Μιλάμε για μία ωραία γυναίκα και αυτό που λέμε δεν είναι απλό, γιατί το ωραία έχει όρια. Το πρώτο είναι ότι εξακολουθούμε να είμαστε αφηγήτριες. Και όσα μάθαμε από τη Γαλανάκη για την ζωή των γυναικών και από τον Εγγονόπουλο για το ωραία και από τον Ναμπόκοφ για το γράψιμο όλα οριοθετούν. Το δεύτερο ότι δεν καιγόμαστε τόσο πολύ να πούμε αυτά που θέλουμε. Ούτε να γράψουμε κανένα ρητορικό λόγο. Έτσι το ωραία κρατάει μία ιδιότητα στον συγκεκριμένο μας λόγο που αφορά αποκλειστικά την Μπόνα που η τύχη της έφερε να μοιράζεται τη ζωή της με μία γυναίκα με άνοια αλλά και δύσκολο χαρακτήρα.
Η ωραιότητα δεν είναι ακριβώς του ονόματος ούτε των χαρτιών αλλά μάλλον της ύπαρξης. Ότι υπάρχει κοντά στην γριά. Που γριά δεν ήταν αυτό που θεωρούσαμε εμείς, αλλά αυτό που τώρα ήταν γριά, εκείνη μόνο που καλούσε το όνομα Μπόνα.
Αυτή που απαντούσε στο κάλεσμα ερχόταν και έφευγε κάθε μέρα όπως τα γεύματα και το βράδυ καθόταν μαζί στα παγκάκια. Η σχέση αυτή είναι κοινή, η ωραία και η γριά, ποια φυλάει την άλλη, κάνουνε άλλα είδη, ας πούμε από την Αναγέννηση μέχρι τις μέρες μας. Θα μπορούσε να ήταν και ένα απλό ρωσικό παραμύθι: η κακιά μάνα και η κόρη που κρύβεται και εξουθενώνεται μέχρι τον φόνο.
Πες ότι όλα αυτά δεν τα λέγαμε.
Και οι μέρες περνούσαν.
Και η ωραία δεν ήταν μία απ’ αυτές που ξέραμε, που θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς και θα έπρεπε. Αντί για μας ήταν η Μπόνα. Σιωπή στην ακοή της στα δάκρυα της γριάς που μαζεύτηκαν.
Όλα αυτά μπορεί και να μην τα λέγαμε.
Αλλά η ωραιότητα μόνο πώς λέγεται;
Ένα όμορφο άλογο που φυλάει τον αναβάτη του μαρμαρωμένο. Μία ωραία αράχνη από άλλο υλικό που φυλάει το παιδί της. Ένα διακοσμητικό πρόσωπο ή πράγμα που αποτελεί δεύτερο πρόσωπο της εικόνας, ενώ κυριαρχεί με την λευκή της σάρκα στο ανάκλιντρο η γριά.
Κι αν ακούσω τα λόγια του φύλακα η γριά θα ’πρεπε να ήταν εδώ και όχι να έφευγε στο χαμένο μυαλό της.
Αυτή η γριά, όπως είχαμε πει στην Χιλιάδα που την αποχαιρετίσαμε χωρίς να είναι αυτοβιογραφία, είχε μείνει εκεί και δεν ήρθε να την φυλάει. Γι’ αυτό είπαμε στην Μπόνα να κοιτάει απ’ το μπαλκόνι του πύργου της μήπως και φύγει η κόρη, ζωντανή ή νεκρή.
Αντικειμενικά, ακόμη κι αν λέμε πως έχουμε αφήγηση, αυτή την στιγμή πέρασαν από μπροστά σας δύο κόρες και δύο γριές. Αυτό δεν αλλάζει ακόμη κι αν αντιστοιχίσουμε τα ζεύγη, ότι όλα καταλήγουν σε ένα.
Η δε ομορφιά, που υπάρχει ακόμη στις φωτογραφίες που σας έστειλα, δεν θα χαθεί ποτέ. Γιατί αναφέρεται στην ίδια την ύπαρξη.