Οι υποβρύχιοι θησαυροί

Οι υποβρύχιοι θησαυροί

Κώστας Σιαφάκας, «Το ψάρι και το ζάρι», Σμίλη 2022



Στο διήγημα «Χρυσό Ψάρι», από την Αντανάκλαση, το πρώτο βιβλίο του Κώστα Σιαφάκα, ο αφηγητής απευθύνεται στην αγαπημένη του κι εύχεται να είχε ένα σπιτάκι στην εξοχή όπου θα μπορούσε να ζήσει μαζί της, απαριθμώντας της όλα τα αγαθά που θα απολάμβαναν σε εκείνον τον ιδανικό τόπο. Και κλείνει το δισέλιδο διήγημα ως εξής: «Αγάπη μου, μόλις θυμήθηκα ότι έχω ένα σπιτάκι στην εξοχή! Είχες δίκιο: η αγάπη είναι ένα χρυσό ψάρι που ποτέ δεν θα γίνει χρυσόψαρο». Ως γνωστόν, τα χρυσόψαρα έχουν μνήμη ρηχή, ενώ η αγάπη βουτάει στα βαθιά της μνήμης. Ενώ βρίσκεται στο τώρα, κολυμπά εκατέρωθεν του παρόντος, έχει διαπλεύσει το παρελθόν και δεν κρατιέται να εκβάλει στο μέλλον. Το ψάρι όμως δεν διαπλέει μοναχά το χρόνο, τον έμπλεο μνήμης, διαπλέει και την καλλιτεχνική δημιουργία του Σιαφάκα κι έτσι από το πρώτο του βιβλίο (που ήταν υποψήφιο για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου λογοτέχνη του περ. Αναγνώστης) πήδησε σαν χελιδονόψαρο στο δεύτερο και μάλιστα θρονιάστηκε στον τίτλο παρέα μ’ ένα ζάρι. Γιατί τι θα ήταν το ψάρι με τις συνδηλώσεις του (την αγάπη, τη μνήμη, το υποσυνείδητο) αν δεν συνυπήρχε με το νου, με την τετραγωνισμένη αρμονία του, με την ευκρίνεια και τη χρησιμότητα των αριθμών του; Τι θα ήταν το ψάρι-αίσθημα, που τίποτα δεν ρωτά και τίποτα δεν χρειάζεται να ξέρει, χωρίς το ζάρι-φιλόσοφο που θέτει συνεχώς ερωτήματα;

Το ομώνυμο της συλλογής διήγημα ξεκινά ως εξής: «Ένα ψάρι κατάπιε ένα ζάρι, κι από τα βράγχια του ξεπήδησαν, το ένα μετά το άλλο, αναπάντητα ερωτήματα: πώς βρέθηκε το ζάρι στη θάλασσα; Μήπως έπεσε από κάποιο πλοίο; Ποιος έριξε την αδέξια ζαριά στο κατάστρωμα του πλοίου; Το ζάρι είχε φτάσει στον πυθμένα όταν το κατάπιε το ψάρι ή μήπως το ψάρι το έχαψε κατά την κίνηση του βυθίσματός του, καθώς εκείνο έπεφτε λοξά ή κατακόρυφα, έρμαιο των ρευμάτων και του βάρους του; Εν τέλει ποιος μας βεβαιώνει ότι το γεγονός αυτό συνέβη μέσα στη θάλασσα;» Και στην επόμενη παράγραφο ο αφηγητής απαντά: «Κανείς δεν μας βεβαιώνει για τίποτα». Αυτή μάλιστα θα μπορούσε να είναι η απάντηση σε κάθε αναπάντητο ερώτημα όμως ο συγγραφέας δεν θέλει να οδηγήσει την ιστορία του στο ομιχλώδες δάσος της αμφιβολίας και του αγνωστικισμού, αλλά στο ξέφωτο της ελπίδας καθώς στο τέλος, ενώ ο ψαράς είναι έτοιμος να πνιγεί με το ζάρι στο λαιμό, το φτύνει. «Εξάρες» αναφώνησε ο γιος του ψαρά, παρόλο που η ζαριά είχε καθίσει στον άσσο.

Διότι το ζάρι δεν συμβολίζει μόνο το νου αλλά και την τύχη. Η τύχη όμως εξαρτάται κι αυτή απ’ τη δική μας ανάγνωση κι ερμηνεία. Η τύχη είναι ένα αφήγημα, όπως ο μύθος, κι εξαρτάται από το βλέμμα μας. Έτσι ο Σιαφάκας επιχειρεί σε αυτό το βιβλίο μια διαφορετική θέαση των μύθων, μια καλοπροαίρετη διαστροφή τους, αφού αυτή η ιστορία είναι μια παιγνιώδης παραλλαγή του μύθου του φτωχού ψαρά που βρίσκει μέσα σ’ ένα ψάρι ένα δαχτυλίδι. Ο Σιαφάκας αρέσκεται να παίζει με τους μύθους και το κάνει χρησιμοποιώντας όχι μόνο την πένα αλλά και το πινέλο ή το μολύβι ή τέλος πάντων το πενάκι του, αφού η άλλη του ιδιότητα είναι αυτή του ζωγράφου. Σ’ έναν του πίνακα μάλιστα βλέπουμε ένα ψάρι τη στιγμή που πάει να καταπιεί όχι ένα ζάρι, ούτε ένα δαχτυλίδι, αλλά ένα κλειδί με φτερά. Να είναι άραγε το κλειδί που ανοίγει το συρτάρι με τα αναπάντητα ερωτήματα; Δεν το ξέρουμε κι ούτε θα το μάθουμε γιατί αν σκοπός της λογοτεχνίας δεν είναι να δίνει απαντήσεις αλλά να θέτει ερωτήματα, μπορούμε να πούμε ότι σκοπός του παιχνιδιού δεν είναι άλλος από το ίδιο το παιχνίδι.

Ο Huizinga στο έργο του «Homo Ludens» αναφέρει: «Το γνήσιο και καθαρό παιχνίδι είναι η βάση του πολιτισμού και ο πολιτισμός χτίζεται σαν παιχνίδι και μέσα στο παιχνίδι». Ας μη ξεχνάμε ότι και το ζάρι είναι ένα παιχνίδι. Και ο Σιαφάκας παίζει γράφοντας και παίζει ζωγραφίζοντας. Τα κείμενα και οι πίνακές του διαθέτουν τόσο την ευφορία και την ελαφράδα του παιχνιδιού, όσο και τη σοβαρότητά του, την ακρίβεια και την προσήλωση που απαιτούν οι κανόνες του. Κι ως καλός παίκτης, βάζει κι άλλους στο παιχνίδι. Τα κείμενά του συνομιλούν συχνά όχι μόνο με μύθους και παραμύθια αλλά και με έργα ζωγραφικής, όπως στο διήγημα «Ερωτευμένη» (Αντανάκλαση), όπου με αφορμή τη γοργόνα του διηγήματος γίνεται αναφορά στη «ανεστραμμένη» γοργόνα που έχει αποτυπώσει σ’ έναν πίνακά του ο Μαγκρίτ.

Οι αναστροφές και οι ανατροπές ακολούθησαν τον συγγραφέα και στο δεύτερο βιβλίο του, το Ψάρι και το ζάρι, όπου στο διήγημα με τίτλο «Το φιλί», όταν μια γοργόνα φιλάει τον άντρα που ποθεί, εκείνος μεταμορφώνεται σε θαλάσσιο ελέφαντα. Τα διηγήματά του βρίθουν από μεταμορφώσεις αλλά και προσωποποιήσεις. Τα αντικείμενα στις ιστορίες του έχουν ζωή. Έχουν βούληση και φωνή, όπως ένα ξυράφι, που στο ομώνυμο διήγημα, επιχειρηματολογεί υπέρ της επιθυμίας του να κόψει το κεφάλι του αφηγητή. Ένα σταματημένο ρολόι, ξεχασμένο σ’ ένα ράφι, αναρωτιέται όπως ο Καρυωτάκης στην προκυμαία της Πρέβεζας :«Υπάρχω;». Σε αντίθεση όμως με τον μελαγχολικό ποιητή, δεν απαντά ύστερα «Δεν υπάρχεις», αλλά ερωτεύεται μια ζυγαριά και πηδούν μαζί από το ράφι για να ενωθούν μέσω της διάλυσης σε μια άχρονη και αβαρή αγάπη («Η ιστορία του ρολογιού και της αγαπημένης του»).

Η Όλγκα Τοκάρτσουκ, στην ομιλία που εκφώνησε κατά την τελετή απονομής του Νομπέλ Λογοτεχνίας, εξομολογήθηκε πως η μαμά της της αφηγούνταν ένα παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν για μια τσαγιέρα που είχε σπάσει το χερούλι της και κατέληξε στα σκουπίδια. Σχολίασε την έλξη που της ασκούσε το γεγονός ότι η τσαγέρα μιλούσε. Σ’ ένα εξαιρετικό απόσπασμα που συνδέει τη συγγραφή με την τρυφερότητα λέει: «Το να δημιουργείς ιστορίες σημαίνει να φέρνεις πράγματα στη ζωή, να δίνεις ύπαρξη σε όλα τα μικροσκοπικά κομμάτια του κόσμου […]. Η τρυφερότητα προσωποποιεί ό,τι σχετίζεται μαζί της, καθιστώντας δυνατόν το να τους δοθεί φωνή, να τους δοθεί ο χώρος και ο χρόνος να έρθουν στη ζωή, να εκφραστούν. Χάρη στην τρυφερότητα είναι που αρχίζει να μιλάει η τσαγιέρα».

Η τρυφερότητα είναι λοιπόν αυτή που έκανε τη τσαγιέρα να μιλά, η τρυφερότητα είναι κι εδώ, στα μικροδιήγηματα του Σιαφάκα, που κάνει τα αντικείμενα να μιλούν, η τρυφερότητα είναι αυτή που δίνει ζωή στη νεκρή φύση. Στο διήγημα με τίτλο «Νεκρή φύση» ένας ζωγράφος, βγάζει την καρδιά του και την τοποθετεί δίπλα σ’ ένα μήλο και σ’ ένα κόκκινο σπιρτόκουτο. Στη συνέχεια στήνει το καβαλέτο κι αρχίζει να ζωγραφίζει τη σύνθεση. Η αντανάκλαση της πραγματικότητας, εσωτερικής και εξωτερικής, στην τέχνη είναι ένα από τα βασικά θέματα της γραφής του Σιαφάκα. Συχνά μάλιστα η ίδια η διαδικασία της γραφής και η περιπέτεια της δημιουργικότητας οδηγούν την πένα του σε θαυμάσιες συλλήψεις όπως στο διήγημα «Υποβρύχια σκέψη» που ξεκινά ως εξής: « Όταν δεν ξέρω τι να γράψω, καταδύομαι. Μεταβαίνω νοερά στον βυθό της θάλασσας ή στον πάτο κάποιου γεμάτου ποτηριού, κρατώντας την αναπνοή μου». Δεν βρίσκω μάλιστα καλύτερο τρόπο να κλείσω αυτό το κείμενο παρά με την τελευταία παράγραφο από το εν λόγω διήγημα: «Ψάχνω για τον δικό μου θησαυρό, αλλά εκεί κάτω τίποτα δεν λάμπει. Τα στιγμιαία λαμπυρίσματα των ψαριών που τσιμπολογούν στην άμμο με ξεγελούν. Καθώς προχωρώ, η μορφολογία του βυθού αλλάζει. Διαβαίνω ακανθώδεις πλαγιές και σφουγγαρότοπους, αποικίες κοραλλιών και δάση μακρόστενων φυκιών. Ασχημότατα πλάσματα ξεπροβάλλουν, τώρα, από τα σκοτάδια των βράχων κι εξαφανίζονται με αστραπιαία μεταβολή. Σκυλόψαρα παραμονεύουν, πριονόψαρα καιροφυλακτούν, αλιγάτορες αποκοιμιούνται με το στόμα ανοιχτό. Ωστόσο, τον τίτλο του πιο επικίνδυνου τέρατος τον διατηρώ εγώ. Πού βρίσκομαι; Η μνήμη μου ισχύει; Μήπως να ανέβω στο γιγάντιο σαλάχι για μια τσάρκα στον ωκεανό; Ή μήπως καλύτερα να ανασύρω από τον βυθό αυτό το μαντεμένιο καζανάκι «Νιαγάρας», για να εξασφαλίσω ένα τρόπαιο, και να επιστρέψω γρήγορα στη στεγνή καρέκλα του γραφείου μου; Όχι! Θα πλεύσω αγόγγυστα μέχρι να βρω το θησαυρό! Θα τον ξεριζώσω από την άμμο, σαν χρυσό δόντι από τη γνάθο του καρχαρία, και θα αναδυθώ θριαμβικά, σαν ήρωας που, με κίνδυνο της ζωής του, έσωσε τη ζωή του εαυτού του».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: