Γυναίκες στον αστερισμό των μύθων

Τζάκσον Πόλοκ, «Πασιφάη» (1943). ΜΕΤ
Τζάκσον Πόλοκ, «Πασιφάη» (1943). ΜΕΤ

Μαίρη Μικέ, «Ανθεκτική εκκρεμότητα. Ο μύθος της Πασιφάης σε νεοελληνικά λογοτεχνικά κείμενα του 20ού αιώνα», Gutenberg 2022

Με ένα βιβλίο και τρία άρθρα η καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ Μ. Μικέ προσεγγίζει τις τύχες μυθικών αρχετυπικών ηρωίδων στη νεοελληνική λογοτεχνία, κυρίως σε αρχαιόθεμα ποιήματα, του 20ού αιώνα. Μέσω παραδειγματικών επιλογών εστιάζει στις μορφές της Πασιφάης, της Νιόβης, της Φιλομήλας και της Αράχνης ως γλωσσικά σημεία, συγκροτώντας ένα συνεκτικό αρχείο που συνιστά αφετηρία[1] για περαιτέρω έρευνες, ενώ επεκτείνεται και σε διακαλλιτεχνικές αναπαραστάσεις τους. Εντάσσοντας τα μυθικά πρόσωπα σε ιστορικό-γραμματολογικό πλαίσιο αναδύεται η διπλή ιστορικότητα: της γραφής/ δημοσίευσης του έργου και της σύγχρονης ανάγνωσης. Στο σημείο τομής των άχρονων κοιτασμάτων του μύθου και της γραμματειακής παράδοσης ανιχνεύονται πολλαπλά ερμηνευτικά δίκτυα και ποιητολογικές συγγένειες, καθώς οι δύο συνομιλούσες αφηγήσεις αλληλοτροφοδοτούνται. Αρχαίες πηγές, παραλλαγές, Οβίδιος, ιδεολογικές χρήσεις, προσωπεία: οι διακειμενικές συστάδες ανασημασιοδοτούνται επανεγγραφόμενες σε νέα συμφραζόμενα, στο έδαφος προσωπικών μυθολογιών, κατά την αέναη περιδίνηση των ηρωίδων.


Γκιστάβ Μορό, «Πασιφάη» (1880)

Ειδικότερα για την Πασιφάη (αυτή που φέγγει σε όλους),[2] κόρη του Ήλιου και σύζυγο του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, τα κείμενα αρχικά ομαδοποιούνται ανάλογα με το χρόνο γραφής ή έκδοσης, ενώ προτείνεται αναδιάρθρωση στην ταξινόμηση σε δύο ενότητες: «Η Πασιφάη του έρωτα» και «Η Πασιφάη της δραματικής ιστορικής συγκυρίας». Συγκροτείται τυπολογία μετασχηματισμών για το πολύσημο σύμβολο της γυναικείας επιθυμίας, ανάλογα με τις ποικίλες σημασίες που ενδύεται. Η έλξη της για τον ταύ­ρο που αναδύθηκε από τη θάλασσα, ως δώρο του Ποσειδώνα προς τον Μίνωα, και η ανοίκεια ένωσή τους, χάρη στο ξύλινο ομοίωμα αγελάδας που επινόησε ο Δαίδαλος, φέρνει στον κόσμο τον ταυρόμορφο Αστέριο ή Μι­νώ­ταυ­ρο. Το μυθικό υβρίδιο ̶ έγκλειστο στο Λα­βύριν­θο ως τη συ­νά­ντη­ση με τον Θη­σέα ̶ ενσαρκώνει την ετερότητα και την αντινομική σύσταση του είναι, συναιρώντας την ανθρώπινη υπόσταση με το ζωώδες, τη ζωή με το θάνατο, το φως με το σκοτάδι, το θύτη με το θύμα.[3]

Στα ποιήματα τόσο του Παλαμά («Μια βραδιά σ’ ένα σπίτι», 1915) όσο και του Σικελιανού («V. Διοτίμα», 1915) εξοστρακίζεται η οιστρηλατημένη γυναίκα, ενώ ο Εγγονόπουλος («Στους φίλους των πόλεων») το 1939, στο κατώφλι του παγκόσμιου πολέμου, πλάθει μια φασματική μορφή. Επιστρέφοντας στην ηρωίδα του μινωικού κύκλου ο Σικελιανός (Ο Δαίδαλος στην Κρήτη, 1943) την εντάσσει στο απελευθερωτικό όραμά του. Για τον Εμπειρίκο (Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης, 1945) η θηριοδαμάστρια Ζεμφύρα (μεταμόρφωση της Πασιφάης) ενσαρκώνει την ουτοπία στην ενδοχώρα του ίμερου, στο πλαίσιο της αναδιαμόρφωσης που επιχειρεί ο υπερρεαλισμός θεμελιωδών εικόνων της αρχαίας μυθολογίας. Η ομώνυμη ηρωίδα του Σαχτούρη (Παραλογαίς, 1948) εκπέμπει σήματα λυγρά στον ερεβώδη ερειπιώνα του Εμφυλίου. Στο καζαντζακικό έργο εξάλλου (Κούρος, 1955, απηχήσεις εντοπίζονται και Στα παλάτια της Κνωσού και στην Οδύσεια) αφενός η μυθοπλασία έχει ως υπόβαθρο φιλοσοφικές θεωρήσεις, αφετέρου η γενεαλογία της κρητικής μυθικής μνήμης (ταυροκαθάψια) ενώνεται με την ισπανική ταυρομαχία, συνθέτοντας ένα αρχετυπικό σχήμα του πολιτισμού της Μεσογείου. Αλληγορικά στον «Νέο χορό» του Ρίτσου (1972) τα χορευτικά βήματα του νικητή Θησέα μετατοπίζονται προς μια κατεύθυνση ιστορικοποίησης: ο μύθος εντάσσεται στο κλίμα της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Τέλος, δύο γράφουσες, η Άντεια Φραντζή («Λαβύρινθος», 1982) και η Αθηνά Παπαδάκη («Μητρότητα», 1986), σε ποιητικές (αυτο)βιογραφίες εστιάζουν στη μυθολόγηση της γυναικείας σωματικότητας. Το ποιητικό υποκείμενο αρθρώνει μια ποιητική του πένθους, σε προσωπικές δαιδαλώδεις διαδρομές, μύχιες κατασκευές σπειροειδούς σχήματος. Αναζητά αριάδνειο μίτο: το ιαματικό άνθος του κρόκου (μαθητευόμενη των Κροκοσυλλεκτριών από τη Δεξαμενή Καθαρμών του Ακρωτηρίου Θήρας), τον ομφάλιο λώρο με τη Μεγάλη Μητέρα, την πολύσημη μητρότητα. Η γράφουσα, σαν την Πασιφάη ως τροφό του μικρού Μινώταυρου στην ερυθρόμορφη κύλικα του 4ου αι. π.Χ., γεννά τον «νεογνό λόγο» (σ. 157).

Robert Fagan, «Η Πασιφάη και ο ταύρος»



Παράλληλα, στο άρθρο της Μ. Μικέ για τη Νιόβη[4] διερευνάται ο ορίζοντας των αρχαίων πηγών και των σύγχρονων αποτυπώσεων: από τη ραψωδία Ω της Ιλιάδας, μυθολογικό παράδειγμα παραμυθίας, ως το έργο του Βanksy στη Γάζα (2015) η απολιθωμένη ηρωίδα θρηνεί εξαιτίας της εξόντωσης των δεκατεσσάρων παιδιών της από τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, όταν διαπράττει ύβρη συγκρίνοντάς τα με τα δίδυμα της Λητώς. Στο όρος Σίπυλο τα εξαγνιστικά δάκρυά της κυλούν: «σκαλί σκαλί ανεβαίνοντας τη σκάλα της σιωπής και της ακινησίας,/ έγινε τέλος το άγαλμα του ίδιου του εαυτού της—» γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στο ομότιτλο ποίημα από τη συλλογή Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα. Το μυθικό υλικό αναπλάθουν και άλλοι ποιητές (κυρίως οι Παλαμάς, Μαρκοράς, Βάρναλης) και ένας μυθιστοριογράφος (Τ. Αθανασιάδης: Τα παιδιά της Νιόβης, όπου ο Σίπυλος λειτουργεί ως τοπόσημο και ο αφανισμός των Νιοβιδών συσχετίζεται με τη Μικρασιατική Καταστροφή).

Ο Δαίδαλος κατασκευάζει το ομοίωμα της αγελάδας για την Πασιφάη (ψηφιδωτό από τη Ζεύγμα, Αρχαιολογικό Μουσείο Γκαζιαντέπ, Τουρκία)

Αντίστοιχα για τη Φιλομήλα:[5] ο Τηρέας, σύζυγος της αδελφής της, Πρόκνης, τη βίασε και της έκοψε τη γλώσσα για να μην μπορεί να το φανερώσει. Όμως «και με κομμένη γλώσσα, η Φιλομήλα ιστόρησε τα βάσανά της/ υφαίνοντάς τα ένα ένα στο χιτώνα της με υπομονή και πίστη» (Ρίτσος). Η Πρόκνη, θέλοντας να τον τιμωρήσει, σκότωσε το γιο τους, Ίτυ, τον μαγείρεψε και του τον πρόσφερε. Καταδιωκόμενες από τον Τηρέα, οι δύο αδελφές διέφυγαν, ικετεύοντας τους θεούς να τις βοηθήσουν. Τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά: τη βουβή Φιλομήλα σε χελιδόνι, την Πρόκνη σε αηδόνι. Στο πρώτο μέρος του άρθρου ιχνηλατείται πυκνό πλέγμα διασταυρώσεων τόσο για τη φίμωση του θηλυκού υποκειμένου όσο και για την ενδυνάμωση της γυναικείας φωνής μέσω της δημιουργικότητας και της εναντίωσης στην καθεστηκυία πατριαρχική τάξη. Ένα από τα σύστοιχα εικαστικά έργα ανήκει σε ζωγράφο που θεματοποίησε τα παραπάνω, ως επιζήσασα έμφυλης βίας η ίδια, την Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι. Στο δεύτερο μέρος μελετώνται οι διαδρομές του μύθου στην αρχαιότητα, στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία (Σοφοκλής, Οβίδιος, Σαίξπηρ, Έλιοτ…) και στη νεοελληνική: το μυθιστόρημα του Φαίδωνα Ταμβακάκη Τα τοπία της Φιλομήλας, τα ποιήματα των Ρέας Γαλανάκη, Δημήτρη Αγγελή, Θανάση Χατζόπουλου και το πρόσφατο «χιμαιρικό» ποίημα της Φοίβης Γιαννίση Θέτις και Αηδών.

Η κακοποιημένη υφάντρα Φιλομήλα από το ομότιτλο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου συναντάται και στο άρθρο της Μικέ με τίτλο «"Η αράχνη-εικόνες". Εκλεκτικές συγγένειες»,[6] στο οποίο το ποί­η­μα της Μά­τσης Χα­τζη­λα­ζά­ρου συνομιλεί επίσης με ποι­ή­μα­τα της Έμιλυ Ντίκινσον, ένα από­σπα­σμα της Βιρτζίνια Γουλφ από το Ένα δι­κό της δω­μά­τιο και το πε­ζό του Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου «Τα τε­κται­νό­με­να». Με πληθυντική εικονοποιία η λε­πτουρ­γη­μέ­νη ύφαν­ση του ιστού της αρά­χνης απο­τε­λεί με­τα­φο­ρά για την ίδια την ποιητική πράξη. Στο υφα­ντό-κεί­με­νό της η ποιήτρια-αράχνη, με μυθική πρόγονο την Αράχνη (η ηρωίδα μεταμορφώνεται επειδή τόλμησε να ξεπεράσει την Αθηνά στην τέχνη της ύφανσης), μετέωρη κυματίζει το πα­ρά­γω­γο της εν­σώ­μα­της γρα­φής: «Γνέθοντας πολύ γρήγορα την κλωστή της η αράχνη-εικόνες κατεβαίνει κι έπειτα σταματάει είναι κρεμασμένη εδώ ακριβώς». Παράλληλα, στη μυθοπλαστική διήγηση με τίτλο «Ο ιστός της Πασιφάης»[7] η αινιγματική σκιά της Πασιφάης από τα ποιήματα του Σαχτούρη συνδέεται με κείμενα της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ, όπου η Αράχνη πλέκει δίχτυ –ασφυκτικό κλοιό– αλληγορία για το ψυχικό αποτύπωμα της δραματικής ιστορικής στιγμής.

Αλκαμένους,«Πρόκνη και Ίτυς,περ.-230. Από τα Προπύλαια. Μουσείο Ακρόπολης

Στο εργόχειρο τα νήματα γραφής γίνονται σταυροδρόμια ταξιδιού μύησης, κεντούν τις ίνες από το υφάδι της ύπαρξης στο στημόνι του χρόνου — ̶ λεπτεπίλεπτο ανθεκτικό νήμα της γυναικείας κατάστασης. Κατά την αναβίωση των μυθικών μορφών διαρρηγνύεται το κέλυφος του παραδοσιακού μύθου, για να ανασυντεθεί ένας προσωπικός, αναθεωρώντας και ανακατασκευάζοντας την ταυτότητα του γράφοντος υποκειμένου. Λέξεις-κλωστές, ζωντανές βιωματικές πρακτικές, εναλλακτικές αφηγηματικές τεχνικές και δραματουργία ψυχισμού:

Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα/ ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα/ κάτω απ’ το βάρος της λέξης/ γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση/ όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα
, όπως θα έλεγε η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ.[8]

Και η ερμηνεία  —με ισχυρά θεωρητικά ερείσματα και εποπτικό βλέμμα— στη γλωσσική πλοήγησή της, μέσα από το πλέγμα συμβολισμών και συνδηλώσεων, φωτίζει τη γέννηση του ποιητικού λόγου ως παλίμψηστου, την κειμενικότητα ως ύφανση φωνών. Η Ανθεκτική εκκρεμότητα και τα τρία συγγενικά άρθρα συναποτελούν, ως μεθοδική διεπιστημονική μελέτη, ένα τετράπτυχο που εμπνέει εμπνεόμενο από το αειθαλές μυθικό αρχέτυπο: η επανεγγραφή του γίνεται μήτρα επανεπινόησης για μια καλειδοσκοπική ανασύσταση του κόσμου, στην οποία αναδεικνύεται, κληρονομιά γνώσης, μια γενεαλογία συγκατοίκησης με ομόλογες προγόνους, με πρόσωπα σύγχρονα βιβλικά μυθικά:

Απ’ τον αφαλό σου δεμένη Αριάδνη
μπρος στον λαβύρινθό μου
Ελένη, Ραάβ, Πασιφάη — ̶ αδερφές μου·

ΝΤΕΙΑ ΦΡΑΝΤΖΗ, «Λαβύρινθος»).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: