Hστήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής, μια μουσική ή μια φωτογραφία. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.
Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση: «στο χορτάρι».
Μικρή κλίμακα: Αντώνης Βάθης, Suyako, Λήδα Ντόντου, Ιωάννα Ντούλα
Και σε περιμένω
αγαπημένη μου κόρυ, έφτασα στο χορτάρι, επιτέλους, μακριά από τις μασχάλες του Θεού, καλύτερα να πας πιο κοντά στα σκουλήκια, παρά κοντά στον Θεό, να στα πρήζει ο Άγιος Πέτρος για μποτιλιαρίσματα βαρκών στον Αχέροντα ποταμό. Ήδη τα στομάχια των σκουληκιών βγάζουν ήχους περιμένοντας για τα κρέατά μας. Και εμείς χαμένοι εγωισμοί στο εμείς των ψυχών μας ρίχνουμε κάτι μαύρα ζάρια στο καζίνο του κόκκινου βουβαλιού. Σε περιμένω στο χορτάρι, φιλιά, ο μπαμπάς.
—— ≈ ——
Μικρός στοχασμός του φοιτητή Φρίντριχ Μάας πάνω από κούπα καφέ
[ενόσω με ρεφλέ -στα μάτια- παχύ και λευκοσέλιδο βιβλίο του Μπόρχες]
Ο Φρίντριχ Μάας, Ολλανδός φοιτητής, την πρώτη του Μάρτη του τρέχοντος χρόνου, στις εννιά το πρωί καθισμένος στη μεγάλη ξανθιά πολυθρόνα, σηκώνει το βλέμμα απ’ το ποίημα του Μπόρχες, κοιτάει τον αχνό του καφέ που χορεύει στον ήλιο, κι εκεί απάνω, σκέπτεται:
«Αν είναι η Ιστορία, τελικά, σπιράλ διαστελλόμενο και (λέω εγώ) «ανηφορίζον»,
κι εφόσον —είναι πλέον έκδηλο!— η ανάλυση πρέπει πρωτίστως να ’ναι «πεδιακή»
(γιατί πεδία είμαστε, πεδία είχαμε, πεδία πάντα θα ‘χουμε), λέγω, τότε, ο φτωχός:
Ας ριχτούμε
— από θέση! —
— με σιγουριά πως αξίζει! —
σ’ ετούτη εδώ την Εποχή
αφού νομοτελειακά θα χωνευτούμε
στην εντροπία τη μάγισσα
κι η Ιστορία, ως πάντοτε, θα «πάρει» απ’ τα ζουμιά μας
όπως ένα βιβλίο, μοιραία, μια μέρα θα λιώσει
άμα το αφήσεις (απαλά) απάνω στο χορτάρι».
—— ≈ ——
Η κρυψώνα
Στο χορτάρι, που ξεμυτούσε εδώ και εκεί από το παγωμένο χώμα, έμπηξε με όλη της την δύναμη το φτυάρι, πατώντας την μεταλλική προεξοχή και εναποθέτοντας όλο της το βάρος στο δεξί πόδι, ακόμα με τις παντόφλες, τις πρόχειρα φορεμένες χωρίς κάλτσες, χωρίς να αντιλαμβάνεται το κρύο στην προσπάθειά της· ο βορινός αέρας ταξίδευε μικρές νιφάδες, που κόλλαγαν στα βλέφαρα και έλιωναν σε τεχνητά δάκρυα και το φαρδύ νυχτικό φούσκωνε, μην έχοντας τίποτα πια να κρύψει, μόνο την υπενθύμιση, μετά να πλύνει και να τρίψει, να εξαλείψει ότι κρυφό παρέμενε τόσους μήνες μέσα της· πήρε να μετράει αντίστροφα από το εννιά, εκείνη που από Παναγία βιάστηκε να γίνει Πιετά, άρπαξε το ασάλευτο πατρικό δώρο, που δε ζήτησε ποτέ, το τυλιγμένο στο κόκκινο πια περιτύλιγμα από σεντόνι — και στήνοντας αυτί για να σιγουρευτεί πως ο ευεργέτης της κοιμόταν ακόμα— το έχωσε στην αιώνια κρυψώνα του.
—— ≈ ——
Έντεκα εβδομάδες και τρεις μέρες
Πάντα ήθελες σπίτι με κήπο· βολεύτηκες σε μια πολυκατοικία με μεγάλο παρτέρι. Είκοσι τετραγωνικά όλα κι όλα, το χώμα είχε γίνει με τα χρόνια μπετόν, έπρεπε να σκαφτεί απ’ την αρχή για να γίνει εύφορο, να αναδευτεί, να προστεθεί νέο, να μπουν φυτά, γκαζόν, αυτόματο πότισμα. Κανείς δεν ασχολήθηκε. Φώναξες κηπουρό, γεωπόνο, το πήρες πάνω σου. ‘Eβγαινες στο μπαλκόνι του τρίτου ορόφου —δεν πλησίαζες στα κάγκελα— και καμάρωνες. Κρυφοκοίταγες κάτω και του ‘λεγες πως θα ήταν όλα έτοιμα, όλα στην ώρα τους. Μέτραγες τις μέρες, τις βδομάδες.
Έκλεινες τα μάτια και τον έβλεπες να κυλιέται στο χορτάρι, να κρύβεται πίσω απ’ τις πικροδάφνες κι εσύ τάχα μου να τον ψάχνεις, να μην τον βρίσκεις. Ύστερα τραμπαλιζόσασταν, σε μια μεταχειρισμένη τραμπάλα που ‘χες στριμώξει στη γωνία. Σκαλίζατε μαζί το χώμα, έπιανε ζουζούνια και σ’ τα ‘φερνε τα πρωινά που περιμένατε το σχολικό. Αργότερα έκοβε λουλούδια και σ’ τα άφηνε στο τραπέζι της κουζίνας. Τον συγχωρούσες. Τον αγκάλιαζες, όσο πια σου επέτρεπε. Παιχνίδια πεταμένα στο πάτωμα, παπούτσια λασπωμένα στην είσοδο, φωνές παγιδευμένες στους τοίχους.
Όταν γύρισες απ’ την κλινική χωρίς αυτόν, δεν ανέβηκες. Πήγες κατευθείαν στον κήπο και ξερίζωσες ό,τι είχε προλάβει να φυτρώσει. Ξάπλωσες κατάχαμα και έμεινες εκεί, το χώμα παντού, στα νύχια, στα μαλλιά σου. Μέσα σου.
Τόσα χρόνια μετά, το παρτέρι είναι ακόμα ξερό, πιο τραχύ και κακοτράχαλο από ποτέ. Αποφεύγεις να το κοιτάς· οι τελευταίες πατημασιές έχουν πια ξεθωριάσει.