Με τη λέξη με αρχίζει λοιπόν το κείμενο
Η πρώτη του γραμμή λέει την αλήθεια
Μα δεν είναι ανυπόφορη
Η συγκόλληση αυτή;
Φίλε αναγνώστη μπορείς να κρίνεις
Κιόλας τις δυσκολίες μας...
(Ύστερα από εφτά χρόνια δυστυχίας
Έσπασε τον καθρέφτη της).
F. Ponge, “Μύθος” (Από τη συλλογή Η φωνή των πραγμάτων)
Έπρεπε να περάσουν τριάντα εννέα χρόνια για να βεβαιωθώ πως το πολυσυζητημένο «για να γράψεις πρέπει πρώτα να γράψεις» του Μoρίς Μπλανσό, προϋποθέτει να «έχεις ήδη αντιγράψει». Να έχεις προηγουμένως διαβάσει, μια που η ανάγνωση είναι «αντιγραφή», επειδή ο αναγνώστης στην σκληρή πάλη με τον συγγραφέα, μόνο αντιγράφοντας το ανάγνωσμα –γράφοντας στα περιθώριά του– το οικειοποιείται, το συνεχίζει και συγχρόνως αντιλαμβάνεται πως δεν είναι δικό του. Το απαλλάσσει μεν από τον συγγραφέα, όπως γράφει ο Μπλανσό στο Χώρο της λογοτεχνίας (μτφρ. Δημήτρη Δημητριάδη) αλλά δεν εισάγει στη θέση του τον εαυτό του με εκείνο το «ελαφρύ, αθώο ναι» της ανάγνωσης. Ενίοτε, με ένα φθονερό «όχι», κάνει να προβάλλει από μέσα του ο λογοκριτής ή ο λογοκλόπος. Διαβάζοντας την Καταδίκη σε θάνατο του Μορίς Μπλανσό που κυκλοφόρησε το 1981 σε μετάφραση – όπως λέγεται – του Κωστή Παπαγιώργη και γράφοντας τότε το «Κοίλωμα» à la manière de Μπλανσό πίστεψα ότι μπορώ να γράψω σαν τον Μπλανσό. Έπρεπε να περάσουν τριάντα εννέα χρόνια για να αντιληφθώ πως με τη λέξη «με» που αρχίζει κάθε κείμενο, αν «η πρώτη του γραμμή λέει την αλήθεια» και αν η συγκόλληση των δύο κειμένων δεν είναι ανυπόφορη, αν δηλαδή ο γράφων έχει υπερβεί τις δυσκολίες της ανάγνωσης ως συγκόλλησης, τότε δεν χρειάζεται πια τον καθρέφτη για να γλιστρήσει όπως ο νάρκισσος στα νερά του απέναντι κειμένου. Έχει κατανοήσει τη σχέση των κειμένων (αυτού που γράφει και αυτού που αναγιγνώσκει ώστε να το συνεχίσει) όχι ως αντιγραφή αλλά ως σύμπτωση όπου το μη νόημα του καθρέφτη («το άσπρο χαρτί») εισβάλλει στο νόημα των κειμένων που εξαιτίας του καθρέφτη ολισθαίνουν το ένα μέσα στο άλλο.
Ύστερα από τριάντα εννέα χρόνια δυστυχίας έσπασα τον καθρέφτη. Όπως ο Μπλανσό στην πρώτη σελίδα της Καταδίκης σε θάνατο, έτσι κι εγώ «δεν φοβάμαι την αλήθεια, δεν φοβάμαι να πω ένα μυστικό, αλλά οι λέξεις ως τα τώρα ήταν πιο αδύναμες και πιο δόλιες απ’ ό,τι είχα θελήσει.»
Κι εκείνη την προς-κληση που μου απηύθυνε από την τελευταία αράδα της Καταδίκης σε θάνατο, «“έλα” και, αιώνια, είναι εδώ», την εξέλαβα ως κλίση μου. Διότι «ποιος μπορεί να πει ότι αυτό συνέβηκε επειδή, σε μια ορισμένη στιγμή τα γεγονότα έγιναν απατηλά και, με τον παράδοξο συνδυασμό τους, εξουσιοδότησαν την αλήθεια να τα κυριεύσει;». Εγώ λοιπόν μετά από τριάντα εννέα χρόνια διαπίστωσα ότι «υπήρξα ο δυστυχής αγγελιοφόρος μιας σκέψης πιο δυνατής από μένα, μήτε άθυρμά της, μήτε το θύμα της, γιατί αυτή η σκέψη, αν με νίκησε, νίκησε χάρη σε μένα, και εντέλει ήταν πάντα το μέτρο μου».
Κατάλαβα κυρίως ότι το «έλα» του Μπλανσό και το παρόν μου, ο τόπος στον οποίο έπρεπε να ’ρθω, υπήρξε η δική μου υποχρέωση απέναντι σε αυτό το «έλα».
Την «απελευθερωτική απόφαση», το «Λάζαρε, δεύρο έξω» για το οποίο μιλάει ο Μπλανσό στον Χώρο της λογοτεχνίας, το έργο την αναμένει από εκείνον που θα σπάσει τον καθρέφτη, που θα κυλήσει την ταφόπλακα αλλά δεν θα την αντικαταστήσει. Θα αφήσει τον τάφο ανοιχτό, όπως ο Μαλαρμέ αφήνει τον «Τάφο» (για τον Βερλέν) ώστε ο θάνατος να «συκοφαντηθεί» πέραν και ένθεν του τάφου. Αλλιώς, με την αποκατάσταση του μνημείου, την επανατοποθέτηση της πλάκας από τον λογοκριτή ή τον λογοκλόπο μετά τη σύληση του τάφου, το μνημείο μετατρέπεται σε κενή, σπασμένη λάρνακα. Ποτιστήρα για τα ζώα στους ελαιώνες της Αττικής.
Με αυτές τις σκέψεις αναδημοσιεύω στον ηλεκτρονικό Χάρτη «Το κοίλωμα», από τον έντυπο Χάρτη (τεύχος 4) προσπαθώντας κι εγώ να «κρεμαστώ» – όπως γράφει ο Μπατάιγ στη μικρή εισαγωγή του στο Καταδίκη σε θάνατο – από μια αφήγηση που μου αποκάλυπτε μια κι έξω «την πολύπλοκη αλήθεια της ζωής». Τοποθέτησα αυτό το μικρό διήγημα «μπροστά στο πεπρωμένο μου»: τη γραφή. Αφηγήθηκα ό,τι θα με απασχολούσε σε ολόκληρη τη ζωή μου, σε ολόκληρο το έργο μου από την Camera degli Sposi μέχρι την Μεταγωγή: την ιστορία του οικόσιτου ζεύγους που είμαι.
Στις Πομπές, κείμενο του 2008 αναδημοσιευμένο στον β΄ τόμο των απάντων μου το 2017 από τις εκδόσεις Περισπωμένη, έκλεινα αναφερόμενος σε «Αυτόν» («Αυτός» είναι το πάγιο ψευδώνυμό μου) με τα εξής:
«Αυτός έχασε τότε εκείνη την πρόσκαιρη αίσθηση της διαύγειας, που του έδινε συγχρόνως η απουσία της μιας και η παρουσία της άλλης.
(…) Κι έτσι, στην περίοδο του γενικού αποχωρισμού που ανοίγονταν μπροστά του, τότε που, εγκαταλελειμμένος όχι από άνθρωπο αλλά από αυταπάτες, θα έπρεπε να υποφέρει περισσότερο, αλλά και που, υποφέροντας, δεν θα άφηνε χώρο σε καμιά μεγαλύτερη απειλή, τώρα λοιπόν, που δεν θα ανέμενε τίποτα ελλείψει παρόντος, μια που και το μέλλον θα ήταν εμφανώς πίσω του, τώρα η αίσθηση εκείνη της διαύγειας θα έδινε τη θέση της σε μια βαθύτερη γνώση. Γαλήνια ανυπαρξία! Εκεί θα αναδύονταν γι’ αυτόν το μέλλον, όμοιο με το μέλλον όλων των θνητών, όμοιο με το μέλλον του θανάτου όταν συναντά τον θάνατο.
Θα ήθελε να μιλήσει και στις δύο, να τις αφήσει να μιλήσουν μεταξύ τους, να τις οδηγήσει εκεί που θα τον έβλεπαν να μη συμπεριφέρεται όπως τις είχε συνηθίσει προκειμένου να προτρέπει και να επιτηρεί. Θα ήθελε να τον συνοδεύσουν σ’ ένα δίκαιο μέρος, εκτός πόλεως, όπου τίποτα δεν θα απειλούσε κανέναν. Ήξερε πως αυτό το μέρος δεν είναι άλλο από τον τόπο όπου, παρευρισκόμενος κάθε φορά με τους ανθρώπους, μπορεί να μην είναι με τους ανθρώπους, και πως εκεί, στο ανυπόστατο αυτό μέρος, εξαφανιζόμενος, θα χάνονταν μαζί του κάθε απειλή.»
«Το κοίλωμα» του 1983, προεξοφλούσε αυτή τη διαδρομή και αυτή τη γραφή. Άλλωστε «Το κοίλωμα» είναι το «ανυπόστατο αυτό μέρος», όπου κανείς δεν απειλεί κανέναν, διότι όλα απειλούνται από το ίδιο το κοίλωμα: τη συγκόλληση.
Συγκόλληση, θέλω να πω διαδικασία (γραφή) που αντανακλάται στον ψευδάργυρο της ζωής. Αντανάκλαση, αναλαμπή, ανάφλεξη. Συγκόλληση, είτε πρόκειται για κείμενο είτε πρόκειται για σώμα.
« Αυτά τα γεγονότα υπήρξαν πολύ σημαντικά και με απασχολούσαν όλες τις μέρες. Αλλά σήμερα σαπίζουν, η ιστορία τους είναι νεκρή όπως νεκρές είναι αυτές οι ώρες και αυτή η ζωή που τότε ήταν δικές μου. Αυτό που μιλά είναι η παρούσα στιγμή και εκείνη που θα ακολουθήσει». (Αλλά ποιος υπογράφει εδώ;)
«…tout recommence à partir de rien.»