«Αναπαράσταση» (1970), του Θόδωρου Αγγελόπουλου

«Αναπαράσταση» (1970), του Θόδωρου Αγγελόπουλου



Ξαναβλέποντας, μετά από χρόνια, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, τη συγκλονιστική «Αναπαράσταση», έχω να πω πως πρέπει να θυμόμαστε συχνότερα ότι ποιητές σαν τον Αγγελόπουλο δεν έχει βγάλει πολλούς το σινεμά — το παγκόσμιο, όχι μόνο το ελληνικό.

Όπως λέμε ότι η ποίηση δεν μεταφράζεται, γιατί η λέξη για τον ποιητή δεν είναι απλώς ένα σημαίνον που παραπέμπει σ’ ένα σημαινόμενο (όπως συμβαίνει στην πεζή χρήση του λόγου, ονομάζοντας κάποιο απλό αντικείμενο του κόσμου), αλλά αποτελεί πράγμα η ίδια, πράγμα σύνθετο, μοναδικό και αναντικατάστατο — δεν μπορεί να βρεθεί ακριβές αντίστοιχο για τη λέξη «αγιόκλημα» ή για τη λέξη «δειλινό» ή για τη λέξη «καημός» ή για τη λέξη «μάνα», εντοπίζονται μόνο κατά προσέγγιση τα αντίστοιχα, γιατί αυτές οι λέξεις περισσότερο απ’ το να ονομάζουν καθορισμένες πραγματικότητες, οικείες και αναγνωρίσιμες από κάθε άνθρωπο, σε οποιαδήποτε γωνιά του πλανήτη, αντιστοιχούν σε ιδιαίτερες ψυχικές καταστάσεις ενός συγκεκριμένου λαού και σ’ αυτόν μονάχα το λαό δύνανται να προκαλέσουν μυριάδες συναισθηματικούς αναπαλμούς, πολλαπλασιάζοντας τις αντηχήσεις τους στο άπειρο∙ όπως λέμε ότι κάθε μεγάλο ποιητικό έργο ανήκει πρωτίστως στη γλώσσα που το γέννησε (και τι άλλο είναι η γλώσσα αν όχι η πελώρια δεξαμενή της μνήμης ενός λαού; ), έτσι νομίζω ότι και την «Αναπαράσταση», παρόλο που εκτιμήθηκε δεόντως και θαυμάστηκε όπως της έπρεπε στο εξωτερικό, δεν θα μπορούσε να την αισθανθεί (όχι να την καταλάβει διανοητικά, να την νιώσει) ένας μη Έλληνας. Πρόκειται για ένα έργο τέχνης φτιαγμένο από πράγματα τόσο πολύ δικά μας, τόσο βαθιά ριζωμένα στην ελληνική ιδιαιτερότητα, αίσθηση και εμπειρία του κόσμου, που δεν πιστεύω ότι θα «μιλούσαν» το ίδιο στην ψυχή ενός ξένου, όχι στ’ αλήθεια.

Υπάρχει ένας τρόπος με τον οποίο πέφτει η βροχή στα ορεινά χωριά που δεν ακούγεται το ίδιο πουθενά αλλού∙ είναι γιατί χτυπάει σ’ αυτές τις πέτρες. Ο αέρας που φυσάει αδιάκοπα μεταφέροντας τους ήχους απ’ τις κουδούνες των προβάτων, δεν είναι ο ίδιος αέρας που φυσάει σε άλλα μέρη της γης: είναι ένας αέρας που μετουσιώθηκε, κι από φυσικό φαινόμενο έχει μετατραπεί σε αισθητική ύλη, μεταφυσικό αποτύπωμα και οργανικό μέρος του μεγάλου ελληνικού δράματος -κάτι σαν πανάρχαια μουσική. Αυτά τα χωράφια, αυτά τα χωριά, αυτά τα λιθάρια, αυτά τα ποτάμια κι αυτά τα φαράγγια, αυτά τα γυμνά κλαδιά κι αυτά τα πετρόχτιστα σπίτια που την ακίνητη ψυχή τους συλλαμβάνει ο φακός του Αγγελόπουλου με απαράμιλλο τρόπο, δεν είναι απλώς ντεκόρ μιας ιστορίας, μιας αφήγησης : είναι η ίδια η ιστορία κι η ίδια η αφήγηση.

Ο ξένος θεατής μπορεί απλώς να κατανοήσει την πλοκή που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια του, ενδεχομένως να χειροκροτήσει τις αφηγηματικές καινοτομίες του Αγγελόπουλου, το υποβλητικό σκηνοθετικό του βλέμμα, τα παιχνίδια με τον χρόνο, την τελειότητα με την οποία παντρεύει μυθοπλασία και ντοκιμαντέρ, στήνοντας ένα επαρχιακό θρίλερ/νουάρ που είναι ταυτόχρονα ρεπορτάζ για μια Ελλάδα τσακισμένη, βουλιαγμένη στη φτώχεια, ρημαγμένη από μια Κατοχή, έναν Εμφύλιο κι ένα μεταναστευτικό κύμα που της έχει στραγγίξει το αίμα∙ όλα τα άλλα, όμως, θα του ξεφύγουν, αναπόφευκτα. Ας πούμε, τι θα μπορούσε να του πει η σύντομη σκηνή όπου τρεις φαντάροι πίνουν σε μια ταβέρνα, τραγουδώντας «κοντά στα ξημερώματα, κοντά στα ξημερώματα/ και πριν να βγει ο ήλιος/ Την πόρτα μου εχτύπησε, την πόρτα μου εχτύπησε/ ένας χαμένος φίλος»; Τι θα αισθανόταν βλέποντας αυτούς τους υπεραιωνόβιους γέρους (μ’ αυτά τα μυθικά πρόσωπα τα σαν σκαλισμένα στον βράχο) να κάθονται έξω από τα σπίτια τους λες και τους έχτισαν εκεί μαζί με τα ντουβάρια, όχι σαν να περιμένουν κάτι, ούτε σαν να μην περιμένουν τίποτα, αλλά δείχνοντας να έχουν ξεπεράσει προ πολλού την πλάνη τόσο της ελπίδας όσο και της απελπισίας, να έχουν καταλάβει καλύτερα απ’ τον καθένα ότι ο χρόνος είναι μια ψευδαίσθηση, συνεπώς και το ανώφελο κάθε προσδοκίας, κάθε αναμονής;

Η ποίηση της «Αναπαράστασης» είναι φτιαγμένη με εικόνες και ήχους που χτυπούν κατευθείαν την κεντρική χορδή του ελληνικού Erlebnis (το βασικό βίωμα, η αδιαμεσολάβητη μορφή της εμπειρίας που προβάλει στη συνείδηση ως άμεσο νόημα, σύμφωνα με τη φαινομενολογία του Χούσερλ), και ως εκ τούτου είναι αμετάφραστη.

Ο Αγγελόπουλος στην «Αναπαράσταση» σκηνοθετεί όπως γράφει ποίηση ο Σεφέρης. Είχε πει κάποτε: «Να μιλήσω στην επόμενη ταινία μου πιο απλά. Αλλά η απλότητα είναι κατάκτηση, όχι επιλογή. Ο Σεφέρης έλεγε "Θα 'θελα να μιλήσω πιο απλά, να μου δοθεί αυτή η χάρη"»). Αυτό σημαίνει ότι προσπαθεί, όπως ο μεγάλος ποιητής, να καταλάβει μέσω της τέχνης του την Ελλάδα, να συλλάβει το βαθύτερο δράμα της, το σχεδόν θρησκευτικό μυστήριο της, τον αθόρυβο σπαραγμό της, την Ελλάδα σαν ψιθυριστό παράπονο διαμέσου των αιώνων. Αυτό δεν γίνεται αν δεν βρεθείς στα χωριά, και ο Αγγελόπουλος το έχει δηλώσει: «Την Ελλάδα, την έμαθα σχεδόν χωριό-χωριό κάνοντας ρεπορτάζ για τις ταινίες μου. Μέχρι τότε δεν τη γνώριζα καθόλου. Ήμουν παιδί του άστεως και των καυσαερίων. Ξεκίνησα τα ταξίδια μου στην "μέσα" Ελλάδα με την "Αναπαράσταση", μια ταινία που μιλάει για μια χώρα όπου οι άντρες έχουν φύγει στη Γερμανία και στα ερείπια των χωριών κυκλοφορούσαν μόνο γυναίκες. Πήγα στην Κέρκυρα για να διαβάσω τη δικογραφία. Μετά πήγα στο χωριό όπου είχε γίνει το έγκλημα. Κάθισα στο καφενείο. Οι ντόπιοι που ντρέπονταν γι’ αυτό που είχε συμβεί στο χωριό τους μαζεύτηκαν και με κοίταζαν ακίνητοι. Κατάλαβα ότι έπρεπε να φύγω όσο το δυνατόν γρηγορότερα και να ψάξω άλλο μέρος. Έφτασα απόγευμα και με ψιλόβροχο στη Βίτσα, στα Ζαγόρια. Κανείς στους δρόμους. Μόνο κάτι μαυροφορεμένες γυναίκες χάνονταν σαν οπτασίες μέσα στους τοίχους των σπιτιών που από την υγρασία ήταν κατάμαυροι. Το μαύρο πάνω στο μαύρο. Εκπληκτικό πράγμα. Στο καφενείο, ένας γέρος μόνος του τραγουδούσε – "Μωρή κοντούλα λεϊμονιά, με τα πολλά λεμόνια…" Αυτό το ταξίδι μου στην Ελλάδα συνεχίζεται ακόμα...»

Έχω την αίσθηση, λοιπόν, ότι ο καλύτερος τρόπος να καταλάβεις τη σπουδαία αυτή ταινία, την ατμόσφαιρα, το νόημα και την ουσία της, είναι «διαβάζοντάς» την σε αντιπαραβολή με το παρακάτω απόσπασμα απ’ το αριστουργηματικό «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη:

    Ι´

Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε
τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας.
Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα
γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατεβούμε ν᾿ ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν᾿ αγαπήσουν.

Όποτε πηγαίνουμε να ξεχάσουμε ότι ο κινηματογράφος είναι υπόθεση ιερή, σαν την ποίηση, το έργο του Αγγελόπουλου είναι πάντα εδώ για να μας το θυμίζει.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: