Αύγουστος κι εσύ ο Μίδας
τρως κάτι;
πίνεις;
ουίσκι τσίπουρο κρασί;
θα βγω στον κήπο και θα συλλέξω
τα κορίτσια που αγαπήθηκες
θα μπω στα εργοστάσια της ποίησης
και θα αποσυνδέσω όλες τις μηχανές
θα ανιχνεύσω τα ίχνη σου
στην υδρόγειο του κορμιού τους
και στα γρανάζια κάθε μηχανής που άγγιξες
θα χαρτογραφήσω όλα σου τα περάσματα
θα καταγράψω τα κατακρεουργημένα μέλη
τις τρύπες από βίδες που ξεχάστηκαν
θα δημιουργήσω το εκμαγείο των χαδιών σου
Αύγουστος κι εσύ ο Μίδας
τρως κάτι;
πίνεις;
ουίσκι τσίπουρο κρασί;
υπάρχεις η είσαι κατασκευή
ένα αγαστό παιχνίδι λέξεων
θα κοιτάξω το φλιτζάνι του καφέ
να βρω το χρώμα των ματιών σου
θα αναζητήσω στα νεκροτομεία της πόλης
το κορμί σου να το συναρμολογήσω
πριν θαφτεί ολόκληρο κάτω από τόνους λέξεων
και κανένας δεν μάθει τίποτα για αυτό
Αύγουστος κι εσύ ο Μίδας
τρως κάτι;
πίνεις;
ουίσκι τσίπουρο κρασί;
ας ήσουν το παιδί του συνεργείου
που του γελάω και μου γελάει κάθε πρωί
κάθε φορά που θα σε άγγιζαν τα χέρια μου
θα σηκωνόταν αέρας από τη γη
και θα σκόρπιζε όλα τα ποιήματα
που δεν έχουν σμιλευθεί σε σάρκα
η ποίηση θα ήταν μια παρωχημένη μηχανή
της βιομηχανικής εποχής
θα βρισκόμασταν σε παλιά
εγκαταλειμμένα εργοστάσια ποιημάτων
θα σε μετρούσα με την γλώσσα μου
με τις παλάμες και τα πέλματα
άνεμος που ανακατώνει τα μαλλιά σου
βροχή που δέρνει το κορμί μου ρούχο
κρεμασμένο στο σύρμα πλάι πλάι με το δικό σου
φύλλο από μαθητικό τετράδιο
που το ‘χει αρπάξει ανεμοστρόβιλος και το χτυπάει
ποτάμι που καβαλίκεψα και εκείνο αφηνιάζει
οροσειρά που δρασκελίζω από την δύση στην ανατολή
ο ταχυδρόμος που αφήνει τα γράμματα
σύννεφο που το διαπερνάω εγκάρσια
όπως ο σουγιάς το μήλο χωρίς να λιώσουν τα φτερά μου
και πες μου κάτι
γιατί θέλω να σε φωνάξω μαμά;
ποιος ουρανός σε βάφτισε
και συντελέστηκε στο έσω ξωκκλήσι
ετούτο το μυστήριο