Η αρχέγονη πηγή του ανέφικτου

Η αρχέγονη πηγή του ανέφικτου
«Blanchot», σχέδιο της Λου Σνέφαλ

Στο ανέ­φι­κτο ο Μπλαν­σό βρή­κε ένα σπί­τι ή, με μια μπλαν­σο­τι­κή ανα­τρο­πή, ένα μη-σπί­τι, ένα ακα­τόρ­θω­το σπί­τι που πά­νω απ’ όλα δεν επι­τρέ­πει την οι­κο­δό­μη­σή του, την κα­τοί­κη­σή του ή την κα­τε­δά­φι­σή του. Για τον Μπλαν­σό, όπως για τον Ντε­ρι­ντά, οι αρ­νη­τι­κοί όροι εί­ναι απα­ραί­τη­τοι για να υπερ­βού­με τα όρια της άρ­νη­σης, να κα­τα­λή­ξου­με στην κα­τά­φα­ση την οποία η γλώσ­σα δεν έχει τη δυ­να­τό­τη­τα να πε­ρι­γρά­ψει. Για τον Μπλαν­σό η γλώσ­σα δεν μπο­ρεί να κα­τα­φά­σκει. Στη γλώσ­σα ανι­χνεύ­ει τις στιγ­μές όπου δεν φτά­νει ού­τε το φως ού­τε το σκο­τά­δι της, στιγ­μές που δια­φεύ­γουν εντε­λώς από τον αγώ­να ανά­με­σα στο θε­τι­κό και το αρ­νη­τι­κό, ση­μεία που ωστό­σο μπο­ρούν να πε­ρι­κλεί­ο­νται από μια διε­ρευ­νη­τι­κή αρ­νη­τι­κό­τη­τα. Ο θά­να­τος εί­ναι ένας από κεί­νους τους όρους που για τον Μπλάν­σο πο­τέ δεν έρ­χε­ται ως ένα τέ­λος, ένα γε­γο­νός ή έστω ως αντί­λη­ψη.* Ο θά­να­τος για τον Μπλαν­σό στε­ρεί­ται τον αρ­νη­τι­κό θε­τι­κι­σμό που έχει στον Μπέ­κετ. Αντι­προ­σω­πεύ­ει ένα «πα­ρά­δο­ξο» και μια «αδυ­να­τό­τη­τα» που η γλώσ­σα πά­ντα ανα­γνω­ρί­ζει, αλ­λά δεν μπο­ρεί ν’ απο­δώ­σει. Στο τέ­λος του Θω­μά του Σκο­τει­νού δια­βά­ζου­με πώς η ζωή και ο θά­να­τος «ανα­μι­γνύ­ο­νται», πώς ο θά­να­τος, σε μια απου­σία που δεν εί­ναι απου­σία από τη ζωή, που δεν λέ­ει όχι στη ζωή, ζει τη ζωή του στη ζωή: «Όλο μου το εί­ναι έμοια­ζε να συγ­χέ­ε­ται με τον θά­να­το. Έπα­ψα να ζω, τό­σο φυ­σι­κά όσο οι άν­θρω­ποι πι­στεύ­ουν ότι ζουν και απο­δέ­χο­νται ως ανα­πό­φευ­κτη κί­νη­ση τη δια­δο­χή της ανα­πνο­ής και την επι­στρο­φή του αί­μα­τος. Άντλη­σα τον θά­να­τό μου από την ίδια μου την ύπαρ­ξη και όχι από την απου­σία ύπαρ­ξης.» (Thomas l’οbscur, Nouvelle version. Gallimard, 1981, 104.)
Στα κεί­με­να του Μπλαν­σό ερ­χό­μα­στε συ­νε­χώς αντι­μέ­τω­ποι με αρ­νη­τι­κούς όρους χω­ρίς αρ­νη­τι­κό­τη­τα και θε­τι­κούς χω­ρίς θε­τι­κό­τη­τα. Η μέ­ρα και το φως, για πα­ρά­δειγ­μα, στο αφή­γη­μα Η τρέ­λα της ημέ­ρας, ανοί­γουν έναν χώ­ρο που κα­μιά λο­γι­κή δεν μπο­ρεί να δια­πε­ρά­σει, όπου ένα φως που δεν φω­τί­ζει τί­πο­τε βοη­θά τον αφη­γη­τή ν’ απο­συρ­θεί από τη μέ­ρα στη μέ­ση της μέ­ρας: «Εντέ­λει, πεί­στη­κα ότι έβλε­πα ίσια στο πρό­σω­πο την τρέ­λα της ημέ­ρας· αυ­τή ήταν η αλή­θεια: το φως τρε­λαι­νό­ταν, η φω­ταύ­γεια έχει χά­σει τε­λεί­ως τα μυα­λά της· χυ­μού­σε πά­νω μου χω­ρίς ίχνος λο­γι­κής, χω­ρίς φραγ­μό, χω­ρίς σκο­πό. Αυ­τή η ανα­κά­λυ­ψη μπή­χτη­κε στη ζωή μου από την μια της άκρη ως την άλ­λη σαν δα­γκω­νιά.» (Μτ­φρ. Δη­μή­τρης Δη­μη­τριά­δης, Άγρα 1984, 20-21.) Η συ­νύ­παρ­ξη με κά­ποιον, η συ­νεύ­ρε­ση με κά­ποιον, η σκέ­ψη και η δη­μιουρ­γία, όλ’ αυ­τά εί­ναι εφι­κτά μέ­σω του ανέ­φι­κτου, μέ­σω μιας σκέ­ψης που η ίδια ου­δέ­πο­τε επι­τρέ­πει σε κά­ποιον να τη σκε­φτεί: «Για τη σκέ­ψη», γρά­φει ο Μπλαν­σό, «πρέ­πει να πού­με πρώ­τα απ’ όλα ότι εί­ναι η αδυ­να­τό­τη­τα να στα­μα­τή­σου­με σε οτι­δή­πο­τε ορι­στι­κό, συ­νε­πώς να σκε­φτού­με οτι­δή­πο­τε κα­θο­ρι­σμέ­νο, και ότι έτσι εί­ναι η μό­νι­μη εξου­δε­τέ­ρω­ση κά­θε πα­ρού­σας σκέ­ψης την ίδια στιγ­μή που εί­ναι η απόρ­ρι­ψη κά­θε απου­σί­ας σκέ­ψης.» (Lécriture du désastre, Gallimard 1980, 57. Ο Μπλαν­σό επι­στρέ­φει συ­χνά στην εγ­γε­νή αδυ­να­τό­τη­τα της σκέ­ψης και της γλώσ­σας. Βλ., π.χ., Lentretien infini, Gallimard, 1969, ει­δι­κά σ. 61-64. Ένα από τα πιο γνω­στά απο­σπά­σμα­τα βρί­σκε­ται στο Lespace littéraire, στο κε­φά­λαιο «La solitude essentielle et la solitude dans le monde», Gallimard 1955.)
Το να σκε­φτεί κα­νείς την ανέ­φι­κτη σκέ­ψη ση­μαί­νει για τον Μπλαν­σό να ξε­κι­νά με μια ερώ­τη­ση που δεν εγκα­τα­λεί­πει πο­τέ το κεί­με­νο: «Ας υπο­θέ­σου­με ότι η λο­γο­τε­χνία αρ­χί­ζει τη στιγ­μή που η λο­γο­τε­χνία γί­νε­ται ένα ερώ­τη­μα». Το κεί­με­νο πα­ρά­γει το ερώ­τη­μα αυ­τό την ίδια στιγ­μή που το ερώ­τη­μα πα­ρά­γει το κεί­με­νο: «και τώ­ρα, μέ­σα στο έρ­γο, πε­ρι­μέ­νο­ντας την προ­σέγ­γι­ση του ανα­γνώ­στη βρί­σκε­ται σιω­πη­λά το ίδιο ερώ­τη­μα [...] απευ­θυ­νό­με­νο στη γλώσ­σα, πί­σω από τον άν­θρω­πο που γρά­φει και δια­βά­ζει, από τη γλώσ­σα που έχει γί­νει λο­γο­τε­χνία.» (La part du feu, Gallimard, 1949, 305.) Η λο­γο­τε­χνία και η γλώσ­σα γρά­φουν ένα ερώ­τη­μα που ανα­ρω­τιέ­ται για την ίδια του τη δο­μή, για την ίδια του τη φύ­ση. Αυ­τό ση­μαί­νει ότι η «γλώσ­σα αρ­χί­ζει μό­νο με το κε­νό· κα­μιά πλη­ρό­τη­τα, κα­μιά βε­βαιό­τη­τα δεν μι­λά· κά­τι ου­σια­στι­κό λεί­πει σε όποιον εκ­φρά­ζε­ται. Η άρ­νη­ση συν­δέ­ε­ται με τη γλώσ­σα.» (ο.π., 327.) Η άρ­νη­ση αυ­τή δια­φέ­ρει από εκεί­νη που δια­βά­ζου­με στον Μπέ­κετ, κα­θώς η άρ­νη­ση στον Μπλαν­σό ανοί­γει έναν δρό­μο που θέ­λει να μας πά­ει πέ­ρα ​​από την άρ­νη­ση, σε μια κα­τά­φα­ση που δεν επι­τρέ­πει στην άρ­νη­ση να εμ­φα­νι­στεί. Ο ετοι­μο­θά­να­τος συγ­γρα­φέ­ας του Μπέ­κετ εί­ναι για τον Μπλαν­σό ένα έντο­να ζω­ντα­νό ον που γρά­φει για την αδυ­να­μία της λο­γο­τε­χνί­ας να πε­θά­νει ή να γρά­ψει για τον θά­να­το: «Τη στιγ­μή που ξε­κι­νώ δεν μι­λώ για να πω κά­τι, αλ­λά εί­ναι ένα τί­πο­τε που ζη­τά να μι­λή­σει, τί­πο­τε δεν μι­λά, τί­πο­τε δεν βρί­σκει την ύπαρ­ξή του στον λό­γο και το εί­ναι του λό­γου δεν εί­ναι τί­πο­τε.» (ό.π., 327.) Ένα τί­πο­τε που στον Μπλαν­σό δεν έχει κά­τι να πει για­τί θέ­λει να πει τα πά­ντα, θέ­λει τα πά­ντα αυ­τά να υπο­νο­μεύ­ουν την πε­ριο­ρι­στι­κή δύ­να­μη που κα­τά τ’ άλ­λα οδή­γη­σε στο απο­στε­ρη­τι­κό τί­πο­τε του Μπέ­κετ.
Υπάρ­χουν όμως πολ­λά στοι­χεία στον Μπέ­κετ με τα οποία ο Μπλαν­σό εί­ναι πρό­θυ­μος να ταυ­τι­στεί ή να τα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ως ση­μείο εκ­κί­νη­σης για να διε­ρευ­νή­σει τις δυ­να­τό­τη­τες υπο­νό­μευ­σης των αξιώ­σε­ων της γλώσ­σας για εξου­σία. Ο Μπλαν­σό γρά­φει ότι το αφή­γη­μα Ο Ακα­τα­νό­μα­στος πε­ρι­γρά­φει «την αγω­νία του αν­θρώ­που που έπε­σε έξω απ’ τον κό­σμο και, στο κε­νό αυ­τό, αιω­ρεί­ται αιώ­νια ανά­με­σα στο εί­ναι και το τί­πο­τε, ανί­κα­νος εφε­ξής να πε­θά­νει και ανί­κα­νος να γεν­νη­θεί». Αλ­λά δεν εί­ναι μό­νο αυ­τό, μας λέ­ει ο Μπλαν­σό. Το κεί­με­νο του Μπέ­κετ τον εμπνέ­ει να δια­βά­σει σ’ αυ­τό τη δι­κή του αγω­νία, δη­λα­δή ότι η γλώσ­σα στην απο­τυ­χία της να πει κά­τι «εί­ναι πά­ντα και­νούρ­για και πά­ντα αρ­χί­ζει εκ νέ­ου». (Le livre à venir, Gallimard 1959, 263.) «Στον Σά­μιου­ελ Μπέ­κετ», γρά­φει ο Μπλαν­σό, «ανα­τέ­θη­κε η κί­νη­ση αυ­τή του τέ­λους που δεν τε­λειώ­νει πο­τέ». («Oh tout finir», Critique 519-520, Αύ­γου­στος-Σε­πτέμ­βριος 1990, 635-637.) Η γλώσ­σα στην κί­νη­ση αυ­τή και εκ­μη­δε­νί­ζε­ται και ανα­γεν­νιέ­ται μό­νο και μό­νο για να εκ­μη­δε­νι­στεί και πά­λι. Ακρι­βώς τη στιγ­μή αυ­τή, όταν η γλώσ­σα χά­νει τη δύ­να­μή της, δεν έχει κά­τι να πει ή κά­τι με το οποίο να το πει, βρί­σκει ο Μπλαν­σό τό­σο κρί­σι­μη για τη δι­κή του γρα­φή. (Στο προ­α­να­φερ­θέν άρ­θρο, ο Μπλαν­σό πα­ρα­θέ­τει με­ρι­κές γραμ­μές από το βι­βλίο του L’attente l’oubli, Gallimard 1962, 155-6), «επει­δή ο Μπέ­κετ συμ­φώ­νη­σε ν’ ανα­γνω­ρί­σει τον εαυ­τό του σ’ αυ­τό». Ο Μπλαν­σό στο βι­βλίο αυ­τό γρά­φει γι’ «αυ­τόν τον αμε­ρό­λη­πτο λό­γο» που, με­τα­ξύ άλ­λων, εί­ναι «πο­λύ αδύ­να­μος για να σιω­πή­σει, πο­λύ υπά­κουος για να συ­γκρα­τη­θεί, δεν λέ­ει τί­πο­τε, μι­λά μό­νο, μι­λά δί­χως ζωή, δί­χως φω­νή, με φω­νή πιο χα­μη­λή απ’ οποια­δή­πο­τε φω­νή».)
Το τρα­γι­κό τό­τε για τον Μπέ­κετ πρέ­πει να εί­ναι το να βρί­σκε­ται άθε­λά του και οδυ­νη­ρά στα όρια με­τα­ξύ του ορι­στι­κού τέ­λους και ενός βή­μα­τος πριν απ’ αυ­τό το τέ­λος, να εί­ναι ετοι­μο­θά­να­τος συ­νε­χώς, να εί­ναι αιω­νί­ως σχε­δόν νε­κρός. Ακό­μη κι αν δεν έρ­χε­ται το τέ­λος, εί­ναι αυ­τό που κρί­νει τα πά­ντα. Ορι­στι­κό­τη­τα ση­μαί­νει πα­ρά­λυ­ση, αυ­τή πλήτ­τει τό­σο σω­μα­τι­κά όσο και πνευ­μα­τι­κά. Ο Μπέ­κετ όμως και προ­ϋ­πο­θέ­τει και δη­μιουρ­γεί προ­σε­κτι­κά μια αδιαμ­φι­σβή­τη­τη αντί­λη­ψη του τέ­λους.

Στην αρ­χή του κει­μέ­νου του «L’Attente» ο Μπλαν­σό φτά­νει πο­λύ κο­ντά στην ανα­μο­νή, όπως την ανα­γνω­ρί­ζου­με στον Μπέ­κετ: «Η ανα­μο­νή ξε­κι­νά όταν δεν υπάρ­χει τί­πο­τε άλ­λο να πε­ρι­μέ­νου­με, ού­τε καν το τέ­λος της ανα­μο­νής αυ­τής.» Με­τά από λί­γο, όμως, γί­νε­ται σα­φές ότι για τον Μπλαν­σό πρό­κει­ται για μια αδυ­να­τό­τη­τα, για μια ανα­μο­νή που, σε αντί­θε­ση με αυ­τή του Μπέ­κετ, στε­ρεί­ται πα­ντε­λώς κά­ποιας αντί­λη­ψης για το τέ­λος: «Η αδυ­να­τό­τη­τα ανα­μο­νής ανή­κει ου­σια­στι­κά στην ανα­μο­νή.» Ο θά­να­τος για τον Μπλαν­σό δεν εί­ναι το απώ­τα­το όριο της ανα­μο­νής, επει­δή πά­νω απ’ όλα δεν υπάρ­χει κα­νέ­να όριο και τί­πο­τε να πε­ρι­μέ­νεις: «Ο θά­να­τος, θε­ω­ρού­με­νος ως ανα­με­νό­με­νο γε­γο­νός, δεν εί­ναι ικα­νός να βά­λει τέ­λος στην ανα­μο­νή. Η ανα­μο­νή με­τα­τρέ­πει το γε­γο­νός του θα­νά­του σε κά­τι που δεν αρ­κεί να το φτά­σεις για να στα­μα­τή­σεις να πε­ρι­μέ­νεις. Η ανα­μο­νή εί­ναι αυ­τή που μας επι­τρέ­πει να ξέ­ρου­με ότι ο θά­να­τος δεν μπο­ρεί να εί­ναι ανα­με­νό­με­νος.» Η ανα­μο­νή υπο­μέ­νε­ται για χά­ρη της ίδιας της ανα­μο­νής, όχι για­τί ο θά­να­τος επι­βάλ­λει την ανα­μο­νή, ενώ ανα­μέ­νε­ται αυ­τό που «δεν μπο­ρεί να εί­ναι πα­ρόν», εξη­γεί ο Μπλαν­σό. Ακό­μη και η σκέ­ψη της ανα­μο­νής εί­ναι «σκέ­ψη που εί­ναι η ανα­μο­νή αυ­τού που δεν επι­τρέ­πει να το σκε­φτού­με, σκέ­ψη που φέ­ρει την ανα­μο­νή και ανα­βάλ­λε­ται σε αυ­τήν την ανα­μο­νή». (Στο Martin Heidegger zum siebzigsten Geburtstag: Festschrift, Günther Neske 1959, 217-24.)
Στη σύ­γκρου­ση με­τα­ξύ του εφι­κτού και του ανέ­φι­κτου, με­τα­ξύ του δια­νοη­τού και του αδια­νό­η­του, στη μέ­ση της αβύσ­σου που συ­νι­στά το ανέ­φι­κτο, θα μπο­ρού­σα­με ίσως να το­πο­θε­τή­σου­με το τρα­γι­κό, αυ­τό που εκ­μη­δε­νί­ζει κά­θε ελ­πί­δα για λύ­ση ή για κά­ποιο εί­δος κλα­διού, όπου, έστω για μια στιγ­μή, θα μπο­ρού­σα­με να στα­θού­με. Στον Πα­σκάλ ο Μπλαν­σό δια­βά­ζει για τον άν­θρω­πο που βιώ­νει ασά­φειες επει­δή δεν μπο­ρεί ν’ απο­φύ­γει το «αδια­χώ­ρι­στο μείγ­μα αλη­θι­νού και ψευ­δούς που με θαυ­μα­στό τρό­πο χρω­μα­τί­ζει τη ζωή μας με ιρι­δί­ζου­σες απο­χρώ­σεις». Η ζωή αυ­τού του «τρα­γι­κού αν­θρώ­που», εξη­γεί ο Μπλαν­σό, «έχει ξαφ­νι­κά με­τα­μορ­φω­θεί: από κια­ρο­σκού­ρο έχει γί­νει ταυ­τό­χρο­να μια απαί­τη­ση για από­λυ­τη διαύ­γεια και μια συ­νά­ντη­ση με το πυ­κνό σκο­τά­δι [...]» «Ο τρα­γι­κός άν­θρω­πος» εί­ναι «μια ανυ­πό­φο­ρη συ­νά­ντη­ση ακραί­ου με­γα­λεί­ου και ακραί­ας δυ­στυ­χί­ας, ασυ­νε­πές τί­πο­τε, όπου τα δύο άπει­ρα συ­γκρού­ο­νται».» (Lentretien infini, σ. 139, 141 και 142.)
Αυ­τή η συμ­βα­τι­κή ερ­μη­νεία του τρα­γι­κού στον Πα­σκάλ συ­νο­ψί­ζε­ται στην «τρα­γι­κή αντί­λη­ψη», κα­τά την οποία ο άν­θρω­πος δεν απο­δέ­χε­ται, αλ­λά και δεν μπο­ρεί ν’ απο­φύ­γει το «πα­ρά­δο­ξο», στο οποίο «το ναι και το όχι κα­τα­φά­σκο­νται ταυ­τό­χρο­να». (ο.π., 145.) Ο Μπλαν­σό πα­ρα­μέ­νει ενε­ός πριν από μια ορι­στι­κή απά­ντη­ση στο πώς εκ­δη­λώ­νε­ται το τρα­γι­κό: «Ποια μορ­φή θα ταί­ρια­ζε στην τρα­γι­κή σκέ­ψη;», ρω­τά και πα­ρα­πέ­μπει στον Λου­σιέν Γκόλ­ντμαν που βλέ­πει την πα­ρά­δο­ξη μορ­φή και το θραύ­σμα ως αυ­τά που μπο­ρούν να εκ­φρά­σουν κα­λύ­τε­ρα το τρα­γι­κό: «Το πα­ρά­δο­ξο απαι­τεί πά­ντα τη με­γα­λύ­τε­ρη διαύ­γεια στη με­γα­λύ­τε­ρη σύ­γκρου­ση [...]». Ο Μπλαν­σό δεν επι­τρέ­πει στις σκέ­ψεις αυ­τές για το τρα­γι­κό να δια­πο­τί­σουν τον δια­νοη­τι­κό του μη­χα­νι­σμό. Εί­ναι ικα­νο­ποι­η­μέ­νος με το ν’ ανα­λο­γί­ζε­ται τους συ­νειρ­μούς του Πα­σκάλ και τε­λειώ­νει τους δι­κούς του ρω­τώ­ντας τι εί­ναι «τρα­γι­κή τέ­χνη» και αν «υπάρ­χει ένα μο­να­δι­κό τρα­γι­κό έρ­γο» (ό.π., 152).
Πέ­ρα από τη συμ­βα­τι­κή αντί­λη­ψη του τρα­γι­κού μπο­ρού­με στον Μπλαν­σό να βρού­με την τρα­γι­κό­τη­τα σ’ αυ­τό που απο­κα­λεί «κα­τα­στρο­φή». Όχι μια συμ­βα­τι­κή κα­τα­στρο­φή με συμ­βα­τι­κές συ­νέ­πειες, προ­βλέ­ψι­μες και πε­ρι­γρά­ψι­μες, συ­νέ­πειες που υψώ­νουν όρια σ’ ένα ανα­πά­ντε­χο, ανε­πι­θύ­μη­το και μοι­ραίο τέ­λος, όπου η θέ­λη­ση και η σκέ­ψη μπο­ρούν να κα­τα­στρα­φούν αλ­λά πο­τέ να ξε­πε­ρα­στούν. Η μπλαν­σο­τι­κή κα­τα­στρο­φή μπο­ρεί να εντο­πι­στεί πέ­ρα ​​από το τρα­γι­κό, για­τί εί­ναι μια ανέ­φι­κτη και αδια­νό­η­τη κα­τα­στρο­φή που δια­λύ­ει κά­θε θέ­λη­ση και κά­θε σκέ­ψη. Στο L’écriture du désastre (σ. 10) δια­βά­ζου­με: «Η κα­τα­στρο­φή μας στε­ρεί αυ­τό το κα­τα­φύ­γιο που εί­ναι η σκέ­ψη του θα­νά­του, μας απο­τρέ­πει από το κα­τα­στρο­φι­κό ή το τρα­γι­κό, εξου­δε­τε­ρώ­νει το εν­δια­φέ­ρον μας για θέ­λη­ση και για κά­θε εσω­τε­ρι­κή κί­νη­ση, και δεν μας επι­τρέ­πει να παί­ξου­με μ’ αυ­τή την ερώ­τη­ση: τι έχεις κά­νει για τη γνώ­ση της κα­τα­στρο­φής;» Αν θέ­λου­με ωστό­σο να κά­νου­με μια προ­σπά­θεια να εντο­πί­σου­με μια τρα­γι­κή σκέ­ψη ή μια τρα­γι­κή δο­μή στον Μπλαν­σό, δεν θα πρέ­πει να ξε­κι­νή­σου­με απ’ αυ­τό που απο­κα­λεί τρα­γι­κό, αλ­λά από την ανέ­φι­κτη κα­τα­στρο­φή.
Μπο­ρού­με ν’ απο­κα­λέ­σου­με τρα­γι­κό αυ­τό που στον Μπλαν­σό εί­ναι η ίδια η (μη)δρα­στη­ριό­τη­τα του ανέ­φι­κτου. Μια μη δο­μή, μια ανέ­φι­κτη σκέ­ψη ή ένα ανέ­φι­κτο συ­ναί­σθη­μα που έχει σαν συ­νέ­πεια να μη μπο­ρού­με που­θε­νά στον κό­σμο να βρού­με μια κα­τοι­κία, ένα μέ­ρος που ν’ αντα­πο­κρί­νε­ται στο ελά­χι­στο σε κά­ποια από τις προσ­δο­κί­ες μας. Αυ­τό το τρα­γι­κό εί­ναι επί­σης ένα πα­ρά­δο­ξο, για­τί δεν θα μπο­ρού­σε πο­τέ να ορί­σει και να πε­ριο­ρί­σει τον εαυ­τό του ή κά­τι άλ­λο. Συ­νε­πώς απε­λευ­θε­ρώ­νει και κα­τα­φά­σκει. Αυ­τό που γρά­φει ο Μπλαν­σό για τον Χάι­ντε­γκερ και τη σχέ­ση του με τα ποι­ή­μα­τα του Χέλ­ντερ­λιν ισχύ­ει για κά­θε δρα­στη­ριό­τη­τα της σκέ­ψης: Η «κα­θα­ρή κα­τά­φα­ση» ή «ένα εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό εί­δος – απρό­βλε­πτο ακό­μη – κα­τά­φα­σης» θα έπρε­πε να μπο­ρού­σε ν’ «απε­λευ­θε­ρώ­σει τη σκέ­ψη από την έν­νοια της αξί­ας» και απ’ οτι­δή­πο­τε τη δέ­νει με την αλή­θεια. (Lautréamont et Sade, «Qu’en est-il de la critique?», Les Éditions de Minuit 1963, 10 και 14.) Πα­ρ’ όλα αυ­τά όμως ο Μπλαν­σό προ­σεγ­γί­ζει την κα­τά­φα­ση χρη­σι­μο­ποιώ­ντας αρ­νη­τι­κούς όρους. Εί­ναι το ανέ­φι­κτο που οδη­γεί σ’ αυ­τό, το εφι­κτό, και εί­ναι μια ανέ­φι­κτη κα­τά­φα­ση που πε­ρι­γρά­φει. Για τον Μπλαν­σό αυ­τό που κα­τα­φά­σκε­ται, το ποί­η­μα, παί­ζει πιο ρι­ζο­σπα­στι­κό ρό­λο απ’ όσο για τον Χάι­ντε­γκερ. «Το ποί­η­μα του Χέλ­ντερ­λιν», γρά­φει ο Leslie Hill, εί­ναι για τον Μπλαν­σό «ο χώ­ρος αυ­τού που μπο­ρού­με να πε­ρι­γρά­ψου­με μό­νο ως θε­με­λιώ­δη απο­ρία, μια αδύ­να­τη δυ­να­τό­τη­τα». (Ο Χιλ προ­σθέ­τει: «Ενώ ο Χάι­ντε­γκερ εξα­φα­νί­ζει την ασυμ­φω­νία με­τα­ξύ αυ­τού που μπο­ρεί να με­τα­δο­θεί και αυ­τού που δεν μπο­ρεί για ν’ ανα­κα­λύ­ψει στη σχέ­ση αυ­τή μια κί­νη­ση ήπιας δια­με­σο­λά­βη­σης, ο Μπλαν­σό αντί­θε­τα επι­μέ­νει στην αβά­σι­μη αδυ­να­τό­τη­τα μιας τέ­τοιας δια­με­σο­λά­βη­σης.» Blanchot: Extreme Contemporary, Routledge 1997, 87.)
Τη σχέ­ση της κα­τά­φα­σης με το ανέ­φι­κτο τη συ­ζη­τά ο Μπλαν­σό στο L’entretien infini, στο κεί­με­νό του για τον Μπα­τάιγ. Εδώ δια­βά­ζου­με για την κα­τά­φα­ση ως «το ου­σια­στι­κό δώ­ρο» που δια­φεύ­γει της δια­λε­κτι­κής σκέ­ψης. Εί­ναι μια «κα­θα­ρή κα­τά­φα­ση που μό­νο κα­τα­φά­σκει», κα­τα­φά­σκει τον εαυ­τό της, η κα­τά­φα­ση «affirme l’affirmation». Η κα­τά­φα­ση αυ­τή βρί­σκε­ται «υπε­ρά­νω, εκτός του εί­ναι» και συ­νε­πώς δεν έχει κα­μία σχέ­ση με την οντο­λο­γία, η οποία μπο­ρεί να μας κά­νει να πι­στεύ­ου­με ότι θα μπο­ρού­σα­με να σκε­φτού­με αυ­τό που, όπως και η ανέ­φι­κτη ανα­μο­νή του Μπλαν­σό, «δεν επι­τρέ­πει να το σκε­φτού­με». Αυ­τή η κα­θα­ρή κα­τά­φα­ση «τε­λι­κά δεν κα­τα­φά­σκει τί­πο­τε». Πά­νω απ’ όλα όχι αυ­τό που μπο­ρεί να ορι­στεί, να θε­σπι­σθεί ή να κα­το­νο­μα­στεί. (Βλ. σ. 310. Ο Μπλαν­σό επι­στρέ­φει στην κα­τά­φα­ση σε διά­φο­ρα κεί­με­νά του. Ένα απ’ αυ­τά εί­ναι το «Affirmer la rupture», στο πε­ριο­δι­κό Comité 1, Οκτώ­βριος 1968, 4-5, στο οποίο πε­ρι­γρά­φει πώς μια αρ­νη­τι­κή πρά­ξη, όπως το να πού­με όχι σε κά­τι, δεν χρειά­ζε­ται να εί­ναι «μια κα­θα­ρά αρ­νη­τι­κή στιγ­μή». Για την κα­τά­φα­ση σε σχέ­ση με το ανέ­φι­κτο βλέ­πε επί­σης Steven Shaviro, Passion and Excess: Blanchot, Bataille, and Literary Theory, The Florida State University Press 1990, 117-184.)
Πά­ντο­τε με την απα­ραί­τη­τη βο­ή­θεια των αρ­νη­τι­κών όρων ο Μπλαν­σό γρά­φει για την κα­τά­φα­ση, η οποία εί­ναι ακα­τόρ­θω­τη, απρό­σι­τη, βρί­σκε­ται σ’ ένα επέ­κει­να, δεν κα­τα­φά­σκει τί­πο­τε. Εμ­φα­νί­ζε­ται μό­νο όταν οι λέ­ξεις έχουν πρώ­τα πε­θά­νει, όταν μέ­σω του θα­νά­του τους ο λό­γος έχει δώ­σει ζωή στον λό­γο: «ο λό­γος εί­ναι η ζωή αυ­τού του θα­νά­του». (La part du feu, 329.) Η κα­τά­φα­ση δεν εί­ναι πο­τέ πα­ρού­σα και ανα­γνω­ρί­σι­μη, δεν λαμ­βά­νει χώ­ρα εδώ και τώ­ρα ή εκεί και τό­τε. Απαι­τεί μια κο­πια­στι­κή και υπο­θε­τι­κή συλ­λο­γι­στι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, ένα πά­θος εμπο­τι­σμέ­νο με μια επί­πο­νη, αν και πο­λύ ικα­νο­ποι­η­τι­κή, υπο­μο­νή. Αυ­τό εί­ναι το μό­νο πράγ­μα που αυ­το­πα­ρου­σιά­ζε­ται και που κα­τα­φά­σκει τό­σο άμε­σα, αυ­τή η ικα­νο­ποί­η­ση, η ελευ­θε­ρία που υπό­σχε­ται χά­ρη στην αρ­νη­τι­κό­τη­τα. Και αυ­τή η αρ­νη­τι­κό­τη­τα εί­ναι τό­σο έντο­να πα­ρού­σα όσο και η προ­σπά­θεια να μι­λή­σει για την κα­τά­φα­ση την οποία επι­διώ­κει, κα­τά­φα­ση πέ­ραν της άρ­νη­σης: «Κα­τά­φα­ση όπου τα πά­ντα δρα­πε­τεύ­ουν και που η ίδια δρα­πε­τεύ­ει, δρα­πε­τεύ­ει από την ενό­τη­τα». (Lentretien infini, 310.) Αυ­τή η ανέ­φι­κτη κα­τά­φα­ση, που για τον Μπλαν­σό δεν εμ­φα­νί­ζε­ται πο­τέ εδώ, μας συ­να­ντά στα κεί­με­να του Τζον Άσμπε­ρι, του Τού­μας Τράν­στρε­μερ, της Εύ­ας Ρού­νε­φελτ και του ύστε­ρου Χά­ρολντ Πί­ντερ. Δια­δρα­μα­τί­ζε­ται σ’ ένα εδώ που εί­ναι ανε­ξάρ­τη­το από τα όρια που αυ­τό προ­ϋ­πο­θέ­τει για τον Μπέ­κετ, τον Μπλαν­σό και τον Ντε­ρι­ντά. Εί­ναι ένα ανοι­χτό εδώ που στε­ρεί­ται ένα απα­γο­ρευ­τι­κό επέ­κει­να ή το επέ­κει­να του οποί­ου εί­ναι ήδη μέ­ρος του. Μια εφι­κτή κα­τά­φα­ση, αλ­λά απαλ­λαγ­μέ­νη από τις απαι­τή­σεις του εφι­κτού ή από συν­θή­κες που τί­θε­νται έξω­θεν, από την πλευ­ρά της αρ­νη­τι­κό­τη­τας. Και αυ­τό το έξω­θεν βρί­σκε­ται ήδη μέ­σα στην ανοι­χτό­τη­τα, έχει χά­σει την ιδιό­τη­τα του εκτός, την αρ­νη­τι­κό­τη­τά του.

* Ελά­χι­στα θε­ω­ρη­τι­κά συμ­φρα­ζό­με­να: Ο Μάρ­τιν Χάι­ντε­γκερ στην αρ­χή του δεύ­τε­ρου μέ­ρους του Εί­ναι και ο Χρό­νος γρά­φει για την κα­θο­ρι­στι­κή σχέ­ση της ύπαρ­ξης με τον θά­να­το και για το «τέ­λος» της ύπαρ­ξης στον κό­σμο, το οποίο κα­θο­ρί­ζει την «ολό­τη­τα της ύπαρ­ξης», η οποία δεν μπο­ρεί να υπερ­βεί τη «δυ­να­τό­τη­τα» του θα­νά­του: «Ο θά­να­τος εί­ναι η δυ­να­τό­τη­τα της από­λυ­της αδυ­να­τό­τη­τας της ύπαρ­ξης». Για μια εκτε­νή συ­ζή­τη­ση των σκέ­ψε­ων πε­ρί θα­νά­του του Χάι­ντε­γκερ σ’ ένα ευ­ρύ­τε­ρο πλαί­σιο βλέ­πε και Françoise Dastur, La mort. Essai sur la finitude (PUF 2007).
Ο Εμα­νιέλ Λε­βι­νάς εί­ναι επι­κρι­τι­κός στην πε­ρι­γρα­φή του θα­νά­του από τον Χάι­ντε­γκερ ως «das Ganzheitsexistenzial», το οποίο επι­τρέ­πει στο φαι­νο­με­νο­λο­γι­κό εγώ ν’ αντι­λαμ­βά­νε­ται τον κό­σμο στο σύ­νο­λό του, την ολό­τη­τα της ύπαρ­ξης. Για τον Λε­βι­νάς, όπως και για τον Μπλαν­σό και τον Ντε­ρι­ντά, ο θά­να­τος εί­ναι κά­τι που ξε­φεύ­γει από την ικα­νό­τη­τα του εγώ να τον εντά­ξει με κά­ποιο τρό­πο σ’ ένα κλει­στό πλαί­σιο. Ο θά­να­τος πα­ρα­μέ­νει ένα με­τα-φαι­νο­με­νο­λο­γι­κό γε­γο­νός, ένα αί­νιγ­μα που βρί­σκε­ται σ’ ένα δι­η­νε­κές επέ­κει­να. Ο Λε­βι­νάς ανα­λύ­ει την έν­νοια του θα­νά­του κυ­ρί­ως στα βι­βλία Le temps et l'autre (PUF 2014) και Dieu, la mort, les temps (Grasset 1993). Στο πρώ­το γρά­φει για την «αδυ­να­τό­τη­τα του τί­πο­τε», το οποίο σε αντί­θε­ση με το «χαϊ­ντε­γκε­ρια­νό τί­πο­τε» δεν έχει κα­το­χι­κή σχέ­ση με την ύπαρ­ξη, κα­θώς το εγώ υπάρ­χει «σε από­στα­ση από τον εαυ­τό του», ενώ ο θά­να­τος δεν εί­ναι το «όριο του ιδε­α­λι­σμού», όπως στον Χάι­ντε­γκερ, αλ­λά ένα «μυ­στή­ριο» σ’ ένα επέ­κει­να ​​που δεν γί­νε­ται πο­τέ ένα τώ­ρα. Για τον Λε­βι­νάς θά­να­τος εί­ναι ένα «από­λυ­το άλ­λο», ένα ανέ­φι­κτο μέλ­λον, και η σχέ­ση με αυ­τόν εί­ναι «η σχέ­ση με τον άλ­λον». Ο Λε­βι­νάς με­τα­τρέ­πει την αρ­νη­τι­κό­τη­τα του θα­νά­του σ’ ένα εί­δος θε­τι­κό­τη­τας και δη­μιουρ­γεί μια γέ­φυ­ρα πά­νω από την «άβυσ­σο» που υπάρ­χει «με­τα­ξύ του πα­ρό­ντος και του θα­νά­του, με­τα­ξύ του εγώ και της ετε­ρό­τη­τας του μυ­στη­ρί­ου». Μια συ­ζή­τη­ση πε­ρί θα­νά­του στον Λε­βι­νάς, με ανα­φο­ρές στους Χάι­ντε­γκερ, Ντε­ρι­ντά και Μπλαν­σό, βρί­σκει κα­νείς στο Dennis King Keenan, Death and Responsibility: TheWorkof Levinas (State University of New York Press 1999).
Το ίδιο ισχύ­ει και για τον Μο­ρίς Μπλαν­σό, για τον οποίο ο θά­να­τος εί­ναι ένα κε­ντρι­κό θέ­μα που επα­να­λαμ­βά­νε­ται συ­νε­χώς τό­σο στα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, όσο και στα θε­ω­ρη­τι­κά του κεί­με­να. Το L’écriture du désastre (Gallimard 1980), ένα έρ­γο που ξε­χω­ρί­ζει για τις θε­ω­ρη­τι­κές και μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κές πλευ­ρές του και στο οποίο η πα­ρου­σία του Λε­βι­νάς και του Ντε­ρι­ντά έχει κα­θο­ρι­στι­κή ση­μα­σία, πε­ριέ­χει πολ­λές εντα­τι­κές ανα­λύ­σεις για τον θά­να­το. Για τον Μπλαν­σό ο θά­να­τος εί­ναι μια ετε­ρό­τη­τα πέ­ρα ​​από τη θέ­λη­σή μας να τον κα­τα­νο­ή­σου­με, μια αδυ­να­τό­τη­τα που δεν μπο­ρού­με καν να τη θέ­λου­με. Για τον ανέ­φι­κτο θά­να­το του Μπλαν­σό σε σχέ­ση με τη γλώσ­σα και τη γρα­φή δια­βά­ζου­με και στο βι­βλίο του La Part du feu (Gallimard 1949), κυ­ρί­ως στο κεφ. «Λο­γο­τε­χνία και το δι­καί­ω­μα στον θά­να­το». Επί­σης στο βι­βλίο του Simon Critchley, Very Little... Almost Nothing: Death, Philosophy, Literature (Routledge 1997, σ. 65-72).
Ο Ζακ Ντε­ρι­ντά συ­ζη­τά τον θά­να­το στο κεί­με­νο «Apories. Mourir-s’attendre aux ”limites de la vérité”», στον τό­μο Le passage des frontières: Autour du travail de Jacques Derrida (Galilée 1994). Εδώ ο Ντε­ρι­ντά θέ­τει μια σει­ρά από λε­πτές ερω­τή­σεις και ανα­πτύσ­σει τον ανευ­χα­ρί­στη­το σκε­πτι­κι­σμό του για τον χαϊ­ντε­γκε­ρια­νό θά­να­το ως τη δυ­να­τό­τη­τα της αδυ­να­τό­τη­τας της ύπαρ­ξης, το­νί­ζο­ντας ότι η αδυ­να­τό­τη­τα αυ­τή για τον Μπλαν­σό ση­μαί­νει κά­τι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό: ο θά­να­τος απο­τε­λεί μια απο­ρία, μια από­λυ­τη απο­ρία, η οποία συγ­χρό­νως εί­ναι και η αδυ­να­τό­τη­τα της ίδιας της απο­ρί­ας. Ο Ντε­ρι­ντά επι­στρέ­φει στο θέ­μα του θα­νά­του στα κεί­με­να, με­τα­ξύ άλ­λων, «Donner la mort», στο βι­βλίο των Jean-Michel Rabaté και Michael Wetzel (επιμ.), L’éthique du don: Jacques Derrida et la pensée du don (Métailié-Transition 1992), και στο Demeure: Maurice Blanchot (Galilée 1998). Εδώ ο Ντε­ρι­ντά μι­λά­ει για τον θά­να­το δια­βά­ζο­ντας το σύ­ντο­μο κεί­με­νο του Μπλαν­σό Η στιγ­μή του θα­νά­του μου (Άγρα 2000, μτ­φρ. Βαγ­γέ­λης Μπι­τσώ­ρης).

(Μετάφραση από τα σουηδικά κεφαλαίου του βιβλίου μου Panta rei i mjuka mörkret, Växjö UP 2003, 51-56.)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: