Η αρχέγονη πηγή του ανέφικτου

Η αρχέγονη πηγή του ανέφικτου
«Blanchot», σχέδιο της Λου Σνέφαλ

Στο ανέφικτο ο Μπλανσό βρήκε ένα σπίτι ή, με μια μπλανσοτική ανατροπή, ένα μη-σπίτι, ένα ακατόρθωτο σπίτι που πάνω απ’ όλα δεν επιτρέπει την οικοδόμησή του, την κατοίκησή του ή την κατεδάφισή του. Για τον Μπλανσό, όπως για τον Ντεριντά, οι αρνητικοί όροι είναι απαραίτητοι για να υπερβούμε τα όρια της άρνησης, να καταλήξουμε στην κατάφαση την οποία η γλώσσα δεν έχει τη δυνατότητα να περιγράψει. Για τον Μπλανσό η γλώσσα δεν μπορεί να καταφάσκει. Στη γλώσσα ανιχνεύει τις στιγμές όπου δεν φτάνει ούτε το φως ούτε το σκοτάδι της, στιγμές που διαφεύγουν εντελώς από τον αγώνα ανάμεσα στο θετικό και το αρνητικό, σημεία που ωστόσο μπορούν να περικλείονται από μια διερευνητική αρνητικότητα. Ο θάνατος είναι ένας από κείνους τους όρους που για τον Μπλάνσο ποτέ δεν έρχεται ως ένα τέλος, ένα γεγονός ή έστω ως αντίληψη.* Ο θάνατος για τον Μπλανσό στερείται τον αρνητικό θετικισμό που έχει στον Μπέκετ. Αντιπροσωπεύει ένα «παράδοξο» και μια «αδυνατότητα» που η γλώσσα πάντα αναγνωρίζει, αλλά δεν μπορεί ν’ αποδώσει. Στο τέλος του Θωμά του Σκοτεινού διαβάζουμε πώς η ζωή και ο θάνατος «αναμιγνύονται», πώς ο θάνατος, σε μια απουσία που δεν είναι απουσία από τη ζωή, που δεν λέει όχι στη ζωή, ζει τη ζωή του στη ζωή: «Όλο μου το είναι έμοιαζε να συγχέεται με τον θάνατο. Έπαψα να ζω, τόσο φυσικά όσο οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ζουν και αποδέχονται ως αναπόφευκτη κίνηση τη διαδοχή της αναπνοής και την επιστροφή του αίματος. Άντλησα τον θάνατό μου από την ίδια μου την ύπαρξη και όχι από την απουσία ύπαρξης.» (Thomas l’οbscur, Nouvelle version. Gallimard, 1981, 104.)
Στα κείμενα του Μπλανσό ερχόμαστε συνεχώς αντιμέτωποι με αρνητικούς όρους χωρίς αρνητικότητα και θετικούς χωρίς θετικότητα. Η μέρα και το φως, για παράδειγμα, στο αφήγημα Η τρέλα της ημέρας, ανοίγουν έναν χώρο που καμιά λογική δεν μπορεί να διαπεράσει, όπου ένα φως που δεν φωτίζει τίποτε βοηθά τον αφηγητή ν’ αποσυρθεί από τη μέρα στη μέση της μέρας: «Εντέλει, πείστηκα ότι έβλεπα ίσια στο πρόσωπο την τρέλα της ημέρας· αυτή ήταν η αλήθεια: το φως τρελαινόταν, η φωταύγεια έχει χάσει τελείως τα μυαλά της· χυμούσε πάνω μου χωρίς ίχνος λογικής, χωρίς φραγμό, χωρίς σκοπό. Αυτή η ανακάλυψη μπήχτηκε στη ζωή μου από την μια της άκρη ως την άλλη σαν δαγκωνιά.» (Μτφρ. Δημήτρης Δημητριάδης, Άγρα 1984, 20-21.) Η συνύπαρξη με κάποιον, η συνεύρεση με κάποιον, η σκέψη και η δημιουργία, όλ’ αυτά είναι εφικτά μέσω του ανέφικτου, μέσω μιας σκέψης που η ίδια ουδέποτε επιτρέπει σε κάποιον να τη σκεφτεί: «Για τη σκέψη», γράφει ο Μπλανσό, «πρέπει να πούμε πρώτα απ’ όλα ότι είναι η αδυνατότητα να σταματήσουμε σε οτιδήποτε οριστικό, συνεπώς να σκεφτούμε οτιδήποτε καθορισμένο, και ότι έτσι είναι η μόνιμη εξουδετέρωση κάθε παρούσας σκέψης την ίδια στιγμή που είναι η απόρριψη κάθε απουσίας σκέψης.» (Lécriture du désastre, Gallimard 1980, 57. Ο Μπλανσό επιστρέφει συχνά στην εγγενή αδυνατότητα της σκέψης και της γλώσσας. Βλ., π.χ., Lentretien infini, Gallimard, 1969, ειδικά σ. 61-64. Ένα από τα πιο γνωστά αποσπάσματα βρίσκεται στο Lespace littéraire, στο κεφάλαιο «La solitude essentielle et la solitude dans le monde», Gallimard 1955.)
Το να σκεφτεί κανείς την ανέφικτη σκέψη σημαίνει για τον Μπλανσό να ξεκινά με μια ερώτηση που δεν εγκαταλείπει ποτέ το κείμενο: «Ας υποθέσουμε ότι η λογοτεχνία αρχίζει τη στιγμή που η λογοτεχνία γίνεται ένα ερώτημα». Το κείμενο παράγει το ερώτημα αυτό την ίδια στιγμή που το ερώτημα παράγει το κείμενο: «και τώρα, μέσα στο έργο, περιμένοντας την προσέγγιση του αναγνώστη βρίσκεται σιωπηλά το ίδιο ερώτημα [...] απευθυνόμενο στη γλώσσα, πίσω από τον άνθρωπο που γράφει και διαβάζει, από τη γλώσσα που έχει γίνει λογοτεχνία.» (La part du feu, Gallimard, 1949, 305.) Η λογοτεχνία και η γλώσσα γράφουν ένα ερώτημα που αναρωτιέται για την ίδια του τη δομή, για την ίδια του τη φύση. Αυτό σημαίνει ότι η «γλώσσα αρχίζει μόνο με το κενό· καμιά πληρότητα, καμιά βεβαιότητα δεν μιλά· κάτι ουσιαστικό λείπει σε όποιον εκφράζεται. Η άρνηση συνδέεται με τη γλώσσα.» (ο.π., 327.) Η άρνηση αυτή διαφέρει από εκείνη που διαβάζουμε στον Μπέκετ, καθώς η άρνηση στον Μπλανσό ανοίγει έναν δρόμο που θέλει να μας πάει πέρα ​​από την άρνηση, σε μια κατάφαση που δεν επιτρέπει στην άρνηση να εμφανιστεί. Ο ετοιμοθάνατος συγγραφέας του Μπέκετ είναι για τον Μπλανσό ένα έντονα ζωντανό ον που γράφει για την αδυναμία της λογοτεχνίας να πεθάνει ή να γράψει για τον θάνατο: «Τη στιγμή που ξεκινώ δεν μιλώ για να πω κάτι, αλλά είναι ένα τίποτε που ζητά να μιλήσει, τίποτε δεν μιλά, τίποτε δεν βρίσκει την ύπαρξή του στον λόγο και το είναι του λόγου δεν είναι τίποτε.» (ό.π., 327.) Ένα τίποτε που στον Μπλανσό δεν έχει κάτι να πει γιατί θέλει να πει τα πάντα, θέλει τα πάντα αυτά να υπονομεύουν την περιοριστική δύναμη που κατά τ’ άλλα οδήγησε στο αποστερητικό τίποτε του Μπέκετ.
Υπάρχουν όμως πολλά στοιχεία στον Μπέκετ με τα οποία ο Μπλανσό είναι πρόθυμος να ταυτιστεί ή να τα χρησιμοποιήσει ως σημείο εκκίνησης για να διερευνήσει τις δυνατότητες υπονόμευσης των αξιώσεων της γλώσσας για εξουσία. Ο Μπλανσό γράφει ότι το αφήγημα Ο Ακατανόμαστος περιγράφει «την αγωνία του ανθρώπου που έπεσε έξω απ’ τον κόσμο και, στο κενό αυτό, αιωρείται αιώνια ανάμεσα στο είναι και το τίποτε, ανίκανος εφεξής να πεθάνει και ανίκανος να γεννηθεί». Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, μας λέει ο Μπλανσό. Το κείμενο του Μπέκετ τον εμπνέει να διαβάσει σ’ αυτό τη δική του αγωνία, δηλαδή ότι η γλώσσα στην αποτυχία της να πει κάτι «είναι πάντα καινούργια και πάντα αρχίζει εκ νέου». (Le livre à venir, Gallimard 1959, 263.) «Στον Σάμιουελ Μπέκετ», γράφει ο Μπλανσό, «ανατέθηκε η κίνηση αυτή του τέλους που δεν τελειώνει ποτέ». («Oh tout finir», Critique 519-520, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1990, 635-637.) Η γλώσσα στην κίνηση αυτή και εκμηδενίζεται και αναγεννιέται μόνο και μόνο για να εκμηδενιστεί και πάλι. Ακριβώς τη στιγμή αυτή, όταν η γλώσσα χάνει τη δύναμή της, δεν έχει κάτι να πει ή κάτι με το οποίο να το πει, βρίσκει ο Μπλανσό τόσο κρίσιμη για τη δική του γραφή. (Στο προαναφερθέν άρθρο, ο Μπλανσό παραθέτει μερικές γραμμές από το βιβλίο του L’attente l’oubli, Gallimard 1962, 155-6), «επειδή ο Μπέκετ συμφώνησε ν’ αναγνωρίσει τον εαυτό του σ’ αυτό». Ο Μπλανσό στο βιβλίο αυτό γράφει γι’ «αυτόν τον αμερόληπτο λόγο» που, μεταξύ άλλων, είναι «πολύ αδύναμος για να σιωπήσει, πολύ υπάκουος για να συγκρατηθεί, δεν λέει τίποτε, μιλά μόνο, μιλά δίχως ζωή, δίχως φωνή, με φωνή πιο χαμηλή απ’ οποιαδήποτε φωνή».)
Το τραγικό τότε για τον Μπέκετ πρέπει να είναι το να βρίσκεται άθελά του και οδυνηρά στα όρια μεταξύ του οριστικού τέλους και ενός βήματος πριν απ’ αυτό το τέλος, να είναι ετοιμοθάνατος συνεχώς, να είναι αιωνίως σχεδόν νεκρός. Ακόμη κι αν δεν έρχεται το τέλος, είναι αυτό που κρίνει τα πάντα. Οριστικότητα σημαίνει παράλυση, αυτή πλήττει τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Ο Μπέκετ όμως και προϋποθέτει και δημιουργεί προσεκτικά μια αδιαμφισβήτητη αντίληψη του τέλους.

Στην αρχή του κειμένου του «L’Attente» ο Μπλανσό φτάνει πολύ κοντά στην αναμονή, όπως την αναγνωρίζουμε στον Μπέκετ: «Η αναμονή ξεκινά όταν δεν υπάρχει τίποτε άλλο να περιμένουμε, ούτε καν το τέλος της αναμονής αυτής.» Μετά από λίγο, όμως, γίνεται σαφές ότι για τον Μπλανσό πρόκειται για μια αδυνατότητα, για μια αναμονή που, σε αντίθεση με αυτή του Μπέκετ, στερείται παντελώς κάποιας αντίληψης για το τέλος: «Η αδυνατότητα αναμονής ανήκει ουσιαστικά στην αναμονή.» Ο θάνατος για τον Μπλανσό δεν είναι το απώτατο όριο της αναμονής, επειδή πάνω απ’ όλα δεν υπάρχει κανένα όριο και τίποτε να περιμένεις: «Ο θάνατος, θεωρούμενος ως αναμενόμενο γεγονός, δεν είναι ικανός να βάλει τέλος στην αναμονή. Η αναμονή μετατρέπει το γεγονός του θανάτου σε κάτι που δεν αρκεί να το φτάσεις για να σταματήσεις να περιμένεις. Η αναμονή είναι αυτή που μας επιτρέπει να ξέρουμε ότι ο θάνατος δεν μπορεί να είναι αναμενόμενος.» Η αναμονή υπομένεται για χάρη της ίδιας της αναμονής, όχι γιατί ο θάνατος επιβάλλει την αναμονή, ενώ αναμένεται αυτό που «δεν μπορεί να είναι παρόν», εξηγεί ο Μπλανσό. Ακόμη και η σκέψη της αναμονής είναι «σκέψη που είναι η αναμονή αυτού που δεν επιτρέπει να το σκεφτούμε, σκέψη που φέρει την αναμονή και αναβάλλεται σε αυτήν την αναμονή». (Στο Martin Heidegger zum siebzigsten Geburtstag: Festschrift, Günther Neske 1959, 217-24.)
Στη σύγκρουση μεταξύ του εφικτού και του ανέφικτου, μεταξύ του διανοητού και του αδιανόητου, στη μέση της αβύσσου που συνιστά το ανέφικτο, θα μπορούσαμε ίσως να τοποθετήσουμε το τραγικό, αυτό που εκμηδενίζει κάθε ελπίδα για λύση ή για κάποιο είδος κλαδιού, όπου, έστω για μια στιγμή, θα μπορούσαμε να σταθούμε. Στον Πασκάλ ο Μπλανσό διαβάζει για τον άνθρωπο που βιώνει ασάφειες επειδή δεν μπορεί ν’ αποφύγει το «αδιαχώριστο μείγμα αληθινού και ψευδούς που με θαυμαστό τρόπο χρωματίζει τη ζωή μας με ιριδίζουσες αποχρώσεις». Η ζωή αυτού του «τραγικού ανθρώπου», εξηγεί ο Μπλανσό, «έχει ξαφνικά μεταμορφωθεί: από κιαροσκούρο έχει γίνει ταυτόχρονα μια απαίτηση για απόλυτη διαύγεια και μια συνάντηση με το πυκνό σκοτάδι [...]» «Ο τραγικός άνθρωπος» είναι «μια ανυπόφορη συνάντηση ακραίου μεγαλείου και ακραίας δυστυχίας, ασυνεπές τίποτε, όπου τα δύο άπειρα συγκρούονται».» (Lentretien infini, σ. 139, 141 και 142.)
Αυτή η συμβατική ερμηνεία του τραγικού στον Πασκάλ συνοψίζεται στην «τραγική αντίληψη», κατά την οποία ο άνθρωπος δεν αποδέχεται, αλλά και δεν μπορεί ν’ αποφύγει το «παράδοξο», στο οποίο «το ναι και το όχι καταφάσκονται ταυτόχρονα». (ο.π., 145.) Ο Μπλανσό παραμένει ενεός πριν από μια οριστική απάντηση στο πώς εκδηλώνεται το τραγικό: «Ποια μορφή θα ταίριαζε στην τραγική σκέψη;», ρωτά και παραπέμπει στον Λουσιέν Γκόλντμαν που βλέπει την παράδοξη μορφή και το θραύσμα ως αυτά που μπορούν να εκφράσουν καλύτερα το τραγικό: «Το παράδοξο απαιτεί πάντα τη μεγαλύτερη διαύγεια στη μεγαλύτερη σύγκρουση [...]». Ο Μπλανσό δεν επιτρέπει στις σκέψεις αυτές για το τραγικό να διαποτίσουν τον διανοητικό του μηχανισμό. Είναι ικανοποιημένος με το ν’ αναλογίζεται τους συνειρμούς του Πασκάλ και τελειώνει τους δικούς του ρωτώντας τι είναι «τραγική τέχνη» και αν «υπάρχει ένα μοναδικό τραγικό έργο» (ό.π., 152).
Πέρα από τη συμβατική αντίληψη του τραγικού μπορούμε στον Μπλανσό να βρούμε την τραγικότητα σ’ αυτό που αποκαλεί «καταστροφή». Όχι μια συμβατική καταστροφή με συμβατικές συνέπειες, προβλέψιμες και περιγράψιμες, συνέπειες που υψώνουν όρια σ’ ένα αναπάντεχο, ανεπιθύμητο και μοιραίο τέλος, όπου η θέληση και η σκέψη μπορούν να καταστραφούν αλλά ποτέ να ξεπεραστούν. Η μπλανσοτική καταστροφή μπορεί να εντοπιστεί πέρα ​​από το τραγικό, γιατί είναι μια ανέφικτη και αδιανόητη καταστροφή που διαλύει κάθε θέληση και κάθε σκέψη. Στο L’écriture du désastre (σ. 10) διαβάζουμε: «Η καταστροφή μας στερεί αυτό το καταφύγιο που είναι η σκέψη του θανάτου, μας αποτρέπει από το καταστροφικό ή το τραγικό, εξουδετερώνει το ενδιαφέρον μας για θέληση και για κάθε εσωτερική κίνηση, και δεν μας επιτρέπει να παίξουμε μ’ αυτή την ερώτηση: τι έχεις κάνει για τη γνώση της καταστροφής;» Αν θέλουμε ωστόσο να κάνουμε μια προσπάθεια να εντοπίσουμε μια τραγική σκέψη ή μια τραγική δομή στον Μπλανσό, δεν θα πρέπει να ξεκινήσουμε απ’ αυτό που αποκαλεί τραγικό, αλλά από την ανέφικτη καταστροφή.
Μπορούμε ν’ αποκαλέσουμε τραγικό αυτό που στον Μπλανσό είναι η ίδια η (μη)δραστηριότητα του ανέφικτου. Μια μη δομή, μια ανέφικτη σκέψη ή ένα ανέφικτο συναίσθημα που έχει σαν συνέπεια να μη μπορούμε πουθενά στον κόσμο να βρούμε μια κατοικία, ένα μέρος που ν’ ανταποκρίνεται στο ελάχιστο σε κάποια από τις προσδοκίες μας. Αυτό το τραγικό είναι επίσης ένα παράδοξο, γιατί δεν θα μπορούσε ποτέ να ορίσει και να περιορίσει τον εαυτό του ή κάτι άλλο. Συνεπώς απελευθερώνει και καταφάσκει. Αυτό που γράφει ο Μπλανσό για τον Χάιντεγκερ και τη σχέση του με τα ποιήματα του Χέλντερλιν ισχύει για κάθε δραστηριότητα της σκέψης: Η «καθαρή κατάφαση» ή «ένα εντελώς διαφορετικό είδος – απρόβλεπτο ακόμη – κατάφασης» θα έπρεπε να μπορούσε ν’ «απελευθερώσει τη σκέψη από την έννοια της αξίας» και απ’ οτιδήποτε τη δένει με την αλήθεια. (Lautréamont et Sade, «Qu’en est-il de la critique?», Les Éditions de Minuit 1963, 10 και 14.) Παρ’ όλα αυτά όμως ο Μπλανσό προσεγγίζει την κατάφαση χρησιμοποιώντας αρνητικούς όρους. Είναι το ανέφικτο που οδηγεί σ’ αυτό, το εφικτό, και είναι μια ανέφικτη κατάφαση που περιγράφει. Για τον Μπλανσό αυτό που καταφάσκεται, το ποίημα, παίζει πιο ριζοσπαστικό ρόλο απ’ όσο για τον Χάιντεγκερ. «Το ποίημα του Χέλντερλιν», γράφει ο Leslie Hill, είναι για τον Μπλανσό «ο χώρος αυτού που μπορούμε να περιγράψουμε μόνο ως θεμελιώδη απορία, μια αδύνατη δυνατότητα». (Ο Χιλ προσθέτει: «Ενώ ο Χάιντεγκερ εξαφανίζει την ασυμφωνία μεταξύ αυτού που μπορεί να μεταδοθεί και αυτού που δεν μπορεί για ν’ ανακαλύψει στη σχέση αυτή μια κίνηση ήπιας διαμεσολάβησης, ο Μπλανσό αντίθετα επιμένει στην αβάσιμη αδυνατότητα μιας τέτοιας διαμεσολάβησης.» Blanchot: Extreme Contemporary, Routledge 1997, 87.)
Τη σχέση της κατάφασης με το ανέφικτο τη συζητά ο Μπλανσό στο L’entretien infini, στο κείμενό του για τον Μπατάιγ. Εδώ διαβάζουμε για την κατάφαση ως «το ουσιαστικό δώρο» που διαφεύγει της διαλεκτικής σκέψης. Είναι μια «καθαρή κατάφαση που μόνο καταφάσκει», καταφάσκει τον εαυτό της, η κατάφαση «affirme l’affirmation». Η κατάφαση αυτή βρίσκεται «υπεράνω, εκτός του είναι» και συνεπώς δεν έχει καμία σχέση με την οντολογία, η οποία μπορεί να μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα μπορούσαμε να σκεφτούμε αυτό που, όπως και η ανέφικτη αναμονή του Μπλανσό, «δεν επιτρέπει να το σκεφτούμε». Αυτή η καθαρή κατάφαση «τελικά δεν καταφάσκει τίποτε». Πάνω απ’ όλα όχι αυτό που μπορεί να οριστεί, να θεσπισθεί ή να κατονομαστεί. (Βλ. σ. 310. Ο Μπλανσό επιστρέφει στην κατάφαση σε διάφορα κείμενά του. Ένα απ’ αυτά είναι το «Affirmer la rupture», στο περιοδικό Comité 1, Οκτώβριος 1968, 4-5, στο οποίο περιγράφει πώς μια αρνητική πράξη, όπως το να πούμε όχι σε κάτι, δεν χρειάζεται να είναι «μια καθαρά αρνητική στιγμή». Για την κατάφαση σε σχέση με το ανέφικτο βλέπε επίσης Steven Shaviro, Passion and Excess: Blanchot, Bataille, and Literary Theory, The Florida State University Press 1990, 117-184.)
Πάντοτε με την απαραίτητη βοήθεια των αρνητικών όρων ο Μπλανσό γράφει για την κατάφαση, η οποία είναι ακατόρθωτη, απρόσιτη, βρίσκεται σ’ ένα επέκεινα, δεν καταφάσκει τίποτε. Εμφανίζεται μόνο όταν οι λέξεις έχουν πρώτα πεθάνει, όταν μέσω του θανάτου τους ο λόγος έχει δώσει ζωή στον λόγο: «ο λόγος είναι η ζωή αυτού του θανάτου». (La part du feu, 329.) Η κατάφαση δεν είναι ποτέ παρούσα και αναγνωρίσιμη, δεν λαμβάνει χώρα εδώ και τώρα ή εκεί και τότε. Απαιτεί μια κοπιαστική και υποθετική συλλογιστική δραστηριότητα, ένα πάθος εμποτισμένο με μια επίπονη, αν και πολύ ικανοποιητική, υπομονή. Αυτό είναι το μόνο πράγμα που αυτοπαρουσιάζεται και που καταφάσκει τόσο άμεσα, αυτή η ικανοποίηση, η ελευθερία που υπόσχεται χάρη στην αρνητικότητα. Και αυτή η αρνητικότητα είναι τόσο έντονα παρούσα όσο και η προσπάθεια να μιλήσει για την κατάφαση την οποία επιδιώκει, κατάφαση πέραν της άρνησης: «Κατάφαση όπου τα πάντα δραπετεύουν και που η ίδια δραπετεύει, δραπετεύει από την ενότητα». (Lentretien infini, 310.) Αυτή η ανέφικτη κατάφαση, που για τον Μπλανσό δεν εμφανίζεται ποτέ εδώ, μας συναντά στα κείμενα του Τζον Άσμπερι, του Τούμας Τράνστρεμερ, της Εύας Ρούνεφελτ και του ύστερου Χάρολντ Πίντερ. Διαδραματίζεται σ’ ένα εδώ που είναι ανεξάρτητο από τα όρια που αυτό προϋποθέτει για τον Μπέκετ, τον Μπλανσό και τον Ντεριντά. Είναι ένα ανοιχτό εδώ που στερείται ένα απαγορευτικό επέκεινα ή το επέκεινα του οποίου είναι ήδη μέρος του. Μια εφικτή κατάφαση, αλλά απαλλαγμένη από τις απαιτήσεις του εφικτού ή από συνθήκες που τίθενται έξωθεν, από την πλευρά της αρνητικότητας. Και αυτό το έξωθεν βρίσκεται ήδη μέσα στην ανοιχτότητα, έχει χάσει την ιδιότητα του εκτός, την αρνητικότητά του.

* Ελάχιστα θεωρητικά συμφραζόμενα: Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ στην αρχή του δεύτερου μέρους του Είναι και ο Χρόνος γράφει για την καθοριστική σχέση της ύπαρξης με τον θάνατο και για το «τέλος» της ύπαρξης στον κόσμο, το οποίο καθορίζει την «ολότητα της ύπαρξης», η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τη «δυνατότητα» του θανάτου: «Ο θάνατος είναι η δυνατότητα της απόλυτης αδυνατότητας της ύπαρξης». Για μια εκτενή συζήτηση των σκέψεων περί θανάτου του Χάιντεγκερ σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο βλέπε και Françoise Dastur, La mort. Essai sur la finitude (PUF 2007).
Ο Εμανιέλ Λεβινάς είναι επικριτικός στην περιγραφή του θανάτου από τον Χάιντεγκερ ως «das Ganzheitsexistenzial», το οποίο επιτρέπει στο φαινομενολογικό εγώ ν’ αντιλαμβάνεται τον κόσμο στο σύνολό του, την ολότητα της ύπαρξης. Για τον Λεβινάς, όπως και για τον Μπλανσό και τον Ντεριντά, ο θάνατος είναι κάτι που ξεφεύγει από την ικανότητα του εγώ να τον εντάξει με κάποιο τρόπο σ’ ένα κλειστό πλαίσιο. Ο θάνατος παραμένει ένα μετα-φαινομενολογικό γεγονός, ένα αίνιγμα που βρίσκεται σ’ ένα διηνεκές επέκεινα. Ο Λεβινάς αναλύει την έννοια του θανάτου κυρίως στα βιβλία Le temps et l'autre (PUF 2014) και Dieu, la mort, les temps (Grasset 1993). Στο πρώτο γράφει για την «αδυνατότητα του τίποτε», το οποίο σε αντίθεση με το «χαϊντεγκεριανό τίποτε» δεν έχει κατοχική σχέση με την ύπαρξη, καθώς το εγώ υπάρχει «σε απόσταση από τον εαυτό του», ενώ ο θάνατος δεν είναι το «όριο του ιδεαλισμού», όπως στον Χάιντεγκερ, αλλά ένα «μυστήριο» σ’ ένα επέκεινα ​​που δεν γίνεται ποτέ ένα τώρα. Για τον Λεβινάς θάνατος είναι ένα «απόλυτο άλλο», ένα ανέφικτο μέλλον, και η σχέση με αυτόν είναι «η σχέση με τον άλλον». Ο Λεβινάς μετατρέπει την αρνητικότητα του θανάτου σ’ ένα είδος θετικότητας και δημιουργεί μια γέφυρα πάνω από την «άβυσσο» που υπάρχει «μεταξύ του παρόντος και του θανάτου, μεταξύ του εγώ και της ετερότητας του μυστηρίου». Μια συζήτηση περί θανάτου στον Λεβινάς, με αναφορές στους Χάιντεγκερ, Ντεριντά και Μπλανσό, βρίσκει κανείς στο Dennis King Keenan, Death and Responsibility: TheWorkof Levinas (State University of New York Press 1999).
Το ίδιο ισχύει και για τον Μορίς Μπλανσό, για τον οποίο ο θάνατος είναι ένα κεντρικό θέμα που επαναλαμβάνεται συνεχώς τόσο στα μυθιστορήματα, όσο και στα θεωρητικά του κείμενα. Το L’écriture du désastre (Gallimard 1980), ένα έργο που ξεχωρίζει για τις θεωρητικές και μυθιστορηματικές πλευρές του και στο οποίο η παρουσία του Λεβινάς και του Ντεριντά έχει καθοριστική σημασία, περιέχει πολλές εντατικές αναλύσεις για τον θάνατο. Για τον Μπλανσό ο θάνατος είναι μια ετερότητα πέρα ​​από τη θέλησή μας να τον κατανοήσουμε, μια αδυνατότητα που δεν μπορούμε καν να τη θέλουμε. Για τον ανέφικτο θάνατο του Μπλανσό σε σχέση με τη γλώσσα και τη γραφή διαβάζουμε και στο βιβλίο του La Part du feu (Gallimard 1949), κυρίως στο κεφ. «Λογοτεχνία και το δικαίωμα στον θάνατο». Επίσης στο βιβλίο του Simon Critchley, Very Little... Almost Nothing: Death, Philosophy, Literature (Routledge 1997, σ. 65-72).
Ο Ζακ Ντεριντά συζητά τον θάνατο στο κείμενο «Apories. Mourir-s’attendre aux ”limites de la vérité”», στον τόμο Le passage des frontières: Autour du travail de Jacques Derrida (Galilée 1994). Εδώ ο Ντεριντά θέτει μια σειρά από λεπτές ερωτήσεις και αναπτύσσει τον ανευχαρίστητο σκεπτικισμό του για τον χαϊντεγκεριανό θάνατο ως τη δυνατότητα της αδυνατότητας της ύπαρξης, τονίζοντας ότι η αδυνατότητα αυτή για τον Μπλανσό σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό: ο θάνατος αποτελεί μια απορία, μια απόλυτη απορία, η οποία συγχρόνως είναι και η αδυνατότητα της ίδιας της απορίας. Ο Ντεριντά επιστρέφει στο θέμα του θανάτου στα κείμενα, μεταξύ άλλων, «Donner la mort», στο βιβλίο των Jean-Michel Rabaté και Michael Wetzel (επιμ.), L’éthique du don: Jacques Derrida et la pensée du don (Métailié-Transition 1992), και στο Demeure: Maurice Blanchot (Galilée 1998). Εδώ ο Ντεριντά μιλάει για τον θάνατο διαβάζοντας το σύντομο κείμενο του Μπλανσό Η στιγμή του θανάτου μου (Άγρα 2000, μτφρ. Βαγγέλης Μπιτσώρης).

(Μετάφραση από τα σουηδικά κεφαλαίου του βιβλίου μου Panta rei i mjuka mörkret, Växjö UP 2003, 51-56.)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: