Η
Βενετία Αποστολίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1961. Είναι Καθηγήτρια
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Λογοτεχνικής Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό
Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Α.Π.Θ. Τα επιστημονικά της ενδιαφέροντα
εντοπίζονται στην ιστοριογραφία της λογοτεχνίας, την ιστορία της
νεοελληνικής κριτικής, τη μεταπολεμική πεζογραφία και τη λογοτεχνική
εκπαίδευση. Έχει γράψει τα βιβλία: Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Θεμέλιο 1992. Λογοτεχνία και Ιστορία στη μεταπολεμική Αριστερά. Η παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή 1947 -1981, Πόλις 2003 (Βραβείο Δοκιμίου του περ. Διαβάζω). Τραύμα και μνήμη. Η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων, Πόλις 2010 (Κρατικό βραβείο Δοκιμίου εξ ημισείας). Επίσης, σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Πίστα εξέδωσε το βιβλίο Με επίκεντρο τη «Μεγάλη Πλατεία». Μια θεώρηση του πεζογραφικού έργου του Νίκου Μπακόλα, εκδ. Σοκόλη 2009.
Το τελευταίο της βιβλίο Η λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο. Η συγκρότηση της επιστήμης της Νεοελληνικής Φιλολογίας 1942-1982, Πόλις 2022,
βραβεύτηκε με το βραβείο δοκιμίου του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών 2022
καθώς και με το βραβείο του περιοδικού Χάρτης 2022.
____________
Αποσπάσματα από τον επίλογο του βιβλίου
Αυτές οι παρατηρήσεις για τις κρίσιμες περιόδους της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας (ΝΕΦ), οι οποίες, καθόλου τυχαία, συμπίπτουν με κρίσιμες ιστορικές περιόδους για τη χώρα, θυμίζουν έντονα όσα υποστήριζε το 1931 ο Συκουτρής στο άρθρο του «Φιλολογία και Ζωή» σχετικά με το πώς οι αναζητήσεις του παρόντος επηρεάζουν τα ερωτήματα και τον τρόπο εργασίας της φιλολογίας. Κάνοντας ένα άλμα στον χρόνο, αν θυμηθούμε τον τρόπο με τον οποίο επέδρασαν οι οδυνηρές εμπειρίες της δικτατορίας στο νεοελληνικό έργο του Μαρωνίτη, το γεγονός ότι είναι σ΄ αυτή τη συγκυρία που εμπλούτισε με πολιτικό περιεχόμενο την προσέγγιση της σύγχρονης ποίησης, τότε η εικόνα μας θα συμπληρωθεί. Συχνά αναλογίζομαι τι σημαίνουν οι χαρακτηρισμοί «ασφαλής» για τον χώρο της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και «ριψοκίνδυνος» για τον χώρο της ΝΕΦ που χρησιμοποίησε ο Μαρωνίτης σε συνέντευξή του. Σίγουρα έχουν να κάνουν με την επιστημονική ασφάλεια της μιας και την επισφάλεια της άλλης, της νεότερης, της «αφορμάριστης και αδικαίωτης ακόμα» για να θυμηθούμε και τα λόγια του Πολίτη. Ταυτόχρονα έχουν να κάνουν με τις συνέπειες της ενασχόλησης με την καυτή συγχρονικότητα της νεοελληνικής λογοτεχνίας∙ συνέπειες που σχετίζονται είτε με την εμπλοκή στα διακυβεύματα της δημόσιας σφαίρας, είτε με το παιχνίδι της εξουσίας στο λογοτεχνικό πεδίο ή ακόμη και με την κατά μέτωπο σύγκρουση με την (στην περίπτωσή του δικτατορική) κρατική εξουσία. Αυτός ο ριψοκίνδυνος, κατά τον Μαρωνίτη, χαρακτήρας της ΝΕΦ μας κάνει να σκεφτούμε ότι μπορεί και να σημαίνει ότι είναι ευάλωτη και εύθραυστη στις μετατοπίσεις των καιρών. Τούτο είναι ένα ερώτημα για συζήτηση σε μια ενδεχόμενη έρευνα της συνέχειας της ΝΕΦ στα επόμενα χρόνια. (σ. 539-540)
[…]
Η ΝΕΦ μεταπολεμικά έκανε ένα νέο ξεκίνημα στα πανεπιστήμια της χώρας. Ακολούθησε μια ανοδική πορεία σημειώνοντας επιστημονική πρόοδο, όπως και να οριστεί αυτή: νέα ερευνητικά πεδία άνοιξαν, νέες θεωρίες της λογοτεχνίας αξιοποιήθηκαν, πλήθυναν αριθμητικά οι έδρες και οι επιστήμονες που ασχολούνταν με τη ΝΕΦ στον ακαδημαϊκό στίβο, ανέβηκε το κύρος της μέσα στο πλαίσιο των Φιλοσοφικών Σχολών, συνδέθηκε με το ευρύτερο λογοτεχνικό πεδίο στο οποίο μάλιστα ανέπτυξε ηγεμονικές τάσεις. Το δοκιμιακό έργο του Σεφέρη έδωσε μεγάλη ώθηση σ’ αυτήν, δείχνοντας τα κλειδιά με τα οποία θα μπορούσε να ξεκλειδώσει η ΝΕΦ την πόρτα προς τη μοντερνιστική αισθητική, συνθήκη απαραίτητη για να συνδεθεί με το λογοτεχνικό πεδίο. Ο Σαββίδης και ο Μαρωνίτης αξιοποίησαν αυτή την πηγή. Το ερευνητικό έργο του Κ. Θ. Δημαρά το οποίο σταθερά και επίμονα πρόβαλε ως ένα άλλο επιστημονικό παράδειγμα, αυτό που εδώ συνθηματικά ονομάσαμε Νεοελληνικές Σπουδές, λειτουργούσε όλα αυτά τα χρόνια ως ένας εξωπανεπιστημιακός πόλος διαλόγου και πίεσης. Στη μεταπολίτευση, οι συνθήκες και οι νέες ζητήσεις για ιστορικότητα πρόσφεραν το έδαφος ώστε το επιστημονικό του παράδειγμα να εισχωρήσει στη ΝΕΦ και τούτο έγινε λιγότερο μέσω του Αγγέλου (διότι λίγα χρόνια δίδαξε) και περισσότερο μέσω του Μουλλά. Οπωσδήποτε το 1982 που σταματά η δική μας έρευνα, η ΝΕΦ βρίσκεται σε πλήρη ακμή και είναι θέμα μιας επόμενης έρευνας να ιχνηλατήσει τα μετέπειτα βήματα της ριψοκίνδυνης, ευάλωτης και γι αυτό τόσο γοητευτικής επιστήμης μας. (σ. 542-543)