Εσείς πού ακριβώς μένετε;
[Κάθισε στην άλλη άκρη του δωματίου, μακριά από το τζάκι, και ξεκίνησε μια χαμηλόφωνη αφήγηση.
– Ήταν πολύ πρωί. Μόλις άρχισαν να φαίνονται δειλά δειλά οι πρώτες αχτίνες του ήλιου. Ένα μαγικό σύννεφο, υφαντό από χρυσαφένιες ίνες, στόλιζε τον ουρανό.
Η κατακραυγή από την άλλη πλευρά ήταν ομόφωνη.
– Έλα τώρα, σταμάτα, δεν σου ταιριάζει. Σκέψου την πορεία σου. Ποιος θα σε πάρει στα σοβαρά;]
Είχε αγοράσει τον δεύτερο όροφο μικρής τριώροφης οικοδομής, σε μια μικροαστική γειτονιά στις παρυφές του Λονδίνου. Τόσο έφταναν οι οικονομίες της. Δεν ήταν εποχές για δάνεια. Εξάλλου, τους αγαπούσε αυτούς τους ανθρώπους, που πάλευαν για να ζήσουν και διάβαζαν την εφημερίδα τους∙ κάπου κάπου και κανένα βιβλίο, γιατί το ήθελαν, όχι από σνομπισμό.
Αυτοί όμως την αγαπούσαν; Μια νέα γυναίκα, μόνη, που διάβαζε κι έγραφε όλη μέρα; Δούλευε, έλεγαν, σε εφημερίδα. Σε ποια; Δεν τόλμησαν να τη ρωτήσουν. Άκου σε εφημερίδα. Πάντως, όχι στην Guardian! Και όμως εκεί έγραφε. Έπρεπε να το είχαν φανταστεί ή κάποιος να είχε δει το όνομά της. Ή μήπως δεν διάβαζαν εφημερίδα;
Γύρισε αργά σπίτι, ωστόσο, δεν γινόταν να ξεκουραστεί. Την περίμενε το άρθρο της επόμενης μέρας. Είχε περπατήσει στις φτωχικές γειτονιές του Λονδίνου και είχε θαυμάσει την αξιοπρέπεια των απλών ανθρώπων. Κάτι έπρεπε να γράψει.
Δεν πρόλαβε να καθίσει στον υπολογιστή της και άκουσε έναν τραγελαφικό καβγά, που θύμιζε εποχές πάλης των φύλων, να κατεβαίνει με ορμή από τον επάνω όροφο. Η γυναίκα τον κατηγορούσε ότι ήταν σκλάβα του και ο άντρας κάγχαζε: Το μόνο που προσφέρει στο σπίτι είναι να βάζει ένα πλυντήριο και αυτό μετά τα μεσάνυχτα. Έφυγε από το γραφείο, πήγε στο σαλόνι να μην ακούει άλλο. Έγραφε σε χαρτί να μη χάνει το χρόνο της. Σκεφτόταν πως ήρθε η ώρα για ένα μικρό λάπτοπ, μόλις θα περίσσευαν χρήματα. Μάζεψε το μολύβι και τα χαρτιά και πήγε ξανά στο γραφείο να περάσει τις σκέψεις της στον υπολογιστή. Εκεί ακούστηκε το κλείσιμο της φιλονικίας –που διήρκεσε προφανώς όλη αυτή την ώρα, τρία τσιγάρα, αν κάπνιζε, τρεις μεγάλες σελίδες γραμμένες στο χέρι–, ένα τρανταχτό «φεύγω» από το στόμα του κυρίου. Αναρωτιόταν τι να το προκάλεσε, αλλά βιαζόταν να προλάβει να αντιγράψει το άρθρο. Είχε πολύ καιρό να δουλέψει τόσο παλιομοδίτικα.
Ένιωθε συμπόνια για τη γυναίκα.
Το βράδυ, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ενώ κοιμόταν ήρεμα, κατάλαβε τι θα πει πλυντήριο σε μεταμεσονύκτιες ώρες. Η κάθε κίνηση ακουγόταν σαν βόμβα μέσα στην απόλυτη ησυχία. Σκέφτηκε να καλέσει την αστυνομία, αλλά δεν ήθελε να αρχίσει άσχημα στο νέο της περιβάλλον. Και τότε ακούστηκε η στεντόρεια φωνή τού άντρα.
– Ούτε ένα ρούχο δεν ξέρεις να πλένεις.
Τι έγινε; Το «φεύγω» ήταν μεταφορικός λόγος; Τι να ήθελε άραγε να πει; Αυτός έβαζε τελικά το πλυντήριο;
Την επομένη το απόγευμα ήρθαν οι φίλες της με χαριτωμένα δωράκια και χαμόγελα να της ευχηθούν καλή διαμονή. Και τότε άρχισε ένας νέος ομηρικός καβγάς. Δεν είχε όμως άλλο χώρο να πάει με την παρέα της. Ρώτησε, λοιπόν: Γιατί φωνάζουν τόσο δυνατά; Ας κάνουμε, πρότεινε, ένα τεστ πολλαπλών επιλογών. Και άρχισαν η μία μετά την άλλη τις εικασίες:
– Είναι βαρήκοοι.
– Δεν αντιλαμβάνονται πόσο ενοχλούν.
– Δεν νοιάζονται καθόλου για το συνάνθρωπό τους.
– Είναι ένας τρόπος να διώξουν τη νέα ένοικο.
Το συζήτησαν, συμφώνησαν ότι πιο πιθανή ήταν η τρίτη απάντηση, αν και δεν άκουγαν η μία την άλλη από τον τρομερό θόρυβο του επάνω ορόφου.
Την άλλη μέρα πρωί πρωί συνάντησε για πρώτη φορά την κυρία στη σκάλα, καθώς έφευγαν και οι δύο συμπτωματικά την ίδια ώρα. Ή μήπως δεν ήταν σύμπτωση; Είδε μια νέα γυναίκα, δικής της ηλικίας. Προσπάθησε να μάθει τι συμβαίνει. Και δεν ήξερε γιατί, αλλά δεν ξαφνιάστηκε καθόλου όταν την πληροφόρησε ότι αυτή και ο σύντροφός της δεν έχουν πλυντήριο, δεν μαλώνουν ποτέ, κοιμούνται πάντα νωρίς το βράδυ και δεν έκαναν χθες, οποιαδήποτε ώρα, κανέναν απολύτως θόρυβο.
Μήπως δεν υπήρχε καν σύντροφος;
[Δεν ξέρω ποιος σε πήρε στα σοβαρά. Ξύπνα, κοπέλα μου. Αν ρωτούσες την πριγκιπέσσα ποιος μένει στον δεύτερο όροφο, θα σου απαντούσε:
– Πάντως όχι εμείς. Και ούτε νομίζω να υπήρξε ποτέ Βρετανός υπήκοος στους χαμηλούς ορόφους. Εσείς πού ακριβώς μένετε;]
Η γοητεία της θνητότητας
Έτρεχαν όλοι να ξεφύγουν από το Χάρο. Κι εκείνη γελούσε.
– Τι γελάς; Ρώτησε ένας περαστικός, με μεγάλη απορία. Κι έτρεξε αμέσως να κρυφτεί. Μήπως ο άχαρος άνδρας, κατά λάθος, πάρει εκείνον. Λες και γίνονται τέτοια λάθη. Στη δεξιά παλάμη του είναι χαραγμένο το όνομα του υποψήφιου μετανάστη.
– Το γέλιο, φίλε, είναι προσευχή, η μόνη οδός να κερδίσεις το Χάρο. Γελάς γιατί ξέρεις πως είσαι θνητός. Η αυτογνωσία σου τον τρομάζει. Θανάτω θάνατον πατήσας, σκέφτεται και τρέμει πιο πολύ από εσένα. Χα! Χα! Χα! Γελάει καλύτερα όποιος προλάβει να γελάσει.