Βραβείο Πεζογραφίας 2022

Βραβείο Πεζογραφίας 2022

Ο Τά­σος Γου­δέ­λης γεν­νή­θη­κε το 1949, στην Αθή­να. Σπού­δα­σε νο­μι­κά στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών. Από το 1982 συ­νερ­γά­ζε­ται με τον ποι­η­τή Κώ­στα Μαυ­ρου­δή στην έκ­δο­ση του λο­γο­τε­χνι­κού πε­ριο­δι­κού Τo δέ­ντρο. Έχει γρά­ψει τις συλ­λο­γές δι­η­γη­μά­των: Αρ­πα­κτι­κά (Το δέ­ντρο 1990)· Πρω­ι­νή επί­σκε­ψη (Ερα­τώ 1993)· Σκιές γυ­ναι­κών (Νε­φέ­λη 1996)· Ο ύπνος του Άλ­φρεντ (Νε­φέ­λη 1999)· Η γυ­ναί­κα που μι­λά (Κέ­δρος 2002, Κρα­τι­κό Βρα­βείο Δι­η­γή­μα­τος & βρα­βείο Δι­η­γή­μα­τος του περ. Δια­βά­ζω)·  Η πα­ρου­σία (Κέ­δρος 2010)· Το ωραίο ατύ­χη­μα (Κέ­δρος 2013)· Από­στα­ση ανα­πνο­ής ( Πα­τά­κης 2017)· Η γοη­τεία των υπο­σχέ­σε­ων (Πα­τά­κης 2022), το μυ­θι­στό­ρη­μα Οι­κο­γε­νεια­κές ιστο­ρί­ες (Κέ­δρος 2006) και τις εξής με­λέ­τες για σκη­νο­θέ­τες του κι­νη­μα­το­γρά­φου: Όρ­σον Ου­έλς, 1985, 2006· Αφοί Τα­βιά­νι 1986 και Τζων Χιού­στον 1988 (όλα από τις εκδ. Αι­γό­κε­ρως). Εί­ναι μέ­λος της Εται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων.
Άρ­θρα του για τον κι­νη­μα­το­γρά­φο και τη λο­γο­τε­χνία έχουν δη­μο­σιευ­τεί σε πε­ριο­δι­κά, ει­δι­κές εκ­δό­σεις και εφη­με­ρί­δες. Από το 1998 έως το 2009 συ­νερ­γά­στη­κε με το έν­θε­το «Βι­βλιο­θή­κη» της εφη­με­ρί­δας Ελευ­θε­ρο­τυ­πία, δη­μο­σιεύ­ο­ντας κυ­ρί­ως, κρι­τι­κές ξέ­νης λο­γο­τε­χνί­ας. Από το 1997 έως το 2007 δί­δα­ξε ιστο­ρία του κι­νη­μα­το­γρά­φου στην Ανω­τέ­ρα Σχο­λή Δρα­μα­τι­κής Τέ­χνης του Εθνι­κού Θε­ά­τρου.
Έχει δι­δά­ξει σε­νά­ριο σε διά­φο­ρες κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές σχο­λές και στο Πά­ντειο Πα­νε­πι­στή­μιο (Τμή­μα Μέ­σων Μα­ζι­κής Ενη­μέ­ρω­σης). Το 2007 σκη­νο­θέ­τη­σε τη μι­κρού μή­κους ται­νία «Ο δο­λο­φό­νος της λε­ω­φό­ρου» (15'), μα­ζί με τον γιο του Βα­σί­λη Γου­δέ­λη, βα­σι­σμέ­νη σε δι­ή­γη­μά του από τη συλ­λο­γή Αρ­πα­κτι­κά. Ακο­λού­θη­σε, το 2008, η μι­κρού μή­κους ται­νία «Η συ­νά­ντη­ση» (14'), βα­σι­σμέ­νη και πά­λι σε δι­κά του δι­η­γή­μα­τα, η οποία απέ­σπα­σε τι­μη­τι­κή διά­κρι­ση στο Φε­στι­βάλ Ται­νιών Μι­κρού Μή­κους Δρά­μας, για "την πρω­τό­τυ­πη και σύγ­χρο­νη κι­νη­μα­το­γρά­φη­ση και τη νέα μα­τιά στην κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή γλώσ­σα". Το 2010 και το 2011 σκη­νο­θέ­τη­σε τις μι­κρού μή­κους ται­νί­ες «Ευαγ­γε­λι­σμός» και «Το δι­πλα­νό τρα­πέ­ζι» (σε συ­νερ­γα­σία με τον Βα­σί­λη Γου­δέ­λη), οι οποί­ες στη­ρί­χθη­καν και αυ­τές σε δι­κά του δι­η­γή­μα­τα.
Από το 1998 εί­ναι αρ­χι­συ­ντά­κτης στη σει­ρά λο­γο­τε­χνι­κών ντο­κι­μα­ντέρ, πα­ρα­γω­γής του σκη­νο­θέ­τη Τά­σου Ψα­ρά, «Επο­χές και συγ­γρα­φείς», που προ­βάλ­λε­ται από τα κρα­τι­κά κα­νά­λια.



_________
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΩΝ ΥΠΟΣΧΕΣΕΩΝ

_________

Η φω­νή από το δι­πλα­νό δω­μά­τιο

Την άκου­σε να φω­νά­ζει από το δι­πλα­νό δω­μά­τιο η πε­θα­μέ­νη μη­τέ­ρα του το όνο­μά του. Δύο φο­ρές, μας έλε­γε, δεν έκα­νε λά­θος. Και στον ύπνο μας ακού­με του εί­πα­με τις πιο δυ­να­τές φω­νές μα μό­νο εμείς τις ακού­με και κα­νέ­νας άλ­λος. Μα εκεί­νος επέ­με­νε. Την άκου­σε από το δι­πλα­νό δω­μά­τιο να τον φω­νά­ζει δυο φο­ρές. Και δεν κοι­μό­ταν μας εί­πε. Δεν πή­γε όμως στο δι­πλα­νό δω­μά­τιο και αυ­τό ήταν το λά­θος του. Για­τί και αυ­τός πί­στευε ότι η μη­τέ­ρα του ήταν πε­θα­μέ­νη. Την άκου­σε όμως να φω­νά­ζει δύο φο­ρές το όνο­μά του. Γι’ αυ­τό ήταν βέ­βαιος, δεν ήταν πα­ραί­σθη­ση, δεν εί­χε λό­γο να την θυ­μη­θεί ξαφ­νι­κά ή να την έχει στο μυα­λό του και να νο­μί­σει ότι ακού­ει δύο φο­ρές το όνο­μα του από το δι­πλα­νό δω­μά­τιο. Θα ήθε­λε να πι­στέ­ψει ότι δεν ήταν κα­νείς στο δι­πλα­νό δω­μά­τιο απ’ όπου άκου­σε να τον φω­νά­ζει η πιο γνω­στή του φω­νή και μά­λι­στα δύο φο­ρές, όμως δεν τον άφη­νε η βε­βαιό­τη­τα ότι ήταν ζω­ντα­νή η φω­νή. Δεν αμ­φι­σβη­τού­σε ότι ακού­με μό­νον εμείς κα­μιά φο­ρά τις δι­κές μας φω­νές αλ­λά τώ­ρα κα­τά βά­θος δεν ήθε­λε να πα­ρα­δε­χθεί ότι δεν άκου­σε τη φω­νή από το δι­πλα­νό δω­μά­τιο. Με ένα κε­νό μά­λι­στα ανά­με­σα στις δύο φο­ρές που τον κά­λε­σε η πε­θα­μέ­νη μη­τέ­ρα του. Θα εί­χε λοι­πόν κά­τι να του πει, έλε­γε πια στον εαυ­τό του, κι αυ­τός ήταν ο λό­γος που τον φώ­να­ξε με επι­μο­νή και αυ­τός δί­στα­σε. Χω­ρίς αλη­θι­νό λό­γο, έλε­γε με­τά, αφού την άκου­σε τό­σο κα­θα­ρά, χω­ρίς αμ­φι­βο­λία. Ενώ θα μπο­ρού­σε να το απο­δεί­ξει με­τά ότι συ­νέ­βη. Αλ­λά πά­λι για­τί δεν πή­γε δί­πλα να δει, ενώ άκου­σε τη φω­νή κα­θα­ρά; Δεν μπο­ρού­σε να το εξη­γή­σει. Όμως αυ­τό δεν σή­μαι­νε ότι δεν άκου­σε πραγ­μα­τι­κά τη φω­νή. Για­τί την άκου­σε. Εί­χε δια­βά­σει τον ποι­η­τή που έγρα­φε ότι τον βοη­θού­σε να επι­στρέ­ψει στο σπί­τι του τα βρά­δια ένας νε­κρός, αλ­λά αυ­τός δεν τα πή­γαι­νε κα­λά με τη φα­ντα­σία του, ού­τε με τους πνευ­μα­τι­στές. Άκου­σε κα­λά από το δι­πλα­νό δω­μά­τιο τη φω­νή της. Δεν εί­χε ψευ­δαι­σθή­σεις, ας θέ­λα­με εμείς να τον πεί­σου­με για το αντί­θε­το. Αν και κά­ποια στιγ­μή στα­μα­τή­σα­με να επι­μέ­νου­με μή­πως του κά­νου­με κα­κό, για­τί κα­τα­λα­βαί­να­με ότι δεν μας άκου­γε όταν του μι­λού­σα­με και ότι μας κοί­τα­ζε αμί­λη­τος. Έπα­ψε να ανα­φέ­ρει στη συ­νέ­χεια το πε­ρι­στα­τι­κό πο­λύ συ­χνά, αλ­λά κα­τα­λα­βαί­να­με ότι το σκε­πτό­ταν για­τί όταν το ανέ­φε­ρε μι­λού­σε με τη φυ­σι­κό­τη­τα ενός απλοϊ­κού που εί­δε μπρο­στά του ένα πνεύ­μα και δεν τον εν­διέ­φε­ρε αν τον πι­στεύ­ουν ή όχι. Για­τί αυ­τό που τον εν­διέ­φε­ρε ήταν το ίδιο το πε­ρι­στα­τι­κό, η ανά­γκη της μη­τέ­ρας του να του μι­λή­σει. Αλ­λιώς δεν θα τον φώ­να­ζε. Κά­τι ήθε­λε να του πει και μά­λι­στα βια­στι­κά τώ­ρα που το ξα­να­σκέ­πτε­ται. Και αυ­τή η επα­νά­λη­ψη του ονό­μα­τός του δεν έμοια­ζε τυ­χαία. Δεν ήταν μα­κρό­συρ­τη η φω­νή, ήταν κά­πως κο­φτή, σαν κά­πο­τε που τον πα­ρα­τη­ρού­σε από μα­κριά πί­σω από τους τοί­χους του σπι­τιού για όσα αυ­τός νό­μι­ζε ότι έκα­νε αό­ρα­τος. Αυ­στη­ρή δεν θα το ‘λε­γε, μάλ­λον τρυ­φε­ρά επι­τα­κτι­κή για να τον επα­να­φέ­ρει στην τά­ξη όπως πα­λιά. Οπό­τε άρ­χι­σε να εξε­τά­ζει ποιον έβλα­ψε τε­λευ­ταία, τον εαυ­τό του σί­γου­ρα για μια ακό­μα φο­ρά, ίσως ήταν και ο λό­γος που τον φώ­να­ξε η μη­τέ­ρα του από το δι­πλα­νό δω­μά­τιο. Και μά­λι­στα δυο φο­ρές για να βε­βαιω­θεί ότι την ακού­ει. Που ση­μαί­νει ότι έπρε­πε να πα­ρέμ­βει εκεί­νη για να μην προ­χω­ρή­σει αυ­τό που άρ­χι­σε ή να διορ­θώ­σει το σφάλ­μα του. Αν ήταν σω­στή η ει­κα­σία του. Για­τί μπο­ρεί η μη­τέ­ρα του να εί­χε η ίδια κά­ποια ανά­γκη, να την βοη­θή­σει ίσως για κά­ποια εκ­κρε­μό­τη­τα που άφη­σε πί­σω της. Το πρό­βλη­μα ήταν ότι δεν την πρό­λα­βε όταν τον φώ­να­ξε για­τί δί­στα­σε και αυ­τό τώ­ρα του κο­στί­ζει. Για μια ακό­μα φο­ρά την διέ­ψευ­σε, δεν ήταν έτοι­μος την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή, όπως πά­ντα τον συμ­βού­λευε να κά­νει: να μην χά­νει την ευ­και­ρία την στιγ­μή που πρέ­πει. Εί­ναι πά­ντα θέ­μα ετοι­μό­τη­τας που πο­τέ δεν εί­χε, για­τί ήταν πά­ντα δυ­σκί­νη­τος και πα­ραι­τη­μέ­νος. Του δό­θη­κε τώ­ρα η δυ­να­τό­τη­τα να ρί­ξει ένα βλέμ­μα στο αδια­νό­η­το όταν τον κά­λε­σε η φω­νή και αυ­τός αδρά­νη­σε. Όχι για­τί φο­βή­θη­κε το άγνω­στο, πά­ντα εί­χε την εντύ­πω­ση ότι δεν μας διαι­ρεί τί­πο­τα από αυ­τό, και η φω­νή από το δι­πλα­νό δω­μά­τιο το επι­βε­βαί­ω­νε.


_________
ΓΙΑ ΤΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΩΝ ΥΠΟΣΧΕΣΕΩΝ

_________

Ηλε­κτρ. περ. Andro - Γιάν­νης Τζα­νε­τά­κης
https://​www.​andro.​gr/​emp​neus​i/​tasos-​gou​deli​s-​book/

ΕΡΤ, Δεύ­τε­ρο  Πρό­γραμ­μα - Δη­μή­τρης Μεϊ­δά­νης (Podcast)
https://​www.​ertecho.​gr/​radio/​deftero/​show/​se-​proto-​prosopo/​podcast/​316791/​se-​proto-​prosopo-​sto-​deytero-​pro​gram​ma-​par​aske​yi-​03-​martiou-​2023/

Εφημ. Tα Nέα - Αν­δρέ­ας Παπ­πάς
https://​www.​tanea.​gr/​print/​2023/​04/​01/​lif​eart​s/​dio​skou​roi-​alla-​toso-​dia​fore​tiko​i/

Ηλε­κτρ. περ. O Aνα­γνώ­στης - Βαγ­γέ­λης Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου
https://​www.​oan​agno​stis.​gr/​oi-​apa​tilo​i-​kat​href​tes-​tis-​olo​klir​osis-​toy-​vaggeli-​cha​tziv​asil​eioy/

Ραδ. σταθ­μός «Aθή­να 984» - Κώ­στας Moστρά­τος
https://​ath​ina9​84.​gr/​2023/​03/​27/​i-​goiteia-​ton-​ypo​sche​seon-​toy-​tasoy-​goydeli/

Ηλε­κτρ. περ. Διά­στι­χο - Χρή­στος Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου
https://​dia​stix​o.​gr/​kri​tike​s/​ell​inik​ipez​ogra​fia/​20035-​tasos-​gou​deli​s-​ipo​sxes​ewn

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: