Ηδονή και οδύνες της εξέγερσης

Ηδονή και οδύνες της εξέγερσης

________
Το περίγραμμα, κάποτε κέντρο των πραγμάτων
___________

Στον Ρόκκο




Τ

ο παρόν κείμενο αποτελεί έναν αναστοχασμό πάνω στην εξέγερση ως καταστατική στιγμή και γενεσιουργό αιτία του πολιτικού. Η ειδικότερη έμφαση στην ποίηση είναι μια αφορμή για την αναδιαπραγμάτευση μιας τριμερούς σχέσης: ιστορία – αισθητικό – πολιτικό. Ως εκ τούτου, δεν επέχει θέση γραμματολογικής απογραφής ή αποτίμησης, αλλά διερεύνησης ενός κριτικού στοχασμού γύρω από ένα έωλο ζήτημα, το οποίο όμως στις ημέρες μας διεκδικεί εκ νέου και με διαφορετικούς όρους την προσοχή μας – της σύγχρονης «πολιτικής» ποίησης.[1]


α΄. Ο συμπυκνωμένος χρόνος: Το κατώφλι μιας εποχής

Ο Δεκέμβριος του 2008, εκείνη η ημέρα που ο Αλέξης Γρηγορόπουλος πέφτει νεκρός και που λίγο αργότερα η Αθήνα πυρπολείται· θα ακολουθήσουν πορείες στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις· θα εμπεδωθεί ότι (και) το κράτος μπορεί να δολοφονήσει, κυρίως ότι μόνο εκείνο μπορεί να ασκήσει νόμιμη βία, ότι η καταστολή συνιστά την υποχώρηση της άνομης ή παράνομης βίας. Ο Δεκέμβριος του 2008 συνιστά ορόσημο για μια πολιτική μερίδα –την «άνοιξη της Αναρχίας»– και σημείο αφύπνισης για εκείνο το πολιτικό υποκείμενο που πρωτοστάτησε – την (τότε) νεολαία. Ο Δεκέμβριος λαμβάνει το όνομα της εξέγερσης, ίσως και διότι δεν γνώρισε μια ορατή συνέχεια· δεν συσπείρωσε γύρω της ευρέα λαϊκά στρώματα, δεν έφτασε σε κάποιον Ιανουάριο.[2]
Εκείνες τις ημέρες γράφτηκε και τούτο στην οδό Πατησίων: «Ιστορία ερχόμαστε». Γράφτηκαν και άλλα, λίγο παραπέρα, στα Εξάρχεια: «Το συλλογικό πάνω από το ατομικό», «Αυτός ο αγώνας είναι δικός μας», «Εξέγερση ενάντια στη λεηλασία της ζωής». Ήταν εκείνες τις ημέρες που το χριστουγεννιάτικο δέντρο της πλατείας Συντάγματος έλαμψε όπως ποτέ άλλοτε. Εκείνος ο Δεκέμβριος ήταν η «φλογομηνύτρα σπίθα»:[3] Το μήνυμα διεσπάρη όμως, όχι μόνο εντός χώρου, αλλά και εντός χρόνου. Η συνέχεια και τα πολιτικά συμβάντα των ετών που ακολούθησαν είναι γνωστά – ας προσέξουμε όμως ένα ακόμη σημείο: τους «Αγανακτισμένους» του Συντάγματος και των άλλων πλατειών ανά την επικράτεια από τον Μάιο μέχρι τον Νοέμβριο του 2011 – εκείνη τη συνάθροιση σωμάτων που επέμειναν μέσω της παρουσίας τους· πολυπληθής και πολύβουη, ίσως παλλαϊκή, σίγουρα όμως μαζική.[4] Εκείνοι οι μήνες βοούσαν —με όλες τις εγγενείς αντιφάσεις τους, παρ’ όλες τις αποκρουστικές γκριμάτσες που μπορεί να πάρει η οργή και τις χειρονομίες που μπορεί να γεννήσει, όταν είναι τυφλή και μνησίκακη[5]— (και) για μια δημοκρατία άμεση και έμπρακτα συμμετοχική, ασχέτως αν σήμερα απωθούμε τα γεγονότα ως αμιγώς τραυματικά. Ο συμπυκνωμένος αυτός χρόνος θα υποστήριζα ότι περιέχει την επαγγελία μιας ουτοπίας και το οδυνηρό σβήσιμό της· περιέχει τη βίαιη ενηλικίωση κάποιων και ένα σημείο τομής για κάποιους άλλους· εμπεριέχει και υπερβαίνει τα πολιτικά υποκείμενα – είναι το κατώφλι της εποχής μας.[6]

Τη νύχτα της αποκάλυψης
ο κόσμος θα γυρεύει απεγνωσμένα
μια αγκαλιά

όπως κι απόψε
(Πρεβεδουράκης, Κλέφτικο, σ. 33)

«Ό,τι έσπειρες, θερίζεις» του είπε
κι ήταν η πιο σκληρή συγκομιδή
Δεν του άφηνε καμία αμφιβολία
(Λούντζης, Προπαγάνδα, σ. 62)

[…]

Τα χρόνια πέρναγαν

Άλλοτε γύρευα πατέρες-τιμωρούς
Άλλοτε πήγαινα μπροστά
Ξεχνώντας

Τα χρόνια πέρασαν

Και ήρθες
     –ούτε γιος ούτε πατέρας–
Και ούρλιαξα μες στην αγκαλιά σου πως
«Εγώ τον σκότωσα».

Αλλά μου είπες: «Εσύ δεν μπορείς
Δεν μπορείς να σκοτώσεις».

Αλλά μ’ αγάπησες
                 –και προσπαθώ–

Και τον αγάπησα
                 –ούτε πατέρας πια ούτε γιος–
Μέσα από σένα.
(Χατζηπροκοπίου, Τοπικοί τροπικοί, σ. 53-54)


β΄. Το βαγόνι και η ηδονή ή ιστορία και εξέγερση

Εκείνο το σύνθημα στην οδό Πατησίων, ως έκφραση επιτάχυνσης του παρόντος –στον συμπυκνωμένο χρόνο κάθε βήμα έχει πολλαπλάσιο άνοιγμα–, σηματοδοτεί τη συνάντηση με την ιστορία – μια κίνηση όμως διπλή: άλμα εντός της ιστορίας, προκειμένου το ιστορικό υποκείμενο και ο χρόνος να αποτελέσουν ένα πράγμα – η επιβίβαση σε ένα εν κινήσει βαγόνι· άλμα όμως και εκτός ιστορίας, απελευθέρωση από αυτή και το βαρύ παρελθόν – επιβίβαση σε ένα εν κινήσει βαγόνι δίχως αποσκευές με προορισμό το μέλλον. Τόσο η εξέγερση του 2008 όσο και κάθε άλλο κίνημα κοινωνικής ρήξης έχει, κατασκευάζει ή αποκτά μια εναλλακτική αντίληψη για την ιστορία, την οποία βέβαια υποστασιοποιεί. Εκείνες οι στιγμές ήταν μια συνάντηση με την ιστορία στο hic et nunc («Αυτές οι μέρες είναι του Αλέξη» και «Αυτός ο αγώνας είναι δικός μας»), αλλά και μια απελευθέρωση από αυτήν – το μουτζούρωμα, π.χ., του αγάλματος του Ρήγα στα Προπύλαια τι άλλο δηλώνει;[7]

Η εξέγερση δεν μπορεί να έχει διάρκεια, είναι πάντοτε στιγμιαία και βραχύβια – ή, όπως γράφει ο Λυκιαρδόπουλος: «Η επανάσταση, όποτε υπήρξε, ήτανε πάντα το ρήγμα σ’ αυτήν τη διαδικασία, σ’ αυτή την τρελή αλυσίδα της προοδευτικής συσσώρευσης· ήταν ένα ξαφνικό (και προσωρινό) σταμάτημα. Στη συνέχεια η Ιστορία ‘οφείλει’ και πάλι να ‘προχωρήσει’: η επανάσταση θα ηττηθεί ή θα ‘νικήσει’ – θα γίνει Μνήμη ή θα γίνει Κράτος […]».[8] Η χρονικότητα της εξέγερσης όμως διαφέρει από την αντίληψη περί χρόνου των υποκειμένων που την ενστερνίζονται ή συμμετέχουν σε αυτή. Ο Αριστοτέλης, μιλώντας για την ηδονή, την αντιπαραβάλλει προς την κίνηση και λέει ότι η πρώτη σε κάθε της στιγμή είναι πάντα κάτι πλήρες και ολοκληρωμένο, ενώ η κίνηση όχι, έχει έναν σκοπό και γνωρίζει διάρκεια – δηλαδή είτε αισθανόμαστε πλήρως την ηδονή είτε καθόλου, αλλά οι στιγμές της ηδονής είναι στιγμές πληρότητας, παρ’ ότι μικρής διάρκειας.[9]

Ο Agamben, θέλοντας να μιλήσει για την ιστορία, κάνει έναν ενδιαφέροντα διαχωρισμό μεταξύ χρόνου και καιρού, χρησιμοποιώντας την παραπάνω αντιπαραβολή του Αριστοτέλη: ο καιρός είναι η εμπειρία του χρόνου, ενώ ο χρόνος είναι η μετρήσιμη αναπαράσταση όσο και η εμπειρία του χρόνου· ο καιρός αφορά τον «πλήρη, τετελειωμένο και τετελεσμένο χρόνο της ηδονής», ενώ ο χρόνος είναι ο «συνεχής γραμμικός χρόνος»· ο καιρός σημαίνει συμμετοχή στη διαμόρφωση του ιστορικού χρόνου, ενώ ο χρόνος σημαίνει παρατήρηση· τέλος, ο χρόνος είναι ένα διανοητικό εγχείρημα, ενώ ο καιρός ένα πρακτικό εγχείρημα – αντιπαρατίθενται εν ολίγοις δύο διαφορετικές αντιλήψεις, εκ των οποίων η μία αφορά την ποιότητα και η άλλη την ποσότητα και τη σχέση των υποκειμένων με αυτά εντός του πολιτικού.[10]

Η εξέγερση έχει κάτι από εκείνη την αριστοτελική ηδονή: είναι στιγμιαία και βιώνεται στην ολότητά της, διέπεται από μια δική της αντίληψη περί ιστορίας και επαγγέλλεται τη μεταβολή του ιστορικού χρόνου. Αν στη δεκαετή Κρίση είδαμε την εξέγερση να σβήνει· αν είδαμε την ελπίδα να έρχεται, να ανυψώνεται και να καταβαραθρώνεται με πάταγο, θα ήθελα εδώ να υποστηρίξω ότι κάτι έχει μείνει – μια φλόγα, μια πόζα ή έστω λίγη από εκείνη την ηδονή. Η ευαγγελιζόμενη ουτοπία των κοινωνικών αγώνων συνιστά μια δυνατότητα του πραγματικού στο παρόν, μια επιθυμία που παράγεται από ένα (συλλογικό αλλά μη συνεκτικό) υποκείμενο. Αυτή η επιθυμία είναι επιθυμία (εκ)πλήρωσης και σχετίζεται με την αντίληψη περί χρόνου και καιρού. Εν προκειμένω, θα ήθελα να υποστηρίξω αυτή τη διαφορετική αντίληψη, τον ιστορικό χρόνο ως καιρό μη συνεχή αλλά υπό διαπραγμάτευση, υπό αίρεση και ανοιχτό στην ενδεχομενικότητα – έναν καιρό εντός του πολιτικού, ο οποίος δημιουργείται από τα υποκείμενα μέσω της συμμετοχής τους ακριβώς στο πολιτικό·[11] όμως με μια επισήμανση: αυτός ο καιρός, αλλόκοτος και περιπεπλεγμένος, δεν είναι μόνο ευφρόσυνος, το σύστοιχό του δεν είναι μόνο η ηδονή.


Φυσούσε πλαγιομετωπικά και σταματούσε
Μια διακεκομμένη βοή και δυνατές ριπές στο τζάμι
Δύο φορές ξύπνησε νομίζοντας πως κάποιος χτυπούσε να μπει
κάποιος ξένος, κάποιος γνωστός, κάποιος μεταξύ των
Τα χτυπήματα συνέχιζαν
Ένα εκατομμύριο νάνοι
ή μυρμήγκια με τακούνια
συνέχιζαν να κυκλώνουν τον εξώστη
να στήνουν έξω απ’ τα τείχη δυσοίωνο χορό
Την ώρα της πτώσης άρπαζαν φωτιά
έσβηναν πριν φτάσουν στον προορισμό τους
Οι σταγόνες στο κρύσταλλο γίνονταν πληγές
αυλάκια νερού, αναπάντεχες επισκέψεις
που ήθελαν να κοιταχτούν στον καθρέφτη τελευταία φορά
Το τίναγμα διαρκούσε όσο διαρκεί ένα τίναγμα
Μετά από λίγο ο μαστιγωτής έχανε τον σφυγμό του
Έβρεχε κάθετα, χωρίς υγρό πυρ, χωρίς τελευταίο ασπασμό
Το ξέσπασμα του καιρού, κάθε καιρού
δεν είναι τίποτα μπρος στον καιρό που χάνεται
που νερωμένος κυλά προς την υδρορροή
γιατί κανείς δεν σηκώθηκε ν’ ανοίξει ένα παράθυρο
(Λούντζης, Προπαγάνδα, σ. 55)


γ΄. Jouissance: Πέραν της μελαγχολίας

Επεξεργαζόμενος τη φροϊδική αρχή της απόλαυσης, ο Lacan εισήγαγε την έννοια της jouissance.[12] Αυτή αρθρώνεται συχνά μαζί με την επιθυμία, αλλά κατ’ ουσίαν αποτελεί διακριτό πόλο – κινείται πέρα από τη φροϋδική αρχή της απόλαυσης, δεν εξυπηρετεί κάποιον σκοπό και δεν κινείται προς την κατεύθυνση της συνάντησης με το χαμένο αντικείμενο· αντιθέτως, είναι μια συνάντηση με το λακανικό σύμπτωμα που μετατρέπει την περίσσεια απόλαυση σε πόνο· είναι μια επώδυνη ηδονή. Η jouissance συνδέεται ακόμη με το λακανικό Πραγματικό και η σχέση της με την επιθυμία μεταμορφώνεται: εκφράζει την απόλαυση του ίδιου του επιθυμείν, αλλά είναι παράλληλα και ο στόχος της επιθυμίας, προσπαθεί να την κατακτήσει.

Η εξέγερση, ως συμβάν αλλά και ως πραγματικός χώρος δράσης ενσώματων υποκειμένων, μπορεί νομίζω να συνδεθεί με τη jouissance.[13] Η εξέγερση, μετά τη δεκαετή Κρίση, αποτελεί πλέον έναν τόπο, ο οποίος συνδυάζει την ηδονή και την οδύνη: τα (ριζοσπαστικά;) υποκείμενα απολαμβάνουν να επιθυμούν την εξέγερση, ενώ παράλληλα προσπαθούν να καταστήσουν την εξέγερση στόχο της επιθυμίας τους. Αυτή η διπλή κίνηση εντός ιστορίας/Πραγματικού προκαλεί μια υπέρμετρη απόλαυση που αγγίζει τον πόνο, καθώς εκφράζεται το ανέφικτο μιας συνάντησης – υπ’ αυτή την έννοια, η συνάντηση με την ιστορία είναι ανέφικτη, όχι επειδή αποτελεί απολεσθέν αντικείμενο, αλλά επειδή η ιστορία είναι ένα διαρκώς διαφεύγον επιθυμητικό αντικείμενο.

Από την άλλη πλευρά, στο γνωστό δοκίμιό του «Πένθος και μελαγχολία» ο Freud μίλησε για το μυθικό χαμένο αντικείμενο της επιθυμίας.[14] Στη δική του επεξεργασία, ο Lacan συνηγόρησε ότι η μελαγχολία αφορά την τάξη του Πραγματικού και ότι συνδέεται με τη συνάντηση του υποκειμένου με το λακανικό αντικείμενο α, δηλαδή το αντικείμενο της επιθυμίας ενός εγώ που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του μέσω ενός άλλου. Η χρήσιμη αυτή επεξεργασία νομίζω ότι μπορεί να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε το οδυνηρό μέρος της jouissance. Έτσι, ο πόνος που προκαλεί η εξέγερση δεν προέρχεται από το οδυνηρό της ανακάλημα και την απουσία της στο παρόν, εφ’ όσον δεν αποτελεί χαμένο αντικείμενο – αντιθέτως, ο πόνος παράγεται ακριβώς από τη γνώση των υποκειμένων για το ανέφικτο της συνάντησης: επιθυμούν μια επιθυμητική εξέγερση, αρέσκονται σε αυτή τους την επιθυμία, απολαμβάνουν υπερβολικά αυτά και γι’ αυτό γεννιέται ο πόνος: απολαμβάνουν να πονούν.
Πώς όμως συνδέεται η jouissance με την ιστορία, την αντίληψη περί χρόνου και την εξέγερση; Προτείνω εδώ να σκεφτούμε συνδυαστικά τη jouissance με τον καιρό, όπως τον ορίζει ο Agamben: Αν ο καιρός είναι τετελεσμένος χρόνος και αποδίδει την εμπειρία του, τότε η jouissance είναι εκείνη η εμπειρία ηδονής και οδύνης εντός ιστορικού χρόνου. Επιπλέον, η jouissance αποτελεί θετικότητα αναφερόμενη στο Πραγματικό –αναδύεται εντός του Πραγματικού–, όπως ο καιρός είναι μια θετικότητα του ιστορικού χρόνου – βιώνεται έγχρονα. Κατ’ επέκταση, η εξέγερση, ως στιγμιαίο συμβάν, έχει χαρακτήρα τετελεσμένου, χρόνος της είναι ο καιρός και στα υποκείμενά της αρθρώνεται η επιθυμία με τον πόνο και την απόλαυση.
Η δεκαετής Κρίση αποτελεί μεν ορόσημο για μια μερίδα ανθρώπων, αλλά είναι ένα ορόσημο της σημερινής εποχής. Αν το συμβολικό 1989 γέννησε, μεταξύ άλλων, και την αριστερή μελαγχολία, αυτή εκδηλώθηκε, με τη δεδομένη σύγχρονή μας και επιδραστική εννοιολόγηση,[15] σε όσους επένδυσαν ή/και βίωσαν ό,τι σήμανε η πτώση του Τείχους – εδώ τα κριτήρια είναι και βιολογικά, καθώς ιστορικός χρόνος σημαίνει και ηλικία. Τα άτομα του ύστερου 20ού αιώνα δεν έχουν χάσει το μυθικό αντικείμενο, διότι ποτέ δεν είχαν κάτι τέτοιο. Αυτά τα άτομα διακατέχονται από μια jouissance: απολαμβάνουν να επιθυμούν την ουτοπία, ενώ παράλληλα προσπαθούν να καταστήσουν την ουτοπία στόχο της επιθυμίας τους· δεν συναντήθηκαν ποτέ με το μυθικό αντικείμενο, προκειμένου τώρα να το θρηνήσουν – αντιθέτως, συνάντησαν μια ματαιωμένη ελπίδα, ένα σύμπτωμα, και επιθυμούν να ελπίζουν για να ελπίζουν. Για αυτά τα άτομα ο καιρός κείται στο εδώ και στο τώρα, αφού μόνο ο χρόνος των βιβλίων μιλάει για το αλλού και το άλλοτε. Η αντίληψή τους περί ιστορικού χρόνου έγκειται στην ανοιχτότητα του καιρού: η ιστορία ακόμη δημιουργείται και από τη συμμετοχή τους σε αυτή και έχουν την οδυνηρή γνώση του ανέφικτου, αλλά πασχίζουν για αυτό το αδύνατο, για τη συνάντηση στο hic et nunc – μοιάζουν διαρκώς εξεγερμένοι και καταστατικά ηττημένοι, διότι μέσω της ηδονής για την ουτοπία και της οδύνης για το όχι-ακόμη ή το όχι-πλέον παράγουν την υποκειμενικότητά τους. Ωστόσο, δεν μπορώ να πω με ασφάλεια αν το αντικείμενο α για αυτά τα άτομα αντιστοιχεί στην εξέγερση ή την ιστορία – σάμπως γίνεται ιστορία δίχως εξέγερση;

Ο Γιάννος ο Πλανόγιαννος, ο Μωροπλανεμένος
Ο Γιάννος ο Μονόγιαννος, ο Διπλοπαντρεμένος
την Αντρονίκη το πρωί, την Αντριανή το βράδυ
τρεις πα’ στην κλίνη σέρνονταν, στους στάβλους τρεις κυλιούνταν.
Κουρφά τ’ απομεσήμερο, σαν γύρει απ’ τα χωράφια
κουρφά τ’ απομεσήμερο τις κούρβες ασημώνει.

Η Αντρονίκη δε νογά κι η Αντριανή δεν ξέρει
τρεις πάγαιναν στην εκκλησιά, τρεις στο τραπέζι ετρώγαν
ώσπου μια Κυριακή πρωί, μια πίσημον ημέρα
της κούρβας τις δαγκωματιές στα δυο μεριά μαντεύγουν
τον Γιάννο αφήνουν νηστικό, τον διώχνουν απ’ το στρώμα.

Δυο μήνες παρακάλαγε, γυναίκες δεν λυπούνταν
δυο μήνες τις φοβέριζε, γυναίκες δεν φοβούνταν
τον τρίτο απλώνει τη γροθιά, γυναίκες το μαχαίρι
σφιχτά σφιχτά τον δέσανε, κολόνα του σπιτιού τους
ομπρός του φιληθήκανε, ομπρός του αγαπηθήκαν
ψιλό ψιλό τον λιάνισαν, μες στην αυλή τον θάβουν.

Γαρουφαλιά-ν-εφύτρωσε, ποτίζουν βράδυ βράδυ
Αθοβολάει η γαρουφαλιά, αθοβολάει η αγάπη.
(Χατζηπροκοπίου, Τοπικοί τροπικοί, σ. 66)

δ΄. Το πολιτικό και το αισθητικό: Παλινδρομήσεις

Μετά το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων, βρισκόμαστε πλέον στην εποχή των κανονικοποιημένων και αλλεπάλληλων κρίσεων – η δεκαετής Κρίση υπήρξε μόνο ένα συμβάν, αν και μείζονος σημασίας στα καθ’ ημάς.[16] Αυτό σημαίνει πως ούτε ένα αφήγημα υπάρχει για να πιστέψουμε σε αυτό ή να δοκιμάσουμε να το αποδομήσουμε ούτε ένα συμπαγές συλλογικό υποκείμενο να συνταχθούμε ή να κρυφτούμε πίσω του – θα ήθελα όμως να υποστηρίξω ότι υπάρχει ένα πολυδιασπασμένο, ετερογενές και μη συνεκτικό συλλογικό υποκείμενο, το οποίο, όπως περιέγραψα παραπάνω, νιώθει ηδονή και οδύνη από την επιθυμία του και την αδυνατότητά του για κοινωνική ρήξη. Επιπροσθέτως, εν προκειμένω, θα ήθελα να θέσω στη συζήτηση μια ακόμη παράμετρο – αυτή τού μετασχηματισμού της εμπειρίας σε τέχνη στο σύγχρονο συγκείμενο.
Κινούμενος στο ειδικότερο πεδίο της λογοτεχνίας, βλέπω δύο επανερχόμενους όσο και σημαίνοντες για τη συνάφειά μας όρους, οι οποίοι προσπαθούν να περιγράψουν τη σχέση του αισθητικού με το πολιτικό: «στρατευμένη λογοτεχνία» και «πολιτική λογοτεχνία». Οι δύο αυτοί όροι, μαζί με τις τυχόν παραλλαγές τους, έχουν ευρετικό χαρακτήρα και αναφέρονται κυρίως –ή έτσι ξεκίνησαν τη γραμματολογική τους πορεία– στα έργα εκείνα του 20ού αι., τα οποία προωθούσαν μέσω της αναπαράστασης πολιτικά desiderata κοινωνιών που πίστευαν ακόμη στις μεγάλες αφηγήσεις, ενώ απευθύνονταν σε συμπαγή ακροατήρια.[17] Οι όροι αυτοί, όπως είναι μοίρα όλων των όρων, είναι ασφαλώς χρήσιμοι, αλλά νομίζω ότι μπορούν να χωρέσουν στην επικράτειά τους μόνο ένα μέρος της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής που εκφράζει με κάποιον τρόπο τη σχέση του με το πολιτικό – εν ολίγοις, η κατηγορία «πολιτική/στρατευμένη λογοτεχνία» είναι μάλλον στενή, αν όχι ανεπαρκής για το ρευστό παρόν.
Μιλώντας ο Jameson για τη σχέση αισθητικού και πολιτικού στη μετανεωτερική εποχή και ξεκινώντας με τη φράση-ορόσημο «Always historicise!», έκανε λόγο για το πολιτικό ασυνείδητο και προσδιόρισε την αφήγηση (βλ. και λογοτεχνία) ως μια κοινωνική συμβολική πράξη, η οποία μετέχει εγγενώς του πολιτικού και το συνδιαμορφώνει.[18] Οι Laclau και Mouffe, από διαφορετικό δρόμο, αλλά προς την ίδια κατεύθυνση, επιμένουν ότι η διαφορά και ο ανταγωνισμός ενυπάρχουν σε κάθε κοινωνικοπολιτική –συμπεριλαμβανομένης και της καλλιτεχνικής– ταυτότητα, ότι ο ηγεμονικός λόγος και οι πρακτικές του διαταράσσονται όχι μόνο από την πολιτική (θεσμοποιημένες πρακτικές, καθεστηκυία καλλιτεχνική στράτευση κ.τ.ό.), αλλά και από το πολιτικό.[19] Το πολιτικό εν προκειμένω νοείται ως συμβάν, έχει κάτι το στιγμιαίο, το οποίο όμως μπορεί να διαταράσσει τα ήσυχα νερά και να επανεφευρίσκει νέους κοινωνικούς ορίζοντες μέσω ακριβώς της διαφοράς και του ανταγωνισμού προς τον ηγεμονικό λόγο ή/και μέσω ενός διαρκούς αγωνιστικού προτάγματος.[20] Προχωρώντας μάλιστα τη διαλεκτική σχέση αισθητικού και πολιτικού ένα βήμα παραπέρα, αλλά ερχόμενος από άλλη παράδοση, ο Rancière υποστηρίζει το αδιαίρετο των δύο κατηγοριών και ίσως το ανέφικτο του διαχωρισμού τους.[21] Αν πλέον καλούμαστε να δούμε την εμπειρία του πολιτικού εντός του αισθητικού, είναι νομίζω σαφές ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο με πολλές ατραπούς – φιλολογικά μιλώντας, σίγουρα με περισσότερες και ενδεχομένως πιο σύνθετες ή ριψοκίνδυνες απ’ ό,τι στο παρελθόν, δεδομένης και μιας άλλης πολυθρύλητης κρίσης, σύμφυτης προς το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων, εκείνης της αναπαράστασης.
Πώς άραγε, τώρα που όλα έχουν ή μοιάζει να έχουν καταρρεύσει, αλλά εξακολουθούμε να συγκροτούμαστε βάσει της διαφοράς και του ανταγωνισμού, θα μπορέσουμε να επανεφεύρουμε μια τέχνη απολαυστική, αν και καταστατικά οδυνηρή; Πώς θα μπορέσουμε έστω να προσεγγίσουμε και να καταλάβουμε εκείνο το βαγόνι του λόγου μετά το 2008, χωρίς ούτε να το εξωραΐσουμε ούτε να το αφομοιώσουμε; Ίσως αποδεχόμενοι τη ρευστότητά του και πάντως ρίχνοντας μια εστιασμένη ματιά σε κάποια κείμενα.

Είδα τις καλύτερες γενιές του μυαλού μου
διαλυμένες απ’ τη φαιδρότερη Λογική
υστερικές, γυμνές και χρεωμένες
να σέρνονται σε βαλκάνιους δρόμους την αυγή γυρεύοντας
τρόπους για να πληρωθεί μια αναγκαία δόση,

ρεμπέτες-άγγελοι που τσάκισαν τη ράχη τους μεταφέροντας πίτσες,
φιλέτα ροφού σβησμένα σε σαμιώτικο, έπιπλα «κάν’ το μόνος σου» και είδη υγιεινής,
που φτωχοί στήθηκαν καπνίζοντας μπροστά από υπερφυσικές οθόνες
μ’ έναν τρόμο παράλυτο για τα βιογραφικά τους,
που βρήκαν την κόμισσα Seroxat να σέρνεται ξημερώματα στην Ηπείρου
συντροφιά με τον βαρόνο Tavor και τη μακρινή εξαδέλφη του –
αναιμική δεσποινίδα του ιδιωτικού παροράματος – Xanax,

που σκάλισαν μ’ έναν ξεκούρδιστο τζουρά
χιτζάζ, ουσάκ, σαμπάχ και πειραιώτικους δρόμους,
αυλακωμένα απομεσήμερα με καύσωνα
μέσα σε τυφλά δυάρια και γρίλιες ασφυκτικές,
που πάρκαραν τα Cherokee τους στα λιθόστρωτα του Ψυρρή
κι έχασαν το σκαλπ τους για μια φυσική ξανθιά –που δεν ήταν φυσική ξανθιά–

που τρέκλισαν και σκόνταψαν στο ανυπόληπτο φιλιατρό
επιστρέφοντας με σκάρτη καρδιακότητα στη Κατανάγκα,
που άκουσαν τον Σωκράτη να ουρλιάζει «Τα Πάγια» με σπασμένες χορδές
απ’ τη Συκιά Χαλκιδικής ίσαμε τη Στουτγάρδη,
που εκπόνησαν διδακτορική διατριβή
με θέμα «Ο Υπαρξισμός μετά τον Σαρτρ και το Πρόβλημα της Αναπηρίας
στη Νοτιοδυτική Γκάνα» και γύρισαν στην Αθήνα
θωπεύοντας στις ουρές του ΟΑΕΔ το μακρύτερο
μανίκι της μεταμοντερνίλας,

που έψαξαν ανάμεσα στις 7.284 πληγές του Φαραώ
μήπως και βρουν τη δική τους,
που το ’ριξαν στο Ζεν και μπόλιασαν τον Στάλιν
με στούντιο-πιλάτες και γιόγκα-πλαστικές,
που χαιρέτησαν με τρόπους ευγενικούς καθώς αρμόζει στ’ αστόπαιδα
το άδειο κρεμασμένο σακάκι στην πλάτη της καρέκλας του Γενικού,
[…]
που φόρεσαν γραβάτες φανταχτερές μες στα δικά τους αμοργιανά καλοκαίρια
και κρεμάστηκαν απ’ αυτές και κανένας δεν νοιάστηκε,

που πολέμησαν το ποσοστιαίο κτήνος,
το κτήνος της αδήλωτης καταστολής
το κτήνος των ποδοπατημένων ψιθύρων
κι απέμειναν τρελοί στην άκρη του δρόμου
ψελλίζοντας μιαν απτάλικη, στερητική προσευχή,
με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της Ζωής
ξεβρασμένη από τα ίδια τους τα κορμιά,
τροφή καλή
για δέκα εκατομμύρια Πιόνια.
(Πρεβεδουράκης, Κλέφτικο, σ. 11-12, 16-17)

ε΄. Διάφωνα διαστήματα της ποίησης: Τρεις περιπτώσεις

Όπως ο Δεκέμβριος του 2008 διεσπάρη εντός χρόνου, έτσι και το μήνυμά του ή μάλλον τα πολλαπλά και διαφορετικής θερμοκρασίας, στόχευσης και επιθυμίας μηνύματά του διεσπάρησαν εντός λόγου. Το διπλό άλμα εντός και συγχρόνως εκτός ιστορίας και η βίωση ενός καιρού αλλόκοτου, ηδονικού και ευφρόσυνου, ενός επίγειου ευαγγελισμού, αποτυπώθηκαν στον λόγο. Την έγχρονη ηδονική οδύνη μιας jouissance που στοχεύει και επιθυμεί το μηδέποτε ερχόμενο αλλά δυνατό επί γης τη διαπραγματεύεται και ο ποιητικός λόγος — ίσως κυρίως αυτός. Τη μέσω της διαφοράς και του ανταγωνισμού προς τον ηγεμονικό λόγο άρθρωση μιας σύγχρονης καλλιτεχνικής ταυτότητας, την εντοπίζουμε και σε μια ορισμένη μερίδα δημιουργών. Τη διαρκή επιθυμία για την επανεφεύρεση του πολιτικού μέσω του αισθητικού όσο και το αντίστροφο, την επιζητούν διακαώς και πολλές σύγχρονες ποιητικές φωνές. Αυτές οι φωνές, ρητά ή άρρητα ήδη αναγνωρισμένες από την κριτική ως «πολιτικές», παράγουν έναν αισθητικά ενδιαφέροντα και πολιτικά αιχμηρό λόγο, ο οποίος θέτει στο κέντρο του και την ηδονική οδύνη της εξέγερσης. Τρία, κατά τη γνώμη μου, παραδειγματικά έργα για όσα εξέθεσα παραπάνω είναι, κατά σειρά έκδοσης, το Κλέφτικο (2013) του Γιώργου Πρεβεδουράκη,[22] η Προπαγάνδα (2015) του Αλέκου Λούντζη[23] και οι Τοπικοί τροπικοί (2019) του Μάριου Χατζηπροκοπίου.[24]
Ο Πρεβεδουράκης με το Κλέφτικο δεν κατασκευάζει μόνο ένα στεντόρειο ελληνικό Ουρλιαχτό της Κρίσης, αλλά και ένα έργο στο οποίο οι γοργές ανάσες ενός εξεγερμένου υποκειμένου που βιώνει την ηδονή ενός αφιλόξενου κόσμου που καταστρέφεται συμπλέκονται με τα αναφιλητά του οδυρμού ενός υποκειμένου που βλέπει ότι στα ερείπια του παλαιού κόσμου δεν οικοδομείται η νέα γη της επαγγελίας. Η δυσφορία του Πρεβεδουράκη είναι τέτοια, διότι ακριβώς ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο καιρός, και η αποκάλυψη έφερε το παρά προσδοκίαν, αυτό που δεν αναμενόταν – το αποτέλεσμα είναι μια ουρλιαχτή οργή που κινείται πέρα από τον χώρο και τον χρόνο, υψωμένη ως λυσσασμένη προσευχή όχι προς κάποιον ουράνιο θεό, αλλά προς ένα επίγειο κατακερματισμένο συλλογικό υποκείμενο.
Ο λόγος του Λούντζη δομείται μέσω της διαφοράς προς τον κυρίαρχο (ένθεν κακείθεν) ηγεμονικό λόγο για την πρωτοκαθεδρία του ατομικού υποκειμένου. Η Προπαγάνδα δεν οδύρεται, αλλά αποτελεί μια αναγκαία επανατοποθέτηση, η οποία επιδιώκει μέσω του (αυτο)σαρκασμού και της ειρωνείας να υπονομεύσει τις πικρές σταθερές μιας υπνώττουσας κοινωνίας, ενός αυτοερωτικού λογοτεχνικού πεδίου και μιας νοοτροπίας της ήσσονος προσπάθειας, προτρέποντας προς την άρση της ιδιώτευσης που παρήγαγε (και) η Κρίση. Στην Προπαγάνδα οι φλόγες του Δεκεμβρίου του 2008 έχουν σβήσει, αλλά καίνε σαν κάρβουνα από τα οποία η φωτιά δύναται να ξαναφουντώσει – ο Λούντζης υπομιμνήσκει εκείνο το σύνθημα που γράφτηκε στα Εξάρχεια, «Το συλλογικό πάνω από το ατομικό». Αν όντως ο Δεκέμβριος του 2008 έθεσε ένα ερώτημα, η Προπαγάνδα είναι αυτή που προτείνει μια κάποια απάντηση, καταδυόμενη στα διϊστορικά νάματα κάθε αγώνα: η επιθυμία για κοινωνική ρήξη ενέχει και τη χαρά για την ίδια την εξέγερση αλλά και το σύμφυτο προς αυτήν οδυνηρό μήνυμα του κόστους δεσμών που αποκόπτονται και βολικών σταθερών που διαταράσσονται.
Ο Χατζηπροκοπίου ανακατασκευάζει το ιστορικό συνεχές. Οι Τοπικοί τροπικοί συνιστούν εκ των πραγμάτων ένα βιβλίο οδύνης, καθώς ο κουήρ θρήνος αναπέμπεται για να αποκαταστήσει, έστω μυθοπλαστικά, ένα μνημονικό αρχείο. Παρά τη θρηνητική διάσταση όμως, ο Χατζηπροκοπίου μεταμορφώνει τον θρήνο σε μια καρναβαλική μεθυστική ευωχία στην οποία τα υποκείμενα ανανοηματοδοτούν όχι μόνο τις συνθήκες ύπαρξής τους αλλά και τον εαυτό. Οι Τοπικοί τροπικοί λαμβάνουν ως έναυσμα την εξέγερση, προκειμένου μέσω της απώλειας να διασυνδέσουν το μη συνεχές συλλογικό υποκείμενο σε μια προσπάθεια συσπείρωσης δυνάμεων μπροστά στην ύστατη ώρα και εναντίον ενός λόγου καταπιεστικού. Ο Χατζηπροκοπίου μετασχηματίζει την άφευκτη οδύνη σε ηδονή, επαναπροσεγγίζοντας τους όρους νοηματοδότησης της αγωνιστικότητας.
Οι τρεις αυτές ποιητικές φωνές νομίζω ότι παράγουν ένα έργο διάφωνο στη συνάντηση του αισθητικού με το πολιτικό και εντός του σύγχρονου λογοτεχνικού πεδίου. Ο κάθε ποιητής προσπαθεί με διαφορετικούς τρόπους και μορφές να μιλήσει για τον καιρό της εξέγερσης (της εποχής του) αφ’ ενός μεν ως συνθήκη συγκρότησης της υποκειμενικότητάς του, ως πλαίσιο και στόχο δράσης, αλλά και ως μια διαδικασία συνεχειών και ρήξεων – εν ολίγοις, κατασκευής ή καταστροφής γενεαλογήσεων· αφ’ ετέρου δε ως κριτική στον χρόνο της εξέγερσης, δηλαδή τον μνημειωμένο χρόνο των «πολιτικών» συμβάντων και τον χώρο της επίσημης ιστοριογραφίας.[25] Οι ομολογουμένως διαφορετικές αντιλήψεις περί ιστορικού χρόνου που αντιπροσωπεύουν αυτά τα έργα –αποκάλυψη, ουτοπία, ιστορία– με φέρνουν ξανά στο επιχείρημα περί εναλλακτικών τρόπων θέασης της ιστορίας και του παρόντος αλλά και εναλλακτικών οδών αναδιάταξης του αισθητικού και του πολιτικού.

Μια παλιά πραγματεία για τη δύναμη αναφέρει:
Η ιδανική θέση άσκησης είναι ισοϋψής
αντικριστά, στο ίδιο πάτωμα, στο ίδιο κρεβάτι
να εναλλάσσεται ο φορέας με τον αποδέκτη
να διασταυρώνουν οι ένοικοι τα πυρά τους
να τους κόβει μέρες και να κερδίζει χρόνια

Η πραγματεία καταλήγει με μια διαπίστωση πικρή
Αν ο χρόνος λιγοστέψει, αν σωθούνε ο-ο-όλες οι τροφές
αν τέλος πάντων χρειαστεί να αλλάξουμε σκαλί
υπάρχει πάντα κάποιος
που πρώτος θα πατήσει το επόμενο
Όσο κοντός κι αν είναι ο Ναπολέων ο πατητής
τη στιγμή της απότομης ανύψωσης
το κεφαλάκι του μια σπιθαμή θα ξεχωρίσει

Το ίδιο ισχύει και στην αντίστροφη φορά
Αν κριθεί αναγκαίο, αν έρθουν έτσι τα πράγματα
αν, τέλος πάντων, αρχίσουν να πέφτουν κεφάλια
ή τίτλοι τέλους
είναι πιθανόν να χρειαστεί
για να αποτρέψεις τους επόμενους
να φουντάρεις έναν απ’ τη σκάλα.
(Λούντζης, Προπαγάνδα, σ. 19)

στ΄. Dissensus και δήμος: Στην ουσία των πραγμάτων

Το διάφωνο των τριών παραπάνω έργων, όπως και άλλων, δεν μένει εντός του αισθητικού, αλλά περιλαμβάνει και το πολιτικό, δημιουργώντας αυτό που προσφυώς ο Rancière ονομάζει διαφωνία (dissensus). Αν οι τρεις περιπτώσεις του Κλέφτικου, της Προπαγάνδας και των Τοπικών τροπικών είναι ενδιαφέρουσες, αυτό συμβαίνει και διότι ρηγματώνουν ένα συνεκτικό πεδίο, το οποίο εμφανίζεται εγκαθιδρυμένο πάνω στην ομοφωνία (consenus).[26]
Τόσο το σύγχρονο λογοτεχνικό όσο και το πολιτικό πεδίο ομοφωνούν ως προς την τάξη του πολιτικού (police):[27] όλοι μπορούν να συμμετάσχουν σε αυτό, καθώς τα δικαιώματά τους έχουν θεσμικά κατοχυρωθεί· η respublica literaria είναι ευρύχωρη και όλα τα άτομα έχουν μια θέση σε αυτήν. Αυτή η ομοφωνία βασίζεται κυρίως και πρωταρχικά στη φωνή: υπάρχουν φωνές μετρήσιμες και μη μετρήσιμες, φωνές που συγκροτούν τον δήμο[28] και φωνές που δεν πολιτογραφούνται ως τέτοιες, καθ’ ότι είναι υπεράριθμες ή δεν φέρουν τα ειδοποιά χαρακτηριστικά για την ταξινόμησή τους σε μια υπάρχουσα συλλογικότητα. Η ομοφωνία ως υπέρτατη αξία των τυπικά δημοκρατικών μορφών διακυβέρνησης, ως καταστατική συνθήκη ειρηνικής συνύπαρξης μέσω του κατευνασμού των διαφορών που υποστηρίζονται από τις ποικίλες ιδεολογίες της κοινωνικής πάλης («η πλειοψηφία έναντι της μειοψηφίας») γιορτάστηκε πολλαπλώς και σήμανε την «επιστροφή του πολιτικού» και την «επιστροφή στην πολιτική» ή την παλινόρθωση του «αισθητικού» και του «υψηλού»[29] (στα καθ’ ημάς μάλλον την εμφάνιση του λογοτεχνίζοντος)[30] και την κατίσχυσή του επί της «πολιτικής/στρατευμένης» λογοτεχνίας. Το φιλελεύθερο δόγμα «There is no alternative», το οποίο εμπεδώθηκε στη δεκαετή Κρίση, ταυτίστηκε με τη (νεο)φιλελεύθερη οικονομία, προκειμένου διά της επιβολής να αποσπάσει και να εκβιάσει μια ομοφωνία στο επίπεδο των «πραγματικών αναγκών». Ως εκ τούτου, η «πολιτική/στρατευμένη» λογοτεχνία φαντάζει ως το απομεινάρι μιας (ζοφώδους;) εποχής αναμέτρησης, η οποία έχει (άραγε;) ξεπεραστεί, ή ως μια στιγμή παραφωνίας που έκανε την εμφάνισή της σε μια τεταμένη κοινωνικά κατάσταση («λογοτεχνία της Κρίσης»)[31] – επομένως, για την τελευταία περίπτωση, οι υπερβολές σε μια «πολιτικοποίηση» ήταν μάλλον συγχωρητέες.
Αν, σε αντίθεση με την πολιτική τάξη που εγκαθιδρύεται με την ομοφωνία, η πολιτική (la politique) συνίσταται στο dissensus, δηλαδή αφ’ ενός μεν στην αδυναμία ακρόασης/κατανόησης μιας φωνής εκ μέρους της πολιτικής τάξης και αφ’ ετέρου στη διχογνωμία αυτής της τελευταίας με ένα ακαθόριστο σύνολο· αν, επιπροσθέτως, ο δήμος δεν συνίσταται στο άθροισμα όσων έχουν δυνατότητα ακρόασης, αλλά σε ένα μη ορατά περιγεγραμμένο σύνολο, το οποίο διεκδικεί να ακουστεί· αν, τέλος, το μείζον επίδικο της διχογνωμίας συνίσταται στο τι είναι κοινό και τι ενώνει την πολιτική τάξη με τον δήμο, τότε θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι το dissensus είναι η ουσία κάθε πολιτικής διεκδίκησης και ότι η δημοκρατία, εννοούμενη ως η υπερίσχυση του δήμου, είναι όχι απλώς ένα ζητούμενο αλλά μια διαρκής επιθυμία.[32] Ως εκ τούτου, η κοινωνική πάλη για την υπερίσχυση του δήμου ενέχει και κάποια στοιχεία της jouissance.
Τα τρία ποιητικά βιβλία για τα οποία έκανα λόγο θεωρώ ότι βρίσκονται στον πυρήνα του dissensus και, άρα, του πολιτικού: αφ’ ενός μεν αναπαριστούν διαδικασίες κατά τις οποίες τα υποκείμενα δεν ακούγονται ή/και διχογνωμούν· αφ’ ετέρου αναπαριστούν και απευθύνονται σε ένα –τότε μόνο ή και τώρα;– μη συνεκτικό συλλογικό υποκείμενο, το οποίο δεν μπορεί να προσδιοριστεί μόνο με ταυτοτικούς όρους (γενιά, αντιφρονούντες, κουήρ). Το μη συνεκτικό αυτό συλλογικό υποκείμενο προτείνω εδώ να το συνδέσουμε με τον δήμο, ως εκείνο το μη ορατά περιγεγραμμένο σύνολο, το οποίο δεν προκύπτει από κάποιο άθροισμα, αλλά περισσεύει.[33]


Θεία Χάρις –δυσκολεύομαι να σε φανταστώ–
        
με το μακρύ σου φόρεμα και την παγκρεατίτιδά σου
                
κι ένα χαμηλό ψάθινο καπέλο
ν’ ασθμαίνεις στις ανηφοριές της Πειραϊκής
        δίπλα στο Παλαιό Κέντρο Βασανιστηρίων
                
στον   α τ έ λ ε ι ω τ ο   διάδρομο
                 στη σάλα
όπου συσκέπτονται οι απεγνωσμένοι προγραμματίζοντας
τον επόμενο συμβιβασμό,

[…]

        Θεία Χάρις
τι σόι κόκκαλα φοράει το σκοτάδι;
        
πώς είναι εκεί;                                  έχει θρόισμα;
                εδώ –όπως τ’ άφησες–
φοράμε τ’ αλεξίσφαιρα –και καλά–
        μα η ζωή μάς σημαδεύει στο κεφάλι

                πίσω από τους αριθμούς
στα σπιτίσια τσιγάρα μας –στα πνιγμένα ποτά μας
στα εξτραδάκια και στις ανάσες από συντάξεις προγονικές
στοn βραδινό καυγά μας με μια λευκή σημαία καθώς πετάμε πετσέτα
                σ’ ετούτη την κατάληξη κάθε παραμυθίας
κανένας δεν λυτρώθηκε από τη γραμμικότητα της αγάπης
κανένας δεν λυτρώθηκε από την κυκλικότητα της σιωπής
ανυπεράσπιστοι –οι μελλοζώντανοι και οι νεκροί–
ανυπεράσπιστοι –από το μίσος του «μεσαίου πολίτη» –
παντού και πάντα ανέτοιμοι για τον καιρό της ξηρασίας
                σ’ ετούτο το ξεκίνημα της νέας παραμυθίας:
ψωμί-ανία-παιδοκτονία
δεν βρίσκει άσυλο το χαμένο τους σύνθημα
δεν είναι                 εδώ – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – –Πολυτεχνείο
[…]
τελευταία φορά που σε συνάντησα ήταν στην ιδιωτική κλινική
μέσα στην έπαρση των ιατρικών επισκεπτηρίων
μέσα στη χυδαιότητα των χορηγών με τις μπροσούρες,
ωχρό κορίτσι –αναίσθητο– στο θάλαμο οξυγόνου,
τα περιστέρια γουργούριζαν –αφόρητες κοινοτοπίες– στο φωταγωγό
κι απ’ το σταχτί σου κρανίο έφεγγαν οι φλέβες των ηττημένων,

πάει καιρός, μα ο πόλεμος ανάμεσα στους ανθρώπους δεν λέει να τελειώσει
                 Θεία Χάρις
(Πρεβεδουράκης, Κλέφτικο, σ. 29-32)


ζ΄. Το τέλος και η κριτική του: Πέραν του αισθητικού

Το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων παρήγαγε νέες μικρές αφηγήσεις, με αρχικά ανομολόγητες αλλά όλο και πιο απτές φαντασιώσεις μεγαλείου, οι οποίες συνδέονται με την ομοφωνία και την ταύτισή της με σύγχρονά μας (πολιτικά) αφηγήματα.[34] Θα υποστήριζα πως ο σύγχρονος («πολιτικός») ποιητικός λόγος, μέσω της κατασκευής διαφορετικών αντιλήψεων περί ιστορικού χρόνου και εναλλακτικών μορφών ιστορικής συνείδησης στο παρόν, αναδιαπραγματεύεται τον καιρό της εξέγερσης και της διαφωνίας – επομένως, το dissensus έχει και έγχρονα χαρακτηριστικά, τα οποία συνάπτονται με την ιστορία στις πολλαπλές νοηματοδοτήσεις της.
Το «τέλος της ιστορίας», εννοούμενο στον πολιτικό λόγο ως το τέλος των συγκρούσεων, θέτει τη βάση για μια μεταϊστορική εποχή ειρήνευσης. Έτσι, ο Πρεβεδουράκης, προτάσσοντας μια δική του εσχατολογική αντίληψη περί «τέλους των ημερών», εγκαθιδρύει μια αποκάλυψη: ο χρόνος έχει τελειώσει, όχι όμως και ο αγώνας για κοινωνική δικαιοσύνη, εφ’ όσον η ημέρα της κρίσεως δεν ήταν η αναμενόμενη· ο καιρός δεν έχει φτάσει ακόμη.
Το (χαιρέκακα εκφωνούμενο) «τέλος των ουτοπιών» προκάλεσε την άνοδο του δόγματος της «επιστροφής στην πολιτική» και έναν σκληρό πραγματισμό. Ο Λούντζης προτάσσει την εμμένεια των πραγμάτων, δείχνοντας το τέλμα στο οποίο οδηγείται η υποχώρηση των κοινωνικών διεκδικήσεων: η πολιτική γίνεται απλώς διαχείριση τοπικών κρίσεων της πολιτικής τάξης ή κάθε συντεχνίας κατ’ οίκον. Η επιμονή του Λούντζη στην ουτοπία δηλώνει το όχι-ακόμη του καιρού εν αντιθέσει προς τις εξαγγελίες περί όχι-πλέον.
Το «τέλος της πολιτικής» χαιρετίστηκε ως η «επιστροφή του πολιτικού», μια εποχή που σηματοδοτεί το τέλος των συγκρούσεων και το τελικό στάδιο της δημοκρατικής διακυβέρνησης – η πολιτική αυτή μορφή αυτορυθμίζεται χάρη στην ειρηνική αλληλεπίδραση μεταξύ των ατόμων. Ο Χατζηπροκοπίου ανακατασκευάζει ή έστω υποδέχεται και άλλους ενοίκους της ιστορίας, υποδεικνύοντας αφ’ ενός ότι οι δρώσες κοινωνικές ομάδες δημιουργούν τον καιρό και αφ’ ετέρου ότι αυτή η δημιουργία δεν είναι φυσική αλλά παράγεται εξαναγκαστικά.
Οι τρεις περιπτώσεις του Κλέφτικου, της Προπαγάνδας και των Τοπικών τροπικών, ως κείμενα που αποτυπώνουν την εμπειρία του πολιτικού εντός του αισθητικού όσο και το αντίστροφο, νομίζω ότι ανασημασιοδοτούν με τρόπο ευδιάκριτο τον αγώνα για κοινωνική ρήξη, όπως αυτός εξεικονίζεται στην εξέγερση, ενώ αναδιαπραγματεύονται την εντός ιστορίας διαρκή επιθυμία για την εξέγερση όσο και για την ίδια την (εξεγερσιακή) επιθυμία. Η σύνδεση του καιρού της εξέγερσης με τις αντιλήψεις περί ιστορικού χρόνου εκάστου εξ αυτών των έργων έδειξε τη στενή τους συνάφεια με το πολιτικό και πρότεινε έναν τρόπο ερμηνευτικής προσέγγισης πολιτισμικών φαινομένων κατά τον οποίο τα κείμενα νοούνται τόσο ως αντικαθρέφτισμα της εποχής τους όσο και ως δυναμικοί δρώντες συνδιαμόρφωσής της. Ένα ερώτημα όμως μένει σε εκκρεμότητα: Για ποια κοινά, για ποιες κοινές υποθέσεις και για ποια ακριβώς κοινότητα, εν τέλει για ποιο μη συνεκτικό και διασπασμένο συλλογικό υποκείμενο κάνει λόγο η σύγχρονη «πολιτική» ποίηση; Μια τέτοια συζήτηση θα ήταν, αν όχι μόνο ενδιαφέρουσα αισθητικά, τουλάχιστον χρήσιμη πολιτικά. Μέχρι να είμαστε έτοιμοι να την ανοίξουμε με τη γενναιότητα που είναι αναγκαία, ας κρατήσουμε εκτός από τη μελαγχολία της μετάθεσης και τη jouissance όσων έχουν ήδη γίνει και γραφτεί.

Ασκέρια δυο πολέμαγαν, κανένα δε νικούσε.
Χρόνους πολέμαγαν εννιά, μυριάδες τα κουφάρια
στους δέκα σκίστηκεν η γη και βούιξε του μαντάτο:
– Για να τελέψει ο σκοτωμός, για να σωθούν τ’ αγόρια
στους τρεις αρχιπολεμιστές έναν θ’ αρπάξει ο Χάρος.
[…]
Ο Κωνσταντίνος γέλασε – Τα νιάτα μου χαλάλι.
Μα αφού είν’ της μοίρας να χαθώ μη φύγω δίχως χάδι
μη γίνω λάσπη ανέγγιχτος πριχού να νιώσω αγκάλη.
Απόψε αν με παντρέψετε, απόψε αν πρωτοσμίξω
λαβώστε με τη χαραυγή και με το Χάρο ας σμίξω.

Τελάλης βγήκε στα χωριά, σέρνει φωνή μεγάλη:
[…]
Σέρνει φωνή στους ουρανούς, τα Χερουβείμ δακρύζουν
δακρύζουνε οι Αρχάγγελοι, δακρύζει κι ο Αϊ-Γιώργης
γλυκοκοιτάει τον Κωνσταντή και σεκλεντίζει ο νους του
τον δράκοντα ελησμόνησε, νυφούλα πάει να γένει.
[…]
Και κάθε χρόνο, τη νυχτιά που ο Κωνσταντής λαβώθη
στης άνοιξης το σκίρτημα, στο βλάστημα του Απρίλη
από τη χώρα ολάκερη φτάνουν προσκυνητάδες.

Τα δασωμένα γένια τους φράγκικα τα ξουρίσαν
τους μαύρους ελησμόνησαν, στον Κωνσταντή ταχτήκαν
ξηλώνουν τις αρματωσιές, ντύνονται στα μετάξια
βάφουν τα χείλη βυσσινιά, τα δυο βυζιά φουσκώνουν
ξεπλέκουν τα σγουρά μαλλιά, στολίζονται νυφούλες
στο μνήμα τ’ αντρειωμένου παν, να τον στεφανωθούνε.

Το δείλι στεφανώνουνται, ολονυχτίς γλεντάνε
ξεγυμνωμένες τραγουδούν, κυλιούνται και χορεύγουν
στα πυρωμένα κάρβουνα πηδάνε μανισμένες
και προς το γλυκοχάραμα τα στέφανα γκρεμίζουν
στάχτη στα μάγουλα πετάν, τον σκούζουν και τον κλαίνε.

Μα το καταμεσήμερο, σαν τις λιγώσει η κάψα
πέφτουν σε γάργαρη πηγή, τον πόνο τους να λούσουν
αλείβγονται μυρωδικά του Κωνσταντίνου οι χήρες.

Στις γειτονιές τις καρτερούν αμούστακα τ’ αγόρια
τον αντρειωμένο αν έχασαν, άντρες χλωρούς χαρήκαν.
(Χατζηπροκοπίου, Τοπικοί τροπικοί, σ. 48-50)


( Φεβρουάριος 2023 )


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: