Ελένα ή Η θάλασσα του καλοκαιριού

Βλ. την εισαγωγή εδώ


Η Ελένα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 2005 από τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, του φίλου Γιάννη Νικολόπουλου (έκδοση που ακόμη βρίσκεται στην αγορά). Είναι, μαζί με τα Τυφλά ηλιοτρόπια του Αλμπέρτο Μέντεθ, οι μοναδικές μεταφράσεις μου στις οποίες, κατά καιρούς, επανέρχομαι και τις διαβάζω, γιατί πρόκειται για δύο μυθιστορήματα που με συγκινούν αφάνταστα. Κάποια στιγμή, το 2020, ένιωσα ότι η Ελένα χρειαζόταν αναμετάφραση, μια καινούργια απόδοση, 15 χρόνια μετά από την πρώτη εμφάνισή της στα ελληνικά. Την «έπιασα», λοιπόν, από την αρχή και, με τη καθοριστική συνδρομή της δεινής αναγνώστριας Όλγας Αναστασιάδου, κατέληξα σε αυτή την αναθεωρημένη εκδοχή
που θα διαβάσετε σε συνέχειες από τον Χάρτη.



Ελένα ή Η θάλασσα του καλοκαιριού



Π   Ε   Ρ   Ι   Ε   Χ  Ο   Μ   Ε   Ν   Α

Ι
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
1. Γεύμα στον κήπο ≈  2. Στην παραλία  ≈  3. Μια νύχτα

ΙΙ
ΧΕΙΜΩΝΑΣ
1. Χαρά Θεού

ΙΙΙ
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΞΑΝΑ
1. Ένα πρωινό  ≈   2. Στο δάσος  ≈  3. Απόγευμα και δειλινό


Νicanor Ρinole, «Παραλία»
Νicanor Ρinole, «Παραλία»



Για σένα το πράσινο χορτάρι, τον δροσερό αέρα,
τον λευκό κρίνο, το κόκκινο ρόδο
και τη γλυκιά άνοιξη επιθυμούσα.
ΓΚΑΡΘΙΛΑΣΟ
Εκλογή Ι

Αλλά μακρινές φαντάζουν πλέον εκείνες οι μέρες
που συγχέαμε τον έρωτα με το σφρίγος της λαμπρής φύσης
και που ένα ευτυχισμένο και παντοδύναμο μεσημέρι
φούσκωσαν περήφανα τα στήθη μου, έχοντας τον κόσμο στα πόδια τους
ΑΛΕΪΞΑΝΤΡΕ
Σκιά του παραδείσου



Ι. Καλοκαίρι




1. Γεύμα στον κήπο

Το γλυκό βύσσινο έλαμπε βαθύ κόκκινο ανάμεσα στις κιτρινόμαυρες σφήκες, ο αέρας ανασάλευε τα κλαδιά από τις βελανιδιές και οι κηλίδες του ήλιου έτρεχαν πάνω στα βρύα, πάνω στη μαλακή και υγρή χλόη και πάνω στα πρόσωπα των προσκεκλημένων, των Γυναικών και των Ανδρών, που κάπνιζαν και γελούσαν όλοι ταυτόχρονα. Και έλαμπαν επίσης τα γαλάζια ποτήρια για το Marie Brizard και τα μαχαιροπίρουνα για το επιδόρπιο. Και οι κηλίδες φωτός –οι μεγάλες κυνηγούσαν τις μικρές– έτρεχαν πάνω στο τραπεζομάντιλο που ήταν γεμάτο μοβ λεκέδες από κρασί και ψίχουλα. Και το απόγευμα είχε ταυρομαχία και τα πρόσωπα και τα μάγουλα και οι μύτες των ανδρών έλαμπαν. Και έλαμπε επίσης ο καφές, τόσο μαύρος με στάχτη από πούρα γύρω από το φλιτζάνι. Και οι άντρες γελούσαν, στραβώνοντας τα χείλη τους από το πούρο που είχαν στο στόμα, και μιλούσαν και γελούσαν σαν ξεδοντιάρηδες γέροι, βγάζοντας τη γεμάτη από σάλια άκρη της γλώσσας τους μέσα από ένα γαλαζωπό σύννεφο καπνού. Και ήταν πολύ ωραίο να βλέπεις πώς άλλαζε το χρώμα του καπνού καθώς τον χτυπούσε ο ήλιος. Και επειδή ήταν η ημέρα της Ανάληψης της Θεοτόκου, τα παιδιά είχαμε πάει να ράνουμε με ροδοπέταλα την Παρθένο και ηχούσαν οι γκάιντες και τα βαρελότα, τα βιολιά και η φωνή των ψαλτάδων μέσα από την εκκλησία. Και μύριζε παντού λιβάνι, και λουλούδια, και λουκουμάδες, και τσούρος, και μηλίτης –που έχυναν οι άντρες στα ποτήρια στο Κάμπο δε λα Ιγκλέσια– και καινούργια ρούχα. Και ύστερα όλοι μας τρέξαμε στα αυτοκίνητα και τα πάντα άρχισαν να μυρίζουν βενζίνη και ήρθαν μαζί μας για το γεύμα οι παπάδες (δεν λέγονται «παπάδες», λέγονται «αξιοσέβαστοι ιερείς») που είχαν τελέσει τη Θεία Λειτουργία. Και πριν αρχίσουμε το φαγητό, μάς τσιμπούσαν τα μάγουλα και μας ρωτούσαν ποιο είναι το όνομά μας και αν ξέραμε τι μέρα έπεφτε η ονομαστική μας γιορτή και αν επρόκειτο για κάποιον Άγιο Εξομολογητή ή για κάποιον Επίσκοπο ή κάποια Παρθένο ή κάποιον Ερημίτη (τι σημαίνει ερημίτης;) που οι ειδωλολάτρες είχαν ρίξει στα λιοντάρια σε κάποια Ρωμαϊκή Αρένα. Και οι ιερείς είχαν μια απαλή μυρωδιά, που διέφερε πολύ από εκείνη των υπόλοιπων μεγάλων γιατί ήταν Αντιπρόσωποι του Κυρίου και έφερναν αντιρρήσεις γιατί οι άλλοι ήθελαν να τους σερβίρουν πρώτους και εκείνοι έλεγαν «δεν είναι σωστό», και ο θείος Αρτούρο έλεγε: «ελάτε, ελάτε, πατέρα Χοσέ, σερβιριστείτε, όλοι μας ξέρουμε πως έχουμε μια μέλλουσα μίτρα σπίτι μας» (Τι είναι η μίτρα; «Τα παιδιά να μην μιλάνε»). Και όλοι γέλαγαν και ο πατέρας Χοσέ άρχιζε να μιλάει τραυλίζοντας: «Άνθρωπέ μου, προς Θεού, προς Θεού…», άλλα όλοι εξακολουθούσαν να γελάνε και τα παιδιά ακόμα, έχοντας όμως το πρόσωπό τους καλυμμένο με την πετσέτα του φαγητού. Και έπειτα ο πατέρας Χοσέ σηκώθηκε για να εκφράσει τις ευχαριστίες του και όλοι μαζί προσευχηθήκαμε

Ιησού Χριστέ, Παντοδύναμε,
Εσύ που γεννήθηκες στη Βηθλεέμ,
ευλόγησε αυτό το γεύμα
με τη χάρη Σου, αμήν.

Όταν είχαμε φτάσει στο «Βηθλεέμ» πετάχτηκε η μασέλα της γιαγιάς και έπεσε στο μπολ με το νερό για το πλύσιμο των φρούτων και κατάβρεξε όλο το τραπέζι και όλοι μας γελάσαμε, ακόμα και ο πατέρας Χοσέ. Και χρειάστηκε να ξεκινήσει πάλι από την αρχή:

Ιησού Χριστέ, Παντοδύναμε,
Εσύ που γεννήθηκες στη Βηθλεέμ,
ευλόγησε αυτό το γεύμα
με τη χάρη Σου, αμήν.

Και ο θείος Αρτούρο έλεγε πάντα: «Υπάρχει κανένας άλλος Ιησούς Χριστός που να μην γεννήθηκε στη Βηθλεέμ;», και η θεία Ονορίνα έλεγε «Να ’τος και ο βολταιρίσκος», και οι ιερείς γελούσαν και όλοι διασκορπιζόμασταν: οι γυναίκες για να ετοιμαστούν για τις ταυρομαχίες, τα παιδιά στη δεξαμενή για να συνεχίσουμε τη Μεγάλη Ναυμαχία της Ναυπάκτου και οι άντρες ξανακάθονταν κάτω από τις βελανιδιές και έπιναν και άλλο καφέ και άλλα λικέρ και πού και πού γελούσαν γιατί μάλλον έλεγαν ανέκδοτα. Και ξαφνικά όλοι οι άντρες πετάχτηκαν γιατί έσπασε η πολυθρόνα του πατέρα Χοσέ και εκείνος έπεσε προς τα πίσω και του καρφώθηκε στο κεφάλι ένα καρφί που είχαμε χώσει τα παιδιά στον κορμό μιας βελανιδιάς καλυμμένης με κισσό. Και ήταν κάτι το περίεργο, κάτι το τρομακτικό και το απίστευτο, να βλέπεις έναν ιερέα καταματωμένο, με όλο του το σβέρκο γεμάτο από κατακόκκινο αίμα που έλαμπε και έπεφτε σαν κόκκινη κλωστή πάνω στα μαύρα ράσα. Και ήταν τόσο φοβερό και τόσο ασεβές που τα παιδιά φοβόμασταν να το δούμε γιατί πιστεύαμε πως οι ιερείς δεν είχαν αίμα μέσα τους, παρά μόνο ψυχή και κόκαλα. Και όση ώρα οι μεγάλοι φώναζαν και έτρεχαν πηγαινοφέρνοντας κανάτες με νερό και φάρμακα και επιδέσμους και βαμβάκι, τα παιδιά πήγαμε στο βάθος του γκαράζ και κρυφτήκαμε στην παλιά άμαξα που μύριζε τόσο ωραία, γιατί είχε το άρωμα των παλιών πραγμάτων, και βρισκόταν εκεί στα σκοτάδια αφού δεν τη χρησιμοποιούσε κανείς εδώ και πολύ καιρό και εμάς τα παιδιά δεν μας άφηναν να ανεβούμε σε αυτή γιατί το τελευταίο άλογο που την έσερνε είχε πεθάνει από τέτανο.

2. Στην παραλία

Το απόγευμα η παραλία ήταν γεμάτη από πορτοκαλή ήλιο και υπήρχαν λευκά σύννεφα και μύριζε ομελέτα με πατάτες.
Και υπήρχαν καβούρια που κρύβονταν ανάμεσα στα βράχια και τα παιδιά αναλαμβάναμε να θάψουμε τα μπουκάλια με το μηλίτη στη νωπή άμμο για να μην ζεσταθούν.
Και όλοι έλεγαν: «Τι υπέροχο απόγευμα!», και οι ερωτευμένοι κάθονταν παράμερα και όταν άρχιζε να νυχτώνει και τα πάντα γίνονταν βιολετί και μοβ, έφερναν τα κεφάλια τους κοντά κοντά δίχως να μιλούν, σαν να εξομολογούνταν.
Αλλά το καλύτερο ήταν το απογευματινό μπάνιο, όταν ο ήλιος κατέβαινε και φαινόταν πιο μεγάλος και όλο και πιο κόκκινος και η θάλασσα ήταν πρώτα πράσινη και έπειτα πιο σκούρα πράσινη και έπειτα γαλάζια και έπειτα λουλακί και έπειτα σχεδόν μαύρη. Και το νερό ήταν ζεστό ζεστό και υπήρχαν κοπάδια από πολύ μικρά ψαράκια που κολυμπούσαν ανάμεσα στα κοκκινωπά φύκια.
Και ήταν απόλαυση να βουτάς και να τσιμπάς τις γυναίκες στα πόδια για να βάλουν τις φωνές. Και έπειτα να μας παίρνουν στους ώμους τους ο μπαμπάς και ο θείος Αρτούρο και ο σύζυγος τής θείας Χοσεφίνα και να μας αφήνουν να βουτάμε από εκεί στο νερό. Και έπειτα να πιάνουν δύο μεγάλοι ένα παιδί και να το πετούν στον αέρα και να λένε: «Πέφτει στο νερό σαν γατί», και οι γυναίκες με τον τουρλωτό πισινό, σαν μπαλόνι κάτω από το ολόσωμο μαγιό, να λένε: «Μην κάνετε σαχλαμάρες με τα παιδιά». Και τότε οι άντρες μάς έλεγαν: «Πάμε να τις τρομάξουμε», και τρέχαμε πίσω από τη μαμά και τις θείες και τις υπόλοιπες κυρίες και εκείνες έβγαιναν τσιρίζοντας από το νερό και το έσκαγαν προς την παραλία ώσπου τις πιάναμε και τις πηγαίναμε αιχμάλωτες στην ακροθαλασσιά και εκεί εκείνες κάθονταν στην άμμο πεθαμένες από την τρομάρα τους και η θεία Ονορίνα σχεδόν έκλαιγε καθώς έλεγε στον σύζυγό της: «Μη, μη, προς Θεού, Αρτουράκο». Και τα παιδιά ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια όταν έλεγε «Αρτουράκο» και αρχίζαμε να φωνάζουμε «Αρτουράκο» τον θείο Αρτούρο για μια ώρα τουλάχιστον, μέχρι που βαριόμασταν. Αλλά έπειτα πιανόμασταν όλοι από το χέρι (και τα χέρια των γυναικών έτρεμαν) και μπαίναμε μαζί τρέχοντας στη θάλασσα και κάναμε μπλονζόν, οι κυρίες όμως όχι, εκείνες κάθονταν στα ρηχά και γελούσαν σαν κλώσες. Και καθώς ο Αλμπερτίτο ήταν χαζός, άνοιγε το στόμα του και κατάπινε νερό και άμμο και ύστερα έκανε εμετό και είχε πάντοτε μια αίσθηση πικράδας στα σωθικά του.
Και ήταν πολύ διασκεδαστικό να βλέπεις τα πόδια της θείας Χοσεφίνα κάτω από το νερό, να χοντραίνουν και να αδυνατίζουν και ήταν λευκά, πρασινωπά και αηδιαστικά όπως η κοιλιά ενός βατράχου.
Και ήταν και ένα μεγαλύτερο κορίτσι που μόλις είχε έρθει από τη Μαδρίτη, πολύ όμορφο, με μεγάλα μάτια, ηλιοκαμένο και με ένα άρωμα που σε έκανε να αισθάνεσαι και εγώ δεν ξέρω τι μέσα σου.
Και είχε μια φωνή πεντακάθαρη και κάπως θλιμμένη και έλεγε σε μας τα παιδιά: «Άντε να δούμε ποιος είναι ο γενναίος που θα ’ρθει μαζί μου μέχρι την Καμήλα», αλλά δεν τολμούσε ποτέ του κανείς: ούτε ο μπαμπάς, ούτε ο θείος Αρτούρο, ούτε ο σύζυγος της θείας Χοσεφίνα, ούτε εμείς, και τότε εκείνη κολυμπούσε μόνη της μέχρι την Καμήλα –που ήταν τόσο μακριά ώστε σχεδόν δεν διακρινόταν– ακόμα και αν είχε φουρτούνα και η μέρα ήταν γκρίζα και φοβόταν κανείς ακόμα και να βουτήξει. Και κολυμπούσε με τα βραχιόλια της που δεν τα αποχωριζόταν ποτέ, και κάθε φορά φαινόταν να βγαίνει, λάμποντας από το νερό και την αντανάκλαση του ήλιου στα βραχιόλια, ένα χέρι, και τα πόδια της άφηναν ένα ίχνος αφρού γιατί κολυμπούσε κρόουλ.
Και ήταν και ένας κύριος Γερμανός, καραφλός, με ένα μακρύ άσπρο μαγιό, που έκανε βόλτες με δύο σκυλιά και είχε δέρμα κόκκινο, σχεδόν μαύρο, γιατί περνούσε όλη τη μέρα στον ήλιο ψαρεύοντας και διαβάζοντας εφημερίδα με μια άσπρη πετσέτα στους ώμους. Και έπειτα, το απόγευμα, βγαίναμε να κολατσίσουμε στην παραλία και για τα παιδιά υπήρχε παλαμίδα, ομελέτα και κρέας πανέ που είχαν περισσέψει από το μεσημέρι, και για επιδόρπιο πορτοκάλια, μήλα, αχλάδια, σταφύλια, κορόμηλα και ροδάκινα για να διαλέξουμε. Και υπήρχαν επίσης μπανάνες και ήταν πολύ διασκεδαστικό να τις πιέζεις από τη μια μεριά και να βγαίνει η σάρκα τους και να τη δείχνεις στους μεγάλους και όλοι οι άντρες να γελούν, κανείς δεν ήξερε γιατί.
Και τα κομμάτια της ομελέτας και οι μπριζόλες ήταν γεμάτα άμμο, και τα κορίτσια είχαν βρεγμένα μαλλιά που τους κολλούσαν στα μάγουλα και έλαμπαν τα μάτια τους και φώναζαν χοροπηδώντας ανάμεσα στα σκυλιά που πήδαγαν και εκείνα και γάβγιζαν και έτρεχαν να πιάσουν τα ξερά φύκια που τους πετούσαν, και έπειτα τους έριχναν ό,τι περίσσευε από τα φαγητά, που ήταν πάρα πολλά: ομελέτα, κρέας πανέ, παλαμίδα, και έγλειφαν τις κονσέρβες από σαρδέλες σε λάδι ελιάς μέχρι που τις έκαναν να λάμπουν και ο Κινγκ έτρωγε επίσης, αλλά ήταν ο μόνος, τα φλούδια από τα φρούτα.
Και καθώς οι άντρες έλεγαν ότι δεν έπρεπε να αφήσουμε ούτε ένα χαρτάκι, ούτε ένα σκουπιδάκι στην παραλία, «γιατί πρέπει να δίνουμε το καλό παράδειγμα στον κόσμο», μαζεύαμε τους δίσκους από χαρτόνι και τα λιγδιασμένα χαρτιά και τα φλούδια και τα καίγαμε και ύστερα θάβαμε τη στάχτη και τις κονσέρβες που δεν μπορούσαν να καούν.
Και ύστερα πηγαίναμε να ντυθούμε πίσω από τα βράχια. Και εκεί η άμμος ήταν κρύα και φυσούσε κρύος αέρας και τα παιδιά τουρτουρίζαμε γιατί νύχτωνε.
Και έπειτα ο καθένας έπαιρνε από μια τσάντα –εκτός από τις κυρίες– και επιστρέφαμε στο σπίτι. Και επιστρέφαμε τραγουδώντας στο δρόμο και μαζεύαμε μούρα που ήταν ακόμη ζεστά.
Και αισθανόμασταν την πλάτη μας λιγδερή και να τσούζει, ενώ άρχιζε να βγαίνει ένα πολύ μεγάλο φεγγάρι.
Και τραγουδούσαν τα βατράχια και οι βούζες.
Και μύριζε θυμάρι.
Και ύστερα έπρεπε να περάσουμε δίπλα από τις ταβέρνες και τα εξοχικά κέντρα που ήταν γεμάτα άντρες που έπιναν μηλίτη και έπαιζαν τσούνια.
Και ήταν ευχάριστο να ακούς το χτύπημα της ξύλινης μπάλας πάνω στις κορύνες ή το «γκλινγκ» της μεταλλικής σφαίρας πάνω στον σιδερένιο στύλο.
Και ήταν ένας άντρας που τραγουδούσε πολύ καλά, και ο μπαμπάς είπε: «γιατί δεν καθόμαστε σ’ ένα από εκείνα τα τραπέζια να ξεκουραστούμε για λίγο;», και παρήγγειλε μηλίτη για όλους, ακόμα και για τα παιδιά, και αισθανθήκαμε στο λαιμό μας το κάψιμο από τις φυσαλίδες μόλις τον ήπιαμε.
Και ήταν η ώρα που έβγαιναν τα αστέρια.
Και πού και πού φαινόταν ένα κομμάτι κατασκότεινης θάλασσας και προξενούσε φόβο να σκέφτεσαι ότι θα μπορούσε να κολυμπούσες εκεί μέσα μόνος, ολομόναχος.
Και ο μπαμπάς και ο θείος Αρτούρο ζήτησαν από τη θεία Χοσεφίνα να τραγουδήσει το «Έχω τρεις κατσικούλες» και εκείνη κατακοκκίνισε και ρώτησε πώς ήταν δυνατόν να τραγουδήσει μπροστά σε τόσο κόσμο, και όλοι γέλασαν.
Και ξαφνικά πλησίασε ένας άντρας που βρομούσε κρασί και χτύπησε τον μπαμπά στην πλάτη και του είπε και εγώ δεν ξέρω τι.
Και ο μπαμπάς τον κοίταξε νευριασμένος και αμέσως πλήρωσε το λογαριασμό και φύγαμε.
Και ακουγόταν η μουσική από έναν χορό γιατί ήταν Κυριακή.
Και όταν φτάσαμε στη Χιχόν ήμαστε όλοι σιωπηλοί, σαν θλιμμένοι.
Και ήταν θλιμμένα και τα φώτα στους δρόμους.
Και στην παραλία φαινόταν ο Κωπηλατικός Όμιλος γεμάτος πολύχρωμα φωτάκια.
Και υπήρχε πολύς κόσμος στους δρόμους και περνούσε παιανίζοντας μια μπάντα.
Και περνούσαν αυτοκίνητα με λευκές ρόδες.
Και οι δρόμοι ήταν βρεγμένοι, γυαλιστεροί και μαύροι.
Και μύριζε ζεστό λάστιχο, κολόνια και θάλασσα.
Γιατί βρισκόταν στη Χιχόν ο Πρίγκιπας της Αστούριας.


3. Μια νύχτα

Κάθε χρόνο γινόταν το ίδιο· ήταν η πιο διασκεδαστική βραδιά των καλοκαιρινών διακοπών.
Καθώς το δικό μας σπίτι δεν ήταν ακόμη έτοιμο, τα παιδιά κοιμόμασταν στο σπίτι του θείου Αρτούρο και της θείας Ονορίνα.
Εγώ κοιμόμουν σε ένα ντιβάνι στο δωμάτιο του Αλμπέρτο και του Χοσέ (τον οποίο αποκαλούσαμε το παιδί-μπιμπερό, γιατί μέχρι τα οκτώ του και βάλε η μάνα του τον κυνηγούσε σε όλο τον κήπο με ένα μπιμπερό στο χέρι, φωνάζοντας: «Χοσελίτο, Χοσελίτο, έλα και θα κρυώσει») και στο άλλο δωμάτιο κοιμόντουσαν τα κορίτσια.
Τα δύο δωμάτια επικοινωνούσαν με μια πόρτα που τώρα ήταν κλειστή.
Ήταν μια άσπρη και γυαλιστερή πόρτα που, δίχως να ξέρω το γιατί, μου άρεσε πολύ να τη βλέπω. Είχε ένα πόμολο από κόκκινο ξύλο σε σχήμα μπάλας.
Αυτή η μπάλα βρισκόταν ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου και αυτό ανησυχούσε πολύ τη θεία Ονορίνα που έλεγε:
«Ήξερα εγώ έναν κύριο από τη Χιχόν που τσάκισε το λαιμό του μ’ ένα τέτοιο πράγμα».

Γνώριζε όλα τα άτομα που είχαν πεθάνει κατά τρόπο περίεργο: εκατοντάδες, χιλιάδες Κυριοιαποτηχιχόν και Κυριεσαποτηχιχόν που τους είχε κοπεί το κεφάλι στο ασανσέρ ή είχαν πεθάνει από ηλεκτροπληξία γιατί χτύπησαν το κουδούνι υπηρεσίας στο μπάνιο ή είχαν πεθάνει από πνευμονία γιατί δεν θέλησαν να φορέσουν το πουλόβερ τους ύστερα από κάποιον αγώνα ποδοσφαίρου που είχαν παίξει.
Αλλά αυτό συνέβη «εδωκαιπολλάχρονια» κάποια «αλλημεραθαστοδιηγηθωμεπιόηρεμια» και ήταν κύριοι καθωσπρέπει και όχι παιδαρέλια σαν και σένα.
Αλλά τώρα η θεία Ονορίνα μάς καληνύχτιζε από την πόρτα.
Το φως στη σκάλα ήταν αναμμένο· η σκιά της θείας Ονορίνα κινιόταν στο γαλαζωπό ταβάνι του δωματίου και, έτσι όπως τη χτυπούσε το φως, το κεφάλι της είχε ένα χρυσό φωτοστέφανο σαν να ήταν αγία.

«Ύπνο όλοι τώρα», είπε.

Πήγαινε να φύγει όταν ακούστηκε το καζανάκι από την τουαλέτα και άνοιξε η πόρτα.
Μπήκε νέο φως και η σκιά της θείας σχηματίστηκε διπλή στο ταβάνι και ύστερα μονή ξανά.
Ο «νερόβραστος» Αρτούρο ερχόταν από το διάδρομο σιγοτραγουδώντας και τα κορίτσια άρχισαν να στριγκλίζουν στο άλλο δωμάτιο γιατί ήξεραν ότι ο θείος Αρτούρο θα έμπαινε περπατώντας στις φτέρνες, λέγοντας: «Τι νέα, αξιότιμες κυρίες;», με φωνή σοπράνο, σαν τους νάνους, για να τις τρομάξει.
«Αρτούρο, προς Θεού, μην μου τα εξαγριώνεις» –τι διασκεδαστικό ήταν να ακούς εΞαγριώνεις– «είσαι χειρότερος απ’ αυτά», έλεγε η θεία.

Αλλά ήταν αργά πια· στο δωμάτιο των κοριτσιών επικρατούσε τρομερή αναστάτωση.
Έτρεξε η θεία Ονορίνα στο χαμό και με τσιριχτή φωνή άρχισε να λέει αυτά που έλεγε πάντα:

«Τι φασαρία, τι φασαρία, Θεέ μου! Νόμιζα ότι είχε συμβεί κάτι, πιάστε μου την καρδιά, θα πεθάνω καμιά μέρα!»

Αλλά ούτε πέθαινε, ούτε της έπιανε κανείς την καρδιά, ούτε ποτέ συνέβαινε τίποτα. Το μόνο που συνέβαινε ήταν ότι η θεία Ονορίνα ήταν ηλίθια.
Στο ταβάνι οι σκιές πολλαπλασιάζονταν, διασταυρώνονταν και εξαφανίζονταν.
Στο πλατύσκαλο η θεία Ονορίνα έλεγε ότι κάτι τέτοιες τρομάρες καταστρέφουν την καρδιά των παιδιών και άρχισε να διηγείται στον θείο Αρτούρο την ιστορία της μοναδικής κόρης των κι εγώ δεν ξέρω ποιων μαρκησίων, που είχε γνωρίσει όταν είχε πάει στη Ρώμη να δει τον Πάπα και επιστρέφοντας πήγαν στη Σκάλα του Μιλάνου και οι μαρκήσιοι –τι σύμπτωση!– ήταν στο διπλανό κάθισμα και εκείνη δεν τους αναγνώρισε, ξέρεις τώρα, γιατί εκείνη δεν ήταν απ’ αυτούς που πιστεύουν ότι το να αναγνωρίζεις τους αριστοκράτες είναι και εγώ δεν ξέρω τι, και αυτό που χρειάζεται δεν είναι χαζοί αριστοκράτες, αλλά καλοί καθολικοί και καλοί Ισπανοί τι έλεγα τώρα; α, ναι, λοιπόν εκείνοι μάς άκουσαν βέβαια να μιλάμε ισπανικά και στράφηκαν προς εμάς και μας είπαν: «Είστε Ισπανοί;» και έτσι πιάσαμε κουβέντα και ήταν πολύ συμπαθείς, καθόλου ψηλομύτηδες, κυρίως εκείνη, πολύ καλή, βέβαια και εκείνος καλός ήταν, μην νομίζεις, ένας πραγματικά καλός άνθρωπος, και μακάρι όλοι οι αριστοκράτες να ήταν σαν και εκείνον, γιατί δεν θα γινόντουσαν όλα αυτά που συμβαίνουν τώρα, ένας άντρας που κοινωνούσε κάθε μέρα, που έκανε πολλές ελεημοσύνες δίχως να το γνωρίζει κανείς, και μόνο τέτοιοι άνθρωποι μπορούν να σώσουν την Ισπανία, αλλά είναι πολύ λίγοι και εγώ πιστεύω ότι αυτά που συμβαίνουν είναι θεία τιμωρία· τι έλεγα; α, ναι, και οι καημένοι είχαν ένα κοριτσάκι με πολύ αδύναμη καρδιά εξαιτίας μιας νταντάς, τι κτήνη που είναι αυτές οι γυναίκες· εγώ γνώρισα μία που για να κοιμηθεί το παιδί άνοιγε το γκάζι και το έβαζε να το εισπνεύσει και ευτυχώς που μια μέρα την τσάκωσαν να το κάνει και φαντάσου τη στεναχώρια που πήρανε, γιατί δεν το έκανε από κακία αλλά από άγνοια, όπως συμβαίνει συνήθως με τον χαμηλού επιπέδου κόσμο και ήταν ακόμα μεγαλύτερη η στεναχώρια γιατί στις μέρες μας είναι πολύ δύσκολο να βρεις νταντάδες κ.λπ.
Επιτέλους άρχισε να χτυπά το γκονγκ για το δείπνο στον κάτω όροφο και κατέβηκαν από τη σκάλα και μας άφησαν μόνα μας τα παιδιά στον επάνω όροφο.
Μπορούσε πλέον να αρχίσει η επιχείρηση. Ή, μάλλον, Η Επιχείρηση, γιατί ήταν ένα πράγμα πολύ σημαντικό.
Έναν ολόκληρο χρόνο, μόνο εκείνη τη βραδιά μπορούσε να συμβεί και ήταν η μεγάλη μάχη του Βερντέν, μια μάχη άγρια και πολύ μυστηριώδης.
Ορμάγαμε, χτυπώντας με τα μαξιλάρια, στο δωμάτιο των κοριτσιών, που μπορεί και να είχαν καταλάβει ότι πλησιάζαμε από το διάδρομο (ο οποίος περνούσε και από τα δύο δωμάτια, το δικό τους και το δικό μας) και να είχαν κρυφτεί πίσω από τα παραθυρόφυλλα με τα μαξιλάρια τους έτοιμα, ίσως ακόμα και με γεμάτα νερό τα ποτήρια που είχαν στα κομοδίνα, συγκρατώντας τα γέλια και τα παντελόνια της πιζάμας τους που είχαν βαλθεί να ξελυθούν.
Και ήταν όλα συναρπαστικά, πάνω απ’ όλα η πολύ έξυπνη προέλαση στο διάδρομο, όπου έφεγγε το φεγγάρι και ακουγόταν το κόασμα των βατράχων και το σφύριγμα από τις βούζες και ο μακρινός θόρυβος της θάλασσας και φαίνονταν τα φώτα των αυτοκινήτων όταν έμπαιναν στη γέφυρα και σου ’ρχόταν να βγεις τρέχοντας γυμνός στη νύχτα, ανασαίνοντας πολύ δυνατά, πηγαίνοντας στο πουθενά.
Και ήταν επίσης συναρπαστικό να μπαίνουμε στο δωμάτιο όταν τα κορίτσια δεν ήταν προετοιμασμένα (όπως το προπροηγούμενο καλοκαίρι) και στο διάφανο φως του φεγγαριού να τους τραβάμε τα σεντόνια και πάνω που πήγαιναν να σηκωθούν να τους πετάμε το μαξιλάρι στο κεφάλι και ύστερα να τους βγάζουμε όλα τα στρωσίδια του κρεβατιού ώστε καμιά τους να μην μπορεί να προστατευτεί κάτω από τις κουβέρτες και σαν χτυπιόντουσαν μαινόμενες σαν παγιδευμένα θηλυκά τσακάλια να τους ρίχνουμε μια ριπή από μαξιλαριές και έπειτα να βγαίνουμε τρέχοντας στο διάδρομο και εκείνες, έξαλλες, να έρχονται πίσω μας με τα μαξιλάρια στο χέρι μέχρι να μας φτάσουν και έπειτα η μάχη σώμα με σώμα, με το μαλλί της Ελένα να μου γαργαλάει το πρόσωπο και ύστερα να της κάνεις μια λαβή και να την υποχρεώνεις να ζητήσει ανακωχή με το βλέμμα και εσύ να μην τη δέχεσαι και να την ακούς να λέει έξω φρενών: «Κτήνος, αγριάνθρωπε, τέρας, βλάκα», και έπειτα να βάζει τα κλάματα με έναν τόσο διαφορετικό τρόπο, πολύ λυπημένη, που σου προκαλούσε ένα πράγμα που δεν ήταν στεναχώρια, αλλά ούτε χαρά, ένα πράγμα παράξενο που σου ’ρχόταν να κλάψεις πολύ απαλά, σε ένα απόμερο μέρος, όπου δεν θα σε άκουγε κανένας, και να κλαις, να κλαις όλη σου τη ζωή, πολύ ευτυχής που θα κλαις για πάντα.
Ο Αλμπέρτο ανασηκώθηκε συνωμοτικά στο κρεβάτι του και έκανε «σσσστ». Ο Χοσέ και εγώ υπακούσαμε και βγήκαμε και οι τρεις στο διάδρομο, πατώντας στις μύτες των ποδιών μας, με τα άσπρα μαξιλάρια στα χέρια.
Μεγάλη σιωπή, σιωπηλότατη, καταπαγωμένη όπως στη Σπηλιά του Ορμπελκισμόφ Γκράντσεν Λεβίσκι ύστερα από τον πνιγμό της κόρης του, της πριγκίπισσας Άλντα, σε εκείνη τη μελαγχολική λίμνη του απόβραδου και η μελαγχολική φωνή της Χούλια που φώναζε απελπισμένα από τις κορυφές των Βραχωδών Ορέων· σιωπή για να επαναλάβεις σε ένα πολύ μακρινό δάσος «quacumque, quacumque, quacumque», όπως σε έναν καθεδρικό ναό νεκρών στα ερημικά, ψηλά και κρύα οροπέδια του Θιβέτ.
Ο Αλμπέρτο, βάζοντας το κεφάλι του στο δωμάτιο των κοριτσιών, μας έκανε νόημα σαν να έλεγε «όλα εντάξει, προχωράμε» και μπήκαμε προσεκτικά.

Τα κορίτσια κοιμόντουσαν γαλήνια σαν γατάκια από χλομό γαλάζιο βελούδο. Εγώ πλησίασα στο κρεβάτι της Ελένα. Ανέδιδε μια ζεστή μυρωδιά όπως οι φωλιές με μικρά πουλάκια. Η Ελένα κοιμόταν με το πρόσωπο στο μαξιλάρι και το μακρύ ξανθό μαλλί της μαζεμένο στην πλάτη. Ανέπνεε πολύ αργά, τόσο απαλά που ντρεπόμουν να της τραβήξω τα σεντόνια για να αρχίσει η μάχη. Αλλά με κοίταξε ο Αλμπέρτο και, κλείνοντας τα μάτια, τράβηξα το κλινοσκέπασμα τρέμοντας από τις τύψεις. Φερόμουν σαν ηλίθιος.
Η Ελένα ξύπνησε στριγκλίζοντας και άρχισαν οι μαξιλαριές. Το πορτατίφ εκσφενδονίστηκε από την τουαλέτα και με έναν οξύ και αντιπαθητικό θόρυβο συντρίφτηκε πάνω στον απέναντι τοίχο.
«Η μάχη του Βερντέν, η μάχη του Βερντέν!», ούρλιαζαν ο Αλμπέρτο και ο Χοσέ σαν τρελοί.
«Σώσε τον εαυτό σου, γερόλυκε, έφτασε η ώρα σου!»
Και ο Χοσέ:
«Το γερμανικό πυροβολικό σαρώνει τη γαλλική άμυνα!…»
Η γαλλική άμυνα –η Πίλι και η Νένα– αντιστέκονταν με λύσσα για να μην υποκύψουν όταν η Ελένα, ξαφνικά, με μια πολύ παράξενη φωνή ούρλιαξε:
«Ησυχία, έξω από ’δω!», και άναψε το φως και άρχισε να τσιρίζει φωνάζοντας τη θεία Ονορίνα.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες ήταν μεγάλη προδοσία να φωνάξεις τους μεγάλους για να σε προστατεύσουν, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχαν φυσιολογικές συνθήκες.
Η Ελένα, πολύ σοβαρή, καθισμένη πάνω στο ανάστατο κρεβάτι, ήταν κατακόκκινη και μας κοιτούσε φοβισμένη, σχεδόν με μίσος, με μάτια μισόκλειστα που έλαμπαν.
Εγώ την κοιτούσα και δεν έβρισκα να κάνω τίποτα άλλο από το να κοιτάζω το πάτωμα και να προσπαθώ αδέξια να κουμπώσω το πάνω μέρος της πιζάμας μου.
«Τι ήρθες να κάνεις εδώ;», ρώτησε η Ελένα.
«Τι για τι ήρθαμε; Για τη μεγάλη μάχη του Βερντέν, όπως κάθε χρόνο…»
Αλλά, δίχως να ξέρουμε το γιατί, μας ήταν αδύνατο εκείνη τη στιγμή να απαντήσουμε για ποιο λόγο είχαμε έρθει. Η μεγάλη μάχη του Βερντέν ήταν ένα πράγμα που δεν καταλαβαίναμε πώς ήταν δυνατόν να το έχουμε σκεφτεί, ένα πράγμα που αν το εξέταζες καλά καλά δεν μας είχε διασκεδάσει καθόλου, ποτέ… Τι να πω;… Ποτέ, καθόλου…
Ξαναδιασταυρώθηκαν οι σκιές στο ταβάνι. Η θεία Ονορίνα εισέβαλε σαν θαλάσσιος σίφουνας από το Βόρνεο σκουπίζοντας με μια πετσέτα το στόμα της και χειρονομώντας…
«Θεέ μου, Θεέ μου!», έλεγε, «Μεγαλοδύναμε, τι έχω κάνει και με τιμωρείς έτσι;». Και ήταν τόσο γελοία όταν τα έλεγε όλα αυτά που ο Αλμπέρτο και ο Χοσέ πέθαναν στα γέλια μπροστά της.
Εγώ όχι, εγώ δεν μπορούσα. Αμυδρά υποψιαζόμουν ότι ο Θεός πράγματι την τιμωρούσε. Και η Ελένα επίσης θα έπρεπε να το προαισθάνεται γιατί με κοιτούσε πολύ σοβαρή, σαν να ήμαστε στη Θεία Λειτουργία, και δεν μιλούσε καθόλου.
Το χαλί ήταν γεμάτο κάλτσες, φορέματα, φιόγκους για τα μαλλιά, εριοβάμβακα και κομμάτια από το πορτατίφ.
Η θεία Ονορίνα μάς έριξε κάτι βλέμματα που δεν τα είχαμε ξαναδεί και μας έκανε νόημα να βγούμε.
Βγήκαμε σιωπηλοί, κάτι ανάμεσα σε έκπληκτοι και λυπημένοι, όπως ο Αδάμ και η Εύα από τον παράδεισο, και δίχως σχόλια ξαπλώσαμε στα κρεβάτια μας.
Το κρεβάτι μου ήταν χλιαρό και ακατάστατο, όπως της Ελένα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά προαισθανόμουν ότι δεν θα υπήρχαν τιμωρίες, ούτε καν κατσάδες, και ότι κανείς ποτέ δεν θα μας ξαναμιλούσε για εκείνη την επιχείρηση, ούτε οι μεγάλοι, ούτε ο θείος Αρτούρο, ούτε καν η Ελένα, ήμουν σχεδόν βέβαιος…
Αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Στριφογύριζα διαρκώς και ξεστρώνονταν τα σεντόνια. Και επιπλέον…, όχι, δεν μπορώ να το εξηγήσω…
Το ταβάνι του δωματίου ήταν γαλάζιο, πανύψηλο και έτρεμε. Και μύριζε αιθέρα και ηχούσε σαν βουητό από μέλισσες, όπως τα καλοκαίρια την ώρα του μεσημεριανού ύπνου…
Αλλά όχι, δεν είναι έτσι, δεν μπορώ να το εξηγήσω…
Το φως του φάρου πλησίαζε, όλο και πλησίαζε, και έμπαινε σαν να έγλυφε τον τοίχο όπου βρισκόταν το κρεβάτι μου, και τα σεντόνια, και το ταβάνι, και το πάτωμα, και το πρόσωπό μου. Και τα πάντα γέμιζαν φωτεινές ακτίνες. Και μια στιγμή, ξαφνικά, στη μέση του δωματίου, αλλά πολύ ψηλά, στη μέση ενός πολύ μεγάλου και γαλαζωπού τρούλου και με τη μουσική να ηχεί πένθιμα… Αλλά ποτέ δεν θα μπορέσω να το εξηγήσω καλά… Ναι, και η Ελένα από πίσω, να με φωνάζει, γυμνή, μέσα στο κλάμα, από ένα πολύ σκοτεινό και στενάχωρο λιβάδι. Και ο μπαμπάς και η μαμά και ο θείος Αρτούρο και η θεία Ονορίνα και όλοι να ξεπροβάλλουν από τα φωτισμένα παράθυρα ενός τρένου και να μας λένε αντίο, αντίο, στην Ελένα και σε μένα, που περπατούσαμε γυμνοί στο χιόνι με έναν άντρα πίσω μας που κράταγε μαστίγιο, και δεν υπήρχε πουθενά ούτε ένα δέντρο, και ξέραμε ότι δεν θα τους βλέπαμε ποτέ ξανά…
Και έτσι, και έτσι, και έτσι πάντα, με την Ελένα να μου μιλάει ήσυχα, ήσυχα στο αφτί, σε αυτή την περίεργη και ψηλή και γαλάζια χώρα, τη γεμάτη φωτεινές ακτίνες, και ξαφνικά όλα να βυθίζονται, λες και διαλύονταν, και όλοι μας να πρέπει να μαζέψουμε τις μεγάλες φωτεινές ακτίνες που σχεδόν μας τυφλώνουν και πολύ μακριά να βλέπω ξανά την Ελένα να κλαίει σιωπηλά, χαϊδεύοντας ένα μικρό θηλυκό ζαρκάδι σε ένα καταπράσινο πλατύ λιβάδι και πολλά πουλιά να κελαηδούν στον ουρανό και μερικά αστραφτερά και κάτασπρα κύματα και όλοι να τρέχουν πιο πέρα από τον άνεμο, να τρέχουν πιο πέρα από τον άνεμο με τα μάτια πνιγμένα στα δάκρυα…


[  Σ Υ Ν Ε Χ Ι Ζ Ε Τ Α Ι ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: