Εικόνες από έναν επιπλέοντα κόσμο

«Στιγμιαίος Παράδεισος» της Πολωνής ζωγράφου Julita Malinowska
«Στιγμιαίος Παράδεισος» της Πολωνής ζωγράφου Julita Malinowska

Άβατοι τόποι

Δίνουμε σημασία σ’ όσους μας αποστρέφονται,
για να πληρώσουμε το τίμημα,
μήπως και μάθουμε να οπισθοχωρούμε,
μήπως διδαχθούμε πως ο άλλος δεν είναι η ευτυχία μας
αλλά υποχώρηση σε αδιέξοδα υπόγεια,
σε δεξαμενές ρηχού νερού με χορταριασμένες όχθες,
όπου καμία λυχνία δεν λάμπει.

Επιζητούμε συμπάθεια από αδιάφορους
κι απ’ όσους έχουν μάθει να στέκονται πάντα
σε μια πόρτα υποδοχής
με καλοπιάσματα και χαμόγελα,
για να γίνουν αρεστοί κι αποδεκτοί από μια παρέα
αλυσίδας σχέσεων που αποσύρεται στο ίδιο μπαλκόνι
για να θαυμάσει τη θέα της πόλης,
όπου τα φώτα πέφτουν
πάνω σε λακέδες της φήμης.

Δίνουμε αξία σε οξειδωμένα σκαριά πλοίων,
που στέκονται γερμένα χρόνια τώρα
στην άμμο της λίμνης Αράλης
(στις σκιές τους τα καλοκαίρια καταφεύγουν καμήλες),
από την εποχή που αποσύρθηκαν τα νερά
και φάνηκε ο βυθός της έρημος,
για ν’ απλωθεί στο εξής δεκάδες χιλιόμετρα,
πότε θερμή και πότε παγωμένη
η ανάσα της στέπας.

Τόκιο

Στα πόδια σου κατέθεσα τη ζωή μου,
μέσα στη σκιά των ανθισμένων κερασιών
σε μεγάλο κήπο του Τόκιο,
όπου γεννήθηκε τότε η αγάπη μας
εξαιτίας ενός αστείου.

Τώρα, από τόσο μακριά,
καθώς αγναντεύω τον πόνο που διαχέεται
στα βάθη μιας θάλασσας,
νιώθω να μην έχει χαθεί εκείνη η θαλπωρή,
που μας ένωνε και που μας διέλυε συγχρόνως.

Προτιμήσαμε το σκόρπισμα,
σαν να ξέραμε πως σύντομα
η στοργή θα γινόταν λόγχη
που θα μας κάρφωνε στο στήθος.



Υπερσιβηρικός

Για παιδιά θα έχω στο εξής τ’ αδέσποτα,
τα όρη για γονείς,
για συντρόφους τα βιβλία,
που βρήκα κάποτε τυχαία στην εξοχή,
λίγο πριν τους αβαθείς βάλτους.

Μαγευτικές ομορφιές κρύβουν τ’ αθέατα δάση.

Για χρόνια εσένα είχα εικόνα μου και φως,
μα το σκοτάδι έπεσε ατέλειωτο,
καθώς το τρένο έμπαινε
στο μεγαλοπρεπές Αικατερίνεμπουργκ
με τους ολόχρυσους τρούλους των εκκλησιών,
μίλια μακριά από το Βλαδιβοστόκ.

Κι έμεινε η φωνή του σαμάνου
να με καλεί στο παγωμένο σούρουπο.



Κοδάρ

Είμαι σκηνίτης του χειμάρρου Κοδάρ.

Τα πετεινά του ουρανού
απ’ τις παλάμες μου τρέφονται
κι εγώ με τη στοργή τους δυναμώνω.

Τα δάκρυα της βροχής γίνονται
συχνά ένα με τα δικά μου.

Τις ολόφωτες μέρες που τους καλεί ο ήλιος,
πετάνε ως τις άκρες του ουρανού.

Τις παγωμένες νύχτες κουρνιάζουν
γύρω από τη φωτιά που ανάβω για να ξεχάσω
τη ζωή μου στην πόλη.
Μου μιλούν με γουργουρητά,
ίδια με το αναφιλητό του λαβωμένου κύκνου,
καθώς γλιστρά στην επιφάνεια του νερού
για το βασίλειο του θανάτου.

Κάτω από την επιφάνεια

Δεν έχουμε αγάπη.

Κάθε μέρα χαρίζουμε απλόχερα
εμπάθεια σε όσους καλοπροαίρετα
μας πρόσφεραν λίγες στιγμές κατανόησης,
στοργής και καλοσύνης,
στο απέραντο βασίλειο της ερήμου Γκόμπι,
με τα πουλιά να ψάχνουν ακόμα
στα ξερά φαράγγια και στις σχισμές των βράχων
για τροφή και νερό.

Είμαστε το ίδιο το σκοτάδι που ενδύεται ξανά
το ίδιο φαιό, τριμμένο ρούχο
για να κρυφτεί υπό τον ήλιο.

Το μόνο που μάθαμε με τα χρόνια
είναι να γνέφουμε από μακριά
στο καραβάνι που μας προσπερνάει,
έχοντας για σταθερό προορισμό
την πόλη που μας απέρριψε.



Χωρίς

Είμαστε μόνοι κι ας είμαστε μαζί.

Χωριστά αφήνουμε πίσω μας τις μεγάλες πολιτείες,
στις απέραντες ερήμους βουλιάζουμε μαζί,
στις οάσεις όμως ελπίζουμε ν’ ανταμώσουμε αυτόν
που θα μας αλλάξει για πάντα τη ζωή.
Θα βαδίζει δίπλα μας με το βλέμμα
στυλωμένο στον ορίζοντα και με τα χέρια
αφημένα πάνω στους γερτούς μας ώμους.

Μη θλίβεσαι αν έχω άλλον στο μυαλό μου.
Έτσι κι αλλιώς, μια οπτασία ανέγγιχτη είναι.
Ζούμε μαζί κι ο αποχωρισμός μας θα γίνει,
όταν με παρασύρει κάποτε ο ποταμός της λήθης,
κι εσύ μείνεις πίσω με το νέο, αγαπημένο πρόσωπο,
που έκρυβες για χάρη του ένα ναό στο στήθος,
προσφέροντάς του δώρα φτηνά κι ανούσια,
χωρίς να γνωρίζω τίποτε, μήτε εσύ για μένα,
υποταγμένο κάποτε ολόκληρος στη σαγήνη σου.

Είμαστε μαζί, αλλά ζούμε χωριστά.

Διαφορετικά όνειρα μας καθορίζουν και άνθρωποι.
Ο νους μας δεν επιστρέφει ποτέ στο ίδιο σπίτι,
όπου η ανία της ζωής σαλεύει στα δωμάτια.
Στα γυαλισμένα έπιπλα είδες απόψε το πρόσωπό μου –
ίσως να είμαι αυτός που στέκεται ακόμη πλάι σ’ ένα δέντρο
γυμνό από φύλλα με τον άνεμο να παραδέρνει
ξερά κλαδιά και άσπρη σκόνη.

Ζω μονάχος, αλλά έχω εσένα πάντα στο μυαλό μου,
εσένα που με συντροφεύεις στη ζωή.
Με σένα κοιμάμαι και με σένα ξυπνώ.
Ένα αδύνατο χέρι σφίγγω καθημερινά,
έτοιμο να ακρωτηριαστεί και να σαπίσει.

Είμαστε μόνοι κι ας είμαστε μαζί.

Είμαι διαρκώς μαζί σου κι ας βαδίζουμε αλλού,
σε άλλο κήπο, σε άγνωστη θάλασσα, σε πλαγιά ξένη,
όπου ανεβαίνουν δρασκελώντας άγρια άλογα
με τις κυματιστές τους χαίτες.
Κάθε φορά που στέκονται για να πάρουν ανάσα,
στρέφουν και κοιτάζουν, σαστισμένα κάπως,
τις παρουσίες μας και τη σκιά που χαίνει ανάμεσά μας,
πάνω σε κοίτη ανάγλυφη και ξερή.



Αυλές και σαλόνια

Τους θερινούς μήνες,
καταξιωμένοι ποιητές,
ζώντες και νεκροί,
μαζεύονται κάτω απ’ την τέντα της αυλής,
αφήνοντας λίγο απ’ το περίσσευμά τους
στο παιδικό μου καπέλο.

Διαβάτη, μην μας προσπερνάς.

Γι’ αυτούς έστρωσα το καλύτερο εργόχειρο
στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού
που έχουμε για τους επισήμους.



Λεωφόρος Νίκης

Αφόρητος ο εγκλεισμός μου, Κύριε.

Μένουν οι παλιές, ελάχιστες εκείνες μέρες,
οι ανέμελες, που την ερημιά συντρόφευε
η λιακάδα της πλατείας, οι άγνωστοι άνθρωποι,
τα παγκάκια με τα ζευγάρια,
η Λεωφόρος Νίκης, το κυμάτισμα της θάλασσας,
κι όλοι οι πεζοί μόνοι και σκυφτοί
να βαδίζουν προς τον Λευκό Πύργο,
σαν να ζητούσαν εν ειρήνη την ειρκτή,
κι εσύ πάντα να λάμπεις μέσα μου,
πάνω στα λόγια των άλλων να σημαίνεις,
στους ψιθύρους πάντα να βρίσκεσαι,
στα νυχτερινά μουρμουρίσματα,
τα πληκτικά πρωινά να τέμνεις,
αλλά για σε ανταμώσω τυχαία
στα γνωστά στέκια, ή να σε ακούσω έστω,
μέσα από την τηλεφωνική γραμμή
την άμεση, αλλά τη διαχωριστική,
που ενώνει προσωρινά, εμένα,
(ένα βήμα ατελές, συγκρουόμενο,
λικνιστό κι ετοιμόρροπο
βλέμμα θαμπό αλλά τόσο βουρκωμένο),
με σένα,
ούτε συζήτηση.

[ Από την ομότιτλη ανέκδοτη συλλογή ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: