Μικρή κλίμακα: Αντώνης Βάθης, Suyako, Λήδα Ντόντου, Ιωάννα Ντούλα

Hστή­λη αυ­τή προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις). Ενί­ο­τε δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής, μια μου­σι­κή ή μια φω­το­γρα­φία. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

Στους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η φρά­ση: «
στο χορ­τά­ρι».

A. Derain. Λεπτομέρεια έργου του 1906
A. Derain. Λεπτομέρεια έργου του 1906

Και σε πε­ρι­μέ­νω

αγα­πη­μέ­νη μου κό­ρυ, έφτα­σα στο χορ­τά­ρι, επι­τέ­λους, μα­κριά από τις μα­σχά­λες του Θε­ού, κα­λύ­τε­ρα να πας πιο κο­ντά στα σκου­λή­κια, πα­ρά κο­ντά στον Θεό, να στα πρή­ζει ο Άγιος Πέ­τρος για μπο­τι­λια­ρί­σμα­τα βαρ­κών στον Αχέ­ρο­ντα πο­τα­μό. Ήδη τα στο­μά­χια των σκου­λη­κιών βγά­ζουν ήχους πε­ρι­μέ­νο­ντας για τα κρέ­α­τά μας. Και εμείς χα­μέ­νοι εγω­ι­σμοί στο εμείς των ψυ­χών μας ρί­χνου­με κά­τι μαύ­ρα ζά­ρια στο κα­ζί­νο του κόκ­κι­νου βου­βα­λιού. Σε πε­ρι­μέ­νω στο χορ­τά­ρι, φι­λιά, ο μπα­μπάς.

Αντώ­νης Βά­θης

—— ≈ ——

Μι­κρός στο­χα­σμός του φοι­τη­τή Φρί­ντριχ Μά­ας πά­νω από κού­πα κα­φέ
[ενό­σω με ρε­φλέ -στα μά­τια- πα­χύ και λευ­κο­σέ­λι­δο βι­βλίο του Μπόρ­χες]

Ο Φρί­ντριχ Μά­ας, Ολ­λαν­δός φοι­τη­τής, την πρώ­τη του Μάρ­τη του τρέ­χο­ντος χρό­νου, στις εν­νιά το πρωί κα­θι­σμέ­νος στη με­γά­λη ξαν­θιά πο­λυ­θρό­να, ση­κώ­νει το βλέμ­μα απ’ το ποί­η­μα του Μπόρ­χες, κοι­τά­ει τον αχνό του κα­φέ που χο­ρεύ­ει στον ήλιο, κι εκεί απά­νω, σκέ­πτε­ται:

«Αν εί­ναι η Ιστο­ρία, τε­λι­κά, σπι­ράλ δια­στελ­λό­με­νο και (λέω εγώ) «ανη­φο­ρί­ζον»,
κι εφό­σον —εί­ναι πλέ­ον έκ­δη­λο!—
η ανά­λυ­ση πρέ­πει πρω­τί­στως να ’ναι «πε­δια­κή»
(για­τί πε­δία εί­μα­στε, πε­δία εί­χα­με, πε­δία πά­ντα θα ‘χου­με), λέ­γω, τό­τε, ο φτω­χός:
    Ας ρι­χτού­με
                        — από θέ­ση! —
                        — με σι­γου­ριά πως αξί­ζει! —
                                        σ’ ετού­τη εδώ την Επο­χή
                                        αφού νο­μο­τε­λεια­κά θα χω­νευ­τού­με
                                        στην εντρο­πία τη μά­γισ­σα
κι η Ιστο­ρία, ως πά­ντο­τε, θα «πά­ρει» απ’ τα ζου­μιά μας
όπως ένα βι­βλίο, μοι­ραία, μια μέ­ρα θα λιώ­σει
άμα το αφή­σεις (απα­λά) απά­νω στο χορ­τά­ρι».

Suyako


 —— ≈ ——

Η κρυ­ψώ­να

Στο χορ­τά­ρι, που ξε­μυ­τού­σε εδώ και εκεί από το πα­γω­μέ­νο χώ­μα, έμπη­ξε με όλη της την δύ­να­μη το φτυά­ρι, πα­τώ­ντας την με­ταλ­λι­κή προ­ε­ξο­χή και ενα­πο­θέ­το­ντας όλο της το βά­ρος στο δε­ξί πό­δι, ακό­μα με τις πα­ντό­φλες, τις πρό­χει­ρα φο­ρε­μέ­νες χω­ρίς κάλ­τσες, χω­ρίς να αντι­λαμ­βά­νε­ται το κρύο στην προ­σπά­θειά της· ο βο­ρι­νός αέ­ρας τα­ξί­δευε μι­κρές νι­φά­δες, που κόλ­λα­γαν στα βλέ­φα­ρα και έλιω­ναν σε τε­χνη­τά δά­κρυα και το φαρ­δύ νυ­χτι­κό φού­σκω­νε, μην έχο­ντας τί­πο­τα πια να κρύ­ψει, μό­νο την υπεν­θύ­μι­ση, με­τά να πλύ­νει και να τρί­ψει, να εξα­λεί­ψει ότι κρυ­φό πα­ρέ­με­νε τό­σους μή­νες μέ­σα της· πή­ρε να με­τρά­ει αντί­στρο­φα από το εν­νιά, εκεί­νη που από Πα­να­γία βιά­στη­κε να γί­νει Πιε­τά, άρ­πα­ξε το ασά­λευ­το πα­τρι­κό δώ­ρο, που δε ζή­τη­σε πο­τέ, το τυ­λιγ­μέ­νο στο κόκ­κι­νο πια πε­ρι­τύ­λιγ­μα από σε­ντό­νι — και στή­νο­ντας αυ­τί για να σι­γου­ρευ­τεί πως ο ευ­ερ­γέ­της της κοι­μό­ταν ακό­μα— το έχω­σε στην αιώ­νια κρυ­ψώ­να του.

Λή­δα Ντό­ντου

—— ≈ ——

Έντε­κα εβδο­μά­δες και τρεις μέ­ρες

Πάντα ήθε­λες σπί­τι με κή­πο· βο­λεύ­τη­κες σε μια πο­λυ­κα­τοι­κία με με­γά­λο παρ­τέ­ρι. Εί­κο­σι τε­τρα­γω­νι­κά όλα κι όλα, το χώ­μα εί­χε γί­νει με τα χρό­νια μπε­τόν, έπρε­πε να σκα­φτεί απ’ την αρ­χή για να γί­νει εύ­φο­ρο, να ανα­δευ­τεί, να προ­στε­θεί νέο, να μπουν φυ­τά, γκα­ζόν, αυ­τό­μα­το πό­τι­σμα. Κα­νείς δεν ασχο­λή­θη­κε. Φώ­να­ξες κη­που­ρό, γε­ω­πό­νο, το πή­ρες πά­νω σου. ‘Eβγαι­νες στο μπαλ­κό­νι του τρί­του ορό­φου —δεν πλη­σί­α­ζες στα κά­γκε­λα— και κα­μά­ρω­νες. Κρυ­φο­κοί­τα­γες κά­τω και του ‘λε­γες πως θα ήταν όλα έτοι­μα, όλα στην ώρα τους. Μέ­τρα­γες τις μέ­ρες, τις βδο­μά­δες.
Έκλει­νες τα μά­τια και τον έβλε­πες να κυ­λιέ­ται στο χορ­τά­ρι, να κρύ­βε­ται πί­σω απ’ τις πι­κρο­δάφ­νες κι εσύ τά­χα μου να τον ψά­χνεις, να μην τον βρί­σκεις. Ύστε­ρα τρα­μπα­λι­ζό­σα­σταν, σε μια με­τα­χει­ρι­σμέ­νη τρα­μπά­λα που ‘χες στρι­μώ­ξει στη γω­νία. Σκα­λί­ζα­τε μα­ζί το χώ­μα, έπια­νε ζου­ζού­νια και σ’ τα ‘φερ­νε τα πρω­ι­νά που πε­ρι­μέ­να­τε το σχο­λι­κό. Αρ­γό­τε­ρα έκο­βε λου­λού­δια και σ’ τα άφη­νε στο τρα­πέ­ζι της κου­ζί­νας. Τον συγ­χω­ρού­σες. Τον αγκά­λια­ζες, όσο πια σου επέ­τρε­πε. Παι­χνί­δια πε­τα­μέ­να στο πά­τω­μα, πα­πού­τσια λα­σπω­μέ­να στην εί­σο­δο, φω­νές πα­γι­δευ­μέ­νες στους τοί­χους.
Όταν γύ­ρι­σες απ’ την κλι­νι­κή χω­ρίς αυ­τόν, δεν ανέ­βη­κες. Πή­γες κα­τευ­θεί­αν στον κή­πο και ξε­ρί­ζω­σες ό,τι εί­χε προ­λά­βει να φυ­τρώ­σει. Ξά­πλω­σες κα­τά­χα­μα και έμει­νες εκεί, το χώ­μα πα­ντού, στα νύ­χια, στα μαλ­λιά σου. Μέ­σα σου.
Τό­σα χρό­νια με­τά, το παρ­τέ­ρι εί­ναι ακό­μα ξε­ρό, πιο τρα­χύ και κα­κο­τρά­χα­λο από πο­τέ. Απο­φεύ­γεις να το κοι­τάς· οι τε­λευ­ταί­ες πα­τη­μα­σιές έχουν πια ξε­θω­ριά­σει.

Ιω­άν­να Ντού­λα


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: