Της έλεγε, «Λούνα Παρκ είναι εδώ, δεν είναι κλουβί».
Στην αίθουσα τέχνης Die Brüder, πήρε μαζί του το σημειωματάριο, εκείνο στο οποίο είχε γράψει, στις 7 Δεκεμβρίου του 2011, δώδεκα χρόνια και τριάντα πέντες ημέρες πριν από τα εγκαίνια της έκθεσης ΕΙΚΟΝΟΛΟΓΙΑ στις 12 Ιανουαρίου του 2023, ημέρα Πέμπτη: «Αυτοβιολογία: όχι περιγραφή περιστατικών τόσο, όσο οι κυτταρικές/βιολογικές επιπτώσεις τους», διότι είχε συνειδητοποιήσει ότι το βλέμμα Της διαπέρασε το είναι του, τον οργανισμό του, όλο του το σύστημα — μια φαινομενικά άδολη, αθώα, άκακη, αβλαβής, στιγμή, αλλά ο νους του (χωρίς να ταραχθεί κανείς από τους συνδαιτυμόνες και συμπότες στο μεζεδοπωλείο της οδού Φειδίου) περιέπεσε σε περιδίνηση, ένα τρελό σπινάρισμα των εγκεφαλικών κυττάρων, ανατινάχθηκε μπορείς να πεις (έστω ανεπαισθήτως) όπως εκείνη η έπαυλη στο Zabriskie Point —φλοράλ ενδύματα και καλύμματα, καναπέδες και υποπόδια, τηλεοπτικές συσκευές και καλωδιώσεις, ένα ψυγείο, φιάλες σαμπάνιας κι ένα κουτί Kelloggs, εφημερίδες και βιβλία, όλα τινάζονται στον αέρα υπό τους ήχους του “Come in Number 51, Your Time Is Up” των Pink Floyd—, αλλά και όπως η κεφαλή του Μικ Τζάγκερ στο φιλμ (και τι φιλμ!) Performance του Νίκολας Ρεγκ —σημειωτέρον η δεύτερη, μετά το εξώφυλλο του Sgt Pepper's Lonely Hearts Club Band, pop μνεία/αναφορά, στον Δάσκαλο των Δασκάλων μας, τον απαράμιλλο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, αν και, όπως όλοι ξέρουμε, τελικά μόνο στην πρώτη εκδοχή του εξωφύλλου υπήρχε ο Μπόρχες, ο οποίος αντικαταστάθηκε (Θεέ και Κύριε!) από τον Τζόνι Βαϊσμίλερ, και είναι πλέον πλούσιοι οι ελάχιστοι τυχεροί που έχουν το εξώφυλλο της πρώτης εκδοχής—
— όλα έγιναν ένα, και το ένα έγινε όλα, έστω ανεπαισθήτως, και οπωσδήποτε δίχως εκείνος να το συνειδητοποιήσει επαρκώς, στοιβάχθηκαν τα πάντα και, σχεδόν ταυτοχρόνως, ή σε κλάσματα δευτερολέπτου έστω, ανατινάχθηκαν ανεξέλεγκτα τα εν λόγω πάντα, εκτοξεύθηκαν προς ποικίλες κατευθύνσεις, μνήμες από την παιδική και εφηβική του ηλικία, το τρίκυκλο γαλάζιο ποδηλατάκι, το ποίημα που είχε γράψει τον Απρίλιο του 1976 και δημοσιεύτηκε στις κίτρινες νεανικές σελίδες του εβδομαδιαίου περιοδικού «Ταχυδρόμος», σημειώματα με μαγνητάκια στο ψυγείου της οδού Καλλισπέρη, η άσπρη μαρμάρινη γλαύκα, τα δύο κόκκινα τετράδια σπιράλ με κείμενά του και εικόνες κομμένες από έντυπα του 1981, τα πρώτα του γυαλιά μυωπίας (1972) με σκελετό ταρταρούγα, γνήσια τότε, ο στίχος του Εγγονόπουλου «θαν την τσακίσω εγώ τη νοσταλγία σου», η θέα στον Παγασητικό από τη Μακρινίτσα (1975), η επίπεδη πάλλευκη κοιλιά και ο απαστράπτοντος κάλλους ομφαλός της τραγουδίστριας Βίκυ Λ., που τραγουδούσε με κρυστάλλινη φωνή, ψαράδικο παντελόνι, και πουκάμισο δεμένο λίγο πιο κάτω από το στήθος της σε ένα θέρετρο και τον είχε ξεχωρίσει από τα άλλα παιδάκια και τον είχε πάρει στην αγκαλιά της ενόσω ερμήνευε το “A Taste of Honey’’ (1967), τα χρόνια στη Γερμανία και η μελέτη του Εγέλου, η μουρλαμάρα των Beatles (I am the egg man / They are the egg men / I am the walrus / Goo goo g’joob) και η συγκροτημένη παράκρουση των Can και του Μάλκολμ Μούνεϊ στο “Yoo Doo Right”, όλα στοιβάδες, κράματα, μάγματα, συμπαγή αρχικά, τιναγμένα στο χάος κατόπιν, σχεδόν μεμιάς, πάραυτα, κομμάτια θρύψαλα θραύσματα, μια ψυχεδελική έκρηξη, κάτι σαν σχάση (σχέση/σχάση, θυμάσαι;) που τώρα, δώδεκα χρόνια μετά την Πρώτη Στιγμή, και αναμένοντας την ημέρα των γενεθλίων της, φροντίζει να περισυλλέξει και να ανασυναρμολογήσει επιμελώς, επιμελέστατα, να τα ανασυνθέσει δημιουργικά και ψυχωφελώς (τι δουλειά!), κάτι που απαιτεί τεταμένη προσοχή, απαιτεί λεπιδοπτερολόγου επιμονή και μέριμνα, απαιτεί να συνδυαστεί το πάθος του επιστήμονα με την ακρίβεια του καλλιτέχνη, απαιτεί σταχανοβίτικη εργατικότητα, τίποτα να μη χαθεί, να γυρίσει πίσω αλλά και να εμπιστευτεί τον μηχανισμό της μνημοσύνης (Speak, Memory!), να περιπλανηθεί ψύχραιμα σε λαβυρίνθους εκείνου του εμπρηστικού άλλοτε, του τότες που, ναι, πάντα εκείνου του Τότες Που, για να βρει και να ασπαστεί το εμπρηστικό τώρα, το νυν, το σήμερα, να ετοιμάσει άλλον έναν καφέ, να στρωθεί και πάλι με μολύβι και χαρτί για την καταγραφή/απογραφή που ζητούν εκείνα τα θραύσματα θραυσμάτων, όλο το ψηφιδωτό του έρωτα και της αγάπης να το φιλοτεχνήσει φιλόπονα, να σημειώσει ότι έμελλε να Της λέει, ξανά και ξανά, «Λούνα Παρκ είναι εδώ, δεν είναι κλουβί» —
— και αναθυμιέται εκείνον τον επιτοίχιο φελλό με τα καρφιστωμένα χειρόγραφα και τις καρφιτσωμένες φωτογραφίες και τους καρφιτσωμένους σελιδοδείκτες στο σπίτι του επιστήθιου φίλου του, του συγγραφέα ΓΙΜ, που λειτουργούσε πάντα, ο εν λόγω φελλός, ως υπόμνηση και παραίνεση, ένα είδος γέφυρας με το παρελθόν και ώθησης να γράφει στο παρόν ο ΓΙΜ, όπως ακριβώς (τηρουμένων όλων των αναλογιών και της σεμνότητας) και ο φελλός που είχε στην κουζίνα του ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, και έβλεπε κανείς στον φελλό του ΓΙΜ τον φιλόσοφο Στέφανο Ροζάνη και τον Διονύσιο Σολωμό, παλιά εισιτήρια από θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες, κάποιες ιδέες για μελλοντικά προς συγγραφήν βιβλία, την εικαστικό φίλη του Καταρζίνα Μπαχ από το Τορούν της Πολωνίας να κρατάει μια ροζ τσάντα με τυπωμένη τη φράση fuck the police, τον Ντίλαν και τον Γκοντάρ, την Κάρτα Μέλους στη Λέσχη του Δίσκου, τη φράση (τίτλος βιβλίου του Ελιάρ, βεβαίως) Le Dur Désir de Durer, και σκόρπιες φράσεις στα γερμανικά από το Bis daß der Tag euch scheidet oder Eine Frage des Lichts: Ein Monolog, του Πέτερ Χάντκε, ένα κείμενο «δικό του», ένα κείμενο που ο ήρωάς μας, και όχι ο ΓΙΜ, το διάβαζε στο Βερολίνο, το 2009, στα γερμανικά, εν συνεχεία στα αγγλικά, με την αφιέρωση For S, το 2017, και τώρα, ακούγοντας απανωτές φορές το Rituels de guérison / Τελετουργίες Ίασης, της Ναϊσάμ Τζαλάλ, το μεταφράζει ο ίδιος, με την σύμπραξη του ΓΙΜ, στα ελληνικά, ή μάλλον, για να είμαστε πιο ακριβείς, επανεπεξεργάζεται, πάντα με την σύμπραξη του ΓΙΜ, τη μετάφραση αποσπασμάτων που είχε γυρίσει στη γλώσσα του προ έξι ετών, προκειμένου να τα μετατρέψει σε ιδιοφυή περφόρμανς ο κοινός τους φίλος, ο Φίλιππος Τσιτσόπουλος στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, και, βέβαια, συμπράττοντας, όπως ειπώθηκε, με τον ΓΙΜ, συμπληρώνει το πόνημα με τα αποσπάσματα που είχαν μείνει αμετράφραστα, ούτως ώστε να δωρίσει το όλον σ᾽ Εκείνη, καθόσον πρόκειται για τη δική τους αυτοβιολογία, για τη δική τους ιστορία, για τη δική τους περιπέτεια· βουαλά: «Μονάχα σαν λυτρωτής μπορείς να είσαι ο άντρας με τα λάβαρα. Λεωφορείο. Νύχτα. Να βαδίζω με το κεφάλι μου στον ώμο ενός αγνώστου. Ή μήπως ήταν πριν αυτό; Όχι, ούτε πριν ούτε μετά. Το χορτάρι πίσω από την εκκλησιά. Άλλαξε θέση η καρδιά μου, και το σχόλιό σου, ῾῾Στα αραβικά το αλλάζω θέση και η λέξη καρδιά έχουν την ίδια ρίζα᾽᾽. Ακόμα πιο αλλόκοτο. Τόσο αλλόκοτο που είναι το να αφήνομαι στη φροντίδα σου. Και, στα λάβαρα εκεί, στο πλεούμενο εκεί, στο λεωφορείο ήμασταν αθάνατοι, είμαστε και τώρα αθάνατοι. Όχι, δεν ήμασταν εμείς οι αθάνατοι, αυτό που ήταν αθάνατο ήταν το ότι ήμασταν ξαπλωμένοι εκεί, το ότι υπήρξαμε εκεί, πλαγιάσαμε εκεί», αλλά και: «Κι έτσι, μείναμε μαζί, αχώριστοι. Τότε, στο πλεούμενο, τελικά το έκανες, μου πρόσφερες το μερίδιό μου στη νύχτα, μου πρόσφερες το κέντρο μου. Ώσπου ο θάνατος να μας χωρίσει; Όχι, ώσπου η μέρα να μας χωρίσει. Μα η μέρα που θα μας χωρίσει δεν θα έρθει, ποτέ. Ποτέ μέρα δεν θ᾽ ανατείλει εντός μου κι ανάμεσά μας. Με το να μ᾽ αφήσεις μες στη νύχτα τη σκοτεινή μου, έγινες ο άντρας ο καλός για μένα, την γυναίκα την άγνωστη, όπως σ᾽ ένα γουέστερν είπε μια γυναίκα, ῾῾Ένας καλός άντρας με πήρε γυναίκα του, κι είμαι περήφανη γι᾽ αυτό᾽᾽» —