Οι σύμμαχοι είχαν ήδη πατήσει στο γαλλικό έδαφος
και οι ναζί μάχονταν πια με άσκοπη αγριότητα
όταν ο θάνατος ήρθε με εξωτερική μορφή
στη ζωή ενός νέου ακόμα άντρα
που είχε όμως αποφασίσει να πεθάνει
είχε κιόλας το θάνατο μέσα του
αλλά όχι αυτόν το θάνατο
εδώ μπροστά στον πύργο
όπου το εκτελεστικό απόσπασμα
αφάνιζε αμήχανα ανθρώπους
σαν να ’κοβε από ανυπομονησία τα ίδια του τα μέλη
όχι αυτό το τέλος
σκεφτόταν ο άντρας
όχι αυτό το λάθος της αδικίας
παρότι τώρα πια
σκέφτηκε ξαφνικά
τώρα που όλα έχουν τελειώσει
είμαι ήδη ακατανίκητος
(στο μεταξύ το απόσπασμα όπλιζε)
ίσως γιατί ο νεκρός
σκέφτηκε
βρίσκεται πέραν κάθε δηλητηρίου
της ενδοφλέβιας ανθρωπότητας
δεμένος πια
σκέφτηκε
από μια υφέρπουσα φιλία με το θάνατο
(στο μεταξύ οι φαντάροι στόχευαν απελπισμένοι)
δεμένος πια
στη γαλήνια θηλιά της ουδετερότητας
ούτε με τους συμμάχους
σκέφτηκε
ούτε με τους αντισυμμάχους
ούτε με τη στάση
ούτε με την αντίσταση
ούτε με τους ευτυχείς
ούτε με τους θλιμμένους
αλλά ούτε και με τους ευτυχείς που φοβούνται
την πάντα επείγουσα έλευση της θλίψης
σκέφτηκε
(στο μεταξύ οι φωτιές κυλούσαν στα δάση)
κυρίως όμως λυτρωμένος
σκέφτηκε ο άντρας
από την αντιπαλότητα χρόνου και θανάτου
χωρίς άλλο χρόνο
ολόκληρος ένας θάνατος
σκέφτηκε
(στο μεταξύ τα υποστατικά φλέγονταν)
γιατί ενώ ο χρόνος διαρκώς δολοφονεί
ο θάνατος τίποτα δεν αφήνει να φθαρεί
σκέφτηκε
νά η τρυφερότητα
νά η απεριόριστη στοργή του θανάτου
σκέφτηκε
(στο μεταξύ μόνο ο πύργος έμενε αλώβητος)
γιατί ενώ ο χρόνος σφάζει
και σφάζει και σφάζει μες στο σφαγείο του
ο θάνατος τίποτα δεν αφήνει να πεθάνει
σκέφτηκε
περικλείοντας τα πάντα
μ’ εκείνη τη φιλάνθρωπη οριστικότητα
όπου ο πυρήνας της καταγωγής μας
διασπάται
σε αυτό που μας σκέφτεται
αλλά εμείς δεν γίνεται να το σκεφτούμε
αυτό που φεύγει πάντα μακριά
πέρα απ’ την καρδιά και τα άστρα
στ’ απειράριθμα σταγονίδια ενός κλάματος
φτιαγμένου απ’ όλους μας τους θανάτους
όπου κολυμπάει το ανώτερο πλάσμα
τινάζοντας δάκρυα με την ουρά του
(στο μεταξύ ο τουφεκισμός τελούσε εν αναμονή
η στιγμή του θανάτου εκκρεμούσε
το επέκεινα ήταν η μόνη ανθρώπινη λέξη)
όμως εγώ δεν κλαίω
σκέφτηκε ο άντρας
το μοναδικό μου σώμα
περασμένο από το μοναδικό του τίποτα
ξανά όμως ζωντανό
να μην ξέρει πολύ καλά αν θα ’πρεπε να υπάρχει
να ξέρει όμως καλά
πως μια στιγμή απομένει
κι ύστερα τελειώνει ο χρόνος
σκέφτηκε
και ξανά το άπειρο διανοίχτηκε στο κεφάλι του
ξανά η συνάντηση των δύο θανάτων
του μέσα και του έξω
τον γέμισε με μια ανάλαφρη αίσθηση
ένα είδος μακαριότητας χωρίς ευτυχία
σκέφτηκε
κάποια ανύψωση χωρίς παρηγοριά
απλώς μια απαλλαγή
από τον ίδιο το φόβο της απουσίας
που τον έκανε μάλιστα ν’ αναρωτιέται
αν είχε ήδη εισέλθει στον κόσμο
των ενωμένων του θανάτων
πέρα απ’ την εκφυλιστική ασθένεια του χρόνου
σ’ ένα μέρος υπέρτατης αγαλλίασης
(τίποτα
τίποτα δεν συνέβαινε στο μεταξύ
σαν ο χρόνος να είχε πλησιάσει
ένα σημείο τήξης
όπου κανένα συμβάν δεν επιτρέπεται)
παρότι η αλήθεια είναι
καταλάβαινε τώρα ο άντρας
πως ο χρόνος συνέχιζε ακόμα
συνέχιζε ακόμα να τον διαπερνά
ή μπορεί και να τον διαπερνούσε εκείνος
σκέφτηκε ξαφνικά
γιατί και ποιος μπορεί να ξέρει
αν όλα παγώνουν στ’ αλήθεια εκεί
ή αν ο χρόνος υπάρχει και μετά το τέλος μας
μετά το κλείσιμο των ματιών
μετά τη στιγμή του θανάτου μου
σκέφτηκε
(στο μεταξύ ο Μορίς Μπλανσό είχε πια γεράσει).
(Οι φράσεις που δίνονται με πλάγια γράμματα στο κείμενο προέρχονται από το διήγημα του Μ. Μπλανσό Η στιγμή του θανάτου μου, μτφρ. Βαγγέλης Μπιτσώρης, Άγρα 2000.)