«Έχω εκφράσεις διπλές»: Χάρης Ψαρράς, Πατρίτσια Κολαΐτη, Ιωάννα Λιούτσια


Επι­μέ­λεια: Παυ­λί­να Μάρ­βιν
————
Συ­νο­μι­λη­τής: Βα­σί­λης Λα­μπρό­που­λος



Με τί­τλο μια φρά­ση της Ζω­ής Κα­ρέλ­λη («Πορ­τραί­το», 1952) η πα­ρού­σα σει­ρά σύ­ντο­μων δο­κι­μια­κών κει­μέ­νων επι­χει­ρεί να στρέ­ψει την προ­σο­χή στο πολ­λα­πλό ερευ­νη­τι­κό βλέμ­μα σύγ­χρο­νων ποι­η­τριών και ποι­η­τών από την Ελ­λά­δα που κα­τα­πιά­νο­νται επί μα­κρόν όχι μό­νο με το λο­γο­τε­χνι­κό τους έρ­γο αλ­λά ταυ­τό­χρο­να με επι­στή­μες και άλ­λες τέ­χνες. Συ­γκε­κρι­μέ­να, πολ­λά από τα βι­βλία ποί­η­σης που κυ­κλο­φό­ρη­σαν ήδη από τις αρ­χές του 21ου αιώ­να εί­ναι γραμ­μέ­να από συγ­γρα­φείς που έχουν πραγ­μα­το­ποι­ή­σει συ­στη­μα­τι­κές σπου­δές με­γά­λης ποι­κι­λί­ας, σε όλο το φά­σμα των επι­στη­μών και των τε­χνών. Στα κεί­με­να που ακο­λου­θούν (στο πα­ρόν και σε επό­με­να τεύ­χη), εί­κο­σι ποι­ή­τριες και ποι­η­τές μι­λούν για την σχέ­ση της επι­στη­μο­νι­κής τους πο­ρεί­ας με το λο­γο­τε­χνι­κό τους έρ­γο και την δια­μόρ­φω­ση της ποι­η­τι­κής τους πο­ρεί­ας.

ΣΥΜ­ΜΕ­ΤΕ­ΧΟΥΝ :

Γιάν­νης Δού­κας, Λέ­νια Ζα­φει­ρο­πού­λου, Πα­να­γιώ­της Ιω­αν­νί­δης,
Χά­ρης Ψαρ­ράς, Πα­τρί­τσια Κο­λαϊ­τη, Ιω­άν­να Λιού­τσια,

Τώ­νια Τζι­ρί­τα Ζα­χα­ρά­του, Λέ­να Καλ­λέρ­γη, Νί­κος Ερη­νά­κης, Ελέ­νη Τζα­τζι­μά­κη, Πέ­τρος Γκο­λί­τσης, Φοί­βη Γιαν­νί­ση, Ορ­φέ­ας Απέρ­γης, Κων­στα­ντί­νος Πα­πα­χα­ρά­λα­μπος, Να­τα­λία Κα­τσού, Όλ­γα Πα­πα­κώ­στα, Θο­δω­ρής Χιώ­της, Πα­να­γιώ­της Αρ­βα­νί­της, Άν­να Γρί­βα



«Έχω εκφράσεις διπλές»: Χάρης Ψαρράς, Πατρίτσια Κολαΐτη, Ιωάννα Λιούτσια

Δυο δρόμοι, μια γλώσσα

Πρω­το­δη­μο­σί­ευ­σα ποι­ή­μα­τα όταν ήμουν εί­κο­σι ετών. Η σχέ­ση μου με τη θε­ω­ρία του δι­καί­ου εί­χε ξε­κι­νή­σει λί­γο νω­ρί­τε­ρα — στο πρώ­το έτος της Νο­μι­κής, στην Αθή­να. Στα εί­κο­σι χρό­νια που έχουν πε­ρά­σει από τό­τε γρά­φω ποι­ή­μα­τα και ασχο­λού­μαι συ­στη­μα­τι­κά με τη θε­ω­ρία και φι­λο­σο­φία του δι­καί­ου. Από το 2006 που βρέ­θη­κα στη Αγ­γλία για με­τα­πτυ­χια­κές σπου­δές με­λε­τώ όψεις της νο­μι­κής σκέ­ψης και της πα­ρα­γω­γής, ερ­μη­νεί­ας ή εφαρ­μο­γής κα­νό­νων δι­καί­ου — πρώ­τα ως φοι­τη­τής και δι­δα­κτο­ρι­κός ερευ­νη­τής κι έπει­τα ως ερ­γα­ζό­με­νος πα­νε­πι­στη­μια­κός σε μια σει­ρά Βρε­τα­νι­κών πα­νε­πι­στη­μί­ων.
Σκέ­φτο­μαι δυο επι­δρά­σεις που εί­χε αυ­τή η ζωή μου την τε­λευ­ταία δε­κα­πε­ντα­ε­τία πά­νω στη σχέ­ση μου με την ποί­η­ση. Η πρώ­τη έχει να κά­νει με το γε­γο­νός ότι ζω σ’ έναν τό­πο όπου η ομι­λού­με­νη γλώσ­σα δεν εί­ναι η γλώσ­σα στην οποία γρά­φω ποι­ή­μα­τα. Αν δε­χτού­με πως εί­ναι κα­λό η γλώσ­σα της ποί­η­σης να δια­φέ­ρει κά­πως από την κα­θη­με­ρι­νή γλώσ­σα χω­ρίς όμως να εί­ναι λι­γό­τε­ρο φυ­σι­κή από αυ­τήν, θα δού­με πως η ζωή ενός συγ­γρα­φέα ανά­με­σα σε αν­θρώ­πους που δεν μι­λούν τη δι­κή του γλώσ­σα βοη­θά στην καλ­λιέρ­γεια τής ποί­η­σής του. Ο λό­γος εί­ναι πως η γλώσ­σα της ποί­η­σης ενός τέ­τοιου συγ­γρα­φέα δια­φέ­ρει ανα­πό­φευ­κτα από τη γλώσ­σα των κα­θη­με­ρι­νών του δρα­στη­ριο­τή­των αφού οι άν­θρω­ποι που τον πε­ρι­βά­λουν μι­λούν άλ­λη γλώσ­σα. Αυ­τό ισχύ­ει, βέ­βαια, για όσους συ­νε­χί­ζουν να γρά­φουν ποί­η­ση στη μη­τρι­κή τους γλώσ­σα πα­ρό­τι ζουν σε αλ­λό­γλωσ­σους τό­πους, όπως συμ­βαί­νει μ’ εμέ­να. Η δεύ­τε­ρη επί­δρα­ση εί­ναι πιο απλή: ένας πα­νε­πι­στη­μια­κός ξο­δεύ­ει πολ­λές ώρες δου­λεύ­ο­ντας σε βι­βλιο­θή­κες ή σ’ ένα ήσυ­χο γρα­φείο.Έτσι βρί­σκει πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο για διά­βα­σμα και γρά­ψι­μο έχο­ντας συ­νά­μα πρό­σβα­ση σε με­γά­λο εύ­ρος κει­μέ­νων και άλ­λων πη­γών.
Θα σας πω και δυο λό­για για το αντι­κεί­με­νο έρευ­νάς μου και δι­δα­σκα­λί­ας.Κά­ποιες αρε­τές της γλώσ­σας των νο­μι­κών κα­νό­νων εί­ναι και αρε­τές του ποι­η­τι­κού λό­γου, πράγ­μα που κά­νει ορι­σμέ­νους συγ­γρα­φείς με νο­μι­κή παι­δεία να τις επι­ζη­τούν και στην ποί­η­ση. Στέ­κο­μαι σε τρεις από αυ­τές. Η μία εί­ναι η πυ­κνό­τη­τα λό­γου — φρά­σεις επι­γραμ­μα­τι­κές και λέ­ξεις ται­ρια­σμέ­νες με προ­σο­χή ώστε να εί­ναι πλή­ρεις νο­ή­μα­τος. Στον ποι­η­τι­κό λό­γο, πά­ντως, το νό­η­μα μιας λέ­ξης εί­ναι πιο σύν­θε­το από το νό­η­μα της στο σύγ­χρο­νο νο­μι­κό λό­γο για­τί κα­λύ­πτει όχι μό­νο την έν­νοια που απο­δί­δει η λέ­ξη αλ­λά και την ηχη­τι­κή, απει­κο­νι­στι­κή και συ­νειρ­μι­κή της λει­τουρ­γία.
Μια άλ­λη κοι­νή τους αρε­τή εί­ναι η αφαι­ρε­τι­κή έκ­φρα­ση. Εν­νοώ την ποιό­τη­τα κει­μέ­νων φτιαγ­μέ­νων με λέ­ξεις που ανα­φέ­ρο­νται στα πράγ­μα­τα κα­λύ­πτο­ντας ορι­σμέ­να μό­νο από τα γνω­ρί­σμα­τά τους, συ­νή­θως εκεί­να που υπερ­βαί­νουν τις συ­γκυ­ρια­κές πε­ρι­στά­σεις πα­ρου­σί­ας ενός πράγ­μα­τος στον τό­πο και στον χρό­νο. Η αφαι­ρε­τι­κή γρα­φή εί­ναι αν­θε­κτι­κή στο πέ­ρα­σμα των χρό­νων. Επί­σης, κα­τορ­θώ­νει να ανα­φέ­ρε­ται και σε πράγ­μα­τα που δεν κα­το­νο­μά­ζει ή χω­νεύ­ει στο νό­η­μά της πράγ­μα­τα που δεν εί­ναι γνω­στά με ακρί­βεια στον συγ­γρα­φέα την ώρα που γρά­φει. Από εδώ προ­κύ­πτει και μια τρί­τη κοι­νή αρε­τή του ποι­η­τι­κού λό­γου και ορι­σμέ­νων πτυ­χών του νο­μι­κού λό­γου: η ικα­νό­τη­τά τους να μι­λούν απο­σιω­πώ­ντας, να κά­νουν, δη­λα­δή, την απο­σιώ­πη­ση ή τη σιω­πή όχη­μα νο­ή­μα­τος.

Χά­ρης Ψαρ­ράς



«Έχω εκφράσεις διπλές»: Χάρης Ψαρράς, Πατρίτσια Κολαΐτη, Ιωάννα Λιούτσια

Ο Σύνθετος Οργανισμός (Τhe Composite Organism)

Ιδού ένα πα­ρά­δο­ξο: ενώ το καλ­λι­τε­χνι­κό μου έρ­γο έχει επη­ρε­α­στεί ελά­χι­στα από την φι­λο­σο­φι­κή και επι­στη­μο­νι­κή μου ιδιό­τη­τα, η και­νο­το­μία του επι­στη­μο­νι­κού και φι­λο­σο­φι­κού μου Λό­γου, όχι μό­νο αντλεί άμε­σα από την πα­ράλ­λη­λη ιδιό­τη­τά μου ως καλ­λι­τέ­χνη, αλ­λά, ταυ­τό­χρο­να, χρη­σι­μο­ποιεί την ατυ­πι­κη σύν­θε­ση της καλ­λι­τε­χνι­κής με την επι­στη­μο­νι­κή μου ταυ­τό­τη­τα ως εφαλ­τή­ριο για να πι­λο­τα­ρει σε επί­πε­δο διε­θνους κλί­μα­κας ένα νε­ό­κο­πο όρα­μα αμ­φί­δρο­μης επι­δρα­στι­κό­τη­τας ανά­με­σα στις τέ­χνες/αν­θρω­πι­στι­κές σπου­δές από την μια και τις επι­στή­μες απ' την άλ­λη.
Αυ­τό που εδώ και τέσ­σε­ρις δε­κα­ε­τί­ες απο­κα­λού­με "διε­πι­στη­μο­νι­κό­τη­τα ανά­με­σα στις επι­στή­μες και τις τέ­χνες/αν­θρω­πι­στι­κές σπου­δές" στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν εί­ναι πα­ρά μία άνι­ση σχέ­ση μο­νό­δρο­μης κα­τευ­θυ­ντι­κό­τη­τας κα­θώς και μία, συ­χνά, αδέ­ξια και ημι­μα­θής οι­κειο­ποί­η­ση επι­στη­μο­νι­κών θε­ω­ριών από στο­χα­στές του χώ­ρου των τε­χνών και των αν­θρω­πι­στι­κών σπου­δών.
Ένα ση­μα­ντι­κό κομ­μά­τι της με­θο­δο­λο­γι­κής και­νο­το­μί­ας του επι­στη­μο­νι­κού και φι­λο­σο­φι­κού μου έρ­γου εί­ναι ακρι­βώς ότι θέ­τει τα ερεί­σμα­τα για μια πραγ­μα­τι­κή και αμ­φί­δρο­μη διε­πι­στη­μο­νι­κό­τη­τα. Την ίδια στιγ­μή, στοι­χειο­θε­τεί ένα απτό πι­λο­τι­κό πα­ρά­δειγ­μα του πώς οι τέ­χνες και οι αν­θρω­πι­στι­κές σπου­δές μπο­ρούν να συμ­βά­λουν καί­ρια στην δια­μόρ­φω­ση επι­στη­μο­νι­κών θε­ω­ριών και του πώς η διτ­τή ιδιό­τη­τα μου ως καλ­λι­τέ­χνη-επι­στή­μο­να εί­ναι νευ­ραλ­γι­κής ση­μα­σί­ας για το εύ­ρος, την επι­δρα­στι­κό­τη­τα και την θε­ω­ρη­τι­κή ρι­ζο­σπα­στι­κό­τη­τα της επι­στη­μο­νι­κής μου δου­λειάς. Στο αμι­γώς επι­στη­μο­λο­γι­κό κομ­μά­τι της θε­ω­ρη­τι­κής μου δρα­στη­ριό­τη­τας οι πα­ρα­πά­νω δια­πι­στώ­σεις χρη­σι­μο­ποιού­νται ως χει­ρο­πια­στά επι­χει­ρή­μα­τα υπέρ νέ­ων μορ­φών συ­νέρ­γειας ανά­με­σα σε επι­στή­μο­νες, θε­ω­ρη­τι­κούς και καλ­λι­τέ­χνες, αλ­λά και ως επι­χει­ρή­μα­τα υπέρ μιας δρα­στι­κής ανα­διάρ­θρω­σης σε διε­θνή κλί­μα­κα του πε­ριε­χο­μέ­νου και της σκο­πο­θε­σί­ας της τρέ­χου­σας δι­δα­κτέ­ας ύλης στην ανώ­τα­τη εκ­παί­δευ­ση (τό­σο στον χώ­ρο των επι­στη­μών όσο και σε αυ­τόν των τε­χνών και των αν­θρω­πι­στι­κών σπου­δών): απώ­τε­ρος στό­χος αυ­τών των ανα­διαρ­θρώ­σε­ων πρέ­πει να εί­ναι η δη­μιουρ­γία των τε­χνι­κών προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων για αμ­φί­δρο­μη διε­πι­στη­μο­νι­κό­τη­τα και ως εκ τού­του, των προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων για μία βελ­τι­στο­ποι­η­μέ­νη Επι­στή­μη μέ­σα από την ενερ­γό συμ­βο­λή σε αυ­τήν των θε­ω­ρη­τι­κών και των καλ­λι­τε­χνών.
Οι πα­ρα­πά­νω θέ­σεις μου ως καλ­λι­τέ­χνη-επι­στή­μο­να υλο­ποιού­νται στις υπό έκ­δο­ση φι­λο­σο­φι­κές πραγ­μα­τεί­ες μου Literature and Art as Cognitive Objects (Cambridge University Press 2023) και Τhe Composite Organism (Cambridge University Press 2026) κα­θώς και σε έναν τε­τρα­ε­τή ορί­ζο­ντα διε­θνών διε­πι­στη­μο­νι­κών συ­νερ­γα­σιών από το 2023 και εξής με επι­στή­μο­νες, καλ­λι­τέ­χνες και ερευ­νη­τι­κά κέ­ντρα πρώ­της γραμ­μής με τί­τλο ερ­γα­σί­ας "Ο Σύν­θε­τος Ορ­γα­νι­σμός"/ "Τhe Composite Organism". Αυ­τό το τε­λευ­ταίο, εάν τε­λι­κά δεν απο­φα­σί­σω να εγκα­τα­λεί­ψω εντε­λώς τα ακα­δη­μαϊ­κά και να ανοί­ξω ένα bistrot να φτιά­χνω με­ζε­δά­κια...

Πα­τρί­τσια Κο­λα­ΐ­τη



«Έχω εκφράσεις διπλές»: Χάρης Ψαρράς, Πατρίτσια Κολαΐτη, Ιωάννα Λιούτσια

Πώς τα ποιήματα μού 'δειξαν τον δρόμο

Ας ξε­κι­νή­σω με μία ερώ­τη­ση που όλοι κά­νου­με ή/και δε­χό­μα­στε όταν συ­στη­νό­μα­στε σε κά­ποιον. «Εσύ με τι ασχο­λεί­σαι;» Εγώ, λοι­πόν, ασχο­λού­μαι με το θέ­α­τρο – με διά­φο­ρους τρό­πους: ηθο­ποιός, σκη­νο­θέ­της, συγ­γρα­φέ­ας, θε­α­τρο­παι­δα­γω­γός· ασχο­λού­μαι, επί­σης, με την περ­φόρ­μανς – πρα­κτι­κά και θε­ω­ρη­τι­κά, μια που απο­τε­λεί το αντι­κεί­με­νο της έρευ­νας που εκ­πο­νώ στο πλαί­σιο της δι­δα­κτο­ρι­κής μου δια­τρι­βής· και, τέ­λος, με την ποί­η­ση.
Συ­χνά ακο­λου­θεί μια, ακα­τα­νό­η­τη για εμέ­να, ερώ­τη­ση: «ναι, αλ­λά ποιο προ­τι­μάς πε­ρισ­σό­τε­ρο;». Κα­νέ­να. Κα­νέ­να, για­τί κά­θε τι που θέ­λω να πω έχει τον δι­κό του τρό­πο έκ­φρα­σης, το δι­κό του μέ­σο, τη δι­κή του γλώσ­σα. Κι ακό­μη, η απά­ντη­ση εί­ναι «κα­νέ­να», για­τί τα νιώ­θω μέ­σα μου αξε­διά­λυ­τα, τα νιώ­θω ως συ­γκοι­νω­νού­ντα δο­χεία που το ένα τρο­φο­δο­τεί το άλ­λο και, αν δεν συ­νυ­πάρ­χουν όλα μα­ζί, δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει κα­νέ­να από μό­νο του. Ίσως τα πα­ρα­πά­νω να δια­βά­ζο­νται ως κλι­σέ εκ­φρά­σεις, γι’ αυ­τό σπεύ­δω να δώ­σω με­ρι­κά συ­γκε­κρι­μέ­να πα­ρα­δείγ­μα­τα.
Εί­θι­σται να ζη­τεί­ται από τους δη­μιουρ­γούς ένα σύ­ντο­μο artisticstatement (καλ­λι­τε­χνι­κή δή­λω­ση), με το οποίο πα­ρου­σιά­ζουν τον τρό­πο σκέ­ψης τους, τις θε­μα­τι­κές με τις οποί­ες κα­τα­πιά­νο­νται στα έρ­γα τους και τον τρό­πο με τον οποίο δου­λεύ­ουν. Στη δι­κή μου καλ­λι­τε­χνι­κή δή­λω­ση τα τε­λευ­ταία χρό­νια δε­σπό­ζει ένας, βα­ρύς σαν άγκυ­ρα για εμέ­να, στί­χος του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη: «Όρ­θιοι και μό­νοι μες στη φο­βε­ρή ερη­μία του πλή­θους» («Μι­λώ»). Άλ­λο­τε, πά­λι, δί­νω ονό­μα­τα σε πα­ρα­στά­σεις (π.χ. «Θρυμ­μα­τι­σμέ­νη Ανά­μνη­ση») πα­ρα­φρά­ζο­ντας τους ποι­η­τές:

Μα όταν μες στη θρυμ­μα­τι­σμέ­νη θύ­μη­ση ανα­δεύω
ερεί­πια, βρί­σκω από­κρι­ση βα­θιά, για­τί τα μάρ­μα­ρα
κι οι πέ­τρες κι η ιστο­ρία μέ­νουν για να θυ­μί­ζουν
το πέ­ρα­σμά σου ανά­με­σα στην ομορ­φιά – από­κρι­ση
για όσα πε­ρι­μέ­νω και δεν πή­ρα.

(Νί­κος-Αλέ­ξης Ασλά­νο­γλου, «Ερεί­πια της Παλ­μύ­ρας»)

Άλ­λες φο­ρές πά­λι με­τα­φέ­ρω στί­χους αυ­τού­σιους ως το μό­νο στοι­χείο λό­γου που μπο­ρεί να συ­νο­δεύ­σει μια περ­φόρ­μανς (π.χ. το ανέκ­δο­το ποί­η­μά μου «Τι (δεν) εί­ναι μια γυ­ναί­κα», που απο­τε­λεί μέ­ρος της περ­φόρ­μανς Κά­θε μέ­ρα εί­ναι μέ­ρα της γυ­ναί­κας). Ακό­μη, όμως, και κα­τά την κρι­τι­κή ανά­λυ­ση και σύν­θε­ση των επι­μέ­ρους θε­μά­των που σχε­τί­ζο­νται με το θέ­μα του δι­δα­κτο­ρι­κού μου, δη­λα­δή τις πο­λι­τι­κές περ­φόρ­μανς στα Βαλ­κά­νια, η ποί­η­ση με βοη­θά να σκε­φτώ outofthebox, να ανα­γνω­ρί­σω τους συμ­βο­λι­σμούς πί­σω από τις δρά­σεις των καλ­λι­τε­χνών, κα­θι­στώ­ντας την ερ­γα­σία μου πε­ρισ­σό­τε­ρο δη­μιουρ­γι­κή και εύ­φο­ρη.
Από την άλ­λη, η ενα­σχό­λη­σή μου με τις πα­ρα­στα­τι­κές τέ­χνες έχει επη­ρε­ά­σει σα­φώς και το πε­ριε­χό­με­νο των ποι­η­μά­των μου, βλ. τα ποι­ή­μα­τα «Ιβάν Πε­τρό­βιτς» και «Κα­μιά Ελ­πί­δα». Πα­ράλ­λη­λα, έχει απο­τε­λέ­σει κοι­τί­δα έμπνευ­σης για τον τί­τλο της τε­λευ­ταί­ας μου ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής Ανοι­χτά φω­νή­ε­ντα και δα­γκω­μέ­να σύμ­φω­να. Η φρά­ση αυ­τή δεν εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά μία συ­νη­θι­σμέ­νη οδη­γία που δί­νε­ται σε μα­θή­μα­τα ορ­θο­φω­νί­ας. Με­τα­φέ­ρο­ντάς την, όμως, σε άλ­λο πλαί­σιο το νό­η­μα της με­τα­βάλ­λε­ται και οι δυ­να­τό­τη­τες ερ­μη­νεί­ας ανοί­γο­νται μπρο­στά μας απε­ριό­ρι­στες.
Αυ­τό ακρι­βώς εί­ναι που κα­τα­φέρ­νει η ποί­η­ση, αλ­λά και οι πα­ρα­στα­τι­κές τέ­χνες, εισ­ρέ­ο­ντας στις ακα­δη­μαϊ­κές μου σπου­δές και το αντί­στρο­φο. Να ανα­νε­ώ­νω πά­ντα το βλέμ­μα μου απέ­να­ντι στα πράγ­μα­τα, να προ­σπα­θώ να τα ορί­σω εκ νέ­ου με όσο το δυ­να­τόν με­γα­λύ­τε­ρη ακρί­βεια, να μη θε­ω­ρώ τί­πο­τα δε­δο­μέ­νο και αναμ­φι­σβή­τη­το. Να ψά­χνω, να με­λε­τάω, να γρά­φω.

Ιω­άν­να Λιού­τσια

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: