Απεταξάμην ...

1961, στη Βόλβη για αγριόπαπιες
1961, στη Βόλβη για αγριόπαπιες


Δε θυμάμαι τίποτε από τη βάπτισή μου. Κανένας δε θυμάται τίποτε απ’ όλη αυτήν τη διαδικασία, που είναι κάπως θρίλερ για ένα πλασματάκι που μετριέται σε μήνες, ακόμα κι αν έχει υπερβεί το χρόνο. Πολύς κόσμος, δυνατά γέλια, περίεργοι άνθρωποι με ράσα και γένια, λιβάνι, νερά, λάδια και ακατάληπτες λέξεις όπως ... απεταξάμην ! Το πλασματάκι όμως μεγαλώνει και τότε αρχίζουν τα πραγματικά θρίλερ.

Η βάπτιση είναι πολύ ιδιόρρυθμο μυστήριο – κυριολεξία και μεταφορά. Βαπτίζεσαι σε ηλικία που δεν έχεις κρίση, ούτε λόγο και παρεπόμενα δεν σε ρωτάνε. Γι’ αυτό μάλλον προβλέπεται σ’ αυτό το «σκηνικό» ο ρόλος του νονού, σαν πνευματικού πατέρα, που αναλαμβάνει την ευθύνη όσων θα ακολουθήσουν … μυστηριωδώς.

Το νονό μου πάντως τον θυμάμαι πολύ καλά, όχι βέβαια από τις φάσεις τής βάπτισης, αλλά επειδή στα χρόνια που ακολούθησαν γίναμε φίλοι και, παρά τη διαφορά ηλικίας, κάναμε πολλά πράματα μαζί, καλά και «κακά». Ωστόσο, δεν αναφερθήκαμε ποτέ στο μυστήριο που μας συνέδεσε. Ήταν υποδιευθυντής στη Θεσσαλονίκη των ΣΕΚ ( που αργότερα μεταλλάχτηκε σε ΟΣΕ ). Γοητευτικός άνδρας, ιδιαίτερα κομψός, γυναικάς και μανιώδης κυνηγός.

Όταν ενηλικιώθηκα μου χάρισε ένα δίκαννο Saint Etienne, που κυριολεκτικά άστραφτε και βροντούσε. Κι ένα ζευγάρι κιάλια Zeiss. Για πέρδικες πηγαίναμε στου Φιλώτα της Πτολεμαϊδας, για λαγούς στον Χολομώντα, και από καμιά φορά, πιο πρόχειρα και γρήγορα, πεταγόμασταν απόγεμα — λίγο πριν τη δύση, στον ποταμό Γαλλικό για τρυγόνια. Εκεί, ένα σούρουπο, αφού περιμέναμε πάνω από μια ώρα άπρακτοι, κρυμμένοι στις λεύκες, σίμωσε επιτέλους ένα σμήνος για να κουρνιάσει… Προτού καλά-καλά τ’ αντιληφθώ, έριξε ο νονός δυο απανωτές και πέτυχε επτά-οκτώ μαζεμένα. Το ένα έπεσε μπροστά μου, πάνω στους θάμνους. Παρ’ το μου φώναξε κι άρχισα να παραμερίζω τα κλαδιά. Κύλισε κυριολεκτικά μες στη χούφτα μου, ζεστό. Σπαρτάρισε λίγα δευτερόλεπτα κι έγειρε το κεφάλι. Ήταν η πρώτη συναίσθηση πως η ζωή φεύγει μέσα απ’ τα χέρια σου. Δεν ξαναπήγα κυνήγι. Προφασιζόμουνα όλο κάποια δικαιολογία, ώσπου έπαψε να το προτείνει. Εξακολουθήσαμε όμως να βγαίνουμε μαζί αρκετά συχνά, σε κινηματογράφους, σε ζαχαροπλαστεία, σε μερικά κέντρα διασκεδάσεως, κάτι καμπαρέ που είχε τότε στην Μητροπόλεως.

Τελευταία φορά που τον είδα είχαμε ραντεβού στου Φλόκα. Σε δυο μέρες έφευγα για τον στρατό. Το θυμάμαι πολύ καλά γιατί ήρθε κακόκεφος κι αμίλητος. Ήπιε ένα κονιάκ κι ύστερα μου εξομολογήθηκε πως είχε ταραχτεί πολύ από κάτι που είδε. Φεύγοντας από το γραφείο φώναξε τον λαχειοπώλη της πλατείας να αγοράσει… «…πλησίασε τρεχάτος και χαμογελαστός με το κοντάρι και τα λαχεία του να ανεμίζουν σαν φτερά στον άνεμο. Ξαφνικά σωριάστηκε μπροστά μου, σπαρταρώντας, βγάζοντας απ’ το στόμα του αφρούς... Αυτή την εικόνα δεν μπορώ να τη σβήσω απ’ το μυαλό...», ψιθύριζε βουρκωμένος.

Στην πρώτη έξοδό μου από το ΚΕΝ Κορίνθου, στρατιώτης, έμεινα Αθήνα στο σπίτι ενός… Ιταλού φίλου μου, και τον περίμενα να ’ρθει απ’ τη Θεσσαλονίκη. Εκείνος είχε πάρει 48ωρη και μια ντακότα και πήγε να δει το «αίσθημα». Με το που μπήκε σπίτι κάθισε στο πιάνο. «Τι νέα απ’ την πατρίδα;», ρώτησα ανίδεος… Και ο Tomaso, χωρίς να σταματήσει να παίζει, ούτε καν να με κοιτάξει, με πληροφόρησε πως ο νονός μου είχε αυτοκτονήσει. Πήγε πριν τα χαράματα στο γραφείο του στο Σταθμό... Και την ώρα ακριβώς που ξεκινούσε η ταχεία για Φιλώτα και Πτολεμαϊδα στήριξε το δίκαννο ανάμεσα στα πόδια, έβαλε την κάννη μες στο στόμα και τράβηξε μαζί τις δυο σκανδάλες.

Όταν απολύθηκα και έγινα… καλός πολίτης η μητέρα είχε ήδη εξαφανίσει το Saint Etienne. Μου άφησε ωστόσο τα κιάλια.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: