Πρόκειται για το «προσωπικό ονειρολόγιο μιας γυναίκας που ανασύρει στο φως πρόσωπα και γεγονότα του παρελθόντος», γράφει η συγγραφέας στο οπισθόφυλλο, προσδιορίζοντας το περιεχόμενό του και ταυτόχρονα την ταυτότητα του προσώπου που τα αφηγείται.
Πιο συγκεκριμένα, το βιβλίο περιέχει 72 σύντομα κείμενα που αφηγούνται όνειρα ή ιστορίες σαν σε όνειρα, αποτυπώνουν δηλαδή άλλοτε ενύπνια, άλλοτε το πριν και το μετά ενός ενυπνίου και άλλοτε εκείνη την ονειρική κατάσταση του νου που προκύπτει από τη βύθιση στα άδυτα της προσωπικής μνήμης.
Εικόνες και λόγια οικείων προσώπων, γεγονότα και βιώματα-αποτυπώσεις της αγάπης ή του φόβου, του έρωτα ή του θανάτου, ανακαλούνται μέσω της γραφής, διασταυρώνονται στα πεδία της μνήμης, της φαντασίας ή της τέχνης, και γίνονται ονειρικές αφηγήσεις. Αυτές, ανάλογα, παίρνουν την μορφή εξιστόρησης ονείρων, φαντασίωσης ή ονειροπόλησης, αναπόλησης, εκμυστήρευσης, εσωτερικού ή δραματικού μονολόγου, διαλόγου, λόγου μνημόσυνου, ακόμη και πολιτικής αλληγορίας.
Ως μνημονικές ανακλήσεις και επικλήσεις έχουν έντονα προσωπικό και ενδοσκοπικό χαρακτήρα, όμως ταυτόχρονα η ιστορία του τόπου, η λογοτεχνία και η τέχνη εν γένει, ελληνική και παγκόσμια, διατρέχουν την ονειρική αφήγηση με τρόπο που το προσωπικό βίωμα και τραύμα συνδιαλέγεται με το ιστορικό, και η προσωπική μνήμη απηχεί εν τέλει όνειρα και εφιάλτες, οράματα και διαψεύσεις μιας ευρύτερης συλλογικής μνήμης.
Αν και τα χωροχρονικά άλματα και οι εγκιβωτισμοί στις συναντήσεις προσώπων και καταστάσεων είναι παρόντα, όπως εξάλλου και στα όνειρα, μια νοητή γραμμή χρονικής ακολουθίας διατρέχει το βιβλίο. Αφετηρία της είναι τα παιδικά και εφηβικά χρόνια στην πόλη των Χανίων, σημαντικός σταθμός της η πολιτικά φορτισμένη περίοδος της φοιτητικής ζωής στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, και κατάληξη το ώριμο παρόν μιας ζωής με έντονες εμπειρίες αλλά και αναπόφευκτες απώλειες.
Με κυρίαρχες τις μορφές του πατέρα και της μητέρας, η αφηγήτρια ανακαλεί αγαπημένα πρόσωπα στις γνώριμες γειτονιές της γενέθλιας πόλης: στον Άγιο Νικόλαο της Σπλάντζιας, στα τζαμιά, στο Κουμ Καπί, στο Κοιμητήριο, στις πλατείες της Αγοράς και των Νέων Καταστημάτων. Ξαναζεί τα παιχνίδια στις πλατείες και στη σκιά της μανόλιας του Δημοτικού Κήπου, την Ακολουθία του Επιτάφιου, την πολιτική συγκέντρωση της ΕΔΑ το ‘58, τις συναντήσεις με τις λέξεις στη Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Θυμάται τους φίλους και τους αριστερούς συντρόφους στους δρόμους του κέντρου της Αθήνας και στα δικαστήρια της οδού Σανταρόζα, τις κινηματογραφικές αίθουσες και πινακοθήκες, τα ταξίδια αργότερα σε πλοία, αεροδρόμια, σταθμούς, ξένες πόλεις και χώρες.
Ακόμη, με απλές νύξεις, φράσεις ατόφιες ή επινοημένους διαλόγους συναντά αγαπημένους της συγγραφείς και ποιητές, από τον Όμηρο και τον Αρχίλοχο ως τον Σαχλίκη, τον Σολωμό, τον Βιζυηνό, τον Ρίτσο και τον Αλεξάνδρου, από τον Ντοστογιέφσκι, τον Τσέχοφ και τον Μαγιακόφσκι ως τη Βιρτζίνια Γουλφ, τον Μίλαν Κούντερα, τον Μπόρχες. Συνυπάρχει και συνομιλεί με ήρωες βιβλίων, όπως με τον κ. Κόυνερ, τον Γκρέγκορ Σάμσα της Μεταμόρφωσης και τη δική της μυθιστορηματική ηρωίδα, την Εριέτα, ταξιδεύει σε πλάνα του Βέντερς, του Αγγελόπουλου, του Μπέργκμαν, του Φελίνι.
Παράλληλα, τοπία ονείρων εικονοποιούνται από αρχετυπικά μοτίβα όπως κύματα και καράβια, στενά σοκάκια ή δρόμοι ανοιχτοί, σκάλες, βιβλιοθήκες και αγάλματα, δαντέλες και ρόδακες, σκελετοί και αίμα, πέτρες, αστέρια, ζώα, πουλιά πραγματικά ή αλληγορικά του φόβου και του πένθους, αγαπημένα άνθη και φυτά των βουνών και των κήπων.
Ο ιστορικός χρόνος και ο συνειρμικός χρόνος διασπώνται διαρκώς και συντίθενται σε διαφορετικούς ενιαίους χρόνους, οι χώροι της εξωτερικής πραγματικότητας συμφύρονται με αυτούς της ενδοψυχικής αναζήτησης, το βίωμα της αληθινής ζωής συναντά το καλλιτεχνικό βίωμα.
Η ποιητική και συνειρμική ροή του λόγου και η αξιοποίηση διαφορετικών εκδοχών εκφοράς του, οι υπαινικτικές αναφορές, οι αμφισημίες και οι μεταφορές, η εσωτερικότητα της αφήγησης, η εναλλαγή ανάμεσα στο συναισθηματικά φορτισμένο α΄ ενικό και το αποστασιοποιημένο γ΄ ενικό πρόσωπο, και η κινηματογραφική διαδοχή των εικόνων σαν σε οθόνη ονείρου αποτυπώνουν υφολογικά την ονειρική εμπειρία.
Είναι σαφές, λοιπόν, σε σχέση με τη λειτουργία του ονείρου στο συγκεκριμένο βιβλίο, ότι εδώ δεν πρόκειται ούτε για την αξιοποίηση του ονείρου ως στοιχείου πλοκής ούτε για την καταγραφή ονείρων που διέσωσε η πρώτη μνήμη της αφύπνισης. Πρόκειται κυρίως για την επιλογή ενός τρόπου λογοτεχνικής αφήγησης με συγκεκριμένα υφολογικά και αφηγηματικά γνωρίσματα, όπου το όνειρο σε κάθε του εκδοχή γίνεται θέμα και ταυτόχρονα γραφή, η αυτοβιογραφία συναντά την μυθοπλασία, ο κόσμος του ονείρου αυτόν της πραγματικής ζωής σε κάθε της διάσταση.
Ο Φρόιντ υποστήριξε ότι κάθε απόπειρα αφήγησης ενός ονείρου, δηλαδή η μεταφορά του από τον κόσμο των εικόνων στον κόσμο των λέξεων είναι αφ’ εαυτής μια δευτερογενής επεξεργασία και συνιστά απόπειρα ερμηνείας του. Υποστήριξε ακόμη ότι τόσο τα όνειρα όσο και η τέχνη μοιράζονται την ίδια πηγή και ότι η ελευθερία του υποσυνείδητου να συνθέτει και να ανασυνθέτει τα στοιχεία της πραγματικότητας σε όνειρα είναι ίδιας μορφής ελευθερία με αυτήν της μυθοπλαστικής επινόησης και λογοτεχνικής δημιουργίας.
Σε αυτήν την ελευθερία παραπέμπει και ο τίτλος του βιβλίου Δημοκρατία των ονείρων, που προέρχεται, όπως η ίδια η συγγραφέας επισημαίνει, από το ομότιτλο διήγημα του Πολωνοεβραίου συγγραφέα Μπρούνο Σουλτς, όπου ο κόσμος του ονείρου παρουσιάζεται ως «χώρα, ως επικράτεια της περιπέτειας και της ποίησης», εντός της οποίας όλοι καλούμαστε να δημιουργήσουμε ως «ονειροπόλοι εκ φύσεως», «εκ φύσεως χτίστες».
Ομοίως και οι αναφορές τον Αρτεμίδωρο, στον Ίταλο Σβέβο, στον Διονύσιο Σολωμό, στον Κάφκα, στον Μπένγιαμιν, συγγραφείς που στο έργο τους το όνειρο είναι παρόν ως θέμα ή ως υφολογική σφραγίδα, αποκαλύπτουν την πρόθεση της συγγραφέως να δημιουργήσει ένα λογοτεχνικό ονειρικό σύμπαν που μέσω της ιχνηλασίας της μνήμης να εξασφαλίζει ένα ανάλογο ψυχικό και αισθητικό βίωμα. Βίωμα ίασης και παραμυθίας ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, στο έξωθεν και έσωθεν, στο σκοτάδι και το φως.