Το παιχνίδι της μαμάς & άλλα κείμενα

Παιδιά

Γεν­νιό­μα­στε μέ­σα σε ένα σύν­νε­φο ευ­φο­ρί­ας κι ανα­μο­νής. Μια ου­ρά αν­θρώ­πων μας πε­ρι­μέ­νει πριν ακό­μα αντι­κρί­σου­με το πρώ­το φως. Μπλε δω­μά­τια, ροζ δω­μά­τια, χα­ρι­τω­μέ­να μι­κρο­σκο­πι­κά πα­που­τσά­κια για τα πρώ­τα μας βή­μα­τα, τα οποία πραγ­μα­το­ποιού­νται μέ­σα σε ένα αό­ρα­το δί­χτυ ασφα­λεί­ας. Ο χρό­νος περ­νά ευ­χά­ρι­στα κι εί­ναι ―τι πε­ρί­ερ­γο― σύμ­μα­χός μας. Δεν εί­μα­στε πια μω­ρά, τρώ­με μό­νοι μας τα κορν φλέικς το πρωί, γε­μί­ζου­με τη σχο­λι­κή τσά­ντα με τα απα­ραί­τη­τα κι εί­ναι αυ­τό το πρώ­το βά­ρος που νιώ­θου­με στις πλά­τες μας. Το φέρ­νου­με εις πέ­ρας με καρ­τε­ρι­κό­τη­τα, κα­μιά φο­ρά και με χα­ρά, για­τί όλοι μας εν­θαρ­ρύ­νουν, το προ­στα­τευ­τι­κό φτε­ρού­γι­σμα της αγά­πης τους μας φυ­σά­ει απα­λά στο μέ­τω­πο κά­θε φο­ρά που δυ­σκο­λευό­μα­στε, ενώ μας υπό­σχο­νται πως όλα θα πά­νε κα­λά, τό­σο κα­λά που δεν χρειά­ζε­ται ν’ ανη­συ­χού­με για τί­πο­τα. Όλο το μέλ­λον εί­ναι δι­κό μας, κά­πο­τε θα γί­νου­με, λέ­νε, με­γά­λοι και τρα­νοί. Αν όχι, πά­λι θα εί­μα­στε σπου­δαί­οι και ξε­χω­ρι­στοί, θα εί­μα­στε πά­ντα τα παι­διά τους. Έτσι περ­νά­ει ο και­ρός αγόγ­γυ­στα μέ­χρι που δια­σχί­ζου­με αθό­ρυ­βα το κα­τώ­φλι της ενή­λι­κης ζω­ής. Δεν ξέ­ρα­με ότι υπήρ­χε τέ­τοιο κα­τώ­φλι, αλ­λά με τον και­ρό και μέ­σα από τις μαρ­τυ­ρί­ες άλ­λων πρώ­ην παι­διών, κα­τα­λα­βαί­νου­με πως, ναι. Η με­τά­βα­ση, ωστό­σο, έρ­χε­ται τό­σο φυ­σι­κά που δεν προ­λα­βαί­νει κα­νείς να τη συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει. Πριν κα­λά κα­λά το πά­ρου­με χα­μπά­ρι εί­μα­στε ξαφ­νι­κά άνερ­γοι, κυ­νι­κοί ελεύ­θε­ροι επαγ­γελ­μα­τί­ες, κου­ρα­σμέ­νοι ιδιω­τι­κοί υπάλ­λη­λοι, σύ­ζυ­γοι, ακό­μα και ‒ανή­κου­στο!‒ γο­νείς. Δεν εί­μα­στε πια παι­διά, λέ­νε, δεν θα εί­μα­στε πο­τέ πια, εκ­διω­χτή­κα­με απ’ αυ­τόν τον πα­ρά­δει­σο επί της γης όταν πε­ρά­σα­με εκεί­νο το πε­ρι­βό­η­το κα­τώ­φλι ‒ μην κοι­τάς πί­σω, η από­στα­ση με­γα­λώ­νει. Το χτύ­πη­μα της με­τά­βα­σης εί­ναι σκλη­ρό για­τί γί­νε­ται ύπου­λα, το νιώ­θεις ετε­ρο­χρο­νι­σμέ­να και συ­χνά δεν για­τρεύ­ε­ται εύ­κο­λα: Όσο επι­τυ­χη­μέ­νος κι αν ήσουν σαν παι­δί, κα­τα­λή­γεις συ­χνά ένας απο­τυ­χη­μέ­νος ενή­λι­κας. Αυ­τό δεν το συγ­χω­ρούν εύ­κο­λα όσοι πε­ρί­με­ναν στην ου­ρά τη γέν­νη­σή σου, δεν στά­θη­καν γι’ αυ­τό στην ου­ρά. Αφού μας κα­θο­δή­γη­σαν στορ­γι­κά για χρό­νια να εί­μα­στε μι­κροί, πε­ρι­μέ­νουν τώ­ρα να ξέ­ρου­με να εί­μα­στε με­γά­λοι. Τό­σο με­γά­λοι που να μην μας πτο­ούν οι απο­γοη­τεύ­σεις, ικα­νοί να ανα­λά­βου­με τις ευ­θύ­νες μας, να φτιά­ξου­με τα δι­κά μας παι­διά, ικα­νοί να εί­μα­στε γιοι και κό­ρες αν­θρώ­πων που κά­πο­τε ήταν οι αγα­πη­μέ­νοι μας γο­νείς, ενώ τώ­ρα δεν εί­ναι πα­ρά σαρ­κα­στι­κοί γέ­ροι, σαν την ζωή, που κά­πο­τε μας σι­γο­τρα­γου­δού­σε, ενώ τώ­ρα δεν στα­μα­τά να μας ξε­κου­φαί­νει με τις απαι­τή­σεις της.


Παρέλαση παιδιών. Τοιχογραφία από την Porta Laurentina στην Όστια (Ιταλία)
Παρέλαση παιδιών. Τοιχογραφία από την Porta Laurentina στην Όστια (Ιταλία)

Το παιχνίδι της μαμάς


Της μα­μάς το χέ­ρι τρέ­μει κα­θώς πα­σχί­ζει να φέ­ρει το κου­τά­λι στο στό­μα. Μια από­στα­ση αβυσ­σα­λέα χω­ρί­ζει το πιά­το απ’ το ύψος του σα­γο­νιού της κι έτσι η σού­πα χύ­νε­ται κα­θ’ οδόν. Στά­ζει πά­νω στο τρα­πε­ζο­μά­ντι­λο και στη ροζ φα­νε­λέ­νια ρό­μπα, δη­μιουρ­γεί λι­μνού­λες από κο­τό­σου­πα στο πά­τω­μα. Αλ­λά, η μα­μά μοιά­ζει να μην κα­τα­λα­βαί­νει. Συ­νε­χί­ζει τη μά­χη της με το κου­τά­λι σχε­δόν δί­χως συ­ναί­σθη­ση. Δεν έχει συ­ναί­σθη­ση για τί­πο­τε άλ­λο εκτός από το πιά­το με τη σού­πα που βρί­σκε­ται μπρο­στά της. Η βου­λι­μία εί­ναι ο κι­νη­τή­ρας της.

— Μα­μά, χύ­νεις τη σού­πα! Πρό­σε­χε, δεν βλέ­πεις; Τώ­ρα σφουγ­γά­ρι­σα!

    Η μα­μά δεν απα­ντά, με­τά βί­ας ση­κώ­νει το κε­φά­λι της, το πρό­σω­πο της χρω­μα­τί­ζει μια έκ­φρα­ση πραγ­μα­τι­κής απο­ρί­ας. Δεν έχει ιδέα για τί πράγ­μα της μι­λά­νε, για­τί της φω­νά­ζουν. Οι ήχοι φτά­νουν ως το εσώ­τε­ρο ακου­στι­κό της νεύ­ρο με με­γά­λη κα­θυ­στέ­ρη­ση και αφού έχουν υπο­στεί ση­μα­ντι­κή πα­ρα­μόρ­φω­ση: οι φω­νές απελ­πι­σί­ας, για πα­ρά­δειγ­μα, χτυ­πούν την πόρ­τα της σαν αδύ­να­μοι ψί­θυ­ροι. Εί­ναι γι’ αυ­τό που δεν ιδρώ­νει τ’ αφτί της, κυ­ριο­λε­κτι­κά! Ως απά­ντη­ση χα­μο­γε­λά αθώα, ξέ­ρει κα­λά πως αυ­τό εί­ναι το δυ­να­τό της χαρ­τί. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δεν δί­νει δε­κά­ρα. Αυ­τή εί­ναι η απλή, η μό­νη αλή­θεια. Δεν δί­νει δε­κά­ρα για τους λε­κέ­δες στο πά­τω­μα, στη ρό­μπα ή στο τρα­πε­ζο­μά­ντι­λο, δεν δί­νει δε­κά­ρα γι’ αυ­τή τη νευ­ρω­τι­κή γυ­ναί­κα απέ­να­ντι της που της τρί­βει την πλά­τη κά­θε πρωί, της σερ­βί­ρει το φα­γη­τό κά­θε με­ση­μέ­ρι και τη βά­ζει για ύπνο κά­θε βρά­δυ. Δεν κά­νει τί­πο­τα άλ­λο απ’ το να μπλέ­κε­ται συ­νε­χώς στα πό­δια της και να την επι­κρί­νει... Ποια νο­μί­ζει πως εί­ναι; Δεν θα πέ­σει, όμως, στο επί­πε­δο της — αφή­νει το χα­μό­γε­λο στο πρό­σω­πο της να σβή­σει απα­λά και με­τά απ’ αυ­τό το ανού­σιο πα­ρε­πό­με­νο επι­στρέ­φει αθό­ρυ­βα στη σού­πα, σ’ αυ­τό που απο­τε­λεί την πραγ­μα­τι­κή της μά­χη με τη ζωή. Το κα­λύ­τε­ρο, κα­τα­λή­γει ψα­ρεύ­ο­ντας ένα κα­ρό­το, εί­ναι να προ­σποι­η­θεί πως δεν έχει κα­μιά σχέ­ση μα­ζί της.
    Όταν η μα­μά τε­λειώ­νει το φα­γη­τό της, σκου­πί­ζει το στό­μα της με τη χαρ­το­πε­τσέ­τα. Δεν θα αφή­σει κα­νέ­να να την κα­τη­γο­ρή­σει για αμέ­λεια. Αρ­γά και τε­λε­τουρ­γι­κά σπρώ­χνει πί­σω την κα­ρέ­κλα, αφή­νο­ντας με­ρι­κά ψί­χου­λα που κρέ­μο­νται απ’ τις ίνες του πο­λιε­στέ­ρα να πέ­σουν στο πά­τω­μα. Δεν τους δί­νει την πα­ρα­μι­κρή ση­μα­σία. Έχει ση­μα­ντι­κό­τε­ρα πράγ­μα­τα να κά­νει και πρώ­τα πρώ­τα να κα­τα­φέ­ρει να ση­κω­θεί. Ύστε­ρα, να μα­ζέ­ψει το τρα­πέ­ζι. Σχο­λα­στι­κά, μα­ζεύ­ει τ’ απο­φά­για απ’ τα πιά­τα και με τη χαρ­το­πε­τσέ­τα με την οποία ένα λε­πτό πριν σκού­πι­σε το στό­μα της προ­σπα­θεί να συ­γκε­ντρώ­σει ό,τι έπε­σε έξω. Τρί­βει με επι­μέ­λεια τη βρό­μι­κη χαρ­το­πε­τσέ­τα στο τρα­πε­ζο­μά­ντι­λο κι αυ­τή κομ­μα­τιά­ζε­ται. Όλα τα κομ­μά­τια του χαρ­τιού και του ψω­μιού, τα μα­ζεύ­ει τε­λι­κά με το χέ­ρι και τα ρί­χνει στο άδειο πιά­το. Με το άδειο πιά­το στο χέ­ρι, το άδειο πο­τή­ρι από πά­νω και τα μα­χαι­ρο­πί­ρου­να ατά­κτως ερ­ριμ­μέ­να, ανοί­γει αβέ­βαια δρό­μο προς την κου­ζί­να και οι πι­θα­νό­τη­τες πως θα πέ­σει εί­ναι του­λά­χι­στον 10 προς 2. Αλ­λά, δεν πέ­φτει. Όσοι πό­ντα­ραν χαι­ρέ­κα­κα, έχα­σαν. Η μα­μά εί­ναι πε­ρή­φα­νη. Συ­νε­χί­ζει τον αγώ­να δρό­μου προς την κου­ζί­να, περ­νά με επι­τυ­χία το εμπό­διο της πο­λυ­θρό­νας κι εκεί που ετοι­μά­ζε­ται να πα­τή­σει το πό­δι της στο χολ —η κου­ζί­να δεν απέ­χει πια πα­ρά δυο βή­μα­τα— η νευ­ρω­τι­κή γυ­ναί­κα εμ­φα­νί­ζε­ται μπρο­στά της και της κλεί­νει το δρό­μο. Η μα­μά στα­μα­τά, πά­ει, της κό­πη­κε όλη η φό­ρα, έτοι­μη εί­ναι ν’ αφή­σει τα χέ­ρια της να πέ­σουν σπά­ζο­ντας το άδειο πιά­το και το πο­τή­ρι. Το πρό­σω­πο απέ­να­ντι της βγά­ζει φω­τιές, το στό­μα του συ­σπά­ται κι ανοι­γο­κλεί­νει με ιλιγ­γιώ­δη τα­χύ­τη­τα. Να τες πά­λι οι φω­νές απελ­πι­σί­ας που με­τα­τρέ­πο­νται σε ψί­θυ­ρους.

    —Τι κά­νεις; Που πας; Θα πέ­σεις, θα τα ρί­ξεις όλα κά­τω! Δεν σου έχω πει να μην ση­κώ­νε­σαι με­τά το φαϊ;

    Σαν ρι­πή αέ­ρα, η νευ­ρω­τι­κή γυ­ναί­κα της παίρ­νει τα πράγ­μα­τα απ’ τα χέ­ρια και της γυ­ρί­ζει την πλά­τη. Μέ­χρι η μα­μά να συ­νέλ­θει απ’ το σοκ, η γυ­ναί­κα βρί­σκε­ται ήδη πά­νω απ’ τον νε­ρο­χύ­τη. Η μα­μά κοι­τά­ζει τα άδειά της χέ­ρια κι ύστε­ρα ένα γύ­ρω το δω­μά­τιο. Βρί­σκε­ται ένα βή­μα πριν το χωλ, πί­σω της το μι­σο­μα­ζε­μέ­νο τρα­πέ­ζι, τα άδεια πιά­τα και πο­τή­ρια, η κα­νά­τα του νε­ρού... Κά­που υπάρ­χει μια σύν­δε­ση με­τα­ξύ όλων αυ­τών των άδειων πια­τι­κών, του φα­γω­μέ­νου φα­γη­τού, αλ­λά αυ­τό δεν περ­νά απ’ το νου της μα­μάς. Ή μή­πως περ­νά; Ό,τι και να ’ναι αυ­τό που περ­νά απ’ το νου της, δεν το δεί­χνει. Άλ­λο ένα δυ­να­τό της χαρ­τί. Ανα­λο­γί­ζε­ται τις πι­θα­νές της κι­νή­σεις. Δεν της μέ­νει άλ­λη επι­λο­γή απ’ το να κρα­τή­σει την αξιο­πρέ­πεια της και, πει­σμω­μέ­νη, κά­νει ανα­στρο­φή. Κά­τι τε­λευ­ταία ψί­χου­λα έχουν αγκι­στρω­θεί για τα κα­λά στη ρό­μπα της, δεν λέ­νε να πέ­σουν, μοιά­ζουν με κεί­νη. Στο δρό­μο της επι­στρο­φής προς τον κα­να­πέ εί­ναι ακό­μα θυ­μω­μέ­νη. Σέρ­νει τα πό­δια της και μο­νο­λο­γεί. Εκεί­νη να ρί­ξει κά­τω τα πράγ­μα­τα; Τι νο­μί­ζει πως εί­ναι τα χέ­ρια της, τρύ­πια; Κου­ρά­στη­κε να την κα­τη­γο­ρούν άδι­κα και φτά­νει ώς τον κα­να­πέ με σκο­πό να κά­τσει και να μην ξα­να­κου­νη­θεί. Για αντι­πε­ρι­σπα­σμό, κοι­τά­ζει έξω απ’ το πα­ρά­θυ­ρο σιω­πη­λή. Στα­δια­κά, τα βλέ­φα­ρα της βα­ραί­νουν. Όταν η νευ­ρω­τι­κή γυ­ναί­κα, γυ­ρί­ζει απ’ την κου­ζί­να κου­ρα­σμέ­νη όπως πά­ντα, η μα­μά, μα­κά­ρια, βρί­σκε­ται ήδη μα­κριά.

    Ελεγεία


    Κάνα­με ό,τι μπο­ρού­σα­με για να μη με­γα­λώ­σου­με κι υπήρ­ξαν στιγ­μές που ένιω­θε κα­νείς πως τα εί­χα­με κα­τα­φέ­ρει. Δο­θή­κα­με στο παι­χνί­δι δί­χως τύ­ψεις, στον έρω­τα χω­ρίς δεύ­τε­ρες σκέ­ψεις, και μεί­να­με μω­ρά μέ­χρι πο­λύ με­τά την ενη­λι­κί­ω­σή μας. Τα­ξι­δέ­ψα­με, γνω­ρί­σα­με μέ­ρη άγνω­στα. Φτά­σα­με μα­κριά, κά­να­με νέ­ους φί­λους. Μπή­κα­με σε Πα­νε­πι­στή­μια, δια­βά­σα­με βι­βλία, εί­δα­με ται­νί­ες, επι­σκε­φτή­κα­με μου­σεία, κά­να­με σπου­δές, σχέ­σεις, φω­το­γρα­φί­ες, ποι­ή­μα­τα, ενί­ο­τε και παι­διά. Δώ­σα­με όρ­κους, υπο­σχέ­σεις, φι­λιά, πή­γα­με βόλ­τες, εκ­δρο­μές, σε μα­σκέ πάρ­τι, χα­ρή­κα­με τη νιό­τη, τον ήλιο, τις δια­κο­πές, τις αρ­γί­ες, τον κα­φέ και το τσι­γά­ρο και γε­νι­κώς κά­να­με ό,τι μπο­ρού­σα­με. Κά­να­με ό,τι μπο­ρού­σα­με, η ζωή όμως πέ­ρα­σε μέ­σα απ’ τα χέ­ρια μας.

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: