Στάλιν και άλλος δεν πρόκειται να υπάρξει. Και τώρα μπορούμε να καταλάβουμε την αξία του: πατέρας ήταν και αδελφός και συγγενής και φίλος, αλλά, όπως βλέπεις, ο Θεός είναι άδικος: αφήνει να ζει κάθε άχρηστος, κάθε χούφταλο, κάθε απόπιμα και κατακάθι, ενώ του έφταιγε ο σύντροφος Στάλιν, που έπρεπε να κόβει μέρες ο Θεός από αυτούς όλους του τιποτένιους και να του δίνει χρόνια, του έφταιγε ο σύντροφος Στάλιν και τον πήρε στο λαιμό του και τον άφησε να πεθάνει. “Θα πήγε στον Παράδεισο”, διέκοψα τον θείο. Μη λες τέτοια, με διόρθωσε, η θρησκεία είναι το όπιο των λαών. “Η θεία το έμαθε;” ενδιαφέρθηκα. Δεν της το είπα γιατί εκείνη την ώρα ετοίμαζε τον καφέ μου και θα της κακοφαινόταν αν, λόγω της ταραχής της, δεν τον πετύχαινε. Θα το έμαθε αργότερα, όπως το έμαθε όλος ο κόσμος.
Ο θείος μού έσφιξε το χέρι. Αναστέναξε. «Να έχεις το νου σου στο τηλέφωνο», μουρμούρισε, «έχουν σειρά και άλλοι. Εμείς καλά περάσαμε με τον Μέγα Ναπολέοντα και τον σύντροφο Στάλιν, όπως τα βρήκαμε, έτσι τα υπηρετήσαμε. Εσείς, που έχετε το τηλέφωνο τώρα, να τα βρείτε και να τα υπηρετήσετε". Έκλεισε τα μάτια του. Υποσχέθηκα πως θα τον επισκεπτόμουν την επομένη για να τα ξαναλέγαμε. Την επομένη, το κρεβάτι του θείου ήταν κενό. “Κατέληξε”, μου ανακοίνωσε ο γιατρός, “σωστό ατσάλι, αλλά και το ατσάλι σπάει”.
Lucian Dan Teodorovici, Matei Brunul, εκδ. Polirom 2011, σσ. 234-235.
Μετάφραση Mihai Lotreanu, επιμέλεια Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής.