Συγκόλληση

Με τη λέ­ξη με αρ­χί­ζει λοι­πόν το κεί­με­νο
Η πρώ­τη του γραμ­μή λέ­ει την αλή­θεια
Μα δεν εί­ναι ανυ­πό­φο­ρη

Η συ­γκόλ­λη­ση αυ­τή;

Φί­λε ανα­γνώ­στη μπο­ρείς να κρί­νεις

Κιό­λας τις δυ­σκο­λί­ες μας...

(Ύστε­ρα από εφτά χρό­νια δυ­στυ­χί­ας
Έσπα­σε τον κα­θρέ­φτη της).

F. Ponge, “Μύ­θος” (Από τη συλ­λο­γή Η φω­νή των πραγ­μά­των)




Έπρε­πε να πε­ρά­σουν τριά­ντα εν­νέα χρό­νια για να βε­βαιω­θώ πως το πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νο «για να γρά­ψεις πρέ­πει πρώ­τα να γρά­ψεις» του Μoρίς Μπλαν­σό, προ­ϋ­πο­θέ­τει να «έχεις ήδη αντι­γρά­ψει». Να έχεις προη­γου­μέ­νως δια­βά­σει, μια που η ανά­γνω­ση εί­ναι «αντι­γρα­φή», επει­δή ο ανα­γνώ­στης στην σκλη­ρή πά­λη με τον συγ­γρα­φέα, μό­νο αντι­γρά­φο­ντας το ανά­γνω­σμα –γρά­φο­ντας στα πε­ρι­θώ­ριά του– το οι­κειο­ποιεί­ται, το συ­νε­χί­ζει και συγ­χρό­νως αντι­λαμ­βά­νε­ται πως δεν εί­ναι δι­κό του. Το απαλ­λάσ­σει μεν από τον συγ­γρα­φέα, όπως γρά­φει ο Μπλαν­σό στο Χώ­ρο της λο­γο­τε­χνί­ας (μτ­φρ. Δη­μή­τρη Δη­μη­τριά­δη) αλ­λά δεν ει­σά­γει στη θέ­ση του τον εαυ­τό του με εκεί­νο το «ελα­φρύ, αθώο ναι» της ανά­γνω­σης. Ενί­ο­τε, με ένα φθο­νε­ρό «όχι», κά­νει να προ­βάλ­λει από μέ­σα του ο λο­γο­κρι­τής ή ο λο­γο­κλό­πος. Δια­βά­ζο­ντας την Κα­τα­δί­κη σε θά­να­το του Μο­ρίς Μπλαν­σό που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1981 σε με­τά­φρα­ση – όπως λέ­γε­ται – του Κω­στή Πα­πα­γιώρ­γη και γρά­φο­ντας τό­τε το «Κοί­λω­μα» à la manière de Μπλαν­σό πί­στε­ψα ότι μπο­ρώ να γρά­ψω σαν τον Μπλαν­σό. Έπρε­πε να πε­ρά­σουν τριά­ντα εν­νέα χρό­νια για να αντι­λη­φθώ πως με τη λέ­ξη «με» που αρ­χί­ζει κά­θε κεί­με­νο, αν «η πρώ­τη του γραμ­μή λέ­ει την αλή­θεια» και αν η συ­γκόλ­λη­ση των δύο κει­μέ­νων δεν εί­ναι ανυ­πό­φο­ρη, αν δη­λα­δή ο γρά­φων έχει υπερ­βεί τις δυ­σκο­λί­ες της ανά­γνω­σης ως συ­γκόλ­λη­σης, τό­τε δεν χρειά­ζε­ται πια τον κα­θρέ­φτη για να γλι­στρή­σει όπως ο νάρ­κισ­σος στα νε­ρά του απέ­να­ντι κει­μέ­νου. Έχει κα­τα­νο­ή­σει τη σχέ­ση των κει­μέ­νων (αυ­τού που γρά­φει και αυ­τού που ανα­γι­γνώ­σκει ώστε να το συ­νε­χί­σει) όχι ως αντι­γρα­φή αλ­λά ως σύμ­πτω­ση όπου το μη νό­η­μα του κα­θρέ­φτη («το άσπρο χαρ­τί») ει­σβάλ­λει στο νό­η­μα των κει­μέ­νων που εξαι­τί­ας του κα­θρέ­φτη ολι­σθαί­νουν το ένα μέ­σα στο άλ­λο.

Ύστε­ρα από τριά­ντα εν­νέα χρό­νια δυ­στυ­χί­ας έσπα­σα τον κα­θρέ­φτη. Όπως ο Μπλαν­σό στην πρώ­τη σε­λί­δα της Κα­τα­δί­κης σε θά­να­το, έτσι κι εγώ «δεν φο­βά­μαι την αλή­θεια, δεν φο­βά­μαι να πω ένα μυ­στι­κό, αλ­λά οι λέ­ξεις ως τα τώ­ρα ήταν πιο αδύ­να­μες και πιο δό­λιες απ’ ό,τι εί­χα θε­λή­σει.»

Κι εκεί­νη την προς-κλη­ση που μου απηύ­θυ­νε από την τε­λευ­ταία αρά­δα της Κα­τα­δί­κης σε θά­να­το, «“έλα” και, αιώ­νια, εί­ναι εδώ», την εξέ­λα­βα ως κλί­ση μου. Διό­τι «ποιος μπο­ρεί να πει ότι αυ­τό συ­νέ­βη­κε επει­δή, σε μια ορι­σμέ­νη στιγ­μή τα γε­γο­νό­τα έγι­ναν απα­τη­λά και, με τον πα­ρά­δο­ξο συν­δυα­σμό τους, εξου­σιο­δό­τη­σαν την αλή­θεια να τα κυ­ριεύ­σει;». Εγώ λοι­πόν με­τά από τριά­ντα εν­νέα χρό­νια δια­πί­στω­σα ότι «υπήρ­ξα ο δυ­στυ­χής αγ­γε­λιο­φό­ρος μιας σκέ­ψης πιο δυ­να­τής από μέ­να, μή­τε άθυρ­μά της, μή­τε το θύ­μα της, για­τί αυ­τή η σκέ­ψη, αν με νί­κη­σε, νί­κη­σε χά­ρη σε μέ­να, και εντέ­λει ήταν πά­ντα το μέ­τρο μου».

Κα­τά­λα­βα κυ­ρί­ως ότι το «έλα» του Μπλαν­σό και το πα­ρόν μου, ο τό­πος στον οποίο έπρε­πε να ’ρ­θω, υπήρ­ξε η δι­κή μου υπο­χρέ­ω­ση απέ­να­ντι σε αυ­τό το «έλα».

Την «απε­λευ­θε­ρω­τι­κή από­φα­ση», το «Λά­ζα­ρε, δεύ­ρο έξω» για το οποίο μι­λά­ει ο Μπλαν­σό στον Χώ­ρο της λο­γο­τε­χνί­ας, το έρ­γο την ανα­μέ­νει από εκεί­νον που θα σπά­σει τον κα­θρέ­φτη, που θα κυ­λή­σει την τα­φό­πλα­κα αλ­λά δεν θα την αντι­κα­τα­στή­σει. Θα αφή­σει τον τά­φο ανοι­χτό, όπως ο Μα­λαρ­μέ αφή­νει τον «Τά­φο» (για τον Βερ­λέν) ώστε ο θά­να­τος να «συ­κο­φα­ντη­θεί» πέ­ραν και έν­θεν του τά­φου. Αλ­λιώς, με την απο­κα­τά­στα­ση του μνη­μεί­ου, την επα­να­το­πο­θέ­τη­ση της πλά­κας από τον λο­γο­κρι­τή ή τον λο­γο­κλό­πο με­τά τη σύ­λη­ση του τά­φου, το μνη­μείο με­τα­τρέ­πε­ται σε κε­νή, σπα­σμέ­νη λάρ­να­κα. Πο­τι­στή­ρα για τα ζώα στους ελαιώ­νες της Ατ­τι­κής.

Με αυ­τές τις σκέ­ψεις ανα­δη­μο­σιεύω στον ηλε­κτρο­νι­κό Χάρ­τη «Το κοί­λω­μα», από τον έντυ­πο Χάρ­τη (τεύ­χος 4) προ­σπα­θώ­ντας κι εγώ να «κρε­μα­στώ» – όπως γρά­φει ο Μπα­τάιγ στη μι­κρή ει­σα­γω­γή του στο Κα­τα­δί­κη σε θά­να­το – από μια αφή­γη­ση που μου απο­κά­λυ­πτε μια κι έξω «την πο­λύ­πλο­κη αλή­θεια της ζω­ής». Το­πο­θέ­τη­σα αυ­τό το μι­κρό δι­ή­γη­μα «μπρο­στά στο πε­πρω­μέ­νο μου»: τη γρα­φή. Αφη­γή­θη­κα ό,τι θα με απα­σχο­λού­σε σε ολό­κλη­ρη τη ζωή μου, σε ολό­κλη­ρο το έρ­γο μου από την Camera degli Sposi μέ­χρι την Με­τα­γω­γή: την ιστο­ρία του οι­κό­σι­του ζεύ­γους που εί­μαι.

Στις Πο­μπές, κεί­με­νο του 2008 ανα­δη­μο­σιευ­μέ­νο στον β΄ τό­μο των απά­ντων μου το 2017 από τις εκ­δό­σεις Πε­ρι­σπω­μέ­νη, έκλει­να ανα­φε­ρό­με­νος σε «Αυ­τόν» («Αυ­τός» εί­ναι το πά­γιο ψευ­δώ­νυ­μό μου) με τα εξής:

«Αυ­τός έχα­σε τό­τε εκεί­νη την πρό­σκαι­ρη αί­σθη­ση της διαύ­γειας, που του έδι­νε συγ­χρό­νως η απου­σία της μιας και η πα­ρου­σία της άλ­λης.

(…) Κι έτσι, στην πε­ρί­ο­δο του γε­νι­κού απο­χω­ρι­σμού που ανοί­γο­νταν μπρο­στά του, τό­τε που, εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νος όχι από άν­θρω­πο αλ­λά από αυ­τα­πά­τες, θα έπρε­πε να υπο­φέ­ρει πε­ρισ­σό­τε­ρο, αλ­λά και που, υπο­φέ­ρο­ντας, δεν θα άφη­νε χώ­ρο σε κα­μιά με­γα­λύ­τε­ρη απει­λή, τώ­ρα λοι­πόν, που δεν θα ανέ­με­νε τί­πο­τα ελ­λεί­ψει πα­ρό­ντος, μια που και το μέλ­λον θα ήταν εμ­φα­νώς πί­σω του, τώ­ρα η αί­σθη­ση εκεί­νη της διαύ­γειας θα έδι­νε τη θέ­ση της σε μια βα­θύ­τε­ρη γνώ­ση. Γα­λή­νια ανυ­παρ­ξία! Εκεί θα ανα­δύ­ο­νταν γι’ αυ­τόν το μέλ­λον, όμοιο με το μέλ­λον όλων των θνη­τών, όμοιο με το μέλ­λον του θα­νά­του όταν συ­να­ντά τον θά­να­το.

Θα ήθε­λε να μι­λή­σει και στις δύο, να τις αφή­σει να μι­λή­σουν με­τα­ξύ τους, να τις οδη­γή­σει εκεί που θα τον έβλε­παν να μη συ­μπε­ρι­φέ­ρε­ται όπως τις εί­χε συ­νη­θί­σει προ­κει­μέ­νου να προ­τρέ­πει και να επι­τη­ρεί. Θα ήθε­λε να τον συ­νο­δεύ­σουν σ’ ένα δί­καιο μέ­ρος, εκτός πό­λε­ως, όπου τί­πο­τα δεν θα απει­λού­σε κα­νέ­ναν. Ήξε­ρε πως αυ­τό το μέ­ρος δεν εί­ναι άλ­λο από τον τό­πο όπου, πα­ρευ­ρι­σκό­με­νος κά­θε φο­ρά με τους αν­θρώ­πους, μπο­ρεί να μην εί­ναι με τους αν­θρώ­πους, και πως εκεί, στο ανυ­πό­στα­το αυ­τό μέ­ρος, εξα­φα­νι­ζό­με­νος, θα χά­νο­νταν μα­ζί του κά­θε απει­λή.»

«Το κοί­λω­μα» του 1983, προ­ε­ξο­φλού­σε αυ­τή τη δια­δρο­μή και αυ­τή τη γρα­φή. Άλ­λω­στε «Το κοί­λω­μα» εί­ναι το «ανυ­πό­στα­το αυ­τό μέ­ρος», όπου κα­νείς δεν απει­λεί κα­νέ­ναν, διό­τι όλα απει­λού­νται από το ίδιο το κοί­λω­μα: τη συ­γκόλ­λη­ση.

Συ­γκόλ­λη­ση, θέ­λω να πω δια­δι­κα­σία (γρα­φή) που αντα­να­κλά­ται στον ψευ­δάρ­γυ­ρο της ζω­ής. Αντα­νά­κλα­ση, ανα­λα­μπή, ανά­φλε­ξη. Συ­γκόλ­λη­ση, εί­τε πρό­κει­ται για κεί­με­νο εί­τε πρό­κει­ται για σώ­μα.

« Αυ­τά τα γε­γο­νό­τα υπήρ­ξαν πο­λύ ση­μα­ντι­κά και με απα­σχο­λού­σαν όλες τις μέ­ρες. Αλ­λά σή­με­ρα σα­πί­ζουν, η ιστο­ρία τους εί­ναι νε­κρή όπως νε­κρές εί­ναι αυ­τές οι ώρες και αυ­τή η ζωή που τό­τε ήταν δι­κές μου. Αυ­τό που μι­λά εί­ναι η πα­ρού­σα στιγ­μή και εκεί­νη που θα ακο­λου­θή­σει». (Αλ­λά ποιος υπο­γρά­φει εδώ;)

«…tout recommence à partir de rien.»

Michelangelo Merisi da Caravaggio, «Ο Νάρκισσος στην πηγή», 1597-1599, λάδε σε καμβά, 92 x 112 εκ., Galleria Nazionale d'Arte Antica, Palazzo Barberini, Ρώμη
Michelangelo Merisi da Caravaggio, «Ο Νάρκισσος στην πηγή», 1597-1599, λάδε σε καμβά, 92 x 112 εκ., Galleria Nazionale d'Arte Antica, Palazzo Barberini, Ρώμη

Το κοίλωμα

____________

Όλα ξε­κί­νη­σαν από μια πε­ρί­ερ­γη κοι­λό­τη­τα στη μη­τρι­κή μή­τρα, που οι για­τροί την απέ­δι­δαν σε φυ­σι­κή ιδιο­τρο­πία. Την εί­δε ξαφ­νι­κά ένα βρά­δυ, πολ­λά χρό­νια με­τά τη γέν­νη­ση, ολό­λευ­κη στον τοί­χο της κρε­βα­το­κά­μα­ρας, ακρι­βώς στο ύψος του μα­ξι­λα­ριού. Την ψη­λά­φι­σε με το χέ­ρι του σα μα­λα­κό απο­λί­θω­μα αχι­βά­δας σε άσπρο βρά­χο και θυ­μή­θη­κε. Ήθε­λε πά­λι να χω­θεί εκεί. Θυ­μή­θη­κε το λείο ζε­στό έσω τοί­χω­μα που ακου­μπού­σε τη νω­πή σπον­δυ­λι­κή του στή­λη σα γυ­ρί­νος που δεν έχει ακό­μη πά­ρει σχή­μα ορι­στι­κό. Θυ­μή­θη­κε τη ζέ­στη που εί­χε ο πλα­κού­ντας στο βα­θύ­τε­ρο ση­μείο του κοι­λώ­μα­τος και πώς από έν­στι­κτους τρο­πι­σμούς προς τη θερ­μό­τη­τα, του άρε­σε με­τά από αλ­λε­πάλ­λη­λες άβο­λες στρο­φές να επι­στρέ­φει εκεί, οδη­γη­μέ­νος από ενέρ­γεια και σκο­τά­δι. Να κα­τα­κά­θε­ται στο βυ­θό, όπως χι­λιά­δες κόκ­κοι κοκ­κι­νω­πής άμ­μου που στρο­βί­λι­σε ξαφ­νι­κός έλι­κας πλοί­ου σε αμ­μου­δε­ρό λι­μά­νι. Χώ­ρα­γε. Σχε­δόν εφάρ­μο­ζε στην πε­ρί­ερ­γη κοι­λό­τη­τα μιας γυ­ναι­κεί­ας μή­τρας που τον κυο­φο­ρού­σε ανυ­πό­μο­να. Με­τά από χρό­νια έμα­θε γι’ αυ­τή τη βια­σύ­νη της μά­νας του, να τον ωθή­σει στη ζωή όσο γί­νο­νταν γρη­γο­ρό­τε­ρα. Ήταν λοι­πόν προ­σω­ρι­νός, γι’ αυ­τό και ζή­τα­γε το κοί­λω­μα που θα του εξα­σφά­λι­ζε ακι­νη­σία και σκιά.

Άρ­χι­σε μιαν εξε­ρεύ­νη­ση εκεί­νο το βρά­δυ πριν τον ύπνο, βλέ­πο­ντας από από­στα­ση εκα­το­στών την κοι­λό­τη­τα στον τοί­χο. Δεν ήταν όμως ο ίδιος εξε­ρευ­νη­τής. Δεν εί­χε ού­τε σχέ­διο, ού­τε χάρ­τες γι’ αυ­τό το πέ­ρα­σμα απέ­να­ντι. Ωθή­θη­κε, όπως η θά­λασ­σα σπρώ­χνει την άκρια των νε­ρών της σε σπη­λιές, ή όπως γλι­στρά το χέ­ρι στις κα­μπύ­λες όμορ­φων σω­μά­των.

Κα­τόρ­θω­σε τό­τε το ακα­τόρ­θω­το. Μια τέ­λεια σμί­κρυν­ση έτσι που να γί­νει μό­ριο, ένας άν­θρω­πος -μό­ριο για να γυ­ρί­σει εκεί, στη μη­τρι­κή κοι­λό­τη­τα, που τώ­ρα πε­τρω­μέ­νη τον πε­ρί­με­νε στην επι­φά­νεια του τοί­χου. Χά­θη­κε λοι­πόν εκεί­νο το βρά­δυ από το κρε­βά­τι του κι άκου­σε κρυμ­μέ­νος στο δε­ξί πά­νω μέ­ρος της κοι­λό­τη­τας τη φω­νή της γυ­ναί­κας που τον έψα­χνε ενώ βρι­σκό­ταν μπρο­στά της πλα­για­σμέ­νος. Τον νό­μι­σε κοι­μι­σμέ­νο κι έπε­σε δί­πλα του κι αυ­τή.

Στο κοί­λω­μα, δεν έγι­νε ένα από τα πολ­λά πρό­σω­πα που του άρε­σε να παίρ­νει. Δεν έγι­νε ού­τε ζώο όπως τον μά­θαι­ναν τα έν­στι­κτά του, ού­τε χαρ­τα­ε­τός όπως του έδει­χναν τα όνει­ρα, αλ­λά μό­ριο. Ένα συ­μπα­γές μό­ριο αν­θρώ­πι­νης ύλης, που εί­χε κα­ταρ­γή­σει το σώ­μα, το κε­φά­λι και τα όρ­γα­να, εί­χε απαλ­λα­γεί από τους σπα­σμούς των σπλά­χνων, την πί­ε­ση του αί­μα­τος, εί­χε εξα­λεί­ψει την αί­σθη­ση της αφής, εί­χε απω­λέ­σει την ακοή, τη γεύ­ση και την όσφρη­ση και μό­νον η όρα­ση σαν πα­ρα­χώ­ρη­ση ή σαν μνή­μη του εί­χε δο­θεί. Ένα μό­ριο που βλέ­πει. Ένα μά­τι- μό­ριο.

Αποί­κι­σε λοι­πόν την κοι­λό­τη­τα, δια­λέ­γο­ντας το ψη­λό­τε­ρο μέ­ρος πά­νω από τον ελά­χι­στο βρά­χο του μι­κρο­σκο­πι­κού κοι­λώ­μα­τος για να δει. Το πρώ­το που φά­νη­κε από τη νέα του θέ­ση στον τοί­χο, που κάλ­λι­στα θα μπο­ρού­σε να θε­ω­ρη­θεί και σαν οστε­ο­θή­κη σε ιτα­λι­κό κοι­μη­τή­ριο, ήταν, ακρι­βώς μπρο­στά του, το κε­φά­λι του. Ένα πε­λώ­ριο κε­φά­λι αγάλ­μα­τος, ριγ­μέ­νο πλά­για στο μα­ξι­λά­ρι. Μια κε­φα­λή εκ­πε­σού­σης θε­ό­τη­τας σε συ­λη­μέ­νο πριν από αιώ­νες ναό, που σκέ­πα­ζαν χι­λιά­δες τε­τρα­γω­νι­κά μέ­τρα λευ­κό πα­νί. Το φως που έπε­φτε σ’ αυ­τόν τον άβα­το χώ­ρο του κρε­βα­τιού από μια λά­μπα δί­πλα στο προ­σκέ­φα­λο της γυ­ναί­κας, έδι­νε όψη αρ­χαί­ας σκη­νής με τις σκιές που παίρ­νουν τα αντι­κεί­με­να και τα σώ­μα­τα όταν φω­τί­ζο­νται προ­σε­κτι­κά από το τε­λευ­ταίο ημε­ρι­νό φως. Δί­πλα του κοι­μό­νταν πια και η γυ­ναί­κα. Γυ­ρι­σμέ­νη μπρού­μυ­τα, στην ευ­νοϊ­κή της στά­ση, με τον μη­ρό μό­λις μα­ζε­μέ­νο, άφη­νε απο­τυ­πώ­μα­τα κο­λοσ­σού στις υφα­σμά­τι­νες μα­λα­κές γαί­ες της κλί­νης. ‘Ένα άλ­λο τμή­μα του σε­ντο­νιού κά­λυ­πτε τους γο­φούς της που σπρωγ­μέ­νοι από το τρα­βηγ­μέ­νο πό­δι της ανα­ση­κώ­νο­νταν κι άλ­λο ελα­φρά. Η μα­τιά του από τη νέα του θέ­ση στο κοί­λω­μα με­τα­κι­νή­θη­κε από το πρό­σω­πο στο σκε­πα­σμέ­νο γυ­ναι­κείο σώ­μα. Και τό­τε σε μια οπτι­κή δι­πλα­σια­σμού του ει­δώ­λου, εί­δε σε χια­στή ζεύ­ξη ένα άλ­λο εί­δος αν­δρο­γύ­ναιου: Άν­δρα με σώ­μα γυ­ναί­κας και γυ­ναί­κα με κε­φά­λι άν­δρα. Τους έβλε­πε σ’ αυ­τήν την ακού­σια σύμ­πτω­ση ενερ­γειών των σω­μά­των, πιο ισχυ­ρή από συ­νου­σία. Τό­σο ισχυ­ρή, που η ίδια η ηλε­κτρι­κή προ­δια­γρα­φή του θε­τι­κού και του αρ­νη­τι­κού πό­λου, η ίδια η σω­στι­κή ασφά­λεια, κιν­δύ­νευε να κα­εί, να τι­να­χτεί από το «τα­μπλό» και να τους αχρη­στεύ­σει καί­γο­ντάς τους ορι­στι­κά.

Θέ­λη­σε λοι­πόν να πα­ρα­τη­ρή­σει κα­λύ­τε­ρα αυ­τό το μαρ­μά­ρι­νο πλέγ­μα. Θα ήταν πρώ­τη φο­ρά που άν­θρω­πος έβλε­πε το ζεύ­γος του να κοι­μά­ται: Τον άν­δρα και τη γυ­ναί­κα στην τε­λε­τή του πρώ­του τους ύπνου.

Πρώ­τα το κε­φά­λι, όπου συ­νω­στι­ζό­ταν κά­τω από ένα δυ­σα­νά­λο­γο μέ­τω­πο τα μά­τια, η μύ­τη και το στό­μα. Ύστε­ρα το δέρ­μα του με­τώ­που, εμ­βρυα­κό και διά­φα­νο, που άφη­νε να δια­κρί­νε­ται ο εγκε­φα­λι­κός βυ­θός, κι οι πρώ­τοι έλι­κες της βού­λη­σης. Τέ­λος ο λαι­μός, η τέ­λεια επε­ξερ­γα­σία του μαρ­μά­ρου. Κι από το λαι­μό, ένα ανα­πά­ντε­χο σώ­μα, πλα­τιάς γυ­ναί­κας, υπερ­βο­λι­κό, δε­χό­ταν τις δι­κές του τις εντά­σεις, ώσπου ξε­χώ­ρι­σε σαν Ατλα­ντί­δα.

Τό­τε η γυ­ναί­κα ση­κώ­θη­κε με το δι­κό της πρό­σω­πο, ενώ ο φυ­σι­κός [ε]αυ­τός του ακι­νη­τού­σε στα πιο βα­θιά στρώ­μα­τα ενός νε­κρό­ση­μου ύπνου.

Την εί­δε αλα­φια­σμέ­νη να τον κοι­τά. Η θέ­ση του στο κοί­λω­μα ξαφ­νι­κά άλ­λα­ξε. Με­τα­το­πί­στη­κε και άρ­χι­σε πά­λι να γυ­ρί­ζει δυ­σά­ρε­στα όπως πα­λιά στη μη­τρι­κή γα­στέ­ρα. Έψα­χνε για την πιο κρυ­φή πε­ριο­χή στα λί­γα χι­λιο­στά του τυ­χαί­ου κοι­λώ­μα­τος στον τοί­χο. Και από εκεί εί­δε το γυ­ναι­κείο της πρό­σω­πο συ­νο­ψι­σμέ­νο σαν απο­κα­θή­λω­ση να κραυ­γά­ζει. Ένα ιώ­διο υγρό να τρέ­χει από τα μά­τια της, που άρ­χι­σε αμέ­σως να τη βά­φει ανε­ξί­τη­λα. Οι ρο­ές απ’ αυ­τό το πα­ρά­ξε­νο βάμ­μα να κα­λύ­πτουν πρώ­τα τα ζυ­γω­μα­τι­κά και τις πα­ρειές της, ως το γυ­μνό της στέρ­νο, τα στή­θη της, και να προ­χω­ρούν ύστε­ρα με ελ­λει­πτι­κά αυ­λά­κια μέ­χρι τη μέ­ση της. Ανα­ση­κω­μέ­νη μά­λι­στα κα­θώς ήταν, να σχη­μα­τί­ζε­ται λί­μνη όπου το εφη­βαίο της προ­εί­χε σαν ξέ­ρα φυ­κε­ρή, που τη γλεί­φει το νε­ρό.

Η γυ­ναί­κα, έτσι βαμ­μέ­νη, έμοια­ζε πε­ρισ­σό­τε­ρο με αί­θου­σα αρ­χαϊ­κού ανα­κτό­ρου ή με Αι­γυ­πτία πρι­γκί­πισ­σα νε­κρή, στο πρώ­το στά­διο μιας μα­κρι­νής δια­δι­κα­σί­ας τα­ρί­χευ­σης από ιε­ρείς του ήλιου. Ακί­νη­τη σαν τη Σφίγ­γα, επέ­με­νε να τον κοι­τά και να του απευ­θύ­νει απο­κα­λυ­πτι­κές για τους δυο τους αναγ­γε­λί­ες σε μια γλώσ­σα πα­λιά, όπου πολ­λά μα­κρό­συρ­τα φω­νή­ε­ντα επι­κρα­τού­σαν των συμ­φώ­νων. Το λό­γο της τον τε­λεί­ω­σε με μια τε­λι­κή κί­νη­ση ρομ­φαί­ας.

Από το σκο­τει­νό ση­μείο του κοι­λώ­μα­τος, εί­δε τό­τε αυ­τόν να ορ­θώ­νε­ται πέ­τρι­νος όπως επι­τύμ­βια στή­λη και να κα­ταρ­ρέ­ει από το υπο­τι­θέ­με­νο σπα­θί της γυ­ναί­κας που τον απο­κε­φά­λι­σε.

Το με­γά­λο ορ­θο­γώ­νιο κρε­βά­τι με τις οθό­νες, η Αι­γυ­πτία πρι­γκί­πισ­σα που εντα­φιά­ζε­ται και σφά­ζει, κι αυ­τός απο­κε­φα­λι­σμέ­νο πέ­τρι­νο εί­δω­λο-σή­μα του ζεύ­γους, πα­ρέ­μει­ναν εκεί για χρό­νια. Μνή­μα κε­νό κι απέ­να­ντί τους το οστε­ο­φυ­λά­κιο: ένα κοί­λω­μα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: