Σε
όσα ακολουθούν θα κάνω ορισμένα σχόλια για το βιβλίο των Χαμηλάκη και
Γκρήνμπεργκ, κυρίως, όμως, θα μεταφέρω κάποιες ανταποκρίσεις από τη
συνομιλία μου μαζί του. Ενμέρει για το βιβλίο λοιπόν και ενμέρει μαζί
του, ίσως επειδή είναι ακόμα νωπή η ανάγνωσή του κι ο χρόνος δεν ευνοεί
μιαν αποκρυσταλλωμένη εικόνα. Ίσως, ακόμα, επειδή οι έρευνες που κάνει
κανείς συμβαίνει να τέμνονται με εκείνες του Χαμηλάκη, οπότε σκέφτεται
κανείς ακόμα το βιβλίο κι εργάζεται μαζί του. Αλλά ενδέχεται ο λόγος να
βρίσκεται στο ίδιο το βιβλίο και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Το
πιθανότερο είναι πως ισχύουν όλοι αυτοί οι λόγοι ταυτόχρονα — στη
συνέχεια θα επικεντρωθώ στον τελευταίο, αυτόν που ενδιαφέρει εδώ.
Δύο λόγια, καταρχάς, για τον γενικό χαρακτήρα και τη μορφή του
βιβλίου. Το κείμενο υπάγεται σε πολλαπλές χρονικότητες. Ο αναγνώστης που
γνωρίζει τη δουλειά του Χαμηλάκη (για τον Γκρήνμπεργκ δεν μπορώ να
μιλήσω) αναγνωρίζει ότι αυτή ανακεφαλαιώνεται εδώ. Ο ίδιος ο Χαμηλάκης
παραπέμπει σποράδην σε θέσεις προηγούμενων βιβλίων του κι έτσι το
κείμενο παίρνει τον χαρακτήρα μιας εισαγωγής στο σύνολο των ερευνών του.
Την ίδια στιγμή, στο βιβλίο εμφανίζονται νέες ιδέες και θεματικές, νέες
ερευνητικές κατευθύνσεις που ανοίγονται σε πεδία ευρύτερα του
αρχαιολογικού.
Αυτός ο ρευστός χαρακτήρας ενισχύεται από τη διαλογικότητα του
βιβλίου. Η κίνηση της ανάλυσης δεν είναι ευθύγραμμη αλλά, όπως συμβαίνει
σε έναν διάλογο, σπειροειδής, οπότε έννοιες και θεματικές επανέρχονται
σε νέες κάθε φορά συνάφειες. Το αποτέλεσμα μοιάζει με μια χαρτογράφηση
ενός ολόκληρου πλέγματος από συζητήσεις κρίσιμες για το ερευνητικό πεδίο
της αρχαιολογίας.
Ο διάλογος που έχουμε μπροστά μας αφήνει διακριτούς τους όρους του.
Δεν πρόκειται για μια ώσμωση όπως στους Ντελέζ και Γκουαταρί λ.χ. όπου
οι υπογραφές τείνουν να σβήσουν μέσα σε ένα ενιαίο κείμενο. Απεναντίας,
οι ραφές μένουν εδώ ορατές. Ένας προσεκτικός αναγνώστης θα αναγνωρίσει
πως οι φωνές συνήθως προεκτείνουν και συμπληρώνουν η μια την άλλη,
κάποιες φορές όμως αποκλίνουν, ελαφρά ή και όχι, χωρίς οι αποκλίσεις να
θεματοποιούνται ρητά. Κυρίως, όμως, η χρήση των εννοιών δεν είναι πάντα
ίδια από τους δύο συγγραφείς. Ορισμένες από τις πιο σημαντικές έννοιες
του βιβλίου γλιστράνε καθοδόν σημασιολογικά, κάποτε φτάνουν να
αντιστραφούν. Μολονότι η κίνηση αυτή λανθάνει, εντούτοις παράγεται από
την ίδια τη λογική της ανάλυσης των συγγραφέων και επιτείνεται από τη
διαλογική συνθήκη στην οποία βρίσκονται εκτεθειμένοι. Μια τέτοια
κειμενική κίνηση μάς ζητάει να σκεφτούμε ταυτόχρονα αντίθετες σημασίες
και τη θεωρώ σημαντική για την αθέατη οικονομία του βιβλίου.
Στην αφετηρία βρίσκεται ένα ερώτημα σαν εκείνο του Φουκώ: ποιοί είμαστε εμείς στην παρούσα στιγμή της Ιστορίας;[1]
Οι συγγραφείς τοποθετούνται εξαρχής σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, στην
Ελλάδα και το Ισραήλ, που έχει για εκείνους βιογραφική βαρύτητα όσο και
πολιτική επικαιρότητα. Οι συγκυρίες του παρόντος έχουν έναν επείγοντα
χαρακτήρα και εντός του εκτυλίσσεται το εγχείρημα του βιβλίου. Γρήγορα
γίνεται ορατή η ηθικοπολιτική δέσμευση των συγγραφέων, στην οποία
οδηγούνται, όπως μας αφηγούνται, μέσα από τη βιογραφική σχέση τους με
την υλικότητα της αρχαιολογικής εργασίας. Πρόκειται, λοιπόν, για μια
δέσμευση που ξεδιπλώνεται σταδιακά ως εγγεγραμμένη σε περιοχές που
μοιάζουν καταρχάς μη-ιδεολογικές αιφνιδιάζοντάς τους.
Η αρχαιολογία φανερώνεται τότε ως ιδεολογική καταρχάς πρακτική, ως
χρονοπολιτική για την ακρίβεια, εντέλει όμως, και κυρίως, ως πολιτισμική
πρακτική. Ένα διαρκές πηγαινέλα ανάμεσα στο ενεστωτικό και το
καταγωγικό, στο πολιτικά επείγον και το μεταθεωρητικό, αποτελεί κίνηση
συστατική του βιβλίου. Η Ελλάδα και το Ισραήλ καθίστανται τότε όχι
εξαιρέσεις, ούτε όμως και απλές επαναλήψεις, αλλά πυκνά σημεία,
προνομιακά πεδία ενός ιστού από ερωτήματα που στοιχειοθετούν αυτό το
πηγαινέλα. Η δε αρχαιολογία γίνεται θεμελιώδης νεωτερική πρακτική. Με
δυο λόγια: το εγχείρημα του βιβλίου είναι μια αρχαιολογία της
αρχαιολογίας ως μια αρχαιολογία της νεωτερικότητας εντοπισμένης σε δύο
κρίσιμα παραδείγματα.
Όμως ήδη εδώ ξεκινούν οι αμφιλογίες των εννοιών για τις οποίες έκανα
νωρίτερα λόγο. Τι ακριβώς είναι το παρόν και ποιος είναι ο φορέας του;
Από τη μια, είναι οι ‘ζωντανοί άνθρωποι’ που διατρέχουν τις σελίδες του
βιβλίου, οι ντόπιοι τους οποίους προσπερνά ή εχθρεύεται η αποικιοκρατική
συνθήκη. Για τον Γκρήνμπεργκ ειδικά, είναι η φιγούρα του Παλαιστίνιου,
του άλλου, ίσως ενός άλλου εσωτερικού σε σχέση με τον ισραηλινό, στον
οποίο θα αντηχούσε ένας Εβραίος άλλος στο εσωτερικό της νεωτερικής
Ευρώπης και το σχήμα θα περιπλεκόταν. Όμως προς το τέλος του βιβλίου ο
Χαμηλάκης θα αναδείξει ως κρίσιμες τις φιγούρες ‘αποικισμένων που
στοιχειώνουν’, σχεδόν αθέατα ίχνη λοιπόν, νέα ερείπια και σκουπίδια της
επίσημης μνήμης (σ. 186 και 196). Το παρόν θα ταλαντευόταν, έτσι, μεταξύ
του ζωντανού και του φασματικού. Διαφορετικοί τύποι υποκειμένων
αναδύονται ως φορείς του παρόντος — αν η απτότητα είναι καθοριστική για
τον πρώτο τύπο, η συγκάλυψη και η αφάνεια είναι καθοριστική για τον
δεύτερο.
Η φασματικότητα είναι σημαντική στο βιβλίο, αλλά κι αυτή επίσης
διχάζεται σε ‘αναληθή’ και ‘αληθή’. Την πρώτη επιβάλλουν οι κυρίαρχοι.
Συνιστά δε ένα μείζον εργαλείο τους, καθώς εγκαθιδρύει μια φαντασιακή
πραγματικότητα που αψηφά την υλική - τους ζωντανούς ανθρώπους. Ο
Γκρήνμπεργκ αναφέρει, για παράδειγμα, τις βρετανικές και ισραηλινές
ανασκαφές κάτω από σπίτια Παλαιστινίων στην Ιερουσαλήμ, ώστε να
διεκδικηθεί, διαμέσου του αθέατου εσωτερικού της γης, μια βαθύτερη
ιδιοκτησία επί του εδάφους (104). Αυτή η φασματικότητα, που κατασκευάζει
την αυτοχθονία, είναι θεμελιωτική. Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη
φασματικότητα, την οποία υποβάλλουν οι ανίσχυροι. Αποδίδει ίχνη που
επιτρέπουν σε μια διαφορετική, απαρνημένη αυτοχθονία να επιστρέψει εκ
των ένδον της νεωτερικότητας. Σε αντίθεση με τη θεμελιωτική, αυτή είναι
τώρα μια υπονομευτική, μολυσματική φασματικότητα και, ως τούτου, οι
ρωγμές και οι αναδιατάξεις της συλλογικής μνήμης τις οποίες προξενεί
είναι γόνιμες — ο Χαμηλάκης δεν θα διστάσει μάλιστα να κάνει λόγο για
‘αλήθειες’ (187) τις οποίες εκείνη φέρει και να τις αντιπαραθέσει στις
‘κατασκευές’.
Η αμφισημία διατρέχει, επομένως, και την έννοια της αυτοχθονίας
εξίσου. Διότι αν από τη μια αυτή είναι κατασκευασμένη από τον
αποικιοκράτη, από την άλλη, μια διαφορετική αυτοχθονία αντιστέκεται σε
κείνον. Εξού οι αναφορές του Χαμηλάκη σε ‘αυτόχθονες αρχαιολογίες’
(113). Μπορεί κανείς, εντέλει, να αναλύσει το βιβλίο παρακολουθώντας τις
εσωτερικές κυμάνσεις τέτοιων καθοριστικών εννοιών, την αλυσίδα των
μεταπτώσεων, η οποία αποκαλύπτει διαλογικά έναν πλούτο εντάσεων.
Αλλά η κρίσιμη έννοια στο τέλος αυτής της σειράς εννοιών είναι εκείνη
της νεωτερικότητας. Αυτήν είναι που πρωτίστως μελετούν στο βιβλίο οι
συγγραφείς προτείνοντας μια σπουδή στον 19ο αιώνα,
εστιάζοντας δηλαδή στη μετάβαση από τη προνεωτερική συνθήκη στη
νεωτερικότητα. Τέσσερις είναι οι πρωταγωνιστές αυτής της σπουδής. Η
Ελλάδα, το Ισραήλ, η Ευρώπη και δη ένας καθοριστικός εκπρόσωπός της, ο
γερμανικός κόσμος, και, τέλος, η οθωμανική αυτοκρατορία, μαζί με έναν
ιδιότυπο επίγονό της, την Παλαιστίνη. Ο 19ος αιώνας είναι ένας αιώνας ιδρύσεων και αυτό που παρακολουθούμε στο βιβλίο είναι ένα νεωτερικό δράμα της ίδρυσης.
Η ίδρυση αυτή έχει ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά: καταρχάς, λαμβάνει
χώρα σε ξένο έδαφος. Δεν προκύπτει στον ευρωπαϊκό χώρο μέσα από
εσωτερικές ζυμώσεις ή συγκρούσεις, αλλά σε μεθοριακές περιοχές. Κι αυτό
σημαίνει: συγκροτεί ένα χρονικό άλμα, συμβαίνει μέσα σε μια ειδική
απόσπαση από το παρόν. Δεύτερον, η ίδρυση είναι διπλή: αφενός των
κρατών, αλλά και αυτής της ίδιας της νεωτερικότητας, που αναπαράγεται
κάθε φορά σε ξένο έδαφος. Τρίτον, είναι μια καθυστερημένη ίδρυση από
‘χλομούς επιγόνους’, όπως θα ονομάσει ο Νίτσε τους συμπατριώτες του.[2]
Ωστόσο αυτή η καθυστέρηση εκθέτει εξαρχής την ίδρυση για την οποία
πρόκειται σε μια εμπειρία ματαίωσης — η υπόσχεση την οποία φέρει η
ίδρυση μοιάζει, για την ακρίβεια, δηλητηριασμένη από την υποψία πως
είναι δομικά υπεσχημένη στη διάψευση.
Σκέφτομαι εδώ τον Χόμι Μπάμπα όταν έγραφε πως στο αποικιακό πεδίο
εκδηλώνεται πολύ νωρίτερα ό,τι αργότερα γίνεται φανερό στη μητροπολιτική
Δύση ως μεταμοντέρνα διάψευση των μεγάλων νεωτερικών τάξεων του
νοήματος.[3]
Ίσως, λοιπόν, εκδηλώνεται ήδη την ώρα της ίδρυσης, που δεν παύει να
εισάγει ένα δράμα της επανίδρυσης της νεωτερικότητας στις μεθορίους.
Μπορεί, για παράδειγμα, να σκεφτεί κανείς τους Γερμανούς περιηγητές στην
Ελλάδα του 19ου
και των αρχών του 20ού αιώνα, για τους οποίους το ταξίδι σε
αυτήν περιείχε την ανάκληση ενός μείζονος τραύματος, ως εάν ‘Ελλάδα’ να
ήταν ένα άλλο όνομα για τη ματαίωση του γερμανικού ιδίου.
Πόσο αρραγής είναι, επομένως, η νεωτερικότητα; Πόσο ενιαία επίσης; Ο
Χαμηλάκης υπενθυμίζει τον Βίνκελμαν ψέγοντας τις αναγνώσεις που
προσπερνάνε με ευκολία τις εσωτερικές αντιθέσεις, τις ρωγμές —του
Βίνκελμαν και της νεωτερικότητας. ‘Ουδέποτε υπήρξαμε μοντέρνοι’ — οι
συγγραφείς επιστρέφουν κάθε τόσο σε αυτά τα λόγια του Μπρούνο Λατούρ σαν
σε ένα σταθερό μοτίβο της συζήτησής τους. Πως να τα ακούσουμε άραγε;
Δεν θα μπορούσαμε ποτέ, μήπως, να είμαστε νεωτερικοί γιατί η διακήρυξη
είναι δομικά υποκριτική και καταδικασμένη; Πρέπει λοιπόν να την
αποχαιρετήσουμε; Ή, απεναντίας, πρέπει επιτέλους να γίνουμε πράγματι
νεωτερικοί;
Επιστρέφω στο γερμανικό πεδίο. Το ιδιάζον στην περίπτωσή του θα ήταν
πως αποικίζεται κυρίως ο χρόνος και ο χώρος ακολουθεί. Υπάρχει, λοιπόν,
μια κίνηση ανάκτησης ενός χαμένου χρόνου που συνδέεται με την
αποικιοκρατία. Αν αυτή η κίνηση λαμβάνει χώρα στο σύνορο, αφορά ωστόσο
το κέντρο. Αυτό που αποικίζεται στην Αθήνα ή στην Ιερουσαλήμ (και όχι
στη Ρώμη) είναι το ιστορικό κέντρο, η καταγωγή δηλαδή, που στο σύνορο
επιστρέφει ως ακριβώς τέτοια. Από την άποψη αυτή, η Ελλάδα και το Ισραήλ
διαφαίνονται ως κατεξοχήν αποικιστικά πεδία, εφόσον σε αυτά ανακτάται
το ευρωπαϊκό ίδιον. Κι έτσι, μέσα σε αυτή την κίνηση, η αρχαιολογία
φανερώνεται σύστοιχη της αποικιοκρατίας. Η νοσταλγία για το όλον δεν
είναι μόνο νεοελληνικό ψυχικό φαινόμενο, όπως έγραφε ακόμα ο Χαμηλάκης
στο Έθνος και τα ερείπιά του, αλλά συνυφαίνεται τώρα τόσο με τη νεωτερικότητα, όσο και με την αρχαιολογία ενγένει.
Δύο παραδείγματα: οι αρχαιολογικές εργασίες στην Μικρά Ασία την
περίοδο της εκστρατείας. Ο Χαμηλάκης αναφέρεται στο στρατιωτικοποιημένο,
ρευστό καθεστώς ως ένα είδος βιότοπου της αρχαιολογίας. Σε μια
κατάσταση εξαίρεσης, συνθήκη οιονεί θανάτου, εκεί ακριβώς, αναπλάθεται
το γεώσωμα του έθνους (90). Ο Παπαρρηγόπουλος, σχολίαζε κάποτε η Έλλη
Σκοπετέα, έβαζε το ελληνικό έθνος να ‘πρωταγωνιστεί, σε μεγάλο μέρος της
Ιστορίας του ελληνικού έθνους, υπό συνθήκες πολιτικού θανάτου’.[4]
Αποκάθαρση, λοιπόν, από το αλλότριο, σχεδόν από τον θάνατο, εξ ου και η
εικόνα της εκταφής των οστών, της επανένωσης των διασκορπισμένων, που
φέρνει στο νου τις αναλύσεις του Μπούρκερτ για την ανάταξη ενός
διαμελισμένου σώματος ως πυρήνα των μυθικών τελευτουργιών.[5]
Ιδού για τον Χαμηλάκη η μυθική διαλεκτική στην καρδιά της νεωτερικής αρχαιολογίας.
Όσο για το Ισραήλ, σύμφωνα με τον Γκρήνμπεργκ η αρχαιολογία του
αποσκοπεί στο να αναδειχθεί η απουσία των Εβραίων από την Παλαιστίνη ως
παροδική, η επιστροφή ως φυσική (134). Ξανά το σχήμα της επιστροφής των
εποίκων, ένα σχήμα που, παρεμπιπτόντως, είναι επίσης κεντρικό στην
ανάλυση του Φαλμεράγιερ για τη νεότερη Ελλάδα.
Σκέφτομαι βιαστικά δύο κειμενικές συνάφειες. Αφενός τον Μακιαβέλι τόσο του Ηγεμόνα όσο και των Διατριβών, όπου το σχήμα της ανάκτησης από τους ντόπιους του τόπου τους και της εγκαθίδρυσης της κυριαρχίας είναι κεντρικής σημασίας.[6]
Σκέφτομαι όμως και τον Φουκώ επίσης, για τον οποίο η ‘εξαιρετικά
αμφίσημη’ όπως σημειώνει ‘αντι-ιστορία’ των ευρωπαϊκών ιστοριογραφιών
του 16ου και 17ου αιώνα που υπονομεύει την
κυριαρχία, είναι μια εκδικητική μνήμη των γηγενών, που ζητούν επίσης να
‘αποκαταστήσουν τα αρχαία δικαιώματα και την απωλεσθείσα δόξα’.[7]
Μάλιστα ο λόγος αυτός, που θεωρείται ο κατεξοχήν ιστορικός, εκβάλλει στον φυλετισμό του 19ου
αιώνα. Να λοιπόν ξανά οι αμφισημίες μέσα στις οποίες οφείλουμε να
κινηθούμε, μέσα, ήδη, στην παράδοση του πολιτικού στοχασμού. Αλλά,
κυρίως, το ερώτημα αν θα μπορούσε να υπάρξει, και τι θα ήταν, μια μνήμη
που δεν θα αρθρωνόταν ως ανασύσταση, κυριαρχική ή πολεμική, που θα
επέτρεπε δηλαδή, και μάλιστα θα αναδείκνυε, το άλλο εντός; Αυτή είναι η
απάντηση την οποία διερευνά, σε μιαν άλλη εβραϊκή αρχαιολογία της
εβραϊκής μνήμης, ο Φρόυντ στον Μωυσή του, στα ‘μνημονικά
κατάλοιπα’ που εξαρθρώνουν το ίδιον για να το παραδώσουν σε ένα
καταγωγικό κενό εγκατεστημένο εντός, το οποίο εδώ παίρνει το όνομα της
Ασίας, του κατεξοχήν άλλου του ευρωπαϊκού κόσμου.[8]
Το ερώτημα τι άλλο θα μπορούσε να είναι η αρχαιολογία εξαρτάται από το
ερώτημα τι άλλο θα μπορούσε να είναι η μνήμη εκτός από εμπρόθετη
ανάκτηση του ιδίου.
Στο σημείο αυτό αναδύεται, για να ξαναγυρίσω στο βιβλίο κλείνοντας,
το κεντρικό ερώτημα γύρω από το οποίο περιστρέφεται και από το οποίο
προκύπτουν όλα τα άλλα. Ένα που συγκροτεί επίσης ένα ορισμένο δίλημμα,
θεωρητικό, αλλά διόλου μόνο θεωρητικό. Από τη μια, ο εναλλακτικός
προσανατολισμός θα βρισκόταν εκτός νεωτερικότητας. Σε εναλλακτικές
οντολογίες και γνωσιολογίες, όπως τις ονομάζει ο Χαμηλάκης. Από την
άλλη, θα βρισκόταν στις ρωγμές της ίδιας της νεωτερικότητας, εκ των
ένδον της οποίας, ως πάντα ήδη αποικισμένοι, θα διερευνούσαμε άλλες
μορφές της μνήμης και του ανήκειν. Στο κατώφλι κάθε δυνατής ζωντανής
κοινότητας ίσως, όπου αναδύεται μια αθέλητη μνήμη, μια αθέλητη
αρχαιολογία ενδεχομένως, που στοιχειώνει σαν τα μολυσματικά ίχνη, στα
οποία επίσης στρέφει την προσοχή του ο Χαμηλάκης. Αυτό είναι το εύρος
του βιβλίου και σε αυτό εκτίθεται ο αναγνώστης του.
[1] Μισέλ Φουκώ, ‘Δύο κείμενα για το υποκείμενο και την εξουσία’, Η μικροφυσική της εξουσίας (Ύψιλον 1991, μτφρ. Λ. Τρουλινού), σ. 86.
[2] Friedrich Nietzsche, Ιστορία και ζωή (Γνώση 2010, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος), σ. 77.
[3] Homi Bhabha, The location of culture (Λονδίνο/Νέα Υόρκη: Routledge 1994), σ. 248.
[4] Έλλη Σκοπετέα, Φαλμεράυερ. Τεχνάσματα του αντιπάλου δέους
(Θεμέλιο 1999), σ. 74.
[5] Walter Burkert, Homo Necans. Ανθρωπολογική προσέγγιση στη θυσιαστήρια τελετουργία και τους μύθους της αρχαίας Ελλάδας
(ΜΙΕΤ 2011, μτφρ. Β. Λιαπής), σ. 41, 59, 422.
[6] Niccolò Machiavelli, Έργα (Κάλβος 1984, μτφρ. Τ. Κονδύλης), Α΄ τόμ., σ. 278, 413.
[7] Michel Foucault, Για την υπεράσπιση της κοινωνίας (Ψυχογιός 2002, μτφρ. Τ. Δημητρούλια), σ. 93.
[8] Sigmund Freud, Der Mann Moses und die monotheistische Religion: Drei Abahdlungen, Studienausgabe (Φρανκφούρτη: Fischer, 2000), τόμος ΙΧ, σ. 523, 557.