Η κυκλικότητα της ερμηνείας στο έργο του Μορίς Μπλανσό, όπως επισημαίνει ο Πολ ντε Μαν στο αφιέρωμα του περιοδικού Critique[1] για τον Γάλλο συγγραφέα, προϋποθέτει ασφαλώς και την κυκλικότητα της γραφής. Υπ’ αυτήν την έννοια το αφήγημα Η τρέλα της ημέρας[2] περικυκλώνεται και κυκλώνει την αντίληψη του Μπλανσό για τη λογοτεχνία ως εκείνο που δίνει νόημα σε αυτό που δεν υπάρχει. Αυτό όμως που, κατά τη γνώμη μου, σήμερα σταματά να υπάρχει είναι η λογοτεχνία παρότι η λογοτεχνία σταματά την ύπαρξη αυτού που ισχυρίζεται ότι έχει κάποιο νόημα. Η λογοτεχνία δηλαδή, δοκιμάζει ένα κενό πάνω στο εαυτό της διότι οι σύγχρονοι συγγραφείς δεν έχουν «αναγνώσει» το έργο της. Έχουν «εφημερεύσει δίπλα στο έργο», ενώ το μόνο που πρέπει να κάνουν, όπως γράφει ο Μπλανσό, είναι, «αφού το γράψ[ουν] (…) να διαβλέ[ψουν] την προσέγγιση του ανελέητου Μη με διαβάζεις που τ[ους] απομακρύνει απ’ τον εαυτό του[ς]»[3] και δεν τους επιστρέφει στον εαυτό τους μέσα από τη δημοσιότητα και το ευπώλητο του είδους τους. Η κυκλικότητα της γραφής (της λογοτεχνίας) καθιστά το «αδιάβαστο» αφήγημα του Μπλανσό δείκτη αυτού που μας οδηγεί στο αδύνατο ως δυνατότητα της λογοτεχνίας. Είναι συγχρόνως δείκτης και του «τελευταίο[υ] εναπομείναντα συγγραφέα με του οποίου τον θάνατο (…) θα χανόταν και το ήσσον μυστήριο της γραφής».[4] Ο Μπλανσό είναι ο τελευταίος συγγραφέας τον οποίο μας καλεί να φανταστούμε και η βαριά σιωπή που επικρατεί μετά το τέλος του, είναι η σιωπή της λογοτεχνίας στις μέρες μας. Γράφοντας την Τρέλα της ημέρας γνώριζε ότι άπαξ και έχει γραφτεί, ουδέποτε θα μπορέσει να σταματήσει να γράφεται και πως ποτέ δεν θα αφήσει άλλα ίχνη εκτός από την πρόθεσή του να σωπάσει, ανακοινώνοντας ένα «ποτέ πια» (Ένα αφήγημα; Όχι αφήγημα, κανένα, ποτέ πια). Όσο κανείς προσπαθεί να το αγνοήσει τόσο περισσότερο το αφήγημα αυτό θα είναι παρόν (ως «ακατάπαυστος ψίθυρος»), διότι «δεν είναι παρά η εκ των προτέρων αντήχηση, όσων δεν έχουν ειπωθεί και δεν θα ειπωθούν ποτέ».[5]
Ο αρχικός τίτλος του διηγήματος «Ένα αφήγημα;»[6] θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί υπό την σκέπη ενός «διπλού δεσμού»: αφηγείται την αδυναμία να συσταθεί ένα αφήγημα και συγχρόνως αφηγούμενο την αποτυχία του αφηγήματος να αφηγηθεί ένα αφήγημα, αφηγείται. Ο αφηγητής δεν μπορεί να αφηγηθεί, αποτυγχάνει: «Προσπαθεί ξανά. Αποτυγχάνει ξανά. Αποτυγχάνει καλύτερα» (Σάμιουελ Μπέκετ). Ωστόσο, οποιοσδήποτε βρεθεί σε αυτή τη θέση θα έπρεπε και δεν θα έπρεπε να φοβηθεί. Δεν θα έπρεπε, διότι ο θεσμός είναι εδώ για να τον «προστατεύσει». Πρέπει να φοβηθεί, διότι ο θεσμός δεν επαρκεί.
Σε παλαιότερη μελέτη μου[7] για τον Μπλανσό σημείωνα ότι η προβληματική αυτή του «διπλού δεσμού» (αποτυχία-επιτυχία) κορυφώνεται σε αυτό το αινιγματικό κείμενο του Μπλανσό γεγονός που με βοηθά να σκεφτώ πως, αν η μοντέρνα γραφή διέπεται από ένα στοιχείο μη αναπαραστάσιμο, αυτό συμβαίνει μεταξύ άλλων, διότι αυτός που εμφανίζεται ως «εγώ» (αλλά δεν θα τον ονομάζαμε αφηγητή), διηγείται και συγχρόνως αποτυγχάνει να διηγηθεί την «ιστορία» του (ένα τραυματικό επεισόδιο που στόχευε την όρασή του υποδεικνύοντάς μας ότι μέσα στην τυφλότητα προάγονται οι ενοράσεις). Γνωρίζουμε ότι η «ιστορία» στο αφήγημα του Μπλανσό αναφέρεται στη σχέση του αφηγητή με την τρέλα της ημέρας (τη δημιουργία) και την προστατευτική παρέμβαση των γιατρών (θεσμών) που του επιβάλουν να αφηγηθεί το τραυματικό συμβάν της τύφλωσης. Ώστε, ο αφηγητής, ένας Όμηρος και όμηρός τους να συνεχίσει να ιστορεί σαν να οφείλει να πει το αβίωτο και το αδιανόητο τη στιγμή που ο ίδιος βασανίζεται. Εκείνος, παραβιάζοντας τους κανόνες της αυταρχικής ανάκρισης-επιτήρησής τους, αφήνει τη σιωπή να εισχωρεί στις λέξεις που μιλούν μόνες τους. Έτσι η αφήγηση δεν αφηγείται το αφόρητο συμβάν αλλά αυτό αφηγείται το μη προσβάσιμο, το άτοπο. Σε αυτό το άτοπο, τίποτε δεν συμβαίνει.
Στο αφήγημα λοιπόν, η αποτυχία είναι το ίδιο το αφήγημα. Δηλαδή το φως της ημέρας που έπρεπε να στερηθεί. Επιπλέον, την «τρέλα» εκείνης της ημέρας όπου οι γιατροί (οι θεσμοί) του ζητούσαν να αφηγηθεί «πώς ‘ακριβώς’ έγιναν τα πράγματα».
Ο Ζακ Ντεριντά, στο βιβλίο του με τον αμετάφραστο τίτλο Parages,[8] (Παράλια, μέρος, τόπος στον οποίο θα πρέπει να διαπιστευτούμε τη διπλή κίνηση της εγγύτητας και της απομάκρυνσης. Στη ναυτιλιακή γλώσσα σημαίνει γειτνίαση με μιαν απόσταση ούτε μακρινή ούτε κοντινή), αφιερωμένο στον Μπλανσό, συνοψίζει, στην κομψή ανάλυση του μπλανσοτικού αφηγήματος, το πρόγραμμα της αποδόμησης και επανακάμπτει στη θεματική της «διπλής ενθυλάκωσης»[9] της αφήγησης. Εντοπίζει στην αρχιτεκτονική της αφήγησης την «αντεστραμμένη επανεφαρμογή του εξωτερικού χείλους στο εσωτερικό μιας μορφής όπου το εξωτερικό ανοίγει έτσι ένα θυλάκιο».[10] Η «ιστορία» ενθυλακώνεται, λίγο πριν το τέλος. Ένα αδιανόητο τέλος, που επαναλαμβάνει σε μια «αλλοιώνουσα επανάληψη» την αρχή (της αφήγησης), αλλά και την αδυνατότητα του υποτιθέμενου εγώ-αφηγητή-συγγραφέα να αφηγηθεί την ιστορία που του ζητάνε με μια ανακριτική εμμονή: «πώς έγιναν τα γεγονότα;» [Ιστορία που αφηγείται την τρέλα; Την έναρξη της τρέλας; Την ημερήσια τρέλα ή το τρελό γεγονός της έναρξης ως ημέρας-γέννησης-φωτός; Διαπιστώνουμε, κατά τον Ντεριντά, ότι η πολυσημία της λέξης «ημέρα», η διασπορά και το «ανεπίκριτο» της απόφασης της ημέρας να αποδεχτεί τη νύχτα ως αναγκαιότητα ενός ορίου, η απόφαση της ημέρας να πρέπει να διαλύσει τη νύχτα ή να την οικειοποιηθεί, αλλά και η νύχτα της ημέρας με το νόμο που της επιβάλλει να εναντιώνεται στην ημέρα, όλα αυτά, θα ήταν η τρέλα της ημέρας στα βαθύτερα μύχιά της, ολοκληρωτικά περιερχόμενη στην μη αποκρισιμότητά της].
Ενδεχομένως ο Μπλανσό, μέσω της κυκλικότητας που επεσήμανε ο ντε Μαν, να αφηγείται τη γραφή του ανα-κυκλώνοντας όλο το θεωρητικό έργο το οποίο και αυτό οφείλουμε να το εκλάβουμε ως λογοτεχνία. Το τέχνασμα, αν μου επιτρέπεται, που χρησιμοποιεί είναι η θεματική αναπλαισίωση της αφήγησης του αφηγήματος λίγο πριν το τέλος του αφηγήματος, παραθέτοντας «ακριβώς» την αρχή του αφηγήματος –αλλά, όπως επισημαίνει ο Ντεριντά, παραθέτοντας χωρίς εισαγωγικά: Σοφός δεν είμαι, ούτε άσοφος. Χαρές έχω γνωρίσει. Το λιγότερο που έχω να πω. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συμβάλλει με ένα τέχνασμα ώστε να αρχίζει και να ξαναρχίζει ένα «οιωνεί-αφήγημα».[11] Εγκιβωτίζει επιπλέον, ολόκληρο το αφήγημα (Τους αφηγήθηκα ολόκληρη την ιστορία την οποία άκουγαν), στην τρίτη παράγραφο προ του τέλους, αφού όμως προηγουμένως έχει παραθέσει με έναν πρωθύστερο ενθεματισμό το ερώτημα «—Ένα αφήγημα;», που μοιάζει ως συνέχεια του αιτήματος «Μου είχαν πει: “Διηγηθείτε μας”». Αυτό το ερώτημα, που επαναλαμβάνεται και στο τέλος (Ένα αφήγημα; Όχι αφήγημα, κανένα, ποτέ πια), όχι μόνο αναδιπλασιάζει τη λέξη αφήγημα αλλά, κατά τον Ντεριντά, «κάθε “αφήγημα” (και κάθε εμφάνιση της λέξης “αφήγημα”, κάθε “αφήγημα” μέσα στο αφήγημα) αποτελεί μέρος του άλλου, κάνει το άλλο ένα κομμάτι του εαυτού του».[12] Ίσως γι’ αυτό δεν μπορεί να υπάρξει ένα αφήγημα. Όχι αφήγημα: Διότι αλλιώς, ο αφηγητής, θα πρέπει να αφηγηθεί τα πράγματα με έναν τρόπο τελειωμένο, έναν τρόπο που αποκλείει το άπειρο καθώς και ο ίδιος είναι μια πεπερασμένη ύπαρξη. Κυρίως, «όχι αφήγημα» γιατί, αν η αφήγηση πρέπει να υποκύψει στον καταναγκασμό ενός λόγου (Διηγηθείτε μας πώς ‘ακριβώς’ έγιναν τα πράγματα[13]), τότε, αντί να συντελείται η ενθυλάκωση, δηλαδή η μεταστροφή προς το εσωτερικό ενός εξωτερικού που αντιστρέφεται σε θυλάκιο και εσωτερικό χείλος, με αποτέλεσμα την παραγωγή μιας δομής του αφηγήματος που αποδομεί το ίδιο το αφήγημα, θα μετατραπεί σε κάτι συλλήψιμο, σε μια αφήγηση όπου «τα πράγματα» ακινητοποιούνται στην ορατή τους πλευρά: Στο φως της ημέρας.
Μου δόθηκε η ευκαιρία διαβάζοντας τον Ντεριντά να αντιληφθώ γιατί το αφήγημα Η τρέλα της ημέρας βρίσκει στην αποφάνισή του, το σκότος μέσα στο οποίο προστατεύεται και αναβάλλεται αλλά και γιατί εμφανίζεται εξ αρχής μέσα σε αυτό (στη νύχτα), που αποτελεί το φυσικό του χώρο, σα να θέλει με αυτό να βγει στο φως της ημέρας, στην τρέλα της. Αυτή η αναβολή με τη σημασία της διαφωράς («différαnce») επιτρέπει στο αφήγημα να βγαίνει στο φως, παραμένοντας συγχρόνως, αναβεβλημένο. Αυτή η αναβολή όμως, είναι αυτή καθεαυτή η διαρκώς αναβεβλημένη έναρξη κάθε ιστορίας. Τρέλα καταγωγική του αφηγήματος της τρέλας της ημέρας: διότι τη στιγμή που προτίθεται να αφηγηθεί την ιστορία, τη στιγμή της δυνατότητας μιας αφετηρίας, η αφήγηση αναδιπλώνεται στον εαυτό της σαν να είναι αδιανόητη και α-νόητη η οποιαδήποτε αφήγηση. Το αφήγημα δεν αρχίζει γιατί πάντα προηγείται της οποιασδήποτε αρχής και πάντα είναι ήδη τελειωμένο: «Μετά από αυτή την αρχή, έλεγαν, θα περάσετε στα γεγονότα». Ποιά γεγονότα; Το αφήγημα είχε τελειώσει.[14] Η αλήθεια της ιστορίας, που νομίζουμε ότι μπορούμε να την κατανοήσουμε στο αφηγημένο, μόλις έρθει στο ημερήσιο φως, τρελαίνεται, επειδή το ίδιο το αφήγημα την ενθυλακώνει μέσα του για να τη συγκαλύψει. Αυτό είναι που δίνει την ημέρα, η έναρξή του είναι ο ερχομός της: Διεμοίραζα αυτοίς το αίμα μου, την εσωτερικότητά μου, τους δάνειζα το σύμπαν, τους έδινα την ημέρα.[15] Μοιραία αυτή η ημέρα αγγίζει το τέλος της, χάνεται στη νύχτα: το αφήγημα αυτοεξορίζεται, αναιρεί και τον εαυτό του και την αλήθεια του. Τότε το αφήγημα έχει ολοκληρωθεί. Έχω τη γνώμη ότι η λογοτεχνία γράφεται και εγγράφεται μέσα σε αυτή την παλινωδία σκότους και φωτός. Διαφορετικά είναι μια ακόμη γκρίζα ζώνη.
Η προβληματική αυτή με οδήγησε στο να σκεφτώ ότι το εν λόγω αφήγημα δεν συμμετέχει σε ένα συγκεκριμένο «είδος» καθώς διαταράσσει κάθε θεωρία περί των ειδών μαζί με τις ταξινομητικές τους διασφαλίσεις. Διερευνώντας μάλιστα τα επιτελέσματα αυτών των λεπτομερών ταξινομήσεων που ανατέμνουν τα κείμενα για να τα κατανείμουν στο είδος τους ή στον τρόπο τους, ο Ντεριντά θα προτείνει το νόμο «της εκχείλισης, μιας συμμετοχής χωρίς ανήκειν».[16] Ιδού λοιπόν γιατί διαβάζω την Τρέλα της ημέρας ως λογοτεχνικό πρότυπο αυτής της «συμμετοχής χωρίς ανήκειν»: διότι το γεγονός ότι διαφεύγει του νόμου της σύστασής του σε διακριτό αφήγημα, φέρνει στο φως τις ανατροπές των συμβάσεων που διέπουν το είδος «αφήγημα».
Επί παραδείγματι, σε ένα αφηγηματικό κείμενο θα πρέπει να αναγνωρίζουμε μια ενότητα και μια ταυτότητα. Επίσης, ένα αφήγημα οφείλει να έχει αρχή και τέλος. Στην Tρέλα της ημέρας, με την κατάρρευση του αρχικού πλαισίου, αποδιαρθρώνεται και αυτό που ορίζει ο κοινός νόμος (η εκδοτική συνθήκη), αφού η πτύχωση του κειμένου, δηλαδή οι φράσεις, που επαναλαμβάνονται στο τέλος ως απαίτηση της αφήγησης των επιμέρους περιστατικών, οδηγεί στην εκ νέου εκκίνηση ενός, μη δυνάμενου να συσταθεί σε ενότητα, αφηγήματος. Η τελευταία φράση μάλιστα, όπως ευφυώς παρατηρεί ο Ντεριντά,[17] η οποία υπόσχεται να μην υπάρξει ποτέ ξανά αφήγημα -ως εάν να υπήρξε εδώ αφήγημα- υποδεικνύει την απορητική δομή του κειμένου και το ανεπίκριτο: είναι αδύνατο να αποφασίσει κανείς αν το αφηγημένο γεγονός και το γεγονός της αφήγησης υπήρξαν. Κυρίως, το κατά πόσον η υπόσχεση «Όχι αφήγημα, κανένα, ποτέ πια» ανήκει στο αφήγημα, αποτελεί μέρος του αφηγήματος και προσδίδει στο λογοτεχνικό κείμενο τη δυνατότητα ενεργοποίησης μιας επιχειρηματολογίας, που προσιδιάζει σε ένα κείμενο φιλοσοφικό, ώστε να μην οδηγούμαστε στη διάκριση αλλά στη σύζευξη της λογοτεχνίας με τη φιλοσοφία σε έναν μεταφυσικής τάξεως προβληματισμό.
Ο υπότιτλος αυτού του κειμένου «noli me legere» δικαιολογεί τη προβληματική που εξέθεσα προκαλώντας τον επίμονο αναγνώστη να μην αποδέχεται τον ανυπόληπτο αυτοματισμό της αφηγηματικής γραφής που ξέρουμε, διότι εκτός από τον οικολογικό περιορισμό της δαπάνης χάρτου, θα απέδιδε στην ανάγνωση τη δυνατότητα τού να εκλεπτυνθεί ως άσκηση επί του ηλεκτρονικού Χάρτη. Άλλωστε, ο Μπλανσό το “αναγιγνώσκω” το αντιλαμβάνεται όχι μόνο ως τη «μετάδοση του έργου»[18] αλλά και ως αποκάλυψη «όπου το σκοτεινό πρέπει να ξημερώσει, όπου πρέπει να υπάρξει ημέρα δια του σκοτεινού, αποκάλυψη όπου τίποτα δεν εμφανίζεται, όπου όμως η απόκρυψη γίνεται εμφάνιση.»[19]
Εάν θα έπρεπε να υπάρξει ένα συμπέρασμα και αν το συμπέρασμα είναι μια εκ νέου αρχή, τότε θα καταλήγαμε στον ακόλουθο συλλογισμό: καθώς το περιεχόμενο του αφηγήματος, τα γεγονότα, έρχονται έξωθεν, δηλαδή, κατά τον Ντεριντά, πριν τον αφηγηματικό λόγο, «αυτό που έρχεται/συμβαίνει προκαλεί τον αφηγητή και την αφήγησηˑ και οι συνιστώσες της αφήγησης είναι αυτό χωρίς το οποίο αναμφίβολα το συμβάν δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα. Είναι ως εάν ο αφηγηματικός όρος/συνθήκη να ήταν η αιτία του πράγματος που αφηγείται κανείς: ως εάν το αφήγημα να παρήγαγε το συμβάν που υποτίθεται ότι το αναφέρει. Το συμβάν που αφηγείται κανείς, θα μπορούσε να λάβει χώρα ακριβώς υπό τον όρο του αφηγήματος: ότι θα έχει λάβει χώρα. Το αφήγημα, ως αιτία και όρος του πράγματος, είναι το αφήγημα που δίνει τη δυνατότητα του πράγματος που αφηγείται κανείς (…)».[20]
Οπότε, και η αδυναμία αφήγησης στο αφήγημα Η τρέλα της ημέρας, ενδεχομένως να εμπίπτει στο είδος «αφήγημα», καθώς η αφήγηση του αφηγήματος οδηγεί σε αυτό το «έξω» όπου εξαφανίζεται ο αφηγητής. Διότι το αίτημα του αφηγείσθαι, που έρχεται στον αφηγητή απ’ έξω, προϋποθέτει ήδη μια τρέλα, υπό την έννοια ότι η αφήγηση θα αφηγηθεί τον εαυτό της και αυτό θα είναι η τρέλα της. Προφανώς («το αίτημα του αφηγείσθαι») συνιστά τον «αφηγηματικό όρο» αλλά και την «αιτία του πράγματος» που θα αφηγηθεί ο αφηγητής. Άρα, θα πρέπει το αφήγημα να γεννήσει τον εαυτό του. Διότι το συμβάν που επιχειρεί να αφηγηθεί ο αφηγητής θα μπορούσε να λάβει χώρα μόνο υπό τον όρο του αφηγήματος, δηλαδή ότι θα έχει λάβει χώρα και συνεπώς εφόσον ο όρος του αφηγήματος είναι το αίτημα του αφηγείσθαι, τότε η αφήγηση έχει ήδη λάβει χώρα. Έχει τελειώσει. [Σοφός δεν είμαι, ούτε (…) -Ένα αφήγημα; Άρχισα: Σοφός δεν είμαι, ούτε (…) Το αφήγημα είχε τελειώσει. (…) Ένα αφήγημα; Όχι αφήγημα, κανένα, ποτέ πια.] Η αδυνατότητα του αφηγήματος γίνεται έτσι ο όρος δυνατότητάς του. Το αφήγημα προβαίνει στην ίδια την αποδόμησή του (εξ ου και η προτίμηση του Ντεριντά να επιλέξει το εν λόγω αφήγημα). Διότι «το χίασμα της διπλής ενθυλάκωσης είναι πάντα δυνατό, οφείλεται σε ό,τι ονόμασα αλλού επαναληψιμότητα του στίγματος. (…) η διπλή ενθυλάκωση συνιστά το αφήγημα του αφηγήματος, το αφήγημα της αποδόμησης σε αποδόμηση: το χείλος φαινομενικά εξωτερικό ενός κλοιού, (…) δεν γνέφει πέραν, προς το παντελώς άλλο, παρά αναδιπλασιαζόμενο στον εαυτό του (…) στο εσωτερικό του κλοιού, τουλάχιστον εντός αυτού που η δομή παράγει ως επιτέλεσμα εσωτερικότητας. Αλλά είναι ακριβώς αυτό το επιτέλεσμα της δομής που αποδομείται εδώ».[21] Μάλιστα, σημειώνει ο Ντεριντά, καθώς η τελευταία φράση (Όχι, όχι αφήγημα, κανένα, ποτέ πια) αποτελεί μέρος του αφηγήματος στο χείλος ενός κειμένου που τιτλοφορείται Ένα αφήγημα, το αφήγημα «σβήνει το αφήγημα καταδεικνύοντας μια υπερτύπωση. Και η ιστορία του αφηγήματος ή το αφήγημα της ιστορίας είναι το αφήγημα του σβησίματος ως υπερτύπωσης, όλης της λογικής της διπλής δέσμευσης ή της διπλής ενθυλάκωσης που εκεί επανεπιβεβαιώνει τον εαυτό της».[22]
Πώς όμως εμφανίζεται εδώ ο νόμος της αφήγησης; Διαπιστώνει πράγματι κανείς σ’ αυτό το αφήγημα, μια μοναδική σχέση με το νόμο, η οποία οδηγεί στην τρέλα του νοήματος και του λόγου. Αν υπάρχει εδώ ένα αίνιγμα – που σημαίνει από την αρχαία ελληνική λέξη «αίνος» «αφήγημα» – τότε Η τρέλα της ημέρας είναι το αφήγημα της τρέλας του νόμου (της αφήγησης). Διότι το «εγώ» της αφηγηματικής φωνής, ένα διονυσιακό «εγώ», που από το αρσενικό γένος μεταβαίνει στο θηλυκό, καθώς καταφάσκει στη ζωή και στο θάνατο όπως οι γυναίκες, αυτό λοιπόν το «εγώ» της αναβολής και της α-θεσίας, εγκυμονεί την ημέρα. Μπορεί να δώσει την ημέρα και να κάνει «να δουν το φως». Σε ποιόν όμως δίνει την ημέρα; Στους εκπροσώπους του νόμου. Αυτούς ζητά να διαφωτίσει. Και αυτοί, «κρατούν» το κύρος του, την εξουσία εκ του νόμου, κατέχουν το δικαίωμα στο βλέμμα και τη διαρκή επιτήρηση. Σαν ένα σαδικό υπερεγώ, που αντλεί προνομιακά το δικαίωμα όρασης από το ίδιο το «εγώ». Το «εγώ», που τους υποτάσσεται, ενώ αυτό τους δίνει την ημέρα, γεννά το νόμο που είναι η ημέρα, γεννά την ημέρα: Διεμοίραζα αυτοίς το αίμα μου, την εσωτερικότητά μου, τους δάνειζα το σύμπαν, τους έδινα την ημέρα.
Ιδού λοιπόν ποιος είναι ο νόμος της γραφής και της δημιουργίας. Ο Μπλανσό διερωτάται στο γραπτό του Η λογοτεχνία και το δικαίωμα στο θάνατο «ποιόν νόμο ακολουθεί ο συγγραφέας;» και η απάντησή του συνοψίζει τα όσα περίπου παθαίνει ο αφηγητής στην Τρέλα της ημέρας επιχειρώντας να απαντήσει -χωρίς να απαντά- στις «αρχές» που γυρεύουν τον συγγραφέα, έναν αφηγητή ικανό να αφηγηθεί μια αληθινή ιστορία για το πώς έγιναν τα πράγματα επακριβώς: «Άρα, οφείλει να αντιταχθεί στον εαυτό του, να τον απαρνηθεί επιβεβαιώνοντάς τον, να βρει στην ευκολία της ημέρας το βάθος της νύχτας, μες στις σκιές, που ποτέ δεν βρέθηκε πού αρχίζουν, το σταθερό φως που δεν μπορεί να τελειώσει. Οφείλει να περισώσει τον κόσμο και να είναι η άβυσσος, να δικαιολογεί την ύπαρξη και να δώσει λόγο σ’ αυτό που δεν υπάρχειˑ οφείλει να είναι στο τέλος των καιρών, στην οικουμενική πληρότητα και ο ίδιος καταγωγή, η γέννηση αυτού που άλλο δεν κάνει από το να γεννιέται».
Συνεπώς, ο νόμος της γραφής και της δημιουργίας είναι ένας νόμος που οδηγεί τον αφηγητή να απαρνηθεί τον εαυτό του για να τον επιβεβαιώσει, αλλά και να καταδυθεί από το ήμερο φως της ημέρας στην πυράκτωση του φωτός εντός της. Δηλαδή, στο βάθος της νύχτας της. Άραγε, αυτός ο νόμος δεν οφείλει, όπως παραπάνω ισχυρίζεται ο Μπλανσό, να δίνει το φως σ’ αυτό που δεν υπάρχει, να είναι η γέννηση αυτού που αενάως γεννιέται («αίνος» του αέναου); Και όλα αυτά (η εσωτερικότητά του), δεν συνιστούν τη δημιουργία εντός του; Αλλά και ο ίδιος δεν πέφτει θύμα της εξαπάτησης, όταν η ίδια η αφήγηση και το όργανό της, η γλώσσα, αρνείται την υπόσταση αυτού που αναπαριστά (του αφηγήματος); Δεν είναι το κενό που το διατρέχει; Κι αυτή η εξαπάτηση δεν συνιστά ενδεχομένως ό,τι συγκροτεί την «αλήθεια», που υφίσταται ήδη (ως ανακολουθία) στο εσωτερικό αυτού που μας δανείζει το σύμπαν του; Και μάλιστα, κυρίως μετά τον Στεφάν Μαλαρμέ, όταν η λογοτεχνία όπως υποστηρίζει ο Μισέλ Φουκό, τείνει να αποβεί μια γλώσσα της οποίας η ομιλία εγγράφει εντός της, ταυτόχρονα με αυτό που λέει, την αρχή της αποκρυπτογράφησής της, όπου κάθε της λέξη έχει τη δύναμη να τροποποιεί τις αξίες και τις σημασίες της γλώσσας στην οποία ανήκει, όπως ακριβώς συμβαίνει με το μπλανσοτικό αφήγημα. Αλλά τότε, η γραφή παύει να εδραιώνει την ομιλία εντός μιας δεδομένης γλώσσας αναστέλλοντας τη δεσποτεία της με την ίδια της την κίνηση. Τα ερωτήματα που εξέθεσα είναι ρητορικά και μόνον ως μια ατέρμονη υποτύπωση στο κείμενο του Μπλανσό θα μπορούσαν να τεθούν, διότι το κείμενο διαβάζεται χωρίς αυτά.