Εκδηλώσεις υπερβατικού εικαστικού λόγου τού Τζότο

Τζότο, «Ο Άγιος Φραγκίσκος δέχεται τα στίγματα» (περ. 1300, Λούβρο, Παρίσι)
Τζότο, «Ο Άγιος Φραγκίσκος δέχεται τα στίγματα» (περ. 1300, Λούβρο, Παρίσι)



Σύμ­φω­να με τον Ρού­ντολφ Ότο, ο πλη­ρέ­στε­ρος τρό­πος να ανα­πα­ρα­στα­θεί αι­σθη­τι­κά το Ιε­ρό εί­ναι το ίδιο το Υψη­λό,[1] εφό­σον εγεί­ρει το ίδιο ιλιγ­γιώ­δες αί­σθη­μα μπρο­στά σε κά­τι που υπερ­βαί­νει την ορ­γα­νι­κή σύν­θε­ση, συ­ντρί­βο­ντας και πα­ράλ­λη­λα εξυ­ψώ­νο­ντάς την. Ο Καντ έκα­νε την διά­κρι­ση με­τα­ξύ δύο ει­δών Υψη­λού: το μα­θη­μα­τι­κώς Υψη­λό, το οποίο εκ­μη­δε­νί­ζει το υπο­κεί­με­νο, φτά­νο­ντας την φα­ντα­σία στα όριά της, ανα­γκά­ζο­ντάς την να συλ­λά­βει το όλον, και το δυ­να­μι­κώς Υψη­λού, στο οποίο η ύπαρ­ξη συ­ντρί­βε­ται εξ ολο­κλή­ρου, γεν­νώ­ντας όμως μέ­σα της την αί­σθη­ση μί­ας πνευ­μα­τι­κής ανύ­ψω­σης. Και τα δύο εί­δη δια­θέ­τουν την δυ­να­τό­τη­τα να συ­ντρί­ψουν το υπο­κεί­με­νο, το ένα φέρ­νο­ντας την φα­ντα­σία αντι­μέ­τω­πη με τους πε­ριο­ρι­σμούς της ορ­γα­νι­κής ύπαρ­ξης,[2] ενώ το άλ­λο προ­κα­λώ­ντας τον πα­ρά­γο­ντα της συ­γκί­νη­σης, μέ­σα από την συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της αδυ­να­μί­ας του όντος, μπρο­στα στο αντι­κεί­με­νο που το εκ­μη­δε­νί­ζει.
Το υπο­κεί­με­νο λοι­πόν συ­νει­δη­το­ποιεί αυ­τήν την αδυ­να­μία, εξαι­τί­ας της απε­ριό­ρι­στης πνευ­μα­τι­κής του δύ­να­μης μπρο­στά στην ανε­ξά­ντλη­τη δύ­να­μη της φύ­σης, ή του Θε­ού.[3] Για να ανα­φερ­θού­με στο έρ­γο που θα μας απα­σχο­λή­σει, στον πί­να­κα του Τζό­το «Ο στιγ­μα­τι­σμος του αγί­ου Φρα­γκί­σκου», δια­κρί­νε­ται ο Άγιος, την στιγ­μή που δέ­χε­ται τα στίγ­μα­τα του Θε­αν­θρώ­που και με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε ει­κό­να Χρι­στού, απο­τε­λώ­ντας τό­σο ένα μέ­σο προ­βο­λής του θεϊ­κού μαρ­τυ­ρί­ου, όσο και την ίδια την σω­μα­το­ποί­η­σή της ει­κό­νας τού Χρι­στού (body as image).
Εξαι­τί­ας της τά­σης του Τζό­το να εξαν­θρω­πί­ζει τους χα­ρα­κτή­ρες του, προ­κει­μέ­νου να προσ­δώ­σει ρε­α­λι­στι­κό­τε­ρη υφή στο ίδιο το έρ­γο, δη­μιουρ­γεί­ται μία αί­σθη­ση «μαρ­τυ­ρί­ας» και «με­το­χής» του θε­α­τή στο θρη­σκευ­τι­κό γε­γο­νός. Αυ­τή η συν­θή­κη απο­τε­λεί και το έναυ­σμα για μία υπέρ­βα­ση της ει­κό­νας, «το­πο­θε­τώ­ντας» τον θε­α­τή στη θέ­ση του αγί­ου, τό­σο μέ­σω της αξιο­ποί­η­σης της προ­ο­πτι­κής, όσο και της ενερ­γο­ποί­η­σης των μη­χα­νι­σμών ταύ­τι­σης.
Ο Άγιος Φρα­γκί­σκος αντι­κρί­ζει το με­τέ­ω­ρο σε­ρα­φείμ σε κα­τά­στα­ση εκ­στα­τι­κού τρό­μου, κα­θώς έρ­χε­ται σε επα­φή με μία τρο­με­ρή δύ­να­μη που τον εκ­μη­δε­νί­ζει, αλ­λά πα­ράλ­λη­λα τον εξυ­ψώ­νει. Αυ­τή η εκ­στα­τι­κή δί­νη που βιώ­νει ο Άγιος, μπο­ρεί να φέ­ρει κα­τά νου δύο αντι­φα­τι­κές αλ­λά και αλ­λη­λο­συ­μπλη­ρώ­με­νες πτυ­χές του numinous (Υπερ­βα­τι­κό), όπως αυ­τές πε­ρι­γρά­φο­νται από τον Ρού­ντολφ Ότο στο βι­βλίο του Το Ιε­ρόν: πρό­κει­ται αφε­νός για το tremendum (το τρο­με­ρόν), που απο­τε­λεί τον υπερ­φυ­σι­κό τρό­μο, ένα ανα­τρι­χια­στι­κό αί­σθη­μα για τον φό­βο του Θε­ού που πη­γά­ζει βα­θιά μέ­σα στον άν­θρω­πο, αλ­λά και το fascinas αφε­τέ­ρου, που ση­μαί­νει το ελ­κυ­στι­κόν, το γοη­τευ­τι­κόν: ένα βα­θύ αί­σθη­μα δέ­ους και εκ­στα­τι­κού θαυ­μα­σμού μπρο­στά σε αυ­τό που δεν μπο­ρεί να εξη­γή­σει η λο­γι­κή.[4] 
Αυ­τή η ρευ­στή εσω­τε­ρι­κή συν­θή­κη που απο­τυ­πώ­νε­ται τό­σο πι­στά από τον Τζό­το, θα μπο­ρού­σε να πα­ραλ­λη­λη­στεί και με μία δια­φο­ρε­τι­κή θε­ώ­ρη­ση του Υψη­λού, όπως ορί­ζε­ται από τον Edmund Burke[5]: η έν­νοια του Υψη­λού, σύμ­φω­να με τον Burke, σχε­τί­ζε­ται με το αί­σθη­μα που μας δια­περ­νά­ει κα­θώς αντι­κρί­ζου­με ένα έρ­γο Τέ­χνης, ή κά­ποιο το­πίο που μας κα­θη­λώ­νει και μας φέρ­νει σε έκ­στα­ση, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να μας εμπνέ­ει τρό­μο και δέ­ος πέ­ρα από κά­θε όριο που επι­φέ­ρουν τα εγκό­σμια. Πρό­κει­ται λοι­πόν για ένα βιω­μα­τι­κό τα­ξί­δι που πραγ­μα­το­ποιεί­ται εντός του θε­α­τή κα­θώς αντι­κρύ­ζει το πα­ρά­δο­ξο, ερ­χό­με­νος ο ίδιος αντι­μέ­τω­πος με το πλή­θος των συ­ναι­σθη­μά­των, που ξαφ­νι­κά τον δια­περ­νούν.[6]
Το Υψη­λό μπο­ρεί να βιω­θεί μο­νά­χα όταν παύ­ου­με να εκλαμ­βά­νου­με την θε­ό­τη­τα ως ένα αντι­κεί­με­νο προς κα­τα­νό­η­ση,[7] ή ως μία σύν­θε­τη ιδέα που χρή­ζει ερ­μη­νεί­ας. Ο Άγιος του Τζό­το, δεί­χνει να πα­ρα­δί­δε­ται ψυ­χή τε και σώ­μα­τι στην έκ­φρα­ση αυ­τής της ανε­ξά­ντλη­της δύ­να­μης, που μπο­ρεί να τον συρ­ρι­κνώ­σει στο τί­πο­τα μπρο­στά στην απε­ρα­ντο­σύ­νη της: «Το συ­ναί­σθη­μα αυ­τό μπο­ρεί να δια­πε­ρά­σει την ψυ­χή, με ήπια ροή, με την μορ­φή μί­ας αιω­ρού­με­νης γα­λή­νιας διά­θε­σης, βυ­θι­σμέ­νης στην κα­τά­νυ­ξη: μπο­ρεί έτσι να με­τα­βεί σε μία συ­νε­χώς ρευ­στή κα­τά­στα­ση της ψυ­χής, η οποία διαρ­κεί για πο­λύ και κα­τό­πιν πάλ­λε­ται, μέ­χρι που τε­λι­κώς σβή­νει και η ψυ­χή αφή­νε­ται πά­λι στο βέ­βη­λον. Μπο­ρεί ακό­μη αιφ­νι­δί­ως να ξε­σπά­σει από την ψυ­χή με χτυ­πή­μα­τα και τι­νάγ­μα­τα. Αυ­τό μπο­ρεί να οδη­γή­σει σε πε­ρί­ερ­γες ανα­τα­ρα­χές, σε έξα­ψη, θάμ­βος και έκ­στα­ση».[8] 
Αυ­τή η συ­νύ­παρ­ξη του Ιε­ρού με το Υψη­λό, η αλ­λη­λε­πί­δρα­ση του φό­βου με την από­λαυ­ση, αλ­λά και η με­ταρ­σί­ω­ση του αρ­νη­τι­κού σε θε­τι­κό, ενυ­πάρ­χει και σε άλ­λα ζω­γρα­φι­κά έρ­γα του Τζό­το όπως στην «Σταύ­ρω­ση», στον «Θά­να­το του Αγί­ου Φρα­γκί­σκου», αλ­λά και στον «Επι­τά­φιο Θρή­νο».


Εκδηλώσεις υπερβατικού εικαστικού λόγου τού Τζότο

Και σε αυ­τές τις πε­ρι­πτώ­σεις αντί­στοι­χα, δια­κρί­νε­ται τό­σο η θλί­ψη και η συ­γκί­νη­ση, όσο και το συ­ναί­σθη­μα του θρή­νου, τα οποία όμως με­τα­μορ­φώ­νο­νται σε αί­σθη­μα­τα χα­ράς και λύ­τρω­σης μέ­σα από την υπερ­βα­τι­κή ομορ­φιά των αιω­ρού­με­νων αγ­γέ­λων. Η σχέ­ση που απο­τυ­πώ­νε­ται με­τα­ξύ του αγί­ου Φρα­γκί­σκου και του Χρι­στού, όπως πα­ρου­σιά­ζε­ται από τον Τζό­το, ανή­κει σε αυ­τήν ακρι­βώς την ανα­λο­γία, κα­θώς βλέ­που­με να ανα­δύ­ο­νται συ­ναι­σθή­μα­τα που προ­οιω­νί­ζο­νται τό­σο το επί­γειο μαρ­τύ­ριο και τον φό­βο μπρο­στά στις βου­λές του Κυ­ρί­ου, όσο και το βα­θύ αί­σθη­μα μί­ας κα­τά χά­ριν ομοί­ω­σης με τον Θεό.
Ο υπερ­βα­τι­κός ει­κα­στι­κός λό­γος του Τζό­το δεν εξα­ντλεί­ται όμως στην πνευ­μα­τι­κή δί­νη που εμπνέ­ει η εκ­στα­τι­κή απει­κό­νη­ση του Αγί­ου, αλ­λά επε­κτεί­νε­ται και σε άλ­λες πτυ­χές του έρ­γου με μία ασυ­νή­θι­στη αφη­γη­μα­τι­κή τε­χνι­κή: στην Predella που το­πο­θε­τεί­ται στο κά­τω μέ­ρος του πί­να­κα, ανα­πα­ρί­στα­νται τρεις ει­κό­νες που δέ­νο­νται άρ­ρη­κτα με­τα­ξύ τους, δη­μιουρ­γώ­ντας μία σει­ρά ιστο­ριών, που εγκι­βω­τί­ζο­νται σε μία ενιαία αφή­γη­ση. Οι πα­ρα­στά­σεις που απει­κο­νί­ζο­νται εμπε­ριέ­χουν ένα σύ­νο­λο συμ­βο­λο­ποι­η­μέ­νων γε­γο­νό­των, στις οποί­ες κά­θε χρο­νι­κό όριο με­τα­ξύ πα­ρό­ντος, πα­ρελ­θό­ντος και μέλ­λο­ντος κα­ταρ­γεί­ται.


Εκδηλώσεις υπερβατικού εικαστικού λόγου τού Τζότο


Ο τρό­πος με τον οποίο ο Τζό­το ανα­πα­ρέ­στη­σε τις σκη­νές, σαν εκτυ­λισ­σό­με­νη ιστο­ρία, θυ­μί­ζει την τε­χνο­τρο­πία historia, όπως αυ­τή ορί­ζε­ται από τον Leon Battista Alberti: σύμ­φω­να με τον ίδιο, η historia συ­γκι­νεί την ψυ­χή, όταν τα πρό­σω­πα που ανα­πα­ρί­στα­νται στο έρ­γο μπο­ρούν να γί­νουν γνή­σιοι εκ­φρα­στές των βιω­μά­των της. Λαμ­βά­νε­ται συ­νε­πώς βα­θιά υπό­ψιν ο τρό­πος με τον οποίο η ει­κό­να με­τα­τρέ­πει τον θε­α­τή σε «συμ­μέ­το­χο» των πα­θών που εκ­φρά­ζουν οι χα­ρα­κτή­ρες.[9] Η «τα­χύ­τη­τα» με την οποία εκτυ­λίσ­σο­νται τα γε­γο­νό­τα εί­ναι δε­δο­μέ­νη λό­γω της συ­νο­πτι­κό­τη­τας με την οποία, κα­τ'α­νά­γκην πα­ρου­σιά­ζο­νται.
Η αφή­γη­ση εί­ναι γραμ­μι­κή, ενώ εξι­στο­ρεί­ται μέ­σα σε μό­λις τρία κά­δρα ένας από τους θε­με­λιω­δέ­στε­ρους μύ­θους του Φρα­γκι­σκα­νού Τάγ­μα­τος, που αφο­ρά την κα­θο­ρι­στι­κή απο­δο­χή του από τον πά­πα Ιν­νο­κέ­ντιο τον Γ΄. Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ποι­κί­λες τε­χνι­κές αφή­γη­σης, χω­ρίς όμως να πε­ρι­φρο­νεί την βυ­ζα­ντι­νή ει­κο­νο­γρα­φία, ο Τζό­το συν­δυά­ζει ομα­λά το πα­λιό με το νέο, με­τα­μορ­φώ­νο­ντας τα γε­γο­νό­τα σε ζω­ντα­νά ση­μεία, τα οποία δια­βά­ζο­νται σαν ιστο­ρία με αρ­χή, μέ­ση και τέ­λος.
Εί­ναι αξιο­ση­μεί­ω­το πως ο ζω­γρά­φος φα­νε­ρώ­νει τό­σο την οντο­λο­γι­κή από­στα­ση του αν­θρώ­πι­νου από το θεϊ­κό, όσο και την γε­φύ­ρω­ση αυ­τής της από­στα­σης μέ­σω της με­τα­μόρ­φω­σης του αγί­ου σε ει­κό­να Χρι­στού.



Εκδηλώσεις υπερβατικού εικαστικού λόγου τού Τζότο


Η δυ­να­τό­τη­τα του αν­θρώ­που να μοιά­σει στον Θεό υπο­δη­λώ­νε­ται εδώ σε όλο της το με­γα­λείο, κα­θώς ο άγιος δεν δέ­χε­ται μό­νο τα στίγ­μα­τα του θε­αν­θρώ­που, αλ­λά με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε μία ζω­ντα­νή ει­κό­να Του.[10]
Ο Άγιος Φρα­γκί­σκος, αι­σθά­νε­ται δέ­ος, αλ­λά πα­ράλ­λη­λα φό­βο, αντι­κρί­ζο­ντας το θείο όρα­μα: δέ­ος στην Πα­ρου­σία του Θε­αν­θρώ­που Χρι­στού, ως προ­μή­νυ­μα της λύ­τρω­σης, ενώ φό­βο, λό­γω της έκ­θε­σης στο «τρο­με­ρό μυ­στή­ριο», εκεί­νη ακρι­βώς την στιγ­μή της φα­νέ­ρω­σης Του.
Ο Τζό­το, διαρ­ρη­γνύ­ο­ντας τα «τεί­χη» του αμ­φι­βλη­στροει­δούς, και κα­τα­βυ­θί­ζο­ντας τον θε­α­τή στα εσω­τε­ρι­κά, πνευ­μα­τι­κά του βά­θη, κα­τα­φέρ­νει να δη­μιουρ­γή­σει έναν πί­να­κα ο οποί­ος μπο­ρεί να γοη­τεύ­σει τό­σο με τo μυ­στι­κι­στι­κό του υπό­στρω­μα όσο και με την αλ­λη­γο­ρι­κή, συμ­βο­λι­κή του γλώσ­σα.






ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: