Οι δρόμοι ξεγεννούν τοπία
Τοπία ξένα πέτρες αλλιώτικες
Η ελπίδα σιδερώνεται στις ανηφόρες
Στις κατηφόρες ξινό το γάλα και δεν πίνεται
Οι συκοφαντίες περιέχουν πολύ λίπος
Βρέφη θηλάζουν αλάτι από τα δάκρυα
Των μανάδων τους
Μυρίζει ο ουρανός φτερά που καίγονται
Οι φωνές, οι φωνές...
Άκου!
Η προσφυγιά είναι βαρύ ταμπάκο
Όλοι είναι οι άμαθοι, ξερνούν τα σωθικά τους
Ράβουν τα κλάματα σε σημαία χωμάτινη
Καθώς το μέλλον άβατο
Το παρελθόν δεμένο με σκοινιά στο μαξιλάρι
Και η πυξίδα κολλημένη στο παρόν σαν αμαρτία.
─ Κι αδράχτι στον εφιάλτη πουθενά
να τρυπηθούν, να κοιμηθούν
και να ξυπνήσουν εκατό χρόνια μετά
με οστά ξεκούραστα και μια κοιλάδα φεγγάρι
ν' αχνίζει κάτω από τη δροσερή τους αμασχάλη─
Κι όταν κάποτε ανεπαίσθητα
Ξεσφίγγεται η κλωστή που τους κρατά
Από της μοίρας την σκουριά σινδόνη
Με το βρόντο τού ανθρώπου που λυγίζει
Σπαράζουν για το υπέρμαχο φως.
Για τίποτ’ άλλο.