Τον ύπνο σου κι απόψε θα διαρρήξω,
μετά των οργασμών την παραζάλη,
βαθιά στον λήθαργό σου να βουτήξω,
για ν’ αναδυθώ στ’ όνειρό σου πάλι.
Στον κάθιδρο βραχνά σου να βογκήξω,
να νιώσω της ονείρωξης την πάλη,
τον τύπον, λέει, των ήλων σου ν’ αγγίξω,
την όποια τύψη σου π’ ανθεί και θάλλει.
Να ’μπω στο πιο κρυμμένο θηλυκό σου,
να ’ρθω μαζί σου στην υπνοβασία,
να ’βρω χρησμούς στο παραμιλητό σου,
να γίνει ως το πρωί μια δοκιμασία·
κάτι πια σαν πρόβα θανάτου εντός σου,
σαν δοκιμαστική ψυχοστασία.
Ίσως γιατί, μικρή πικρή μου πλάνη,
μια πραγματικότητα είναι πλέον λίγη
και μια μορφή σου μόνο δεν μου φτάνει.